Έρραναν τον τάφον…
Giovanni Papini
Τώρα που ο Χριστός είναι νεκρός, βγαίνουν από τις τρύπες, όπου είχαν κρυφθεί, οι φίλοι της δωδεκάτης ώρας, οι μαλθακοί οπαδοί, οι ανεκδήλωτοι μαθηταί, οι επιφανειακές ψυχές.
Δυο απ’ αυτούς παρουσιάσθηκαν κατά το σούρουπο της Παρασκευής. Ήσαν δυο αξιοσύστατα πρόσωπα, δύο μέλη του Συνεδρίου, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος. Δεν είχαν λάβει μέρος στο Συνέδριο που κατεδίκασε τον Ιησού. Αλλά είχαν ουσιαστικά λάβει μέρος στο ανόμημα, γιατί η αποχή, όταν κανείς μπορεί ν’ αντισταθεί, είναι σαν συγκατάθεση. Το πένθος τους ίσως τη λιγόστεψε, αλλά δεν έσβησε την ενοχή τους.
Ο πιο θαρραλέος απ’ αυτούς, ο Ιωσήφ, «τολμήσας», όπως λέγει ο Μάρκος, παρουσιάσθηκε στον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Ηγεμών απόρησε όταν άκουσε ότι είχε ήδη πεθάνει κι αφού πήρε την αναφορά από τον εκατόνταρχο που είχε διευθύνει την εκτέλεση, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ.
Ο Ιωσήφ πήρε ένα όμορφο σεντόνι. Ο Νικόδημος αγόρασε εκατό λίτρες αρώματα. Και πήγαν στον Γολγοθά με τις γυναίκες, για να αποκαθηλώσουν τον Ιησού.
Το λιγοστό φως που είχε απομείνει, με το βασίλεμα του ήλιου, είχε τώρα χαθεί. Η νύχτα ήταν πεσμένη πια οριστικά κι ο κόσμος είχε χάσει το μόνο πλάσμα που θα μπορούσε να τον φωτίσει. Δούλεψαν στο κοκκινωπό φως των δαδιών. Έκαιαν χωρίς καπνούς στον ακίνητο αέρα και μέσα στο αιματωμένο τους φως ξεχώριζαν οι στάλες του αίματος που είχαν πήξει πάνω στο ξύλο.
Ο Ιωσήφ, βοηθούμενος από τον Νικόδημο και ίσως και από άλλους, έβγαλε με δυσκολία τα καρφιά των ποδιών. Η σκάλα ήταν ακόμη εκεί. Ένας τους ανέβηκε και ξεκάρφωσε τα χέρια, ακουμπώντας το κορμί στον ώμο του για να μην πέσει. Όταν κατέβασαν τον Ιησού, τον ξάπλωσαν στα γόνατα της πονεμένης του Μητέρας. Ύστερα το ξόδι κατευθύνθηκε στον γειτονικό κήπο του Ιωσήφ, όπου βρισκόταν ένας οικογενειακός μαρμάρινος τάφος.
Όταν έφθασαν εκεί, έβγαλαν νερό από το πηγάδι κι έπλυναν το σώμα. Οι γυναίκες ξεστεφάνωσαν το κεφάλι του από τ’ αγκάθια. Χτένισαν τα μαλλιά του που είχε πήξει πάνω τους το αίμα των αγκαθιών κι έκλεισαν τα μάτια εκείνα που τις είχαν κοιτάξει τόσες φορές μ’ αγνή στοργή. Τα δάκρυά τους έπεφταν πάνω στο γλυκύ, χλωμό πρόσωπό του και το κλάμα τους το έπλυνε με πιο ξάστερο νερό από εκείνο που είχε αντληθεί από το πηγάδι του Ιωσήφ.
Αφού πλύθηκε το σώμα, το άλειψαν με τα αρώματα του Νικοδήμου σπάταλα. Από εκείνο το βράδυ που η Πόρνη, προλαβαίνοντας το αποψινό, είχε χύσει στα πόδια και τα μαλλιά του Ιησού το νάρδο, το σώμα του δεν είχε δεχθεί παρά φτυσιές και χτυπήματα. Αλλά απόψε, ο πελιδνός εσταυρωμένος αλείφθηκε μ’ αρώματα και με δάκρυα πιο ακριβά από τα αρώματα.
Αφού οι εκατό λίτρες του Νικοδήμου κάλυψαν το σώμα μ’ ένα στρώμα ευωδιαστό, το τύλιξαν με το καθαρό σεντόνι και το έδεσαν με σπάργανα λινά. Το κεφάλι σκεπάσθηκε μ’ ένα σουδάριο, αφού πρώτα όλοι φίλησαν το μέτωπο.
Οι δυο Σύνεδροι έψαλαν κατόπιν τους επιταφίους ψαλμούς και έπειτα σφάλισαν τον τάφο κι απομακρύνθηκαν σιωπηλοί.
Αλλά οι γυναίκες δεν τους ακολούθησαν αμέσως. Έμειναν εκεί κάμποση ώρα κλαίοντας. Αλλά ύστερα, νικημένες από το κρύο και τον φόβο της νύχτας, με τα μάτια θολά από το κλάμα, σκοντάφτοντας σε πέτρες και βραγιές, έφυγαν κι αυτές, αφού συμφώνησαν να γυρίσουν μόλις θα τελείωνε το Πάσχα.
Giovanni Papini, Ιστορία του Χριστού, μετάφραση Βασ. Μουστάκη, 7η έκδ., Αθήνα, Αστήρ, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου