Η αγάπη του Τάφου
Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Αεράκης
Συγκίνησις
Πεθαίνει η Αγάπη; Στις καρδιές των ανθρώπων πολλές φορές, στην καρδιά του Θεού ποτέ. Και η καρδιά του Θεού, ο αγαπητός Υιός, είναι ο Ιησούς Χριστός. Και η καρδιά της Αγάπης είναι ο Σταυρός. Η σωματική καρδιά του Ιησού σταμάτησε κάποια στιγμή να κτυπά, όχι όμως η καρδιά του Θεανθρώπου Κυρίου.
Δεν είναι, λοιπόν, για κλάμα η ταφή του Ιησού Χριστού. Ποιος διψασμένος κλαίει σαν βρεθή μπροστά σε αστείρευτη πηγή; Σταυρός είναι η αστείρευτη πηγή της Αγάπης. Και ο Τάφος του Χριστού πηγή της Ζωής.
Η βραδυνή ακολουθία της Μεγ. Παρασκευής ονομάζεται Επιτάφιος θρήνος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ακολουθία χαράς. Αν ο Σταυρός είναι η Αγάπη της Λυτρώσεως, ο Τάφος είναι η Αγάπη της Αναστάσεως.
Μπορούμε να κλαίμε για το θάνατο και την ταφή του Ιησού;
Πώς μπορούμε να κλαίμε για την ταφή του Ιησού, αφού ξέρουμε, ότι σε λίγο θ’ αναστηθή από τον τάφο; Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός ήξερε, ότι θ’ ανέσταινε το Λάζαρο. Παρ’ όλο τούτο, δάκρυσε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου. Συγκινούμεθα. Μας συγκινεί η αγάπη στο Φίλο, στο Πρόσωπο, που αγαπάμε και μας αγαπά, στον Ιησού. Ο ορίζοντας σκοτεινιάζει, μόλις δύση ο ήλιος, καίτοι γνωρίζει ότι ο ήλιος θ’ ανατείλη και πάλι.
Ο ήλιος, σαν γέρνει προς τη δύσι, είναι σαν να γράφη σιγά-σιγά στην κορυφογραμμή: «Σε λίγο έρχομαι. Σε λίγο ανασταίνομαι». Έτσι και ο Χριστός, ο Ήλιος της Θεότητος. Έγειρε το κεφάλι. Έδυσε. Αλλ’ άφησε βεβαία την ελπίδα: Σε λίγο ξανάρχομαι. «Μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτε με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με» (Ιωαν. 16, 16).
Συγκινούμεθα από την ταφή του πλέον αγαπητού μας Προσώπου. Συγκινούμεθα αναλογιζόμενοι την αγάπη Του σε μας. Από αγάπη ανέβηκε στο Σταυρό. Από αγάπη κατέβηκε στον τάφο και στον άδη. «Ἀπέθανε καὶ ἐτάφη κατὰ τὰς γραφάς» (Α΄ Κορ. 15, 4). Για κάθε ανθρώπινο τάφο Ισχύει το «ακούσια». Για τον τάφο του Ιησού Χριστού ισχύει το «εκούσια». Θέλησε και ετάφη. Θάφτηκε Εκείνος, για να ξεθάψη εμάς από τα μνήματα της αμαρτίας. Θάφτηκε ο Παντοδύναμος, για ν’ ανασύρη η παντοδύναμη Αγάπη Του όλους τους «τεθνεῶτας».
Για ποιους το κλάμα;
Αλλ’ η συγκίνησις της Μεγ. Παρασκευής δεν είναι κυρίως για το Χριστό, που είναι «ἡ Ζωὴ ἐν ταφῳ». Είναι για τους εχθρούς του Σταυρού, για τους εχθρούς του Χριστού. Όταν ο Κύριος ανέβαινε προς το Γολγοθά και πίσω Του είδε να κλαίνε ευλαβείς γυναίκες, οι διακόνισσες της Αγάπης, επεσήμανε για ποιους πρέπει να κλαίμε: «Μὴ κλαίετε ἐπʾ ἐμέ· πλὴν ἐφʾ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. 23, 28). Κλάψτε, μανάδες, γιατί θάβουν τα παιδιά σας οι νεκροθάφτες του κακού, οι έμποροι του θανάτου.
Κάποτε θεάθηκε ο απόστολος Παύλος να κλαίη. Τον ρώτησαν γιατί κλαίει. Κι απάντησε: «Νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Σταυροῦ» (Φιλιπ. 3, 18). Είναι πολλοί οι εχθροί του Σταυρού. Είναι όλοι εκείνοι, που προσπαθούν:
Να ενταφιάσουν την πίστι.
Να συσκοτίσουν την αλήθεια.
Να θάψουν το δίκαιο.
Να εξαφανίσουν ηθικά και πνευματικά τον τόπο μας.
Να σκοτώσουν το πνεύμα και να το θάψουν στον τάφο του υλισμού.
Για όλους αυτούς θρήνος. Και για τους άλλους, για τα θύματά τους. Δεν κλαίμε για τη Ζωή, πούναι στον τάφο, αλλά για το θάνατο, που σέρνεται σαν ζωή.
Κλαίμε:
Για τις πεθαμένες υπάρξεις.
Για τις πεθαμένες οικογένειες.
Για τα πεθαμένα νιάτα.
Για τις πεθαμένες ελπίδες.
Για την άνοιξι, που πριν ν’ ανθίση, έγινε κιόλας χειμώνας.
Αγάπησε το Σώμα
Όχι, λοιπόν, θρήνος για τον Τάφο του Χριστού. Ο Τάφος αυτός είναι Αγάπη. Με αγάπη δέχθηκε το Σώμα του Ιησού. Ο Τάφος φανερώνει την αγάπη στο σώμα.
Αγάπησε το Σώμα Εκείνου.
Είναι το Σώμα, που ζήτησε ο Ιωσήφ από τον Πιλάτο. Το τίμιο Σώμα, που ζητάμε κι εμείς με τη λαχτάρα της θείας Κοινωνίας.
Το Σώμα, που με ευλάβεια αγκάλιασαν ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Το Σώμα, που με καθαρή σινδόνα οι δύο αυτοί άνδρες περιτύλιξαν. Το Σώμα, που με καθαρές ψυχές υποδέχονται οι πιστοί και ενστερνίζονται.
Το Σώμα, που οι δύο τολμηροί «κρυφοί» μαθητές με προσοχή έθεσαν στο καινό μνημείο, όπου κανένας άλλος δεν είχε τεθή. Το Σώμα της θείας Κοινωνίας, που ανακαινισμένες ψυχές το υποδέχονται. Κανένας άλλος. Η καρδιά μας αποκλειστικός χώρος για τον Ιησού Χριστό. «Πῶς; Ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω τὸ σὸν ἀκήρατον Σῶμα;» (Δοξαστικό αποστίχων Μ. Παρασκευής).
Ο Τάφος δείχνει την αγάπη και στο δικό μας σώμα. Δεν πετιέται το σώμα του ανθρώπου, όπως το σώμα του σκύλου, της γάτας. Ενταφιάζεται. Δεν καίγεται το ανθρώπινο σώμα. Δεν δεχόμεθα, ως πιστοί χριστιανοί, την καύσι των νεκρών, γιατί είναι βεβήλωσις στο σώμα. Ούτε εν ζωή ούτε μετά θάνατον βεβηλώνεται το σώμα, όπως δεν βεβηλώνεται ένας Ναός, είτε λειτουργείται είτε δεν λειτουργείται. Το σώμα τιμάται. Πώς αγαπάμε το σπίτι; Έτσι αγαπάμε και το σώμα, που είναι κατοικία της ψυχής, ναός του πνεύματος, δοχείο του Αγίου Πνεύματος. Τιμάται το σώμα, γιατί αυτό το σώμα προσέλαβε ο Θεός Λόγος, ο Χριστός. Τιμάται το σώμα, γιατί είναι υποψήφιο για την αναστάσιμη δόξα. Όσο ζούμε, είμαστε θανατοποινίτες. Όταν πεθάνουμε, γινόμαστε αναστόπουλοι· παιδιά της αναστάσεως.
Ξενοδοχείο, διυλιστήριο, ευεργεσία
Αγάπη ο Τάφος, γιατί αγκάλιασε το Σώμα του Χριστού, όπως κι εμείς με αγάπη το αγκαλιάζουμε στη θεία Κοινωνία. Αγάπη ο Τάφος, γιατί τιμά το ανθρώπινο σώμα. Όταν για όλους πλέον θα είμαστε ανεπιθύμητοι, ο τάφος θα σπεύση να μας υποδεχτή, να μας φιλοξενήση και να μας τιμήση. Όχι βεβαίως για να μας κρατήση για πολύ.
Ξενοδοχείο είναι ο τάφος. Προσωρινά διαμένουμε στο ξενοδοχείο, απλώς για ν’ αναπαυθούμε σε κάποιο μας ταξίδι. Ξυπνάμε κι, αφού πληρώνουμε τα έξοδα, συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας. Για λίγο φιλοξένησε ο Τάφος το Χριστό. «Τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται, Ὃν, παῖδες ἀνυμνεῖτε» (ωδή η΄ κανόνος Μ. Σαββάτου). Για λίγο. Ξύπνησε ο Κύριος με την Ανάστασί Του. Το ίδιο κι εμείς. Απλώς θα φιλοξενηθούμε στον τάφο για λίγο, πληρώνοντας τον κοινό φόρο. Κανένας φοροφυγάς από το φόρο του θανάτου. Θα φιλοξενηθούμε, για να ξυπνήσουμε, όταν η καμπάνα της κοινής αναστάσεως θα ηχήση δυνατά.
Διυλιστήριο ο τάφος. Το νερό της βροχής περνάει από τα σπλάχνα της γης, από τα φυσικά διυλιστήρια, και βγαίνει καθαρότερο. Έτσι και το σώμα. Περνάει από τον τάφο της γης. Θα ξεπηδήση καθαρώτερο, λαμπρότερο, ωραιότερο. Η ταφή είναι το χημείο, όπου γίνεται η δική μας μεταστοιχείωσι. Το φθαρτό, με την ανάστασι, γίνεται άφθαρτο. Το θνητό γίνεται αθάνατο. Τῇ ταφῇ Σου ζωῆς μου τὰς εἰσόδους διανοίξαντα καὶ θανάτῳ θάνατον καὶ ᾅδην θανατώσαντα» (α΄ ωδή κανόνος Μ. Σαββάτου).- «Τὸ φθαρτὸν δὲ σου εἰς ἀφθαρσίαν μετεστοιχείωσας» (στ΄ ωδή).
Αγαπητός ο τάφος, αφού είναι ευεργέτης ο θάνατος. Για να μην υπήρχε θάνατος, ένα από τα δύο έπρεπε να συμβαίνη: Ή να ζούσε ο άνθρωπος για πάντα στον παράδεισο της Εδέμ, ή να ζούσε για πάντα το κακό. Ο θάνατος μπήκε σαν αναγκαία διαδικασία στην πορεία της ζωής μας, για να μην είναι το κακό αθάνατο. Ο θάνατος είναι το τέλος των δεινών, η αρχή της αληθινής χαράς. Ο θάνατος του Χριστού συνέβη, για να μη γίνη το κακό, το μεγαλύτερο κακό. Για να μη γίνη ο θάνατος, αθάνατος.
Η αγάπη του γιατρού φαίνεται στην προσπάθειά του να ζήση ο άνθρωπος. Η αγάπη του Χριστού φάνηκε απείρως σημαντικώτερη.
Ο Σταυρός Του είναι ο θάνατος του θανάτου.
Οι Πληγές Του, οι πηγές της χαράς μας.
Ο Τάφος Του, η πηγή της αθανασίας μας.
Η Ανάστασίς Του ο πρόδρομος της δικής μας αναστάσεως.
Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Αεράκης, Το Εκούσιο Πάθος: Αγάπη-Ελευθερία-Ανάστασις, Αθήνα, 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου