ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

 Κυριακή Δ’ των Νηστειών (Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος)

Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Μκ. θ’ 17-31 (26-03-2023)

Πρωτ. Τρύφωνα Παπαγιάννη

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ως γνωστόν περίοδος πνευματικών και ασκητικών αγώνων. Η πίστη και η αλήθεια της Εκκλησίας δεν είναι μια αφηρημένη θεώρηση ή φιλοσοφική ενατένηση της ζωής. Η ζωή του πιστού μέσα στον κόσμο της φθοράς, της αμαρτίας, της ασθένειας, του κακού  είναι ένας διαρκής αγώνας. Αυτό μας το υπενθυμίζει η περίοδος αυτή. Ιδιαίτερα αυτή η ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στη θεραπεία ενός δαιμονισμένου παιδιού, εξυπηρετεί ακριβώς αυτόν τον σκοπό. Δηλαδή μας υπενθυμίζει την αγωνιστική και ασκητική φυσιογνωμία της Εκκλησίας, δεδομένου ότι για την Εκκλησία σωτηρία σημαίνει την απελευθέρωση από την επιρροή του ποικίλου κακού που καταδυναστεύει τον άνθρωπο.

Η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου κατορθώνεται με την ασκητική μαθητεία στον  τρόπο ζωής της Εκκλησίας. Πρόκειται για ένα άθλημα που βοηθά στην άρνηση της εγωκεντρικής αυτάρκειας και την επικέντρωση του εαυτού μας στο Θεό, για ν’ αρχίσει συνομιλία  και ουσιαστική επικοινωνία με Αυτόν. Ο ασκητικός άνθρωπος επιχειρεί αυτό το αγώνισμα με τα μέσα που παρέχει η Εκκλησία  μεταξύ των οποίων είναι η νηστεία και η προσευχή. «Τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία». Μέσα από τον ασκητικό αγώνα ο πιστός μπορεί να βρει τον αληθινό εαυτό του και το νόημα της ζωής που είναι η επίτευξη του «καθ’ ομοίωσιν».

Το επεισόδιο που μας αφηγείται το σχετικό  ανάγνωσμα από το Ευαγγέλιο του Μάρκου (9,17-31) τοποθετείται ευθύς μετά την κάθοδο του Ιησού από το όρος, όπου μεταμορφώθηκε μπροστά σε τρεις από τους μαθητές του. Μετά τη δόξα της Μεταμορφώσεως συναντά ο Ιησούς την ανθρώπινη αθλιότητα σ’ όλη της την τραγική εκδήλωση: Ένας πονεμένος πατέρας παρακαλεί τον Ιησού να γιατρέψει το άρρωστο παιδί του, που οι μαθητές του προηγουμένως, οι υπόλοιποι δηλ. εννέα, στάθηκαν ανίσχυροι να το θεραπεύσουν. Βρίσκει λοιπόν ο Ιησούς μπροστά του από την μια μεριά την πονεμένη και πάσχουσα ανθρωπότητα, από την άλλη τους εκπροσώπους του που δεν μπορούν να βοηθήσουν. Και σαν να μη φθάνουν αυτά, βλέπει και τους γραμματείς, τους θεολόγους δηλ. του ιουδαϊσμού, να συζητούν με τους μαθητές και να προσπαθούν ίσως να κλονίσουν την πίστη τους στον Χριστό. Όλα αυτά θα κάνουν σε λίγο τον Ιησού να εκστομίσει την φράση «ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι;». Ο πατέρας συνεχίζει την ικεσία του: «Κύριε, εάν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας». Όμως ο Ιησούς του αποκρίνεται: «Εσύ εάν μπορείς να πιστεύσεις, τότε όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει.» Κι αμέσως ο πατέρας γεμάτος δάκρυα φωνάζει: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην ολιγοπιστία μου». Τότε ο Ιησούς Χριστός με θεϊκή εξουσία λέει: «Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, βγες από αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ μέσα του». Και το πονηρό πνεύμα, αφού έκραξε και συντάραξε τον νέο, έφυγε αφήνοντάς τον κάτω στη γη σαν νεκρό. Τότε ο Κύριος τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε. Οι μαθητές έκπληκτοι Τον ρωτούν κατόπιν ιδιαιτέρως: «Γιατί, Κύριε, εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα;» Και Εκείνος απαντά: «Αυτό το είδος του δαιμονίου δεν φεύγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».

Ο Χριστός  προσφέρει  θεραπεία. Δεν ήλθε για να καταδικάσει τους ανθρώπους που με τα έργα τους έγιναν υπόδουλοι στο κακό, στην φθορά και στον θάνατο, δεν ήλθε για να κατακρίνει, αλλά για να διακονήσει και να σώσει.  Τα πρόσωπα της διήγησης υποχωρούν στο τέλος και χάνονται· εκείνο που θέλει να τονίσει ο ευαγγελιστής τελειώνοντας είναι η απάντηση του Ιησού στους μαθητές που ρώτησαν γιατί δεν μπόρεσαν αυτοί να θεραπεύσουν τον ασθενή: γιατί «τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία».

Πολλές είναι οι δαιμονικές εκδηλώσεις του κόσμου σε κάθε εποχή· κι’ αν ακόμη δεχθεί κανείς ότι οι αρρώστιες έχουν άλλη αιτία κι’ όχι την κατοχή των ανθρώπων από τους δαίμονες, μένουν τόσες άλλες πολυάριθμες εκδηλώσεις της ζωής που μαρτυρούν την υποταγή των ανθρώπων στην δύναμη του κακού, ώστε να προβάλλει επιτακτικό το αγωνιώδες ερώτημα: Γιατί η Εκκλησία δεν μπορεί να θεραπεύσει το κακό; Λείπει μήπως η πίστη, η προσευχή, η νηστεία;

Είμαστε πολλές φορές τόσο έτοιμοι να κατακρίνουμε, να επισημάνουμε τους ενόχους, να γενικεύσουμε. Ξεχνούμε ότι αυτό που δεν γίνεται στο σύνολο, γίνεται στις επιμέρους περιπτώσεις, στις οποίες συντρίβεται η δύναμη του κακού και αναδεικνύονται μορφές αγίων αγωνιστών και φωτεινών παραδειγμάτων πίστεως. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι μόνο εάν έχει η Εκκλησία την πίστη που απαιτείται για να ελευθερώσει τους ανθρώπους από τα δαιμονικά δεσμά, αλλ’ εάν αυτοί μπορούν να πιστεύσουν. Ο Ιησούς, στη διήγησή μας, λέγει προς τον πατέρα του άρρωστου νέου: «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Η πίστη κάνει κατορθωτά τα ακατόρθωτα, αυτά δηλ. που η ανθρώπινη λογική θεωρεί σαν τόσο σταθερά καθιερωμένα, ώστε η αλλαγή τους να φαίνεται αδύνατη· «μετακινεί βουνά», κατά την παροιμιακή έκφραση που χρησιμοποιεί ο Ιησούς σε άλλη περίπτωση· μεταμορφώνει την ανθρώπινη αθλιότητα σε δόξα.

Εκτός από την καταπληκτική αυτή δύναμη που εκλύεται από την πίστη, και σ’ ένα άλλο χαρακτηριστικό της μπορεί να μας οδηγήσει το σημερινό ανάγνωσμα: Η πίστη του πονεμένου πατέρα γίνεται αιτία θεραπείας του παιδιού του· κι’ από την άλλη μεριά η έλλειψη δυνατής πίστεως στους μαθητές έχει σαν αποτέλεσμα να παραμένει το κακό και η ασθένεια στον κόσμο. Η πίστη λοιπόν υπερβαίνει τα όρια του πιστεύοντος ατόμου και αποβαίνει εστία σωτηρίας και για τον διπλανό μας. Τέλος, μπορεί η πίστη να ισχυροποιηθεί με την προσευχή και την νηστεία. Μ’ αυτά τα δύο διοχετεύεται η δύναμη του Θεού στον πιστεύοντα άνθρωπο, ώστε η πίστη του να γίνεται ολοένα και πιο ζωντανή και ως εκ τούτου θαυματουργική μέσα στη κοινωνία.

Τα παιδιά μας είναι δε­μένα στο άρμα της εποχής που εμείς οι μεγαλύτεροι κι­νούμε και μορφοποιούμε. Οι δικές μας αστοχίες και πα­ραλείψεις, τα δικά μας πάθη και ελαττώματα έχουν τραγι­κές προεκτάσεις στις καθαρές και ασυμβίβαστες ψυχές τους. Η Εκκλησία και η Πολιτεία δεν έπραξαν όσο έπρεπε το καθήκον τους απέναντι στη νεολαία. Ή Εκκλησία  παράλληλα με τις ικετήριες κραυγές της προς τον Κύριο για τη σωτηρία της νεολαίας, έπρε­πε να δραστηριοποιηθεί με σύγχρονες μεθόδους για την πνευματική τροφοδοσία των νέων. Είναι βέβαια τα πε­ρισσότερα παιδιά ατίθασα, έχουν περίεργες ιδέες, θέτουν την Εκκλησία υπό κρίση και δοκιμασία. Είναι όμως παιδιά του Θεού κι έχουν ανάγκη από στοργή και καθοδήγηση. Τί πρέπει να γίνει για να σωθούν τα παιδιά μας; Μια μόνο ελπίδα υπάρχει: Το φως τού Χριστού. Aς οδηγή­σουμε τα παιδιά μας στο Χριστό, όπως έπραξε ό πατέρας τού Ευαγγελίου. Aς τους μιλήσουμε για το Χριστό κυρίως με το παράδειγμά μας. Ας τα εμπνεύσου­με με το πνεύμα τού Χριστού. Aς προσευχηθούμε γι’ αυ­τά περισσότερο. Παράλληλα ας τούς δείξουμε στοργή και ανοχή. Aς μην είμαστε εγωϊστικοί απέναντί τους, ας γίνουμε ταπεινοί και συζητήσιμοι. Τα λόγια μας και οι προσευχές μας δεν θα πάνε χαμένα. Μπορεί τα παιδιά μας να παραστρατήσουν, κάποτε όμως θα θυμηθούν και θα γυρίσουν όπως ό άσωτος υιός της παραβολής. Γονείς πού αγωνιάτε για την τύχη των παιδιών σας. Πριν θρηνήσετε τον πνευματικό τους θάνατο οδηγείστε τα από την παιδική τους ηλικία στην Εκκλησία χωρίς καταναγκασμό, αλλά με πειθώ και προ παντός με το δι­κό σας παράδειγμα. Θεμελιώστε στην ψυχή τους το Ναό του Θεού και να είστε βέβαιοι ότι καμιά καταιγίδα δεν θα μπορέσει ποτέ να τα γκρεμίσει.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου