Η Ταφή
Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη
Πολλές γυναίκες, όταν βγήκε απ’ του αρχιερέα την αυλή ο Ιησούς για να σταυρωθεί, κρυφά ακολούθησαν τους στρατιώτες. Ανήμπορες να σταματήσουν το κακό, κλαίγαν σιωπηλά και προχωρούσαν. Να η Μαρία η Μαγδαληνή και του Ιακώβου η μάνα, και η μάνα των δύο αδελφών, των Ζεβεδαίων. Εκεί κι ο Ιωάννης. Κάθισαν εκεί ώσπου η νύχτα έπεσε για τα καλά. Και τότε ήρθε ο Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ πατρίδα του είχε την μακρινή Αριμαθαία. Ήτανε άρχοντας στον τόπο του και ήτανε πολύ πλούσιος. Αυτός λοιπόν είχε παλιά ακούσει το Χριστό και σαν δροσιάς σταλαγματιά έπεσε στην καρδιά του το κήρυγμα του Δασκάλου.
Και πίστεψε στα λόγια Του. Κι έγινε μαθητής κρυφός του Ιησού. Όταν σταυρώθηκε λοιπόν ο Κύριος, δε σκέφτηκε ότι μπορεί κι αυτός να κακοπάθει. Σηκώθηκε, επήγε στον Πιλάτο και ζήτησε να πάρει το κορμί του Ιησού για να το θάψει.
Και ο Πιλάτος το επέτρεψε.
Με χέρια που ’τρεμαν πιάνει το άχραντο σώμα του Κυρίου και με δέος και με σεβασμό σε κάτασπρο σεντόνι τ’ αποθέτει. Με δάκρυα το βρέχει το κορμί και το σεντόνι. Και απαλά, ίδια μάνα που φοβάται το παιδί να μην πονέσει, το κουβαλά σε έναν τάφο εκεί κοντά, τάφο που μόλις είχε σκάψει μες στο βράχο. Μετά ψάχνει και βρίσκει ένα ασήκωτο κομμάτι πέτρα, βράχο πες το καλύτερα, και κυλάει με προσοχή το βράχο στο νεοσκαμμένο μνήμα. Λιγάκι ακόμα κι έφτασε στο άνοιγμα του τάφου. Ακόμα μια προσπάθεια κι ο βράχος ήρθε κι έφραξε τον τάφο για καλά.
Κι αφού έκανε ο Ιωσήφ το χρέος του στον πεθαμένο Δάσκαλο, με την καρδιά βαριά, ακόμα πιο βαριά απ’ τη βαριά πέτρα, πήρε σιγά, σκυφτά, το δρόμο της επιστροφής.
Αντίκρυ απ’ τον τάφο κάθισαν τσακισμένες απ’ τον πόνο και χωρίς παρηγοριά οι δυο Μαρίες. Η Παναγιά μας μαζί με τη Μαγδαληνή.
Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη, Πάσχα, Κυρίου Πάσχα, 1η έκδ., Αθήνα, Ψυχογιός, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου