ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΛΟΥΚΑ
Ευαγγέλιο: Λουκ. Ζ´ 11 – 16
7 Οκτωβρίου 2012
«Και είπεν αυτή· μη κλαίε »
Δυο φορές έχει επισκεφθεί ο θάνατος την γυναίκα αυτή της Ναϊν, αγαπητοί μου αδελφοί. Έχει χάσει το σύζυγο της και σήμερα κηδεύει το μονάκριβο παιδί της. Πένθος βαρύ και οδυνηρό το πένθος της μητέρας της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Κηδεία έξοχα συγκινητική, αφού ο πόνος και τα δάκρυα της γυναίκας αυτής προέρχονται από βαθειά πληγή. Λαός πολύς παρακολουθεί την κηδεία για να συμπαρασταθεί με συμπάθεια στη δυστυχισμένη αυτή μητέρα και να ελαφρύνει κάπως τον πόνο της. Και το ότι ο πόνος και το πένθος της μητέρας αυτής είναι από τα χειρότερα, αποδεικνύεται από τον τρόπο που ο Κύριος αντιμετωπίζει το θέαμα αυτό. Όταν την βλέπει ο Κύριος, λέει ο ιερός Ευαγγελιστής, τη σπλαχνίζεται, συγκινείται η τρυφερή καρδία Του, τη συμπονεί και τη λυπάται βαθύτατα. Παρακινούμενος δε από τη συμπάθεια Του και μετέχοντας στη θλίψη της, της λέει: « Μη κλαίς ». Της το λέει αυτό για να την παρηγορήσει και να την ενισχύσει και να μαλακώσει τον πόνο της. Για να συμπαρασταθεί στο πένθος της, αλλά και γιατί είναι βέβαιος ότι σε λίγο ο μονάκριβός της γιος, θα ξαναγύριζε στη ζωή. Θα ανεσταίνετο. Ο παρήγορος αυτός λόγος του Κυρίου, μας δίνει σήμερα την ευκαιρία ν’ασχοληθούμε με το πένθος και τον πόνο και πως πρέπει να φερόμαστε στις ώρες του πένθους και του πόνου μας.
Είναι αλήθεια ότι ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο πράγμα στη ζωή μας. Κανένας δεν μπορεί να τον αποφύγει. Όλοι ανεξαίρετα θα τον υποστούμε, όσο κι αν μας είναι ανεπιθύμητος. Γι’αυτό και είναι αδύνατο να μη πονέσουμε και να μη κλάψουμε όταν έλθει ο θάνατος και αρπάσει κάποιο προσφιλές μας πρόσωπο. Το φυσικό είναι και να πονέσουμε και να δακρύσουμε, αφού και ο ίδιος ο Κύριος δάκρυσε στον τάφο του αγίου Λαζάρου, του φίλου Του. Το πένθος όμως του πιστού δεν πρέπει να είναι υπερβολικό. Δεν πρέπει ποτέ να φθάνουμε σε ακρότητες και να κλαίμε απαρηγόρητα και να γογγύζουμε ενάντια στον Θεό. Λυπούνται βέβαια και οι πιστοί στο πένθος. Η λύπη τους όμως είναι συγκρατημένη και δεν μοιάζει με τη λύπη των απίστων, που παραλύει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην απελπισία. Το λέει άλλως τε πολύ καθαρά και ο Απόστολος Παύλος. «Θέλουμε να ξέρετε, αδελφοί, μας λέει, τι θα γίνει με αυτούς που πέθαναν, για να μη λυπάστε κι εσείς όπως και οι άλλοι που δεν ελπίζουν πουθενά. Εμείς πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε κι αναστήθηκε· το ίδιο πιστεύουμε κι ότι αυτούς που πέθαναν πιστεύοντας στον Ιησού, ο Θεός θα τους αναστήσει για να ζήσουν μαζί Του». (Θεσσ. Α΄ Δ´ 13–14).
Οι πρώτοι χριστιανοί, που μας δίνουν σ’όλα το παράδειγμα, αντιμετώπιζαν με ηρεμία και ψυχραιμία το θάνατο. Έκλαιαν βέβαια τους νεκρούς τους, αλλά δεν έφθαναν ποτέ στην απελπισία. Οι επιγραφές που έθεταν στους τάφους των συγγενών τους, πολλές από τις οποίες σώζονται μέχρι σήμερα, φανερώνουν πόσο ήρεμο ήταν το πένθος τους. Όλες οι επιγραφές, μιλούν για τη βεβαιότητα της μέλλουσας ζωής και για την αθανασία και την μακαριότητα των ουρανών. Για την Εκκλησία των πρώτων χρόνων, ο μαρτυρικός θάνατος ενός πιστού, δεν ήταν υπόθεση απελπιστικών θρήνων και οδυρμών, αλλά αφορμή διδασκαλίας και παραδειγματισμού των επιζώντων. Άλλως τε από τότε και μέχρι σήμερα, η μέρα του θανάτου του μάρτυρα, είναι μέρα γιορτής και πανήγυρης. Πως όμως θα αντιμετωπίσουμε κι εμείς, οι σημερινοί πιστοί, με αυτό τον ήρεμο τρόπο το θάνατο των συγγενικών μας προσώπων;
Πάνω απ’όλα αυτό που χρειάζεται είναι η εμπιστοσύνη στο Θεό. Εμπιστοσύνη και πίστη στην Πάνσοφο και Πανάγαθο Πρόνοια Του. Ο Θεός είναι η πηγή και ο χορηγός της ζωής. Εκείνος κρίνει πότε και πως πρέπει να φύγει κάποιος από τον κόσμο αυτό. Γι’αυτό και δεν πρέπει να μεμψιμοιρούμε γι’αυτούς που μένουν, γιατί δεν αφήνει ποτέ απροστάτευτους αυτούς που μένουν ορφανοί. Γίνεται ο Θεός, πατέρας των ορφανών και τους αναλαμβάνει όλους κάτω από την προστασία Του ( Ψαλμ. ΡΜΕ, 9 ). Ο Θεός μας λέει η Αγία Γραφή, δεν θα αδιαφορήσει «για του ορφανού τη δέηση, ούτε και για τη χήρα που ξεσπά σε παράπονα» ( Σοφ. Σειράχ ΛΕ΄ 14 ). Δηλαδή ο Θεός δεν παραβλέπει τις ικεσίες των ορφανών και τις παρακλήσεις των χηρών. Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα μέσα από την καθημερινή ζωή, που βεβαιώνουν την αλήθεια των λόγων αυτών. Κι έχουμε πράγματι ορφανά παιδιά, και απροστάτευτα που προοδεύουν και τακτοποιούνται με τρόπο θαυμαστό. Χήρες και ορφανά που δεν χάνουν την πίστη τους και την ελπίδα στο Θεό, χωρίς τον προστάτη τους, να βρίσκουν σύντομα το δρόμο τους, να συνέρχονται από τις θλίψεις και να υπερνικούν τις δυσκολίες της ζωής.
Μαζί όμως με την εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του θεού, χρειάζεται ν’αυξηθεί και η πίστη μας, σ’όσα μας είπε Εκείνος, για την Ανάσταση των νεκρών και για τη μέλλουσα ζωή. Για το Θεό ο θάνατος είναι ύπνος, γιατί όπως μας βεβαιώνει θα έλθει ώρα που όλοι οι νεκροί θα αναστηθούν. Μη εκπλήττεσθε γι’αυτό, μας λέει: Θα συμβούν πολύ θαυμαστότερα απ’αυτό. Γιατί έρχεται ώρα, κατά την οποία όλοι οι πεθαμένοι, που θα βρίσκονται ως τότε στα μνήματα, θ’ακούσουν τη φωνή του Κυρίου, που θα τους διατάζει να αναστηθούν. Και θα βγουν όλοι από τα μνήματα, κι όσοι μεν έπραξαν κατά τον επίγειο βίο τους τα αγαθά, θ’αναστηθούν για να απολαύσουν τη μακαρία και αιώνια ζωή, εκείνοι δε που έπραξαν τα κακά, θ’αναστηθούν για να δικασθούν και να κατακριθούν ( Ιωάνν. Ε´ 28 – 29 ). Τι σημαίνουν όλ’αυτά; Ότι οι νεκροί μας δεν εχάθησαν, αλλά ζουν. Κοιμούνται και περιμένουν ν’ακουσθεί η φωνή του Αρχαγγέλου που θα σημάνει την ανάσταση όλων. Γι’αυτό δεν χωρεί καμιά αμφιβολία. Το λέγουμε άλλως τε κι εμείς κάθε φορά που απαγγέλλουμε το Σύμβολο της Πίστεως « Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος », αναφωνούμε. Γιατί, λοιπόν, λησμονούμε την αλήθεια αυτή και κάνουμε μόνοι μας βαρύτερο και ανυπόφορο το πένθος μας;
Αδελφοί μου. Ο πόνος έχει ιστορία αιώνων, όση σχεδόν ο κόσμος αυτός. Αυτός είναι ο κλήρος μας από την τραγική μέρα της εξορίας μας. Από τη φρικτή εκείνη στιγμή που το χέρι της Εύας διέγραψε την επαναστατική κίνηση προς τον απαγορευμένο καρπό. Από τότε η γη μας από ένας Παράδεισος αγάπης του Θεού, έγινε τόπος εξορίας και θανάτου. Αυτός ο κόσμος δεν είναι η πατρίδα μας, η σταθερή και μόνιμη. Είναι απλώς ο τόπος της εξορίας μας. Πρόσκαιρος και προσωρινός. Ο πόνος επομένως δεν είναι δείγμα σκληρότητας η αδιαφορίας του Θεού, αλλά απόδειξη της μεγάλης Του αγάπης και στοργής για τον καθένα μας. Γι’αυτό ας έχουμε πάντοτε στο νου μας την Ανάσταση του Κυρίου. Η Ανάσταση δίνει ασφαλή εγγύηση σ’όσους έχουμε προσφιλή πρόσωπα στα μνήματα, ότι θα τα δούμε και πάλιν. Με την ελπίδα αυτή ας γεμίζει πάντα η καρδιά μας. Και όταν έρχονται και μέρες πένθους, να μη είμαστε απαρηγόρητοι, αλλά το πένθος μας να είναι πένθος ήρεμο, πένθος αληθινά χριστιανικό.
† Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης κ. Διονύσιος
Ευαγγέλιο: Λουκ. Ζ´ 11 – 16
7 Οκτωβρίου 2012
«Και είπεν αυτή· μη κλαίε »
Δυο φορές έχει επισκεφθεί ο θάνατος την γυναίκα αυτή της Ναϊν, αγαπητοί μου αδελφοί. Έχει χάσει το σύζυγο της και σήμερα κηδεύει το μονάκριβο παιδί της. Πένθος βαρύ και οδυνηρό το πένθος της μητέρας της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Κηδεία έξοχα συγκινητική, αφού ο πόνος και τα δάκρυα της γυναίκας αυτής προέρχονται από βαθειά πληγή. Λαός πολύς παρακολουθεί την κηδεία για να συμπαρασταθεί με συμπάθεια στη δυστυχισμένη αυτή μητέρα και να ελαφρύνει κάπως τον πόνο της. Και το ότι ο πόνος και το πένθος της μητέρας αυτής είναι από τα χειρότερα, αποδεικνύεται από τον τρόπο που ο Κύριος αντιμετωπίζει το θέαμα αυτό. Όταν την βλέπει ο Κύριος, λέει ο ιερός Ευαγγελιστής, τη σπλαχνίζεται, συγκινείται η τρυφερή καρδία Του, τη συμπονεί και τη λυπάται βαθύτατα. Παρακινούμενος δε από τη συμπάθεια Του και μετέχοντας στη θλίψη της, της λέει: « Μη κλαίς ». Της το λέει αυτό για να την παρηγορήσει και να την ενισχύσει και να μαλακώσει τον πόνο της. Για να συμπαρασταθεί στο πένθος της, αλλά και γιατί είναι βέβαιος ότι σε λίγο ο μονάκριβός της γιος, θα ξαναγύριζε στη ζωή. Θα ανεσταίνετο. Ο παρήγορος αυτός λόγος του Κυρίου, μας δίνει σήμερα την ευκαιρία ν’ασχοληθούμε με το πένθος και τον πόνο και πως πρέπει να φερόμαστε στις ώρες του πένθους και του πόνου μας.
Είναι αλήθεια ότι ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο πράγμα στη ζωή μας. Κανένας δεν μπορεί να τον αποφύγει. Όλοι ανεξαίρετα θα τον υποστούμε, όσο κι αν μας είναι ανεπιθύμητος. Γι’αυτό και είναι αδύνατο να μη πονέσουμε και να μη κλάψουμε όταν έλθει ο θάνατος και αρπάσει κάποιο προσφιλές μας πρόσωπο. Το φυσικό είναι και να πονέσουμε και να δακρύσουμε, αφού και ο ίδιος ο Κύριος δάκρυσε στον τάφο του αγίου Λαζάρου, του φίλου Του. Το πένθος όμως του πιστού δεν πρέπει να είναι υπερβολικό. Δεν πρέπει ποτέ να φθάνουμε σε ακρότητες και να κλαίμε απαρηγόρητα και να γογγύζουμε ενάντια στον Θεό. Λυπούνται βέβαια και οι πιστοί στο πένθος. Η λύπη τους όμως είναι συγκρατημένη και δεν μοιάζει με τη λύπη των απίστων, που παραλύει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην απελπισία. Το λέει άλλως τε πολύ καθαρά και ο Απόστολος Παύλος. «Θέλουμε να ξέρετε, αδελφοί, μας λέει, τι θα γίνει με αυτούς που πέθαναν, για να μη λυπάστε κι εσείς όπως και οι άλλοι που δεν ελπίζουν πουθενά. Εμείς πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε κι αναστήθηκε· το ίδιο πιστεύουμε κι ότι αυτούς που πέθαναν πιστεύοντας στον Ιησού, ο Θεός θα τους αναστήσει για να ζήσουν μαζί Του». (Θεσσ. Α΄ Δ´ 13–14).
Οι πρώτοι χριστιανοί, που μας δίνουν σ’όλα το παράδειγμα, αντιμετώπιζαν με ηρεμία και ψυχραιμία το θάνατο. Έκλαιαν βέβαια τους νεκρούς τους, αλλά δεν έφθαναν ποτέ στην απελπισία. Οι επιγραφές που έθεταν στους τάφους των συγγενών τους, πολλές από τις οποίες σώζονται μέχρι σήμερα, φανερώνουν πόσο ήρεμο ήταν το πένθος τους. Όλες οι επιγραφές, μιλούν για τη βεβαιότητα της μέλλουσας ζωής και για την αθανασία και την μακαριότητα των ουρανών. Για την Εκκλησία των πρώτων χρόνων, ο μαρτυρικός θάνατος ενός πιστού, δεν ήταν υπόθεση απελπιστικών θρήνων και οδυρμών, αλλά αφορμή διδασκαλίας και παραδειγματισμού των επιζώντων. Άλλως τε από τότε και μέχρι σήμερα, η μέρα του θανάτου του μάρτυρα, είναι μέρα γιορτής και πανήγυρης. Πως όμως θα αντιμετωπίσουμε κι εμείς, οι σημερινοί πιστοί, με αυτό τον ήρεμο τρόπο το θάνατο των συγγενικών μας προσώπων;
Πάνω απ’όλα αυτό που χρειάζεται είναι η εμπιστοσύνη στο Θεό. Εμπιστοσύνη και πίστη στην Πάνσοφο και Πανάγαθο Πρόνοια Του. Ο Θεός είναι η πηγή και ο χορηγός της ζωής. Εκείνος κρίνει πότε και πως πρέπει να φύγει κάποιος από τον κόσμο αυτό. Γι’αυτό και δεν πρέπει να μεμψιμοιρούμε γι’αυτούς που μένουν, γιατί δεν αφήνει ποτέ απροστάτευτους αυτούς που μένουν ορφανοί. Γίνεται ο Θεός, πατέρας των ορφανών και τους αναλαμβάνει όλους κάτω από την προστασία Του ( Ψαλμ. ΡΜΕ, 9 ). Ο Θεός μας λέει η Αγία Γραφή, δεν θα αδιαφορήσει «για του ορφανού τη δέηση, ούτε και για τη χήρα που ξεσπά σε παράπονα» ( Σοφ. Σειράχ ΛΕ΄ 14 ). Δηλαδή ο Θεός δεν παραβλέπει τις ικεσίες των ορφανών και τις παρακλήσεις των χηρών. Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα μέσα από την καθημερινή ζωή, που βεβαιώνουν την αλήθεια των λόγων αυτών. Κι έχουμε πράγματι ορφανά παιδιά, και απροστάτευτα που προοδεύουν και τακτοποιούνται με τρόπο θαυμαστό. Χήρες και ορφανά που δεν χάνουν την πίστη τους και την ελπίδα στο Θεό, χωρίς τον προστάτη τους, να βρίσκουν σύντομα το δρόμο τους, να συνέρχονται από τις θλίψεις και να υπερνικούν τις δυσκολίες της ζωής.
Μαζί όμως με την εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του θεού, χρειάζεται ν’αυξηθεί και η πίστη μας, σ’όσα μας είπε Εκείνος, για την Ανάσταση των νεκρών και για τη μέλλουσα ζωή. Για το Θεό ο θάνατος είναι ύπνος, γιατί όπως μας βεβαιώνει θα έλθει ώρα που όλοι οι νεκροί θα αναστηθούν. Μη εκπλήττεσθε γι’αυτό, μας λέει: Θα συμβούν πολύ θαυμαστότερα απ’αυτό. Γιατί έρχεται ώρα, κατά την οποία όλοι οι πεθαμένοι, που θα βρίσκονται ως τότε στα μνήματα, θ’ακούσουν τη φωνή του Κυρίου, που θα τους διατάζει να αναστηθούν. Και θα βγουν όλοι από τα μνήματα, κι όσοι μεν έπραξαν κατά τον επίγειο βίο τους τα αγαθά, θ’αναστηθούν για να απολαύσουν τη μακαρία και αιώνια ζωή, εκείνοι δε που έπραξαν τα κακά, θ’αναστηθούν για να δικασθούν και να κατακριθούν ( Ιωάνν. Ε´ 28 – 29 ). Τι σημαίνουν όλ’αυτά; Ότι οι νεκροί μας δεν εχάθησαν, αλλά ζουν. Κοιμούνται και περιμένουν ν’ακουσθεί η φωνή του Αρχαγγέλου που θα σημάνει την ανάσταση όλων. Γι’αυτό δεν χωρεί καμιά αμφιβολία. Το λέγουμε άλλως τε κι εμείς κάθε φορά που απαγγέλλουμε το Σύμβολο της Πίστεως « Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος », αναφωνούμε. Γιατί, λοιπόν, λησμονούμε την αλήθεια αυτή και κάνουμε μόνοι μας βαρύτερο και ανυπόφορο το πένθος μας;
Αδελφοί μου. Ο πόνος έχει ιστορία αιώνων, όση σχεδόν ο κόσμος αυτός. Αυτός είναι ο κλήρος μας από την τραγική μέρα της εξορίας μας. Από τη φρικτή εκείνη στιγμή που το χέρι της Εύας διέγραψε την επαναστατική κίνηση προς τον απαγορευμένο καρπό. Από τότε η γη μας από ένας Παράδεισος αγάπης του Θεού, έγινε τόπος εξορίας και θανάτου. Αυτός ο κόσμος δεν είναι η πατρίδα μας, η σταθερή και μόνιμη. Είναι απλώς ο τόπος της εξορίας μας. Πρόσκαιρος και προσωρινός. Ο πόνος επομένως δεν είναι δείγμα σκληρότητας η αδιαφορίας του Θεού, αλλά απόδειξη της μεγάλης Του αγάπης και στοργής για τον καθένα μας. Γι’αυτό ας έχουμε πάντοτε στο νου μας την Ανάσταση του Κυρίου. Η Ανάσταση δίνει ασφαλή εγγύηση σ’όσους έχουμε προσφιλή πρόσωπα στα μνήματα, ότι θα τα δούμε και πάλιν. Με την ελπίδα αυτή ας γεμίζει πάντα η καρδιά μας. Και όταν έρχονται και μέρες πένθους, να μη είμαστε απαρηγόρητοι, αλλά το πένθος μας να είναι πένθος ήρεμο, πένθος αληθινά χριστιανικό.
† Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης κ. Διονύσιος