ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗ ΓΑΛΙΛΑΙΑ - ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ ΛΟΥΚΑ - Ο ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ «ΤΥΦΛΟΙ»

Παρασκευή, 30 Νοέμβριος 2007 02:00





Συχνά στην καθημερινή μας οδοιπορία και ανίχνευση μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι αντιλαμβανόμαστε ή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον πεισματικό λόγο ή την θέση κάποιας ανήσυχης και ανίσχυρης ύπαρξης για τον «θάνατο» του Θεού. «Εισπράττουμε», δηλαδή, την τρομακτική διαβεβαίωση για την απιστία τους και ακούμε τον πολύμορφο (θεωρητικά και πρακτικά) παραληρηματικό τους μονόλογο, για το σημαντικό «κέρδος», την δυναμογόνο «πηγή ζωής», για την αθεία. Και πίσω από το σεισμογενές και νεφελοσκεπές αυτό χαράκωμα επιχειρούν με χίλιους δύο τρόπους, με πολλές εκφραστικές κινήσεις, να κρύψουν την εναγώνια και δραματική τους πάλη για Κείνον, που πεισματικά αρνούνται. Για Κείνον, που θέλουν να δείξουν, αναπόδεικτα, πως δεν υπάρχει κι αυτοί δεν νοιάζονται γιΆ Αυτόν. Να θυμηθούμε, επιβεβαιωτικά, τον λογοτέχνη Ντανιέλ Ρόπς, όταν επίμονα διαβεβαίωνε το απορημένο πλήθος των αναγνωστών του: «Μα τον Θεό, είμαι άθεος». Να σκεφτούμε, αναπαυτικά, τον δικό μας τραγικό, που σε σχετική απάντηση τολμούσε: «Με ρωτάς με ποιόν παλεύω; Με τον Θεό». Και άφησε εντολή στο τάφο του να γραφεί αυτό, που δήθεν τον εξέφραζε: «Δεν πιστεύω, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι λεύτερος». Να ανασύρουμε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας τον φημισμένο «πατέρα των πυραύλων» Βέντερ Φον Μπράουν και να αφουγκραστούμε τον τονωτική του σκέψη: «Όσο περισσότερο αναπτύσσομαι έξω από την έλξη της γης, τόσον περισσότερο αντιλαμβάνομαι το πέρασμα της παρουσίας του Θεού». Και, καταληκτικά, να μας ενισχύσει ο λόγος του Πασκάλ: «Οι επιστήμονες έχουν τον Θεό τους». Οι παραπάνω προβληματισμοί αποκαλύπτουν τον δραματικό εσωτερικό διχασμό και την αφόρητη υπαρξιακή αγωνία εκείνων, που θέλουν να φαίνονται άθεοι, εκείνων που επιθυμούν να παίζουν το παιχνίδι της απιστίας, ενώ στο ανέγγιστο εσωτερικό τους βάθος η πίστη στην ενεργό παρουσία του Θεού, σαν κύμα ωστικό, τους συγκλονίζει. Και παραμένουν τρομακτικά διχασμένοι. Είναι οι «δίψυχοι» του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Είναι οι συνειδήσεις εκείνες που, ναρκωμένες από το αφιονιστικό δηλητήριο του εγωϊσμού, της ευμάρειας, του ατομισμού και της παθολογικής άρνησης για προσωπική ταπείνωση και μετάνοια, για ανοχή του «άλλου» δίπλα, δεν μπορούν να οδηγούνται σε δυνατές υπερβάσεις ελευθερίας. Δεν μπορούν να αποδέχονται την ελπίδα και την αγάπη, τον αγώνα και την αγωνία της ελευθερίας, σαν θεϊκή δωρεά και όχι «κατάκτηση» κοινωνικών αγώνων ή παραταξιακών επιτυχιών. Είναι οι υπάρξεις που επιμένουν να παραμένουν αγκυλωμένες σε αφελή και ευτελή ατομικά «δικαιώματα», δίχως να διαθέττουν τον εσωτερικό οπλισμό, ώστε νΆ αναταράζουν κάποτε- κάποτε τον χώρο της συνείδησής τους και νΆ αντλούν από αυτόν το ζωηφόρο οξυγόνο της πίστης. Για να υπάρχουν, να κινούνται και να ζουν αθόλωτα, αληθινά και ελεύθερα. Όπως ο τυφλός του Ιερού Ευαγγελίου, τον οποίο δεν γονάτισε τον πυκνό σκοτάδι μέσα στην δίνη του οποίου στροβιλιζόταν ασίγαστα, αλλά η συνείδηση του, όρθια, φωτεινή και δυνατή, τρεφόταν από τον Ουρανό και ομολογιακά αναζητούσε τον Χριστό.


ΑΆ
Ο τυφλός με απαράμιλλη εγκαρτέρηση? με συγκλονιστικά υψηλή στάση αναμονής, απελευθερωμένος από το πνυκτικό τοίχος της σωματικής του τύφλωσης έβλεπε μακρυά. Με την ισχυρή αντίσταση της όρθιας συνείδησής του ξεπερνούσε το μικρό φράγμα της τύφλωσης των οφθαλμών του και προσέγγιζε τα τίμια κράσπεδα της θείας Αγάπης. Κάτω από τον παρήγορο ίσκιο του Χριστού αναπαυόνταν. Η βεβαιότητα της φιλάνθρωπης παρουσίας Του τον ξεκούραζε και του προσέφερε δυνάμεις λυτρωτικές, δυνάμεις αντίστασης στην σκληρή και αδιφάγο πραγματικότητα και συνέχειας της ελπίδος για το μεγάλο θαύμα.

Ο πόνος της στέρησης του φωτός δεν έγινε βαρίδι, που θα τον έσπρωχνε στο αδιέξοδο και την αποτυχία. Αντίθετα μάλιστα!
Εξοπλισμένος με δυνατή πίστη, γρανιτένια θέληση και αταλάντευτη αποδοχή του μυστηρίου της θείας Αγάπης ξεπερνούσε τα εμπόδια και βρισκόνταν διαρκώς σε αναμονή. Ζούσε εσωτερικά και με ιερό πάθος την ευλογημένη στιγμή της συνάντησής του με τον Μεγάλο Ιατρό. Η πίστη του αμάραντη, θερμουργός και ζωντανή παρέμενε αληθινή, έστω και αν πέρασε τις δυσκολίες που περνάει ο χρυσός μέσα στο πυρωμένο χωνευτήρι.

Και συνέβη αυτό γιατί ο τυφλός ζούσε διαρκώς στην πυρωμένη μεθόριο της αλήθειας. Δεν λειτουργούσε όπως ο Χαμελαίοντας αλλάζοντας το χρώμα του δέρματός του ανάλογα με τις ευκαιριακές ελπίδες και τις στιγμιαίες υποσχέσεις, που συχνά εισέπραττε. Δεν μεταλλάσσονταν κάτω από την πίεση διαφόρων περιστάσεων ή περιπτώσεων προκειμένου να πετύχει οφέλη, που ενώ θα του προσέφεραν κάποια ευχαρίστηση θα τον κρατούσαν όμως δέσμιο στο σκοτάδι του.

Ζούσε αληθινά, έστω και αν «εισέπραττε» βάσανα, ταλαιπωρίες, ευτελισμό και περιθωριοποίηση.

Η πίστη του στον Χριστό ήταν «λίθος» αμετακίνητος, άνθος ευώδες μέσα στην αγριότητα και την ασχήμια της εποχής του. Αυτή τον εμπότιζε κατάβαθα με την διαπίστωση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Είμαι μικρός και μεγάλος, ταπεινός και υψηλός, θνητός και αθάνατος, επίγειος και Ουράνιος». Έτσι διασφάλιζε το αντιστασιακό του φρόνημα όρθιο και λειτουργικό. Δεν το νόθευε με στιγμιαίες και ψευδείς συμφεροντολογικές θέσεις, ώστε να το μεταβάλλει σε λοιμώδες μικρόβιο, που θα τον σκότωνε υπαρξιακά, ύστερα από την οδύνη μιας σκληρής αιχμαλωσίας. Σεβόταν απόλυτα και δεχόταν ανεπιφύλακτα την αγάπη του Θεού και, όπως ο Μ. Βασίλειος τόνιζε, αποδεχόνταν πως ο άνθρωπος είναι «σύνθετος εκ ψυχής και σώματος, η σάρκα είναι από την γη και η ψυχή είναι από τον Ουρανό». Έτσι έδειξε θαυμαστή υπομονή και εγκαρτέρηση στο καθημερινό του μαρτύριο και δεν υπεχώρησε από τα σύνορα της πίστης στον Χριστό. Δεν παρέδωσε τα πνευματικά του όπλα κάτω από την βαρειά και εφιαλτική πίεση του προσωπικού του δράματος, γιατί παρέμενε άν-θρωπος, ύπαρξη που έβλεπε ψηλά, την τροφοδοτούσε ο Ουρανός, την στήριζε η πίστη σΆ Εκείνον. Δεν συμβιβάστηκε με την αλλοτρίωση, την ευτέλεια της λογικής και το φτηνό συμφέρον. Παρέμεινε στα υψηλά και εύθραυστα όρια της ανθρώπινης μεγαλωσύνης και γιΆαυτό άκουσε το σωτήριο και ελπιδοφόρο: «η πίστη σου σε έσωσε».

Ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει, πως «η πίστη στον Χριστό είναι ιμάτιο των Χριστιανών». Ο ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει, ότι «δεν ωφελεί καθόλου να είναι κανείς τοπικά κοντά στον Χριστό, εάν δεν είναι κοντά του με την πίστη».


ΒΆ
Ο τυφλός επίμονα αναζητούσε τον Χριστό. Και από την θεία Του πνοή έλαβε φως, έπνιξε το σωματικό του σκοτάδι. Πόσα έχει να διδάξει σε όλους μας αυτή του η στάση! Σε μας, που, θολωμένοι και συγχυσμένοι από τον υλισμό της εποχής, κουρασμένοι και αποκαμωμένοι από τα σκληρά αδιέξοδα της, χτυπημένοι υπαρξιακά από το αδιφάγο πάθος της καλοπέρασης και του βολέματος δεν αντέχουμε σε πνευματικές πορείες ή περιπέτειες. Ό,τι μας βολεύει το θέλουμε και θυσιαστικά το επιζητούμε. Ότι όμως μας οδηγεί σε αγώνες και εσωτερική ανησυχία το προσπερνάμε αδιάφορα. Και το αντικρύζουμε ασυγκίνητα.

Μήπως ήλθε η ώρα να προβληματιστούμε από την στάση του τυφλού της Ευαγγελικής περικοπής; Μήπως η τραγωδία των κηρύκων του «θανάτου» του Θεού και των τραγικών θυμάτων τους, που αναταράσσουν διαρκώς την εύθραυστη επιφάνεια της κοινωνίας με πράξεις εγκληματικές, θα πρέπει να μας οδηγήσει σε μια ουσιαστική αλλαγή πορείας και συμμόρφωση ζωής;
Ο λόγος του Θεού στον Όσιο Σιλουανό, «κράτησε την ψυχή σου στον ¶δη και μη απελπίζου», ο λόγος του Χριστού στον τυφλό, «η πίστη σου σέσωκε σε» είναι επίσημοι βατήρες εκτίναξης και σωτηρίας. Eίναι ισχυρά ζωντανά κύτταρα ελπίδος, που μεταφέρουν ευτυχία.

Ο Χριστός μας καλεί διαρκώς σε μια ζωής ελπίδος. Η συνάντηση μΆ Εκείνον ανοίγει το «κεφάλαιο της σωτηρίας μας» και ανθίζει την μαραμένη ύπαρξη μας. Μας χορηγεί, όπως τονίζει διαχρονικά ο Ιερός Ιγνάτιος, «το αντίδοτο του θανάτου, το φάρμακο της αθανασίας».

Η Εκκλησία, που είναι τα δύο απλωμένα χέρια του Χριστού, τα οποία περισφύγγουν διασωστικά την δημιουργία, μας καλεί σε συνάντηση μαζί Της. Αν επιθυμούμε να ζήσουμε αληθινά και Θεανθρώπινα. Μέσα στο ιερό και ζωηφόρο «μυστήριο των μυστηρίων», στην Ευχαριστία του Θεού, ο καθένας μας αποκτά την δυνατότητα να συναντήσει τον Χριστό, να γίνει ένα μαζί Του με την Χάρη των Αγίων μυστηρίων. Και ταυτόχρονα να γευθεί υπαρξιακά την ανείπωτη, την γνήσια χαρά της θεϊκής ευεργεσίας, όπως την έζησε ο τυφλός.

Είναι ιδιαίτερα συγκλονιστικός ο λόγος του Χριστού, που έρχεται με το στόμα του ιερού Χρυσοστόμου: «Για σένα, παιδί μου, πτύσθηκα, ραπίσθηκα, κενώθηκα από την δόξα μου, άφησα τον Πατέρα και ήλθα σΆεσένα που με μισείς και με αποστρέφεσαι. Έτρεξα προς εσένα για να σε κάμω δικό μου. Σε συνέδεσα με τον εαυτό μου. Και στον ουρανό επάνω σε έχω και κάτω στη γη είμαι ενωμένος μαζί σου». Ο παραπάνω λόγος του ιερού Πατρός επεξηγεί, γιατί εκείνος που βρίσκεται απέναντι από την αγάπη το Θεού, εκείνος που αρνείται την ελευθερία και την ελπίδα του Χριστού, συχνά φανερώνεται αιχμάλωτος φτηνών εγκόσμιων υλιστικών σχημάτων και υπηρετεί την αστοχία.

Εξάλλου, ο κάθε άνθρωπος ζει μια συγκλονιστική πρόκληση. Ανάλογα με την απάντησή του βιώνει το μυστήριο της ζωής ή στην ασίγαστη φορά της φθοράς. Κάτι τέτοιο επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος τονίζοντας: «Με την γέννηση του Χριστού λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά, ο Διάβολος καταντροπιάσθηκε, οι δαίμονες δραπέτευσαν, ο θάνατος καταργήθηκε, ο Παράδεισος ανοίχθηκε, η κατάρα εξαφανίσθηκε, η αμαρτία διώχθηκε, η πλάνη απομακρύνθηκε, η αλήθεια επανήλθε και ο λόγος της ευσέβειας σπάρθηκε και διαδόθηκε παντού. Ο ουράνιος τρόπος ζωής φυτεύτηκε στην γη, οι ¶γγελοι επικοινωνούν με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι χωρίς φόβο συνομιλούν με τους Αγγέλους. Γιατί; Επειδή ο Θεός ήλθε στην γη και ο άνθρωπος ανέβηκε στον ουρανό».

Ο τυφλός, μέγας μηνύτορας της ελπίδος στα διάσελλα της ιστορίας, δείχνει τον δρόμο της ζωής. Σε όσους επιθυμούν ελεύθερα και αληθινά να συναντήσουν σήμερα το Χριστό στην Εκκλησία, που είναι το ιερό Του Σώμα. Εξάλλου, η «θυσία του Χριστού έγινε για όλους τους ανθρώπους, η προσφορά του έγινε για όλη την γη».

Οι άλλοι, οι απέναντι του Χριστού, θΆαργοσβήνουν, δίχως ανάσα ζωής, θολωμένοι και πνιγμένοι στο πνευματικό κα ιδεολογικό καυσαέριο. Οι συνοδοιπόροι του Χριστού θα φτερουγίζουν δυναμικά και ελεύθερα.

Πρωτοπρεσβύτερος ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ ( Του Τυφλού) ( Λκ. 18,35-43)


ΤΟ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Ο τυφλός της σημερινής ευαγγελικής διήγησης οπωσδήποτε κίνησε σε όλους μας την συμπάθεια καθώς ακούσαμε την μονότονη ικετευτική  φωνή του : « Ιησού υιέ Δαβίδ ελέησον με». Όταν πληροφορήθηκε « ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται» μια λάμψη ελπίδας φώτισε το πονεμένο πρόσωπο του. Στύλωσε τα απλανή μάτια του προς το μέρος όπου έρχονταν ο Χριστός και με όλη τη δύναμη της φωνής του άρχισε να τον παρακαλεί να του δώσει το φως του. Μερικοί, όμως όχι εχθροί του Χριστού, αλλά ενθουσιώδεις οπαδοί Του, στην προσπάθεια του τυφλού να προσεγγίσει τον Κύριο, αντί να τον βοηθήσουν « επετίμων αυτόν ίνα σιωπήσει».
        Και τυφλός θεραπεύτηκε. Μένει όμως ένα ερώτημα: πως αυτοί οι άνθρωποι που με τόσο ενθουσιασμό συνόδευαν τον Χριστό, έδειξαν τόση σκληρότητα σ’έναν απόκληρο της ζωής;
        Η περίπτωση δεν είναι μεμονωμένη. Συμβαίνει άνθρωποι της Εκκλησίας που θα έπρεπε να είναι υποδείγματα αγάπης και συμπόνιας, παρουσιάζονται σκληροί και ανάλγητοι μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Και τα περιστατικά που διασώζουν οι ι. ευαγγελιστές είναι αρκετά. Σ’ολες αυτές  τις περιπτώσεις οι περισσότεροι ευσεβείς άνθρωποι της εποχής εκείνης, αντί να χαρούν μαζί με τον θεραπευμένο και να δοξάσουν τον Θεό, θύμωναν και το χειρότερο προσπαθούν να υπονομεύσουν Εκείνον που έδειχνε την θαυματουργική αγάπη Του στα θύματα των ποικίλων ασθενειών.
        Αλλά όλα αυτά έγιναν από τους εχθρούς του Χριστού, από εκείνους που το μίσος τους είχε κλείσει τα μάτια χειρότερα από τα μάτια του δυστυχισμένου τυφλού της σημερινής διήγησης. Το θλιβερότερο είναι, ότι στο σημερινό περιστατικό πρόκειται για οπαδούς και θαυμαστές του Χριστού, ο Οποίος έρχονταν να δώσει νέα ζωή στην μεγάλη εντολή της αγάπης. Αυτό πράγματι προκαλεί μεγαλύτερη λύπη ακόμη και από την τύφλωση του τυφλού.
        Υπάρχει όμως και κάτι θλιβερότερο από αυτό : ότι από τότε που συνέβη αυτό έχουν περάσει πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια και τα περιστατικά αυτού του είδους όχι μόνο δεν έλειψαν, αλλά έγιναν περισσότερα.
        Το « πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» έχει σχεδόν παραθεωρηθεί. Και ενώ ο Χριστός ήλθε να ενώσει με την πίστη με την αγάπη, εμείς οι λεγόμενοι « μαθητές» Του χωρίσαμε και πάλι την αγάπη από την πίστη και φθάσαμε στο σημείο να νομίζουμε, ότι είμαστε ευάρεστοι στο Θεό, αν υποτεθεί ότι έχουμε πίστη, χωρίς να έχουμε καθόλου αγάπη. Και λησμονήσαμε, ότι πίστη χωρίς  αγάπη έχει ακόμη και ο διάβολος « και τα δαιμόνια πιστεύουσιν» ( Ιακ. 2,19), αλλά τα δαιμόνια δεν έχουν κανένα ίχνος αγάπης. Μια τέτοια λοιπόν πίστη καταντήσαμε δυστυχώς να έχουμε, όταν την έχουμε βέβαια κι’ αυτή.
        Με τον τρόπο αυτό όμως όπως μαρτυρεί η ιστορία έφθασε να υπάρχουν άνθρωποι που έφεραν το όνομα του χριστιανοί και μισούνταν θανάσιμα μεταξύ τους. Ή νόμιζαν, ότι λόγω αυτής της πίστης μπορούσαν να συκοφαντήσουν ή και να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους, για να διασώσουν όπως ισχυρίζονταν την πίστη. Έτσι φθάσαμε τον μεσαίωνα στο φαινόμενο της Ιερής Εξέτασης εν ονόματι και προστασία τάχα της χριστιανικής πίστης στη διάπραξη εγκλημάτων τα οποία θα παραμένουν αιώνιο στίγμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό.
        Και είναι αλήθεια, ότι σήμερα δεν γίνονται τέτοιου είδους εγκλήματα στο όνομα της χριστιανικής πίστης. Η νοοτροπία όμως εξακολουθεί να παραμένει και επιτρέπει να νομίζουμε, ότι είμαστε εντάξει με την αγάπη προς τον Θεό, παρά το γεγονός, ότι δεν είμαστε διόλου εντάξει με την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον.
        Έτσι φθάσαμε ακόμα και σήμερα στο σημείο να συναντούμε χριστιανούς που νομίζουν ότι είναι απόλυτα σωστά με την Εκκλησία, επειδή κάνουν το σταυρό τους, την προσευχή τους, ή γιατί εκκλησιάζονται, νηστεύουν και κοινωνούν τακτικά. Και μάλιστα θεωρούν τον εαυτό τους ένοχο, αν συμβεί ποτέ να παραλείψουν κάτι από όλα αυτά. Όμως αδιαφορούν τελείως και ούτε υποψιάζονται νε εξετάσουν μήπως κατά λάθος ως προς την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον τους, που ο Χριστός την ήθελε μόνιμο και αχώριστο σύντροφο της πίστης, δηλ. την αγάπη μας προς τον Θεό.
        Όσοι από εμάς που έχουμε την τιμή να ονομαζόμαστε χριστιανοί δεν προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε την πίστη με την αγάπη, πρέπει να φοβούμαστε ,ότι η πίστη μας θα παραμένει νεκρή. Γιατί όπως μας λέγει ο ευαγγελικός λόγος  « ώσπερ…το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν έστιν, ούτω και η πίστης χωρίς των έργων νεκρά έστιν». ( Ιακ.2,26».
        Είθε ο Κύριος που συνδύασε την πίστη με την αγάπη να μας δώσει την δύναμη να ζωοποιήσουμε αυτό το δίδυμο των αρετών, ώστε να ζωντανέψουμε τη ζωή μας και τον κοινωνικό μας περίγυρο.

π.Γ.Στ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ – 2 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΔ΄  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιη΄ 35-43)
 Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ, γνωρίζει ὅτι ἡ ὑγεία εἶναι δῶρο Θεοῦ καὶ ἀγαθὸ πολύτιμο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι οὐράνιος θησαυρὸς ποὺ δίνεται ἀπὸ τὴν ὄντως Ζωή- τὸν Κύριό μας- στὸ πλάσμα Του, ὥστε μὲ τὴ χάρη Του νὰ γίνεται πραγματικότητα ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς. «Δὲν ὑπάρχουν πλούτη μεγαλύτερα καὶ καλύτερα ἀπὸ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος καὶ ἀνώτερη ἀγαλλίαση, ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς καρδιᾶς», θὰ πεῖ ὁ σοφὸς Σειράχ (λ,16), ἐκφράζοντας καθολικὰ τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση πάνω στὸ θέμα τῆς ὑγείας. Ἡ ἴδια ὅμως ἡ Ἐκκλησία, ποὺ σὲ κάθε σύναξη εὔχεται γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ποὺ τελεῖ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου γιὰ τὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία τῶν παιδιῶν της κάθε φορὰ ποὺ θὰ τῆς ζητηθεῖ, δὲν θεωρεῖ τὴν ὑγεία μας σὰν αὐτοσκοπό, καὶ οὔτε τὴν ὁρίζει σὰν τὸ ἀπόλυτο ἀγαθὸ κοσμικὰ καὶ μόνο, ἀλλὰ τὴν βλέπει μέσα στὶς ἀληθινές της διαστάσεις καὶ φυσικὰ τῆς ἀποδίδει τὴν ἀνάλογη ἀξία.
Οἱ διαστάσεις αὐτὲς εἶναι τὸ Πνευματοφόρο κλίμα τῆς σωτηρίας ἐν Χριστῷ, ποὺ ζεῖ καὶ γεύεται καὶ ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος. Καὶ δὲν μᾶς κρύβει πὼς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κοπιάζει καὶ νὰ ἰδρωκοπάει γιὰ τὴν ὑγεία του, νὰ ἐπιθυμεῖ ὄχι ἁπλὰ νὰ μὴν πεθάνει, ἀλλὰ πῶς νὰ ὑπερβεῖ τὸ θάνατο. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μέγιστη ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸν ταλανίζει αἰώνια, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ μέλημα τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ ἀληθινὴ ὑγεία ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, στὴν ὁλότητα τῆς ὕπαρξής του, στὸ ὅλο του πρόσωπο. Ὑγεία δὲν σημαίνει ἀπουσία μιᾶς ἀρρώστιας ἢ κάποιας ἀναπηρίας τοῦ σώματος ἢ τῆς ψυχῆς. Ὑγεία σημαίνει ἡ θαυμαστὴ καὶ ἀπόλυτη ἁρμονία τῶν πνευματικῶν, τῶν ψυχικῶν καὶ τῶν σωματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου. Ὑγεία ποὺ κλήθηκε νὰ πραγματώσει ὁ πρῶτος Ἀδὰμ καὶ ποὺ τὶς προϋποθέσεις καὶ τὰ ὅρια χάραξε ὁ Θεῖος καλλιτέχνης. Αὐτὴν τὴν ὑγεία ἔχασε μὲ τὴν πτώση του ὁ ἄνθρωπος, ἀρνούμενος τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάνοντας ἀνυπακοὴ στὴν ἐντολή Του˙ ἔχασε τὴν κοινωνία μαζί Του.
Ἔχασε ὁ Ἀδὰμ μὲ  εὐθύνη του τὴν τέλεια ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία του καὶ τράβηξε πάνω του τὸν θάνατο, τὴν ἀσθένεια, τὸν πόνο, τὶς πληγὲς ποὺ ἀπὸ τότε τὸν ταλανίζουν καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅπως ὁ θάνατος, ἔτσι κι ὅλα αὐτὰ εἶναι παρὰ φύση κατάσταση ποὺ πῆρε ἡ ἀνθρώπινη φύση μετὰ ἀπὸ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. «Ἀσθένησε ἡ ἀνθρώπινη φύση μὲ τὸν Ἀδάμ, ἐξαιτίας τῆς φθορᾶς ποὺ ἔφερε ἡ παρακοὴ καὶ ἔτσι εἰσέδυσαν σ’ αὐτὴν τὰ πάθη μας», λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας. «Μαράθηκε ἡ ἄφθαρτη ψυχὴ ἐπειδὴ δέχτηκε τὴν ἐπίδραση τῶν παθῶν ἢ ἀκριβέστερον τῶν δαιμόνων», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ὁ Ἀδὰμ διώχνοντας ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γεμίζει τὸ σῶμα μὲ ἀσθένεια καὶ φθορά, μὲ θνητότητα καὶ νέκρωση. Καὶ ὅπως θὰ μᾶς πεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος «γιὰ τὰ κακὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸ σῶμα, αἰτία εἶναι ἡ πονηριὰ τῆς ψυχῆς».
Ἃς ἀφαιρέσουμε λοιπὸν τὴν ἁμαρτία –τὴν πηγὴ τῶν κακῶν– ἀπὸ τὸ σῶμα μας, ἀπὸ μέσα μας, καὶ ἀμέσως θὰ ἐξαφανιστοῦν ὅλα τὰ συμπτώματα τῶν νόσων. Γιατί νόσημα δὲν εἶναι μόνο ἡ παραλυσία τοῦ σώματος ἢ ἑνὸς μέλους τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὸ κυρίως κακὸ στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἡ ἀσθένεια, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ποὺ ἔφερε τὴν ἀσθένεια. Κακὰ –κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο– δὲν εἶναι ὅσα μᾶς προκαλοῦν ὀδύνη στὸ σῶμα, ἀλλὰ οἱ ἁμαρτίες. Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἀρρώστιες πηγάζουν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς. Κι ἐφόσον τὸ πιὸ σημαντικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ὁ θάνατος, κι αὐτὸς εἶναι γέννημα τῆς ἁμαρτίας, ἄρα πόσο μᾶλλον οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ἀσθένειες προῆλθαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ προσέξουμε πάρα πολὺ τὸ μήνυμα πού μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία μας, στὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόβλημα τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου ἐπιφανειακῶς ἢ νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει ἀποσπασματικά. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν λύση του μέσα στὰ ἰαματικὰ πλαίσια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνακαίνιση, τὴν ἀνάπλαση καὶ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Αὐτὸς ποὺ ἐμβολιάζεται μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τρέφεται ἀπὸ Αὐτόν, ἀπολαμβάνει τὴν ὑγεία τῆς καινούργιας φύσης του. Ζεῖ τὸν Χριστὸ σὰν τὸν εἰδικὸ γιατρό Του. Τὸν Χριστὸ ποὺ ἔδωσε ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία Του νὰ θεραπεύει ἀσθενεῖς, νὰ καθαρίζει λεπρούς, νὰ δίνει φῶς στοὺς τυφλούς, νὰ ἀνασταίνει νεκρούς, νὰ ἐκβάλει δαιμόνια (Ματθ. ι,8). Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ὑγιὴς ὁλόκληρος, ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνακαινίζεται κάθε φορὰ ποὺ θὰ κοινωνήσει μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα, αὐτὸς εἶναι ὁ ὑγιὴς γιὰ τὴν Ἐκκλησία κι ὄχι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι σωματικὰ ἄρρωστος. Πλοῦτος γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἡ σωματικὴ ὑγεία μόνο. Θησαυρὸς ἀκένωτος εἶναι ἡ σωτηρία καὶ πλήρωμα καὶ ὁλοκλήρωση ἡ θέωση. Τὴν θέωση ὅμως καὶ τὸν ἁγιασμὸ μπορεῖ νὰ τὰ πετύχει εἴτε εἶναι ἀσθενὴς στὸ σῶμα, εἴτε ὑγιής, ἀνάλογα τὸν τρόπο ποὺ χειρίζεται κανεὶς αὐτὲς τὶς καταστάσεις γιὰ ψυχικὸ ὄφελος. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: «Οὔτε νὰ θαυμάζουμε κάθε ὑγεία, οὔτε νὰ περιφρονοῦμε κάθε ἀρρώστια. Νὰ γνωρίζουμε νὰ περιφρονοῦμε τὴν ὑγεία ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ σύνεση, καὶ παράγει ἁμαρτία, καὶ νὰ ἐκτιμοῦμε τὴν παιδαγωγικὴ ἀρρώστια σεβόμενοι ὅλους ἐκείνους ποὺ βγῆκαν νικητὲς μέσα  ἀπὸ τὸν πόνο».
Ἄς μὴν ἀποροῦμε ὅταν ἀκοῦμε γιὰ τὴν ἀξία τῆς «παιδαγωγικῆς ἀρρώστιας». Οἱ Νηπτικοὶ Πατέρες μᾶς μιλοῦν στὴ διδασκαλία τους γιὰ τὴν ἄμεση σχέση τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ὀδύνης στὴ ζωή μας. Παραβαίνοντας ὁ Ἀδὰμ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφοῦ ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τὴν ἡδονή, φέρνει στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ὀδύνη, τὴν λύπη, τὴν ἀσθένεια καὶ τὸν θάνατο. Ἡ ἡδονὴ γίνεται ἡ γεννήτρια τῆς ὀδύνης μὲ τὴν ἀνθρώπινη θέληση. Καὶ ὁ Θεὸς, γιὰ νὰ χτυπήσει στὴ ρίζα τὴν παραφυσικὴ ἡδονὴ καὶ τὰ ὅποια γεννήματά της, φέρνει τὸν Υἱό Του στὴ γῆ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος σταυρώνεται μὲ τὴ θέλησή Του γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς συμβουλεύει «νὰ δοκιμάζονται οἱ ἀγωνιστὲς τῆς εὐσέβειας, στὸ σῶμα μὲ συνεχεῖς ἀρρώστιες καὶ στὴν ψυχὴ μὲ πονηροὺς λογισμούς, γιὰ νὰ ἀποφεύγουν κάθε κενοδοξία καὶ κάθε περήφανη σκέψη καὶ νὰ μποροῦν νὰ δεχτοῦν στὶς καρδιές τους μὲ μεγάλη ταπείνωση τὴ σφραγίδα τῆς Θείας ὡραιότητας». Βεβαίως ποτὲ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐξαγιάζει τὴν ἀσθένεια, οὔτε τὴν ἐπιδιώκει. Ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν θεωρεῖ ὅτι ἡ σωματικὴ ὑγεία εἶναι τὸ πᾶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη μόνο μὲ πνευματικοὺς καὶ σωματικοὺς ἀγῶνες καὶ κόπους καὶ ὀδύνες τιθασεύονται. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι πολύτιμη ἡ συμβολὴ τῆς παιδαγωγικῆς ἀσθένειας ποὺ καθορίζει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ». Θὰ βγοῦμε νικητὲς ἀπὸ κάθε ἀσθένεια καὶ ἀρρώστια ὅταν μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας , ὅπως ἔκανε ὁ τυφλός τοῦ Εὐαγγελίου, φωνάξουμε στὴ δυσκολία μας : «Ἰησοῦ Υἱὲ Δαυὶδ, ἐλέησον μέ». Ἀμήν.

Κυριακή ΙΔ΄Λουκά – Ο φωτισμένος τυφλός

Ο Φ Ω Τ Ι Σ Μ Ε Ν Ο Σ  Τ Υ Φ Λ Ο Σ

«Ἰησοῦ υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με.» (Λουκ. ιη΄ 38)

Οἱ ὧρες, οἱ μέρες καί οἱ νύχτες, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς περνοῦσαν μέσα σ’ ἕνα ἀτελείωτο σκοτάδι. Ἐκεῖνος μέ ὑπομονή κάθεται στήν ἄκρη τοῦ δρόμου μέ τήν παλάμη ἀνοιχτή καί τό χέρι ἁπλωμένο καί παρακαλεῖ τούς περαστικούς νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ ρίξουν κάποιο κέρμα γιά νά ἐξασφαλίσει τό καθημερινό ψωμί του. Τά χρόνια ἐκεῖνα ἡ ζωή θἆταν γεμάτη ἀπό τέτοιες σκηνές μέ ἀναπήρους ἀπό ποικίλες παθήσεις. Τό σημερινό σύστημα τῶν ὀργανωμένων κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν δέν ὑπῆρχε τότε.

Αὐτός ὅμως ὁ τυφλός τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι ἔχει κάποιες ἐκλεπτυσμένες καί διαφορετικές πνευματικές κεραῖες. Ἄς εἶναι τυφλός στά μάτια. Εἶναι ὅμως φωτισμένος στήν ψυχή, ἔχει καθαρό νοῦ καί δέχεται μέ ἀνοιχτή καρδιά τά μηνύματα ἀπό τόν οὐρανό.

Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου στόν τόπο του καί τό ἄκουσμα τῆς παρουσίας τοῦ πλήθους τόν ὁδηγοῦν νά ζητήσει καί νά μάθει τί συμβαίνει γύρω του. Πληροφορεῖται, λοιπόν, ὅτι περνᾶ ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ. Τότε δέ ζήτησε οὔτε ἐξηγήσεις οὔτε ἄλλες πληροφορίες. Ἦταν τυφλός, ἐστερημένος τοῦ φυσικοῦ φωτός. Ἦταν ὅμως στολισμένος μέ μιά ὁλόφωτη ψυχή. Ὁ τυφλός κραυγάζει μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του καί τό ὕψος τῆς φωνῆς του. «Ἰησοῦ υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Ἡ σύντομη αὐτή παρακλητική προσευχή βγαίνει ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναί του. Γίνεται μέ ὅλη τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος εἶναι σέ θέση νά τόν βοηθήσει. Δέ ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό οἰκονομική βοήθεια. Ζητᾶ ἔλεος, ζητᾶ χάρη, ζητᾶ θεραπεία καί ἱκετεύει, παρακαλεῖ καί δέεται μέ ταπείνωση καί δημόσια ὁμολογία.

Ὅσοι προχωροῦσαν μπροστά ἀπό τό πλῆθος τόν παρατηροῦν, τόν ἐπιπλήττουν καί προσπαθοῦν νά τοῦ ἐπιβάλουν σιωπή. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπιμένει. Φωνάζει πιό δυνατά καί πιό πειστικά. «υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με.» Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει ὅτι «τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω» (Ἰωαν. στ΄ 37) καί «πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ. ζ΄ διατάσσει νά τόν ὁδηγήσουν κοντά του.

Ἀφοῦ δέ πλησίασε ὁ τυφλός, ὁ Κύριος τόν ἐρωτᾶ: «τί σοι θέλεις ποιήσω;» Τί ζητᾶς νά κάμω σ΄ ἐσένα; Ὁ τυφλός ὑποβάλλει τό αἴτημά του. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Χωρίς περιστροφές ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο τό φῶς του. Μέ τή λέξη «Κύριος» ὁμολογεῖ τήν πίστη του στή θεότητά του. Μέ τή λέξη «υἱέ Δαυίδ» τόν ἀναγνωρίζει ὡς τό γνήσιο Μεσσία, ὡς τόν ἀπόγονο τοῦ Δαυίδ.

Ὁ Κύριος ἔρχεται τώρα καί ἐπιβραβεύει τήν πίστη καί προβάλλει τήν ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ στά μάτια, ἀλλά φωτισμένου πνευματικά. «ἀνάβλεψον» Λάβε τό φῶς σου. «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε. Ἀμέσως ὁ τυφλός ἀπέκτησε φῶς στά μάτια καί ἀκολούθησε τόν Ἰησοῦ Χριστό μέ δοξολογία στό Θεό. Τότε ὅλος ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε, δοξολογοῦσε τόν Θεό.

Ἐπειδή κάποιος τυφλός γνώρισε τόν Κύριο καί ἔλαβε φυσικό φῶς, ὁ κόσμος καί ὁ τυφλός μαζί δοξολόγησαν τόν Θεό. Ὅταν, λοιπόν, κάποιος ζεῖ στό σκοτάδι τῆς πλάνης, στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας κάθε εἴδους καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἐπισκιάσει καί βρεῖ τό δρόμο του, πόσο πρέπει ὅλοι ἐμεῖς νά χαιρόμεθα καί νά δοξολογοῦμε καί νά ὑμνοῦμε τόν Τριαδικό Θεό;

Τό Δείπνο τής Θείας Σοφίας σε σχέσι μέ τήν διεστραμένη εποχή μας


Κυριακή 17.12.2006

Χριστιανοί μου, το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, αναφέρεται στην παραβολή του μεγάλου δείπνου, όπως και ακούσατε. Για το μεγάλο αυτό δείπνο έχομε μιλήσει πολλές φορές στο παρελθόν, είπαμε μάλιστα σε κάποιο κήρυγμα, πριν από δέκα χρόνια, ότι αυτό το δείπνο μπορεί να είναι το δείπνο της Θείας Ευχαριστίας, το δείπνο της Θείας Χάριτος, το δείπνο της Άνω Ιερουσαλήμ και το δείπνο της κρίσεως του Θεού.
Οι πνευματικές αναλύσεις που κάναμε τότε, μας ωθούν πνευματικά στο να αυξήσομε και μείς τους πνευματικούς μας αγώνες, με τρόπους πατερικούς, ορθοδόξους και ασκητικούς, για να πετύχουμε με τη βοήθεια του Θεού την κάθαρση από τα πάθη μας, το φωτισμό και την τελείωσή μας, δηλαδή την εν Χριστώ σωτηρία μας.
Το κήρυγμα αυτό είναι γραμμένο στην κασέτα εκατόν τριάντα επτά.
Εκτός όμως χριστιανοί μου από το τετραπλό αυτό δείπνο, το πολύμορφο και ουράνιο, έχουμε και το καθημερινό δείπνο, το Ευαγγελικό δείπνο, με την μελέτη και την πράξη της Θεϊκής διδασκαλίας της Καινής Διαθήκης, όπως και του Ψαλτηρίου και των λοιπών βιβλίων της Αγίας Γραφής.
Οι ανθρώπινες γνώσεις και επιστήμες και ιδέες και φιλοσοφίες, όλες διδάσκονται από ειδικές κατηγορίες, μορφωμένων, θα πω, ανθρώπων, είτε προφορικά, είτε γραπτά.
Έχουμε όμως και τη Θεία Γνώση.
Έχουμε και τη Θεία Σοφία που προσφέρεται από τον Θεόν, μέσα από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, με τρόπο αποκαλυπτικό.
Όταν διαβάζεις χριστιανέ μου συ, και συ το Ευαγγέλιο, δεν μορφώνεσαι, αλλά φωτίζεσαι.
Και φωτίζεσαι, και φωτίζομαι, και φωτιζόμεθα όλοι μας όταν έχουμε πίστη φλογερή και αγάπη ενεργουμένη προς τον Θεόν και τον πλησίον, εξ όλης ψυχής και καρδίας, ισχύος και διανοίας, ακόμα και προς τους εχθρούς μας.
Όταν έχουμε ακόμη αγρυπνία στις σκέψεις και στους λογισμούς.
Προσοχή στις αισθήσεις και μάλιστα στα μάτια μας που διαρκώς αρπάζουν και αμαρτάνουν.
Εγκράτεια στη γλώσσα μας, αχ αυτή η γλώσσα μας, που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, αληθινή μετάνοια και συντριβή, ταπεινό φρόνημα, ακρίβεια στην τήρηση των εντολών του Αγίου Θεού, ταπείνωση στο νου και στην καρδιά, δηλαδή «κεκαθαρμένον στόμα, ηγνισμένον σώμα, πεφωτισμένον νουν», κατά την έκφρασιν του Αγίου Ιωάννου του Σιναϊτου, και τέλος θέληση και καλή προαίρεση.
Όλα αυτά μαζί, μας διδάσκουν, μας φωτίζουν, και μας συνετίζουν κατά χάριν. Ο θείος φωτισμός της καρδιάς και του μυαλού μας, είναι δωρεά και χάρισμα της θείας σοφίας, και όποιος από μας τους κληρικούς, αλλά και από σας τους λαϊκούς, αγωνίζεται φιλότιμα αλλά και Ορθόδοξα, και διδαχτεί εξ αποκαλύψεως από τον Θεόν τη θεία σοφία, αυτός όχι μόνον φωτίζεται, όχι μόνον αποκτά διάκριση και καλοσύνη πολλή, αλλά και κατανοεί τα πάντα, θεία και ανθρώπινα, ουράνια και γήινα.
Ο Θεάνθρωπος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, δεν άνοιξε κανένα βιβλίο για να διδάξει τους μαθητάς και Αποστόλους Του, αλλά «διήνοιξε αυτών τον νουν, του συνιέναι τας Γραφάς». Το ίδιο συμβαίνει και σ’ όλους εμάς.
Δηλαδή φωτιζόμεθα κατά χάριν, και μας προσφέρονται λύσεις σε όλα τα προβλήματα.
Βλέπουμε δηλαδή τη λύση του Θεού.
Βλέπουμε ακόμα, βλέπουμε την Πρόνοια του Θεού, βλέπουμε ακόμα και λειτουργία του πνευματικού νόμου, που η συνισταμένη τους, έχουν σαν σκοπό την σωτηρία του καθενός από μας χωριστά, αφού ο Θεός δε θέλει τον θάνατο κανενός αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν.
Φωτισμός σε σένα και φωτισμός σε μένα. Χάρις σε σένα, Χάρις και σε μένα. Φωτισμός, Χάρις και Σοφία σε όλους μας, αλλά με προϋποθέσεις.
Η πρώτη προϋπόθεσις είναι ότι το δοχείον της καρδιάς μας οφείλει να είναι ανοικτό, δεκτικό της Θείας Χάριτος και φωτισμού, δηλαδή πνευματικός σκληρός αγώνας με την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών και την αντίστοιχη καλλιέργεια των αρετών, τη συμμετοχή μας στα σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας, Θείας Λειτουργίας, Θείας Ευχαριστίας, Ιεράς Εξομολογήσεως και συνεχής εκζήτησις του Θείου Ελέους, με πολλή προσευχή και δάκρυα, για να μας φωτίζει ο Θεός, για να μας φωτίζει ο Θεός σε τι; Στο να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε όχι μόνον τις διάφορες φουρτούνες της ζωής, με τις αρρώστιες, τους πειρασμούς και την πολλή την γκρίνια που έχομε στα σπίτια μας και την ακατανοησία που δείχνουμε ο ένας απέναντι του άλλου και την έλλειψη της υπομονής, γιατί δεν έχουμε υπομονή, γιατί δεν ξέρουμε να συγκρατούμε την γλώσσα μας και αναστατωνόμεθα κάθε τόσο, και φέρομε ταραχή και πειράζομε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, και ο δικός μας διχασμός είναι διχασμός και των ψυχών αυτών των αθώων παιδιών.
Όχι μόνον λοιπόν, μας φωτίζει ο Θεός στο να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις φουρτούνες, αλλά και πως θα μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τις κοινωνικές μάστιγες που διαβρώνουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας μέσα στα σχολεία ακόμα, Δημοτικά, Γυμνάσια, Λύκεια, φροντιστήρια, Πανεπιστήμια, από τις συμπεριφορές των άλλων παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, από τις διαστροφές στις ηθικές αξίες πατρίδος πίστεως και οικογένειας που σερβίρονται στους χώρους διασκεδάσεως, στα ανήθικα θεάματα, στις σειρές και στα σήριαλ των τηλεοράσεων, στο Internet και στις ιστοσελίδες και στις νέες παραμορφωμένες ανιστόρητες ιδέες, και συνθήματα που κυκλοφορούν χωρίς ηθικούς φραγμούς, αλήθεια, πως θα διαφυλάξομε τα παιδιά μας χωρίς προσευχή, χωρίς αγρυπνία, και νηστεία όταν βγαίνουν έξω για τις δήθεν αθώες διασκεδάσεις τους. Ακόμα και όταν βγαίνουν στην αγορά και στο δρόμο και στο πάρκο ακόμα και στις παιδικές χαρές.
Ποτάμια πρέπει να γίνουν τα δάκρυά μας για να διατηρηθούν αγνά τα παιδιά και τα εγγόνια μας και όλα τα Ελληνόπουλα. Από την διάχυτη ανηθικότητα των ημερών μας, μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο, διάχυτη είναι η ανηθικότητα. Από την επιρροήν των ναρκωτικών, των τσιγάρων και των ποτών, ακόμα και απ’ την παιδεραστία. Και κυρίως απ’ την ομοφυλοφιλία, ανδρική και γυναικεία, που δυστυχώς παίρνει και στην πατρίδα μας ανησυχητικές και τρομακτικές διαστάσεις.
Αλήθεια ξαναρωτώ: Πώς θα διαφυλάξουμε τις ψυχές των παιδιών μας αλλά και τις δικές μας όταν από τα σπίτια μας και τις καρδιές μας διώξαμε το Θεό;

Χριστιανοί μου «στώμεν καλώς».
Δυστυχώς είναι παρατηρημένο ότι απ’ την Ορθόδοξη Ελλάδα μας λείπει ο φόβος του Θεού. Λείπει η ευλάβεια προς τα θεία, όπως λείπει και ο εκκλησιασμός, η εξομολόγησις και η Θεία Κοινωνία. Πόσοι είναι αυτοί που έρχονται, ούτε πέντε τα εκατό, μακάρι να ήταν δέκα και είκοσι. Λείπουν δυστυχώς από τους περισσοτέρους νεοέλληνες Ορθοδόξους χριστιανούς, η νηστεία, η αγρυπνία, η εγκράτεια και ειδικά η προσευχή. Λείπει και η μελέτη της Γραφής και κατά το πλείστον επικρατεί η άγνοια και η αδιαφορία. Να ξαναρωτήσω πως θα σωθεί η δόλια πατρίδα μας; Πως θα σωθούν τα παιδιά και τα εγγόνια μας; Πως θα φυλαχτούμε και μείς από το τόσο κακό που υπάρχει γύρω και μέσα μας; Να απαντήσω Πατερικά, «με προσευχή και μετάνοια». Με προσευχή και δάκρυα, με προσευχή και πνεύμα ταπεινό, με προσευχή και σιωπή. Σιωπή και στα χείλη και στο νου. Με προσευχή και εγκράτεια. Με προσευχή και κρυφή ελεημοσύνη. Με προσευχή και υπακοή στο θέλημα του Θεού. Με προσευχή και αγρυπνία. Με προσευχή και σφράγισμα της γλώσσης, το είπα πολλές φορές και επιμένω. Με προσευχή, με εξομολόγηση, με Θεία Κοινωνία. Με υπομονή και μακροθυμία. Με ζωντανή την πίστη και ενεργουμένη την αγάπη.
Ας σταματήσουμε όμως εδώ τις ανησυχίες μας για τα φανερά σημάδια, τα κακά φανερά σημάδια των καιρών μας, και των ημερών μας, και ας σταθούμε μόνο στην πνευματική μας άμυνα, με πολλή προσευχή και μετάνοια, με φόβον Θεού και Θεία Λατρεία.
Η πνευματική μας άμυνα που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στη βοήθεια του Θεού και στην καλή μας προαίρεση, είναι και αυτό ένα δείπνο της Θείας Χάριτος.
Αναζητάμε το Θείον έλεος για να καθαριστούμε από το πλήθος των ψεκτών παθών μας, να φωτισθούμε και στη συνέχεια να φυλαχτούμε και μείς και τα παιδιά μας, από το διάχυτο κακό που τόσο εύκολα μας προκαλεί και μας διαβρώνει.

Και έρχονται και Χριστούγεννα.
Οι περισσότεροι νεοέλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί, θα περάσουν Χριστούγεννα χωρίς Χριστόν, καρδιές άδειες κρύες και παγωμένες. Ο Χριστός δεν βρίσκεται στα ρεβεγιόν, στους στολισμούς του δυτικού πολιτισμού, στις διασκεδάσεις, στις εκδρομές και στο φαγοπότι. Ο Χριστός βρίσκεται στην εκκλησία, στους ιερούς ναούς και στα μυστήρια, στην προσευχή και στη μετάνοια, και μόνον έτσι θα ανακληθεί στις καρδιές μας, για να ζήσουμε και μείς αληθινά Χριστούγεννα.
Πρέπει να πάμε όλοι οι Έλληνες την ημέρα των Χριστουγέννων, απ’ τις τέσσερεις το πρωί αν μπορούμε, και να γεμίσουμε τους ναούς μέσα και έξω, να είναι αδιαχώρητες ακόμα και οι πλατείες για να δοξολογήσουμε τον Χριστό, που ήρθε στον κόσμο για να μας σώσει, όπως οι άγγελοι, να Τον προσκυνήσουμε όπως οι ποιμένες, και να Του προσφέρομε της καρδιάς μας τον χρυσόν, λίβανον και σμύρναν, όπως οι τρείς μάγοι με τα δώρα. Και κείνος θα έρθει και θα κάμει φάτνη τις καρδιές μας, είτε με τη Θεία Χάρη που πλημμυρίζει τους ναούς, είτε με την Θεία Κοινωνία. Και τότε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, θα μας βεβαιώσει και θα μας πει: «Είμαι μέσα σου, είμαι ο Κύριος και ο Θεός σου, είμαι ο Σωτήρας σου, είμαι ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος, είμαι η Ζωή και η Ανάστασις, είμαι η δική σου ζωή» και θα πει και σε σένα, και σε σένα, και σε μένα «Είμαι ο Πατέρας σου, είσαι το παιδί Μου, για σένα ήρθα, για σένα γεννήθηκα ως άνθρωπος, για σένα Σταυρώθηκα, για σένα αναστήθηκα, για να σε σώσω».

Ναι χριστιανοί μου,
στο Σωτήρα μας και Κύριον Ιησούν Χριστόν,
ανήκει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις,
τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,

Αμήν.

Ο τυφλός τής Ιεριχούς καί οί ολίγοι σωζόμενοι.

Κυριακή ΙΔ' Λουκά. 2.12.2007

Τώρα το θαύμα πιστεύω ότι οι περισσότεροι το ακούσατε.
Το θαύμα, ποιό θαύμα, αυτό που μας περιέγραψε το Ευαγγέλιο, αυτό το θαύμα.
Ένας τυφλός καθότανε σε μια γωνιά εκεί του δρόμου, και είχε απλωμένο το χέρι του και ζητούσε ελεημοσύνη.
Ζητούσε καμιά δεκάρα ή κάνα κομμάτι ψωμί, για να φάει ο καημένος.
Αφού ήταν τυφλός, για κείνη την εποχή ήταν δραματικές οι καταστάσεις των τυφλών.
Άκουσε όμως να γίνεται θόρυβος.
Ρωτάει τι γίνεται, και του λέει ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος.
Μόλις άκουσε αυτός ότι περνάει ο Ναζωραίος, ο Ιησούς, άρχισε λοιπόν να φωνάζει με όλη τη δύναμη της ψυχής του, «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».
Οι παρευρισκόμενοι και ο όχλος βέβαια ο πολύς που Τον ακολουθούσε τον Χριστό, τον επέπληττε, τον μάλωνε, του έλεγε «πάψε, μη φωνάζεις τόσο δυνατά. Δε σ’ ακούει.
Τώρα αυτός κάνει τη δουλειά Του».
Ο τυφλός όμως όσο του έλεγαν οι άλλοι να μη φωνάζει, αυτός τόσο πιο πολύ φώναζε, παναλαμβάνοντας τις ίδιες λέξεις, «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».
Κάποτε τον άκουσε ο Χριστός, και ζήτησε βέβαια να τον φέρουν κοντά Του.
Δεν κραύγαζε ο φουκαράς για να πάρει χρήματα.
Δεν κραύγαζε για να του δώσει ο Χριστός και η συνοδεία που Τον ακολουθούσε δηλαδή οι μαθηταί Του και ο όχλος, ένα κομμάτι ψωμί.
Αλλά καθώς είχε ακούσει, μερικά πράγματα όπως και την Ανάσταση της κόρης της θυγατρός του Ιαείρου, και της άλλης εκείνης, του νεανία απ’ τη Ναΐν, και την Ανάσταση του Λαζάρου, διότι αμέσως μετά εγένετο αυτό το θαύμα, με τη δύναμη λοιπόν αυτής της πίστεως, άρχισε να φωνάζει
«Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».
Για να πει όμως «Υιέ Δαβίδ», αυτό σημαίνει ότι είχε θρησκευτικές γνώσεις.
Και ήξερε πολύ καλά από τις προφητείες, ότι ο Μεσσίας θα προήρχετο από την γενεά του Δαβίδ.
Εμείς, σαν ορθόδοξοι χριστιανοί, αυτό το πράγμα το γνωρίζουμε;
Ότι ο Κύριός μας ως άνθρωπος προέρχεται απ’ το γένος του Δαβίδ;
Γι’ αυτό και επομένως ονομάζει τον Κύριον «Υιό Δαβίδ».
Πιστεύει ότι είναι ο Μεσσίας, ο Βασιλεύς του κόσμου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ.
Το «ελέησόν με» εκφράζει και κάτι άλλο.
Ότι πίστευε ότι ο Χριστός είχε κάτι παραπάνω απ’ αυτό που είχαν όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι εκείνης της εποχής, Γραμματείς και Φαρισαίοι, οι άρχοντες και Αρχιερείς του λαού.
Δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος.
Είχε γνωρίσματα, αλλά τα γνωρίσματα αυτά ήταν θεϊκά.
Γι’ αυτό και φώναζε με πολύ δυνατή πίστη προς τον Θεάνθρωπον Χριστόν, «Υιέ Δαβίδ, Ιησού Υιέ Δαβίδ».
Με τέτοια πίστη μας διδάσκει ο τυφλός, εμείς την έχουμε;
Εμείς έχουμε μια τέτοια πίστη που πρέπει να βλέπομε μόνον τα αόρατα και όχι τα ορατά,
να βλέπομε τα πνευματικά και όχι τα υλικά,
να βλέπουμε τα ουράνια και όχι τα επίγεια,
τα θεία και τα απρόσιτα και όχι τα φθαρτά,
που στο κάτω - κάτω θα τα αφήσομε όλα εδώ,
και γυμνοί θα απέλθομε από τούτο τον κόσμον.
Αν ακούσουμε τον σκληρό λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, πιθανόν να απογοητευτούμε αλλά αυτή είναι η αλήθεια, θα την πούμε λίγο πιο κάτω.
Τι θέλεις να σου κάμω, του λέει ο Κύριος;
«Να αναβλέψω, θέλω το φώς μου, τι να θέλω, τι να θέλει ένας τυφλός;»
Τι να θέλει, να θέλει ψωμί, πρώτα το ψωμί, να θέλει την ανάπαυση του κορμιού του, να θέλει πέντε δραχμές στη χούφτα του;
Το κυριότερο πράγμα που ζητά είναι το φώς του.
Ο Κύριος ερώτησε τον τυφλόν τι θέλει, αγνοούσε δηλαδή, δεν ήξερε τι θέλει ο τυφλός;
Ασφαλώς ο Κύριος γνώριζε τα πάντα.
Αλλά έκαμε την ερώτηση αυτή, όχι γιατί δεν εγνώριζε τι θέλει ο τυφλός του Ευαγγελίου, αλλά διά να το καταλάβουν αυτό το πράγμα και τα πλήθη.
Για να μην πιστέψουν ότι ο τυφλός εκείνη τη στιγμή ζητούσε χρηματική βοήθεια, και υλική συμπαράσταση, αλλά ότι ζητούσε το φώς του.
Ήθελε ο Κύριος λοιπόν να το κάμει αυτό γνωστό.
Ότι ο τυφλός ζητούσε κάτι το υπερφυσικό.
Κάτι το ανυπέρβλητο: Τυφλός να δει το φώς!
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο για το οποίον ο Κύριος εγνώριζε τι ζητάει ο τυφλός.
Το εγνώριζε, όπως γνωρίζει και τις καρδιές όλων μας.
Εδώ, εδώ, ολονών τις καρδιές, τώρα τι έχετε μέσα σας, και τι έχω μέσα μου τα γνωρίζει.
Εάν αυτά που έχουμε μέσα μας, είναι αιτήματα ευλογημένα, το γνωρίζει.
Αλλά θέλει να Του το φωνάζουμε!
Γι’ αυτό του είπε, «τι θέλεις, τι θέλεις να σου κάμω;»
«Να δω το φώς μου», είπε. «Να δω το φώς μου.
Το φώς της ημέρας, το φώς του ηλίου.
Αυτό να δω ήθελα!»
Αυτό το φως όμως, το φως της ψυχής,
γιατί υπάρχει και φως της ψυχής, υπάρχει και ο φωτισμός του νου,
υπάρχει και ο φωτισμός της καρδιάς, υπάρχει και ο φωτισμός του όλου ανθρώπου.
Άραγε εμείς οι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, το ζητάμε;

Ξέρετε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στην εποχή που εθεωρείτο η Εκκλησία μας ότι ευρίσκετο στον χρυσόν αιώνα της, τότε που η Κωνσταντινούπολις τον τέταρτον μετά Χριστόν αιώνα, απαριθμούσε περισσότερο από τριακόσιες χιλιάδες κατοίκους, ξέρετε τι είπε σε ένα βραδινό του κήρυγμα ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος;
Ότι πόσοι είναι αυτοί οι οποίοι θα σωθούνε;
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν συνηθισμένος να κρίνει.
Ήταν ο μεγάλος διδάσκαλος που ήξερε και να ζυγίζει.
Και να ζυγίζει τους πάντες, μικρούς και μεγάλους, μορφωμένους και αγραμμάτους, άρχοντας και αρχομένους, ακόμα βασιλείς και αυτοκράτορας, κληρικούς και λαϊκούς, αρχιερείς και μοναχούς, όλο τον κόσμο.
Τους περνούσε από το ζύγι του Ευαγγελίου.
Δεν άφηνε κανέναν που να μην τον κρίνει εκείνος.
Ο Θεός βέβαια έκρινεν αυτόν.
Εμείς λοιπόν, οι λεγόμενοι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή τώρα καταργήθηκε από την ταυτότητα, θα λέμε λοιπόν τώρα ότι ο Χριστιανισμός μας είναι μόνο στο δέρμα μας.
Και από μέσα η καρδιά μας είναι ειδωλολατρική.
Λατρεύομε τα είδωλα, και το βλέπετε, παρακολουθείστε τη ζωή σας, και τη ζωή μας πώς είναι, και θα διαπιστώσουμε, με κάθε τρόπο ότι κλίνουμε όλοι μας λίγο πολύ προς την ειδωλολατρία.
Το πνεύμα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου εταράζετο, για αυτήν κατάσταση που βασίλευε τότε στην βασιλεύουσα, στην Κωνσταντινούπολη.
Και γι’ αυτή την κατάσταση που βασιλεύει σήμερα στην πατρίδα μας αλλά και σε ολόκληρον τον λεγόμενον χριστιανικόν κόσμον.
Ανέβηκε μια μέρα λοιπόν στον άμβωνα, άνοιξε το στόμα του και απ’ το στόμα του βγήκε φωτιά.
Παρουσιάζοντας κατά πρώτον λόγον την ζωήν των πρώτων χριστιανών, που την συνέκρινε με την ζωή των τότε του τετάρτου αιώνος, του χρυσού αιώνος της Εκκλησίας, την ζωήν των χριστιανών.
Ε ρε που να βρισκόταν και σήμερα.
Έπειτα κάλεσε τους χριστιανούς της Κωνσταντινουπόλεως να συγκρίνουν αυτή τη ζωή.
Και εκσφενδονίζει ένα ερώτημα το οποίο θα σας το διαβάσω εν μεταφράσει.
Πόσοι νομίζετε ότι είναι σε ολόκληρη την πόλη αυτήν όπου κατοικούμε οι σωζόμενοι;
Οι πραγματικοί χριστιανοί πόσοι είναι;
Εκείνοι που αξίζουν σωτηρίας πόσοι είναι;
Θα σας το πω αλλά θα σας φανεί πολύ βαρύ.
Αλλά είμαι υποχρεωμένος να το πω.
Λοιπόν από τις τριακόσιες και πλέον χιλιάδες των χριστιανών, θα είναι οι σωζόμενοι μόλις και μετά βίας εκατό.
Αλλά και δια τον αριθμόν αυτόν, φοβούμαι ότι δεν είναι αυτός, δεν είμαι βέβαιος ότι είναι αυτός.
Μήπως είστε και ολιγότεροι; (ερώτηση).
Και φαίνεται λοιπόν ότι όλοι οι ακροαταί εκείνο το βράδυ που κρέμονταν κυριολεκτικώς από τα χείλη του, γι’ αυτό ονομάστηκε και Χρυσόστομος, ανησύχησαν, δε δίστασε εκείνος να σύρει το παραπέτασμα, για να παρουσιάσει όλη την κοινωνική διαφθορά, και να κάμει τα αποκαλυπτήρια των καρδιών,και της συμπεριφοράς των νέων και των γέρων, των γυναικών και των ανδρών,όπως τα λέει εδώ, των αρχομένων και των αρχόντων, των κληρικών όλων των βαθμών, και των λαϊκών, των μοναχών και των μοναζουσών, ότι οι συνειδητοί χριστιανοί που αισθάνονται και ζουν, τον Χριστό μέσα στην καρδιά τους, είναι λίγοι, είναι σπάνιοι.
Λίγοι βρίσκουν την οδόν της σωτηρίας, λίγοι.
Μόλις και μετά βίας το εκατό στους τριακόσιους τόσους χιλιάδες, γίνεται μόλις και μετά βίας τρία τα εκατό.
Δηλαδή αν εκείνη την εποχή ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εβεβαίωσε ότι από τους τότε χριστιανούς, που η ζωή τους ήταν πολύ διαφορετική από την δική μας, εκείνος βεβαίωνε ότι θα εσώζοντο μόλις και μετά βίας τρία τα εκατό, από τη σημερινή νέο-ορθόδοξη Ελλάδα, πόσοι θα σωθούν;
Τρία τα εκατό; Δύο τα εκατό; Ένα τα εκατό, ή μήπως ένας στους χίλιους;
Για σκεφτείτε το λιγάκι…
Τα κράτη που ακόμα ονομάζονται χριστιανικά, ζουν αντιχριστιανική ζωή.
Τα μέσα ενημερώσεως που είναι πολλά, βλέπομε μέσα από αυτά εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοράσεις και τα λοιπά, εδώ μου’πε χριστιανός ότι είχε βάλλει ένα ταψί λέει, και μπορούσε και έπιανε δύο χιλιάδες κανάλια!
Και τρόμαξε!
Δύο χιλιάδες κανάλια, που να το φανταστώ, όλου του κόσμου τα κανάλια φαίνεται έπιανε, και καθόταν και έκανε κάθε βράδυ αγρυπνία!
Επί οκτώ ώρες!
Πιάνοντας δυο χιλιάδες κανάλια, για να βλέπει ΟΛΗ τη βρωμιά, που έχει να παρουσιάσει αυτός ο κόσμος ο δυστυχής, που καταρρέει στην καταστροφή και μαζί με το ξερό θα καεί και το χλωρό.

Μη νομίζετε ότι η αυριανή ημέρα θα είναι καλύτερη από τη σημερινή.
Θάναι χειρότερη!
Γι’ αυτό κοιτάξτε να έχετε μετάνοια, να φωνάζετε σαν τον τυφλό, «Ιησού μου ελέησέ με, έχω ανάγκη να σωθώ, πνίγομαι, χάνομαι, πάω στην Κόλαση»
Ποιος είσαι άνθρωπε, ποιος σε βεβαιώνει ότι το βράδυ που θα κοιμηθείς, το πρωί θα ξυπνήσεις;
Κάνεις όνειρα, αλλά είναι μόνο για μια νύχτα, κι είναι όνειρα.
Μπορεί να μην πραγματοποιηθούν το πρωί.
Σε μια πόλη, Πεντάπολη, πέντε πόλεις ήταν τα Σόδομα και τα Γόμορα, πέντε πόλεις, πόσοι σώθηκαν;
Ο Λώτ, και οι δυο θυγατέρες του. Τρείς, μόνον τρείς.
Η γυναίκα του γύρισε στην αμαρτία και έγινε στήλη άλατος.
Και όταν καταστρέφονταν, παγκόσμια όλος ο κόσμος, απ’ τον παγκόσμιο εκείνον κατακλυσμόν επί της εποχής του Νώε, πόσοι για σκεφτείτε τότε, εκατομμύρια πρέπει νάταν ο κόσμος, πόσοι σώθηκαν απ’ αυτά τα πολλά εκατομμύρια;
Οκτώ! Μόνον η οικογένεια του Νώε!
Αν γίνει ένας καινούργιος κατακλυσμός, πόσοι από μας θα σωθούν;
Γι’ αυτό λοιπόν παρακαλώ πολύ μα πάρα πολύ την αγάπη σας, να καλλιεργείσθε ένα διαρκές πνεύμα μετανοίας και συντριβής, με το μυαλό σας και με την καρδιά σας, να ανέβετε ψηλά στον ουρανό με την προσευχή, και να πάρετε μια σάλπιγγα σαν τις σάλπιγγες που έχει η αποκάλυψις, και να τη βάλετε στο στόμα σας και να σαλπίστε.
Ψυχή μου μετανόησον, πρώτα στη δική σου ψυχή.
Στη δική μου ψυχή να φωνάξει η δική μου σάλπιγγα, κι ύστερα να διαλαλήσω «μετανοήστε και σεις που είστε μέσα στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου, σύζυγοι και παιδιά, γονείς και αδέλφια», κι ύστερα να σαλπίσομε για να ακούσει αυτή την σάλπιγγα της μετανοίας και η κοινωνία που μας περιβάλλει.
Ξυπνήστε, χανόμαστε!
Και κρίμα που είστε τόσοι λίγοι.

Άραγε θα σωθούμε; Το εύχομαι!
Με όλη μου τη καρδιά, και σεις να το εύχεστε σε μένα, όλοι μας να σωθούμε αν αύριο ή μέχρι το βράδυ έρθει ένας κατακλυσμός, και μας πάρει όλους, ή ένας σεισμός ή μία πυρηνική βόμβα ή δεν ξέρω τι άλλο είδος καταστροφή θα επέλθει στις ημέρες που ακολουθούν.
Λοιπόν, πίστη σαν τον τυφλό και ΜΕΤΑΝΟΙΑ, σαν το κήρυγμα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Αυτό χρειαζόμαστε όλοι μας,

Αμήν.

Η επίκλησις του ονόματος του Ι.Χριστού στην αποτύφλωσι και το φως του Θεού


Κυριακή ΙΔ Λουκά 23.1.2005

«Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», φώναξε ο τυφλός της Ιεριχούς.
Ο κόσμος που συνόδευε και ακολουθούσε τον Χριστόν, του είπαν να σωπάσει, να μη φωνάζει. Αλλά αυτός εκραύγαζε ακόμα πιο πολύ και ακόμα πιο δυνατά «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Και ο φιλάνθρωπος Κύριος που αγαπά και αρέσκεται πολύ στο να ακούει το όνομά Του, και μάλιστα όταν Τον επικαλούνται με όλη τους, με όλη τους την καρδιά, στάθηκε και είπε να φέρουν μπροστά Του αυτόν που τον φώναζε ως «Υιόν Δαβίδ».
Όταν πλησίασε τον ρώτησε, «Τι θέλεις να σου κάμω;»
Η απάντησις του τυφλού: «Κύριε ίνα αναβλέψω».
Και ο Θεάνθρωπος Κύριος με ένα Του λόγο, λέγοντάς του δηλαδή «Ανάβλεψον», έκαμε το θαύμα. Έδωσε στον τυφλό το φως του, και πρόσθεσε «Η πίστις σου σέσωκέ σε».
Και ο τυφλός που είδε παραχρήμα, δηλαδή αμέσως, δόξασε τον Θεόν και ακολούθησε μαζί με το πλήθος του λαού τον Χριστό.
Αυτήν την σωτήρια κραυγή, την συναντάμε πολλές φορές στην Αγία Γραφή. Τη φώναξε μάλιστα και μια ειδωλολάτρισσα, η Χαναναία, και πρόσθεσε στο «ελέησόν με» ότι «η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». «Εμένα να ελεήσεις Ιησού, Υιέ Δαβίδ, εμένα, γιατί το παιδί μου είναι δαιμονισμένο. Εγώ είμαι η αιτία για το μεγάλο κακό που συνέβη στο παιδί μου. Εγώ φταίω για το δαιμόνιο που μπήκε μέσα του και δαιμονίστηκε. Αν ελεήσεις εμένα, θα ελεηθεί και το παιδί μου. Εάν με λυπηθείς και θεραπεύσεις τον πόνο μου, θα θεραπευθεί και το παιδί μου». Μας λένε και μας συστήνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ότι θα πρέπει πολύ να μας προβληματίσουν τα λόγια αυτά της Χαναναίας, της ειδωλολάτρισσας αυτής μάνας, της οποίας η πίστις ήτο πολύ μεγάλη.
Και ερωτώ: Μήπως από τα πολλά κακά που συμβαίνουν στα παιδιά μας, όπως αναποδιές, κακοτυχίες, δυστυχήματα, δαιμονοκρατίες και χίλιες δυο άλλες γρουσουζιές, μήπως αυτές και όλα αυτά οφείλονται στις δικές μας αμαρτίες; Μήπως οφείλονται στις αμαρτίες των γονέων, οι οποίοι ξεστομίζουν κάθε μέρα κατάρες, διαβολοστέλνουν, αναθεματίζουν, ή βρίζουν τα θεία καθημερινώς, - χώρια οι εκτρώσεις που γίνονται η μία πίσω από την άλλη.
Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς αμαρτάνομε χωρίς ντροπή. Εμείς είμεθα μακριά από τον Θεόν, την Εκκλησία Του και τα Άγια σωστικά μυστήριά Της. Εμείς δεν προσευχόμεθα όπως πρέπει. Και αν καμιά φορά κάνομε καμιά προσευχή, την κάνομε χωρίς καρδιά και χωρίς αγάπη.
«Ιησού Υιέ Δαβίδ» φώναξε ο τυφλός και μόλις άνοιξαν τα μάτια του, ποιόν είδε μπροστά του; Τον Χριστόν είδε! Το φώς είδε! Την αλήθεια είδε! Τον Θεόν είδε! Είδε τον Σωτήρα του, που είναι το φώς το αληθινόν, το φως του κόσμου. Άρα βγαίνει το συμπέρασμα ότι πρέπει και μείς να φωνάζουμε και να επικαλούμεθα το Πανάγιον όνομά Του, πολύ συχνά, γιατί και μείς είμεθα ψυχικά τυφλοί από τις πολλές μας καθημερινές αμαρτίες. Ας το φωνάζουμε λοιπόν, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», για να μας ελεήσει. Ας το φωνάζουμε για να μας αποτυφλώσει από την τύφλα της ψυχής μας. Ας Τον φωνάζουμε για να σκορπίσει και να διαλύσει τα σκοτάδια από τον σκοτισμένο μας νου. Ας Τον φωνάζουμε για να μας ελευθερώσει από την τυραννία των παθών μας αδελφοί μου.
Και όταν ανοίξουν τα μάτια της ψυχής μας, τότε θα δούμε και μείς, το φως το αληθινόν. Και τότε θα δοξολογήσουμε και μαζί με την Εκκλησία θα βροντοφωνήσουμε βεβαιωτικά και θριαμβευτικά : «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και την διαβεβαίωση του Ευαγγελικού λόγου, ότι «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ή μη εν Πνεύματι Αγίω». Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός μας φωτίζει και μας σπρώχνει για να λέμε αυτό το αίτημα με την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Και ανάλογα με την προαίρεση που έχουμε, ανάλογα με την διάθεση που έχουμε, τη μικρή ή τη μεγάλη, λέμε ή δε λέμε προσευχή, κάνουμε ή δεν κάνουμε προσευχή. Άμα υποκύψουμε σε ένα πάθος με πλήρη την πνευματικήν μας συγκατάθεση, με ολοκληρωμένη την συγκατάθεση την ψυχοσωματική μας, τότε δεν μπορούμε να κάνουμε προσευχή. Δεν βγαίνει η προσευχή από μέσα μας, διότι το πάθος σκοτίζει το νου, και εμποδίζει να βγάλει την προσευχή της καρδιάς.
Βγαίνει η προσευχή, αλλά την λένε μόνον τα χείλη μας, είναι ξερή και άγονη. Είναι άκαρπη σαν την άκαρπη συκιά του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και ζητάμε πρώτα απ’ όλα, να αποκτήσομε τη συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας και το βάρος των πτώσεών μας στην αδικία, στην κακία, στην πονηρία, στην κατάκριση, στην ατιμία, στο ψέμα και σε πλήθος άλλων αμαρτημάτων και κακιών. Η συναίσθησις αυτή θα φέρει την αληθινή μετάνοια αφού με την αμαρτία λυπήσαμε το Πνεύμα το Άγιο.
Στην αληθινή μετάνοια ενεργοποιείται η πίστις προς την παντοδυναμία και την αγαθότητα του Αγίου Θεού, και τότε η ψυχή μας ψάχνει να βρει τον Σωτήρα της Ιησού Χριστό, για να Τον φωνάξει παρακλητικά «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Και όχι μόνον μια φορά, πολλές φορές, αμέτρητες, με δυνατή την πίστη, με συντριβή, και δάκρυα βγαλμένα απ’ την καρδιά.
Επειδή όμως χριστιανοί μου είμεθα όλοι μας αμαρτωλοί, και πρώτος εγώ, και μάλιστα περισσότερο απ’ όλους σας είμαι αμαρτωλός, έρχεται ο διάβολος, ο αιώνιος αυτός εχθρός της ψυχής μας και μας πολεμάει με τους λογισμούς, στο να μη φωνάζουμε το όνομα του Ιησού Χριστού, στο να μη λέμε την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», για να προκαλέσει απόγνωση και απελπισία.
Τι μας ψιθυρίζει; - θα σας πω. Μας λέγει λοιπόν μέσα στο νου: «Γιατί λες την ευχή αφού δε βλέπεις από πουθενά ωφέλεια; Γιατί κοπιάζεις τόσο άδικα; Μάταια κουράζεσαι καυμένε! Γεύθηκες; Έχεις γεύσεις πνευματικές; Δεν έχεις! Θεϊκή ευωδία στην όσφρησή σου; Δεν έχεις! Όραση Θεού; Δεν έχεις! Καρπούς στα παιδιά σου και στην οικογένειά σου; Δε βλέπεις! Χαμένος λοιπόν κόπος και καιρός. Άλλωστε αυτός ο τρόπος δεν είναι για σένα που ζεις στο κόσμο και έχεις τόσες μέριμνες τόσες σκοτούρες! Μάταια λοιπόν κοπιάζεις!» Αυτά και άλλα παρόμοια μας ψιθυρίζει ο διάβολος, σπέρνοντας μέσα στην ψυχή μας τα ζιζάνια της αμφιβολίας.
Μόνον η δική μας εμμονή στα πάθη εμποδίζει την προσευχή! Παρά ταύτα όμως, παρόλο που εμείς επιμένουμε στα πάθη και στην αμαρτία, ο Θεός και βλέπει και ακούει. Και επειδή «δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν», θα του δώσει του χριστιανού πολλές πολλές ευκαιρίες για να σωθεί. Μόνον να μην πάψει ως ο τυφλός της Ιεριχούς, να φωνάζει και να επικαλείται το όνομά Του. «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», ή καλύτερα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς», φώναξαν οι απόστολοι όταν είδαν τον κίνδυνον από το ύψος των κυμάτων της τρικυμισμένης εκείνης λίμνης και εγείροντας τον Κύριο εσώθησαν. Γιατί ο Κύριος εγειρόμενος είπε προς την θάλασσα και τα αγριεμένα κύματα «Σιώπα, πεφίμωσον» και εγένετο γαλήνη μεγάλη.
«Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» φώναξε παρακλητικά ο Τελώνης, κτυπώντας το στήθος του με τα χέρια του για να βρεθεί ευθύς αμέσως δικαιωμένος στη Βασιλεία του Θεού.
«Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», φώναξε με πίστη και μετάνοια, και ο ληστής πάνω στο σταυρό, για να μπει πρώτος στον Παράδεισο. Ποιος; Ένας ληστής, ένας φονιάς, ένας κακούργος, ένας μεγάλος μεγάλος αμαρτωλός.
Είπαμε αδελφοί μου ότι ο τυφλός της Ιεριχούς, μόλις άνοιξαν τα μάτια του το πρώτο πράγμα που αντίκρισε μπροστά του ήταν το θεϊκό πρόσωπο του Κυρίου. Είδε το Σωτήρα του, είδε το Φώς του κόσμου. Το ίδιο συμβαίνει και στα δικά μας μάτια, στα μάτια της ψυχής μας που είναι τυφλά απ’ την αμαρτία. Όταν αυτά ανοίγουν από τη Θεία Χάρη, αποτυφλώνεται ο άνθρωπος στη σωματική του όραση, χωρίς όμως αυτή να τη χάσει, και βλέπει. Τι βλέπει; Δεν ξέρετε. Βλέπει όμως και ορά την παρουσίαν του Αγίου Θεού, που είναι Φώς, Φώς και μόνον Φώς. Φώς ο Θεός, Φώς ο Πατήρ, Φώς ο Υιός, Φως το Πανάγιον Πνεύμα, όλος ο Θεός Φώς. Φώς. Πλημμύρα Θεού Φωτός, μέσα και έξω απ’ τον άνθρωπο. Όλος ο προσευχόμενος χριστιανός γίνεται ένα με το φως, μέσα από το φως βλέπει το Φως του Θεού. Μέσα απ’ αυτό το Θείον Φώς βλέπει ακτίστως το έκτακτο κάλλος, την απροσπέλαστη δηλαδή ομορφιά του Θείου Προσώπου, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς».
Και η ομορφιά αυτή όπως το τονίζει ο δικός μου ο γέροντας, δεν συγκρίνεται λέγει βεβαιωτικά ούτε με μύριους Παραδείσους, από το αμήχανον αυτό κάλλος και από την Θεϊκή άπειρη δόξα του θείου προσώπου του Ιησού Χριστού τρέφονται άγγελοι και αρχάγγελοι, Χερουβείμ και Σεραφείμ και όλες οι υπερουράνιες αόρατες Ασώματες Δυνάμεις. Τρέφονται ακόμα και όλοι οι Άγιοι που θριαμβεύουν σήμερα στην Βασιλεία των Ουρανών. Τρέφονται ακόμα και όσες ψυχές έχουν φύγει ορθοδόξως και προγεύονται τη Βασιλεία του Αγίου Θεού. Απ’ αυτήν θα τρέφονται ακορέστως στους αιώνας των αιώνων και όσοι από μας αξιωθούν και σωθούν.
Η ευχή μου είναι να σωθείτε όλοι σας, μηδενός εξαιρουμένου, άνδρες και γυναίκες, νέοι γέροι και παιδιά, όλοι σας εύχομαι να σωθείτε εν μετανοία. Το επαναλαμβάνω. Όλοι σας εύχομαι να σωθείτε εν μετανοία. Να εύχεστε όμως και σεις όλοι, και να προσεύχεστε γι’ αυτό, για να σωθούμε και ημείς οι λειτουργοί του Υψίστου, οι ποιμένες των λογικών προβάτων, που σήμερα όλως αναξίως καταξιωθήκαμε να παρασταθούμε μπροστά στο επίγειο θυσιαστήριο του Αγίου Θεού, ο πατήρ Καλλίνικος, ο πατήρ Παναγιώτης και εγώ ο ανάξιος.
Σας παρακαλώ πολύ να προσεύχεστε για να σωθούμε και μείς μαζί σας,

Αμήν
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 18, 35-43) 23η Ιανουαρίου 2011
     Ο Ιησούς  Χριστός είχε πάρει τους μαθητές του και πήγαινε προς τα Ιεροσόλυμα.  Ήταν η τελευταία φορά, που επισκεπτόταν την αγία πόλη , διότι πολύ σύντομα επρόκειτο να τον πιάσουν και να τον σταυρώσουν. Στο δρόμο μιλούσε συνέχεια με τους αγαπημένους του συντρόφους , που επί τρία χρόνια στάθηκαν στο πλευρό του σαν καλοί και πιστοί φίλοι .Φαίνεται ότι η ομιλία του ήταν γλυκιά και όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι μαθητές άκουγαν συγκινημένοι ,πράγμα που επέδιδε ιεροπρέπεια και προσείλκυε  με σεβασμό τα πλήθη. Αμέτρητος  κόσμος που περνούσε, άφηνε τις δουλειές του και έτρεχε να δει και να θαυμάσει το Δάσκαλο, που στη μέση του κόσμου περπατούσε και ακτινοβολούσε το θείο φως.                                  
     Τότε  ακριβώς πέρασε και από την Ιεριχώ, και κόσμος πολύς βγήκε να τον υποδεχτεί. Ήταν εξαίσιο το θέαμα, γιατί ένα πλήθος, από άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεχε προς το μέρος, που ερχόταν ο Μεγάλος Ξένος.
Όλοι ήθελαν να τον ακούσουν. Αλλά το πράγμα ήταν περισσότερο συγκινητικό, γιατί μαζί με τους άλλους είχαν τρέξει και οι άρρωστοι, όσοι φυσικά ήταν σε θέση να περπατήσουν. Αυτοί ασφαλώς ήθελαν να πάνε κοντά του, για να προσελκύσουν την ευσπλαχνία του και να βρουν έτσι τη θεραπεία τους.
     Μόνο ένας άνδρας μεσόκοπος, με μάτια θολά, που τα κουνούσε δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω, καθόταν σε μια άκρη του δρόμου, χωρίς να δείχνει ότι συμμετέχει σε αυτή τη μεγάλη υποδοχή. Γιατί άραγε; Γιατί  ήταν τυφλός. Φαίνεται ότι μέχρι την ώρα εκείνη δεν είχε μάθει ότι θα περνούσε από εκεί, που ασφαλώς η θεία Πρόνοια τον έβαλε, ο Ιησούς ο Ναζωραίος, που έκανε παραλυτικούς να σηκώνονται, αλάλους να μιλούν, κωφούς να ακούουν, τυφλούς να βλέπουν και νεκρούς να σηκώνονται. Σε μια στιγμή όμως, από τη μεγάλη φασαρία που γινόταν, κινήθηκε η περιέργειά του και ρώτησε να μάθει γιατί γίνεται αυτός ο θόρυβος. Και όταν του είπαν ότι ο Χριστός περνούσε, αυτόματα γεννήθηκε μέσα του η επιθυμία να γνωρίσει και αυτός το φως και να δει τον όμορφο κόσμο, που τον περιέβαλε. Και πίστευε ότι ο Κύριος ,που είναι το φώς του κόσμου και φωτίζει ολόκληρη την Οικουμένη, μπορούσε να του ανοίξει τα μάτια και να διαλύσει τα σκοτάδια , που σκέπαζαν την ψυχή του. Γι’ αυτό μόλις έμαθε το πέρασμά του από το μέρος εκείνο, άρχισε να φωνάζει με πόνο, ζητώντας το έλεος και την ευσπλαχνία του Μεγάλου ευεργέτου: «Ιησού υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με».
     Δύο λόγια απλά, που όμως κλείνουν όλο το δράμα ενός ανθρώπου, που ζει μέσα στο σκοτάδι. Δύο λόγια, που τα καταλαβαίνουν όλοι οι άνθρωποι, όσοι βέβαια έχουν τη δύναμη να καταλαβαίνουν το πνευματικό σκοτάδι, που τους περιτριγυρίζει. Δυστυχώς, εκείνοι που έτρεχαν να προϋπαντήσουν τον Χριστό, ενοχλούνταν από τις φωνές του δυστυχισμένου αυτού ανθρώπου, γι’ αυτό τον μάλωναν να σταματήσει. Γιατί; Διότι ,όπως φαίνεται ,δεν μπορούσαν να ακούουν ένα τυφλό. Πόση δυστυχία! Αυτοί ασφαλώς ήταν περισσότερο τυφλοί, διότι δεν μπορούσαν να δουν την ανάγκη, που είχε αυτός ο άνθρωπος,και γι’ αυτό φώναζε ακόμα πιο δυνατά: «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Λυπήσου με Κύριε. Δος μου το φως, όπως το έχεις δώσει σε τόσους άλλους, για να μπορώ κι εγώ να βλέπω τα θαυμάσια της δημιουργίας , να χαίρομαι τις ομορφιές του κόσμου και να μεγαλύνω το άγιο όνομά σου. Και αυτά τα λόγια ήταν σα να τα έλεγε και να τα ξανάλεγε. Παρακαλούσε συνέχεια. Ήξερε ότι από τις πολλές φορές θα τον άκουγε ο Κύριος και θα απαντούσε στο αίτημά του.
     Ας αφήσουμε τώρα τον τυφλό της Ιεριχούς και ας ρίξουμε μια ματιά στην κοινωνία μας. Ένα μεγάλο πλήθος τυφλών περιπλανάτε από δω και από κει, ζητώντας τα αναγκαία για τη ζωή. Τί; Ποιοι είναι; Μα, φυσικά, όλοι όσοι είναι τυφλοί στη ψυχή. Βέβαια βλέπουν με τα σωματικά μάτια τους, αλλά δεν είναι σε θέση να δουν με τα μάτια της ψυχής τους. Έχουν πάθει τύφλωση πνευματική και έχουν μεσάνυχτα γύρω από πολλά ζητήματα, ιδίως γύρω από την πίστη. Το Θεό δεν τον βλέπουν. Άγγελοι λένε ότι δεν υπάρχουν. Τα θαύματα του Κυρίου τα νομίζουν παραμύθια. Την ψυχή απάτη της φαντασίας. Τη λύτρωση και την άλλη ζωή ανοησίες. Και επειδή έχουν θολωμένο το μυαλό από τη ζωή της αμαρτίας, τυφλώνονται τόσο πολύ, που  χάνουν και αυτόν τον προσανατολισμό τους. Δεν ξέρουν φυσικά από πού έρχονται ούτε πού πηγαίνουν. Το πέρασμά τους από τη ζωή είναι σαν το πέρασμα των ζώων. Ταλαίπωροι άνθρωποι .
     Όταν ο Ιησούς  Χριστός πλησίασε το μέρος, που καθόταν ο τυφλός και άκουσε τις φωνές και τις παρακλήσεις του ,τον λυπήθηκε και έδωσε εντολή να τον οδηγήσουν κοντά του .Και σαν τον έφεραν κοντά του, γεμάτος αγάπη και καλοσύνη τον ρώτησε, γιατί φώναζε. Δεν ήξερε άραγε; Ήξερε, αλλά ήθελε να δοκιμάσει κατά κάποιο τρόπο την πίστη του. Τι θέλεις να σου δώσω; Μήπως καμιά υλική βοήθεια; Ή τίποτα άλλο; Και ο τυφλός που ήθελε να αποκτήσει και αυτός το φως του, όπως και τόσοι άλλοι συνάνθρωποί του, χωρίς πολλά λόγια, απάντησε αμέσως: « Κύριε ίνα αναβλέψω». Δεν θέλω ούτε χρήματα ούτε άλλη βοήθεια.Θέλω μονάχα εσύ, που φωτίζεις όλη την οικουμένη, που κάνεις τόσο τυφλό κόσμο να βλέπει και από το σκοτάδι να έρχεται στο φως, θέλω να κάνεις να ανοίξουν και τα δικά μου μάτια,να πέσουν τα λέπια, που με τυφλώνουν, να μπει το φως στην ψυχή μου, να φωτισθεί η ύπαρξή μου και να νοιώσω και εγώ όλη την ευτυχία, που νοιώθουν όσοι κατέχουν το φως το αληθινό. Αυτά σχεδόν είπε ο τυφλός. Και ο Ιησούς, που ανάμεσα από αυτά τα λόγια διέκρινε μια μεγάλη πίστη, του απάντησε: Ας γίνει όπως θέλεις, καλέ μου άνθρωπε. Μπορείς από αυτή τη στιγμή να αναβλέψεις. Η πίστη σου σε έσωσε. Και την ίδια στιγμή καθάρισαν τα μάτια του και είδε, όπως έβλεπαν και οι άλλοι. Αλλά φαίνεται ότι άνοιξαν μαζί και τα μάτια της ψυχής του, διότι από την ώρα εκείνη κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Και ακόμα, ακολούθησε κοντά του, όπως ακολουθούσαν και οι δώδεκα Μαθητές. Όλος εκείνος ο λαός, που ήταν εκεί γύρω και είδε  αυτό που έγινε, σαν να φωτίστηκε από το μέγα φως, και έδωσε δόξα στο Θεό.    
     Πρέπει και εμείς να αναζητήσουμε καί να βρούμε “το αληθινό φως”. Ας αρχίσουμε λοιπόν να το ζητάμε από τον Κύριο.
     Κάθε μέρα στις προσευχές μας να παρακαλούμε το Θεό να μας δώσει το φως, που θα πλημμυρίσει τις ψυχές μας και θα μας φωτίσει, προς δόξα του Αγίου Ονόματός του. Αμήν.
π. Ε.Σ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ
(ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ)
(Λουκά, ιη΄ 35-43)
Το μεγάλο θέμα της προσευχής και μάλιστα της θερμής και επίμονης προσευχής μας παρουσιάζει η Ευαγγελική μας περικοπή.

Γεμάτος πόνο, εκραύγαζε ο τυφλός εκείνος της Ιεριχούς, και όχι μόνο δεν σταματούσε, αλλά όταν «επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση», αυτός ακόμα περισσότερο «έκραζε υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Και το αποτέλεσμα; Μα, ο θρίαμβος της πίστεως και της προσευχής. Ο τυφλός θεραπεύεται! Βλέπει τα πάντα θαυμαστά και πεντακάθαρα. Τώρα ατενίζει τον μεγάλο Ιατρό και Σωτήρα του Ιησού. Έλαβε την ευλογία να βλέπει το πρόσωπο Αυτού ο οποίος είναι το «Φως το αληθινόν».

Ο πόνος και η κραυγή μεταβάλλονται τώρα σε ακατάπαυστη δοξολογία και στη συνέχεια γίνεται αυτός ο ίδιος η αφορμή, ώστε ολόκληρος ο λαός να δοξολογεί τον Θεό.

Πράγματι, η μελέτη της περικοπής αυτής, όπως μας την περιγράφει ο Ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς, που είχε ιδιαίτερη ευαισθησία στις σωματικές παθήσεις ως ιατρός που ήταν, μας συγκλονίζει και μας κάνει ν΄ ανοίξουμε τα ώτα των καρδιών μας στον Ευαγγελικό-Αποκαλυπτικό λόγο, όπως βεβαίως ερμηνεύεται ο λόγος αυτός από την Εκκλησία μας.

Προσευχή λοιπόν. Το μεγάλο κεφάλαιο της ορθοδόξου πνευματικότητας που ποτέ δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσει ο πιστός...

Από τις τόσες πολύτιμες πτυχές που αποθησαυρίζονται μέσα στην ζωντανή παράδοση των αγίων μας, να σταθούμε μόνο σε δύο.

α) Στην Θερμότητα και β) στην επιμονή που φυσικά είναι αναγκαία να δείχνουμε.

Δεν θα είναι υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι ο άνθρωπος, όχι απλώς θα πρέπει με συνείδηση να προσέρχεται στο μεγάλο αυτό έργο, αλλά θα αποτελεί ευλογία να συγκλονίζεται ολόκληρος ο εσωτερικός του κόσμος την ιερή ώρα της επικοινωνίας του με τον Θεό.

Σαλπίζει από τα βάθη των αιώνων ο υιός της Ανθούσας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. «Ουδέν ευχής δυνατώτερον πεπυρωμένης και γνησίας....».

Και φυσικά, η θερμότητα της προσευχής δεν έγκειται στην ένταση της φωνής μας, αλλά στην καρδιακή μας διάθεση. Στη θέρμη και την φλόγα της υπάρξεώς μας. Γι αυτό και είναι δυνατόν οι θερμότερες δεήσεις και ικεσίες να γίνονται εν σιωπή και νοερώς, δίχως ν΄ ακούγεται λέξη...Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ησυχαστές μας, τους επίγειους αυτούς αγγέλους, που νύχτα και ημέρα δέονται με την καρδιακή προσευχή, υπέρ όλου του κόσμου....(καταστάσεις δηλ. χάριτος που είναι εντελώς ασύλληπτες για τον κόσμο ο οποίος όλος έγκειται εν τω πονηρώ).

Οπωσδήποτε η κοινή προσευχή στο ναό είναι ό,τι ανώτερο και εκ των ων ουκ άνευ. Η πνοή όμως της ψυχής, η προσευχή δηλ. θα πρέπει να συνεχίζεται και εκτός του ναού, παντού και πάντοτε με ζήλο και επιμονή.

Τα δε παραδείγματα των αγίων μας είναι πολλά και καταπληκτικά. Οι φίλοι του Θεού, αισθάνονται την πανταχού παρουσία του Κυρίου και μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Ο Ιερεμίας βρισκόταν μέσα στη λάσπη και προσείλκυσε τον Θεό με τη θέρμη της καρδιάς του. Ο Δανιήλ μέσα στο λάκκο εξημέρωσε τα άγρια και πεινασμένα λιοντάρια με τις δυνατές ικεσίες του. Και οι Τρεις Παίδες μέσα στο καμίνι της φωτιάς με τις εγκάρδιες υμνωδίες τους έκαναν τον Θεό ευσπλαχνικό. Ο Ιώβ ήταν στην κοπριά και προσείλκυσε το θεϊκό έλεος.

Βεβαίως, αναγκαία προϋπόθεση όλων αυτών είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε ανάγκη να αγγίξει την καρδιά μας το φως το αληθινόν.

Και όταν συμβεί αυτό, τότε με όλη την δύναμη της υπάρξεώς μας, συνεχώς θα ικετεύουμε εκ βαθέων «Ιησού Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Δηλ. ...Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό...

Και πάλι «Κύριε, εκέκραξα προς σε, εισάκουσόν μου, εισάκουσόν μου Κύριε».

Αμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ


Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Νικολάου
«Καί μή μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλά πληροῦσθε ἐν Πνεύματι».
Εὐλογημένο ποτό εἶναι τό κρασί, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ὅταν χρησιμοποιεῖται μέ μέτρο.  Τότε «οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στόν μαθητή του Τιμόθεο νά χρησιμοποιεῖ λίγο κρασί γιά τό στομάχι του καί τίς συχνές του ἀσθένειες. Τή μετρημένη χρήση του χρειάζεται τό σῶμα μας. Ἡ κατάχρηση καταλήγει στή μέθη, ἡ ὁποία εἶναι ἀλλοφροσύνη. Οἰκτρό εἶναι τό θέαμα τοῦ μέθυσου. Εἶναι ἱκανός νά διαπράξει κάθε αἰσχρότητα καί ἀτοπία. Οἱ χριστιανοί θά πρέ­πει νά εἶναι πολύ ἐγκρατεῖς καί στό κρασί. Νά μεθοῦν μέ τήν πλήρωση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού φέρνει χαρίσματα στήν ψυχή.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τή μέθη ὀνομάζει ἀσωτία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριευθεῖ ἀπό τήν κατάσταση τῆς μέθης δέν ἐλέγχει τόν ἐαυτό του, δέν μπορεῖ νά ἐμποδίσει τά πάθη του, δέν ἔχει καμιά δύναμη γιά ἀντίσταση στό κακό. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὀ Χρυσόστομος λέγει ὅτι γιά τούς μέθυσους ἡ ἡμέρα μεταστρέφεται σέ νύκτα, γιατί σκοτίζεται ἡ διάνοιά τους. Ἔχουν μάτια καί δέν βλέπουν. Ἔχουν ἀφτιά καί δέν ἀκούουν. Τά χέρια τους παρα­λύουν, τά πόδια τους ἀπονεκρώνονται. Ἡ ἐπίδραση στό νευροψυχικό σύστημα εἶναι ὀλέθρια. Φοβερό εἶναι τό θέαμα τοῦ μέθυσου. Σάν νεκρός προσκομίζεται ἀπό τούς φίλους του στό σπίτι μέ πρόσωπο ὠχρόλευκο, μέ ἀκίνητα μέλη καί γλώσσα παράλυτη. Στά καφενεῖα τόν συναντοῦμε μέ πρόσωπο κατακόκκινο καί ἀφρισμένο στόμα νά φωνάζει ἄγρια, νά ὑβρί­ζει καί νά φοβερίζει τούς πάντες. Μέσα στό σπίτι τόν βλέπουμε νά ἀναστα­­τώ­νει τή γαλήνη τῆς οἰκογενείας μέ τούς παραλογισμούς του, νά βλασφημεῖ τά παιδιά καί τή γυναίκα του, νά σπάει, νά κτυπᾶ, νά φέρεται ὡς δαιμο­νισμένος. Ἡ μέθη εἴτε προέρχεται ἀπό τό κρασί καί τά παράγω­γά του, εἴτε ἀπό ἄλλα εἴδη, εἶναι τρέλα.
Ἐάν ἡ κατάχρηση τοῦ οἴνου ἔχει δυσμενή ἀποτελέσματα στήν σωματική ὑγεία, πολύ πιο δυσμενή ἀποτελέσματα ἔχει στήν ψυχική ὑγεία.  Δέν φθείρει μόνο τό σῶμα, φθείρει καί τήν ψυχή. Κατακρημνίζει τόν ἄνθρωπο σέ βαριά ἁμαρτήματα. Ὅταν ἀτονίσει ἡ θέληση καί σκοτισθεῖ ἡ κρίση, τότε θεριεύουν τά πάθη καί καταπνίγουν τήν ψυχή. Ἔτσι βλέπουμε νά φθάνει ὁ μέθυσος σέ ἀλλόκοτες ἀσέλγειες, σέ ἀκράτητους θυμούς, σέ βλασφημίες, σέ φόνους, σέ ἐγκλήματα, σέ ἐξευτελισμούς, ἀκόμα καί στήν ἄρνηση τῆς πίστεως.
Στήν Ἁγία Γραφή συναντοῦμε δυό φρικτά παραδείγματα πού ἀπο­δει­κνύουν ὅτι οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, ὅταν μεθύσουν, φθάνουν σέ πράξεις ἄνομες. Ὁ Νῶε καί ὁ Λώτ ἦταν δίκαιοι, καί ἅγιοι ἄνδρες. Ὅ­ταν ὅμως μέθυσαν ἐξευτελίσθηκαν· ὁ μέν Νῶε γυμνώθηκε καί ἔπεσε κατά γῆς σάν ἀναίσθητος, ὁ δέ Λώτ ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς μέθης ἁμάρτησε μέ τίς ἴδιες τίς κόρες του. Πολλές εἶναι οἱ ἀσωτίες πού προέρχονται ἀπό τή μέθη.  Χάνει κανείς τήν ἀξιοπρέπεια καί τήν ψυχή του σέ μιά στιγμή.
Στίς ἡμέρες μας ἡ κατανάλωση ποτῶν θεωρεῖται φυσιολογική λειτουργία τῆς κοινωνίας καί μοντέρνος τρόπος ζωῆς. Στά σπίτια ὑπάρχει εἰδικός χῶρος γεμάτος μέ τά ἀκριβότερα ποτά. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μέ ἕνα ποτήρι στό χέρι συζητεῖ καί ἀποφασίζει. Τά μέσα ἐνημερώσεως προ­βάλ­λουν καί διαφημίζουν ὅλα τά ε{ιδη ποτῶν πού ἐφεῦρε ἡ ἀνθρώπινη ἐμπορευματικότητα. Εἰδικά κέντρα ποτοῦ κατακλίζονται τίς νύκτες ἀπό νέους καί νέες, οἱ ὁποῖοι τά ξημερώματα ἐπιστρέφουν στά σπίτια τους σέ κατάσταση ἀποσυνθέσεως. Σπρώχνονται οἱ νέοι στήν κατανάλωση ποτῶν καί συγχρόνως σπρώχνονται καί στήν ἀσωτία. Τό μέτρο ἔχει χαθεῖ. Γι΄ αὐτό κυριαρχεῖ ἡ παραφροσύνη. Γι΄ αὐτό ἔχουν αὐξηθεῖ τά ἐγκλήματα. Ἡ μέθη ἔχει σκοτίσει τή σκέψη κι ἔχει νεκρώσει τήν καρδιά.
Ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ὡς βαθύς μελετητής τῆς ψυχῆς, μᾶς προτρέπει νά γεμίσουμε τήν ψυχή μας μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μέ τή δύναμη τοῦ Παρα­κλή­του θά ξεπεράσουμε ὅλα τά προβλήματά μας. Ἡ πλήρωση τοῦ ἁγίου Πνεύματος θά ἐπέλθει μέ τή λατρευτική ζωή. Ἡ πραγματική εὐθυμία δέν ὑπάρχει στήν οἰνοποσία, ἀλλά στήν ἐπικοινωνία μας μέ τό Θεό.  Γεμάτος Θεό ὁ πιστός ψάλλει καί τραγουδᾶ μέ τήν καρδιά του. «Λαλοῦ­ντες «ἑαυ­τοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ὠδαῖς πνευματικαῖς, ἄδοντες καί ψάλ­λο­ντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ».
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί. Ἡ μέθη εἶναι σύμπτωμα καί εἰκόνα ἐνός ἀδρανοῦς καί ἀσυνάρτητου μυαλοῦ. Ἐμεῖς πρέπει νά ζοῦμε μέ ἐγρήγορση.  Περι­μένουμε καί ἐκζητοῦμε καθημερινά τήν ἔλευση τοῦ Νυμφίου Χρι­στοῦ. Ἡ μέθη ἀποκλείει τό δρόμο πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά ἀντι­τά­ξου­με τήν ἐγκράτεια πού στό μέν σῶμα χαρίζει ὑγεία, στή δέ ψυχή τήν κάθαρση τῶν παθῶν.

Κυριακή ΙΔ. Λουκά – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., λόγος Γερμανού Β. Κωνσταντινουπόλεως, εις την θεραπείαν του τυφλού της Ιεριχούς.

Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: ΙΗ.35 – 43.
Τω καιρώ εκείνω, εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δέ όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τί είη ταύτα. Απήγγειλαν δέ αυτώ, ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. Και εβόησε λέγων: «Ιησού υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με.» Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση. Αυτός δέ πολλώ μάλλον έκραζεν: «υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με». Σταθείς δέ ο Ιησούς, εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δέ αυτού, επηρώτησεν αυτόν λέγων: «τί σοι θέλεις ποιήσω?» Ο δέ είπε: «Κύριε, ίνα αναβλέψω.» Και ο Ιησούς είπεν αυτώ: «ανάβλεψον, η πίστις σου σέσωκέ σε.» Και παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν. Και πάς ο λαός ιδών, έδωκεν αίνον τω Θεώ.
Απόδοση.
Τις ημέρες εκείνες, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, κι εκείνος φώναξε δυνατά: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε: Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Απόκτησε το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.
Επιμέλεια κειμένων Ιωάννης Τρίτος.
Ομιλία Γερμανού του Β, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εις την Δεκάτην Τετάρτην Κυριακήν κατά Λουκάν.
Ο Θεός είναι ο ήλιος της Δικαιοσύνης, όπως έχει γραφή, ο οποίος φωτίζει τα πάντα με τις ακτίνες της Αυτού αγαθότητος. Η δε ψυχή κάθε ανθρώπου, αναλόγως με την διάθεσί του, γίνεται ή κηρός, ως φιλόθεος, ή πηλός, ως φιλόϋλος. Όπως λοιπόν ο πηλός εκ φύσεως με τον ήλιο ξηραίνεται, έτσι και κάθε ψυχή φιλόϋλος και φιλόκοσμος, ενώ νουθετείται από τον Θεόν, σκληρύνεται, όπως ο πηλός, διότι αντιστρέφει τους λόγους του, και οδηγείται μόνη της προς την απώλειαν. Η φιλόθεος όμως ψυχή απαλύνεται ως κηρός και δεχόμενη μέσα της τους τύπους και τους χαρακτήρες των θείων εννοιών, γίνεται κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι. Ο αισθητός ήλιος θεωρείται, δεν θεωρεί. Ο νοητός ήλιος θεωρείται από τους αξίους, αλλά και βλέπει τους πάντας και περισσότερον αυτούς που τον βλέπουν. Ο αισθητός ήλιος δεν ομιλεί ούτε χαρίζει ομιλία σε κανέναν, ο νοητός όμως και ομιλεί στους φίλους του και χαρίζει σε όλους την όρασι και την ομιλία. Ο αισθητός ήλιος λάμποντας σε τόπους αισθητούς, με την θερμότητα των ακτίνων του αποξηραίνει την υγρότητα της γης, χωρίς όμως και να τρέφει τα φυτά και τα σπέρματα. Ενώ ο νοητός ήλιος, όταν ανατείλη στην ψυχή, τα κάνει και τα δύο. Ξηραίνει την υγρότητα των παθών, αποπλύνοντας την ακαθαρσία που ε΄χει προκληθεί από αυτά και συγχρόνως λιπαίνει την νοητήν γη της ψυχής, και έτσι τα φυτά των αρετών τρέφονται και αυξάνουν. Ο Κύριος είναι φως, λαμπρότης για τις ψυχές εκείνες που αγωνίζονται για την κάθαρσι του βίου και των λόγων τους. Πράγματι, εάν σκότος είναι η άγνοια και η αμαρτία, φως θα είναι η γνώσις και ο ένθεος βίος. Ο Χριστός λέγεται φως επειδή φωτίζει τον νου προς κατανόησιν των απορρήτων και δεικνύει τα μυστήρια, τα οποία είναι θεατά μόνον στους καθαρούς. Ο Χριστός είναι φως διότι φωτίζει νοητώς τις καρδιές των πιστών και χαρίζει στους ανθρώπους το αισθητόν φως των οφθαλμών. Γι’ αυτό και έλεγε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» και «εγώ εις τον κόσμον ελήλυθα». Ότι δε έτσι είναι η πραγματικότης, μας το φανερώνει και η περικοπή των ευαγγελικών θείων λόγων που θα αναγνωσθή σήμερα, και έχει ως εξής:
«Τω καιρώ εκείνω εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δε όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τι είη ταύτα». Ο Κύριος επεσκέπτετο κάθε πόλι και περιοχήν της Ιουδαίας, όπου εθεράπευε κάθε νόσο και κάθε σωματικό ελάττωμα, και εκήρυσσε μετάνοιαν, επιστρέφοντας τους πλανωμένους στην γνώσι της αληθείας και επιβεβαιώνοντας τις διδασκαλίες με τα παράδοξα θαύματά του. Διότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να πείθωνται και να υπακούουν όχι τόσον στα λόγια όσον στα έργα. Διερχόμενος λοιπόν ο Σωτήρ από τις ιουδαϊκές πόλεις επλησίασε και στην Ιεριχώ. Η Ιεριχώ ήταν πρωτεύουσα των Χαναναίων, από τις μεγαλύτερες πόλεις των εθνικών. Αυτήν την Ιεριχώ την κατέλαβε κάποτε ο Ιησούς του Ναυή με πολιορκίαν, όταν πολεμούσε κατά των εθνικών. Τώρα όμως ο αληθινός Ιησούς την κατέλαβε προς θεραπείαν και σωτηρίαν. Ηθέλησε να την απελευθερώση, την αιχμάλωτο και να οικοδομήσει πνευματικώς, αυτήν που παλαιά είχε κατακρημνισθεί, και να ελκύση κοντά του αυτήν που είχε αποξενωθεί. Από την ιδία πόλη προήρχετο και εκείνη η Ραάβ, η πόρνη, η οποία εδέχθη τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή και τους διέσωσε. Καθώς λοιπόν ο Κύριος επορεύετο την οδό που οδηγούσε στην Ιεριχώ, τον ακολουθούσε λαός πολύς. Συνέρρεαν από παντού για τα θαύματα και τις διδασκαλίες Του. Κάποιος δε τυφλός που είχε καθίσει στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε, ήκουσε την οχλαγωγία και τον θόρυβον εκείνων που ακολουθούσαν πίσω από τον Χριστόν και εδιδάσκοντο και εθεραπεύοντο από Αυτόν, και ερωτούσε να μάθη τι συμβαίνει. Και όταν του είπαν ότι περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος εχάρη, επειδή είχε ακούσει για τα θαύματα που επιτελεί και το εθεώρησε ως μοναδικήν ευκαιρία να κάμη ο Κύριος το θαύμα του και σ’ αυτόν, που είναι τυφλός και έχει ανάγκη θεραπείας. Και προσπαθούσε να τον πλησιάσει φωνάζοντας προς Αυτόν δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Ο δε Κύριος τού είπε: «Τι σοι θέλεις ποιήσω;» και γιατί φωνάζεις έτσι; Τι ζητείς, άνθρωπε, απ’ Αυτόν που επτώχευσε για σε την εσχάτη πτωχεία; Τι απαιτείς απ’ Αυτόν που δεν έχει ούτε πού την κεφαλήν κλίνη; Και ο τυφλός επέμενε να τον παρακαλή και να τον ικετεύει λέγοντας: «θέλω ίνα αναβλέψω».
Δεν εζήτησε κάτι μικρόν και ευτελές από τον Θεόν και Δεσπότην ο τυφλός. Ούτε χρυσόν ούτε χρήμα ούτε τροφές ούτε σκεπάσματα ούτε κάτι άλλο παρόμοιον, όπως εζητούσε από τους ανθρώπους, μολονότι και αυτά ημπορούσε να του τα δώσει Αυτός που δίνει σε όλους τα πάντα, αλλά μόνον του έλεγε: «Κύριε, θέλω ίνα αναβλέψω». Κανένας άλλος δεν ημπορεί να μου το δώσει αυτό, διότι μόνον ο Θεός έχει την δυνατότητα να ελεή και να σώζει. Γι’ αυτό και προσέρχομαι και προσκυνώ και γονατιστός σε ικετεύω, ως τον ποιητήν και Κύριον των όλων, και βοώ το ελέησον και σε ονομάζω υιόν Δαβίδ. Επειδή πιστεύω ότι συ είσαι ο προσδοκώμενος απόγονος του Δαβίδ, ο οποίος ήλθε από αμέτρητον ευσπλαχνία να σώση το γένος μας. Αλλά και με άλλην έννοιαν ονομάζει τον Χριστόν υιόν Δαβίδ, επειδή το όνομα αυτό το τιμούσαν πάρα πολύ οι εβραίοι. Και οι Προφήτες, όσους βασιλείς ήθελαν να τιμήσουν, έτσι τους ονόμαζαν και με το όνομα αυτό τους εδόξαζαν. Επειδή λοιπόν και ο τυφλός αυτός είχε ανατραφεί στον ιουδαϊσμό, δεν αγνοούσε όσα λέγει ο νόμος και οι Προφήτες για τον Χριστόν, και ότι σωματικώς ο Χριστός θα προέλθη από το γένος του Δαβίδ. Και ως προς τον Θεόν μεν εβόησε ελέησόν με, διότι μόνον ο Θεός είναι σε θέσι να ελεή. Ως προερχόμενον δε από τη γενεά του Δαβίδ, τον ονομάζει υιόν Δαβίδ. Ας σημειωθεί ότι η ερμηνεία του ονόματος Δαβίδ είναι: αγαπητός και ισχυρός. Από Αυτόν λοιπόν ζητεί με τόσον πόθο το έλεος. Και δεν του είπε ο τυφλός: ζήτησε από τον Θεόν ή προσευχήσου για μένα ή παρακάλεσε ή ικέτευσε, αλλά ελέησόν με, επειδή ακριβώς εγνώριζε ότι είναι υιός του Θεού, ο οποίος εγεννήθη από την αγίαν και αειπάρθενον Μαρία. Γι’ αυτό και κατά την πίστι του έλαβε την ίασι.
«Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση. Αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν. Ιησού, υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτή είναι η καρτερική και φλεγομένη ψυχή. Αν δεν ήταν ένθερμος η πίστις του τυφλού, δεν θα εκραύγαζε περισσότερον, όταν προσετάχθη να σιωπήση. Γι’ αυτό και ηξιώθη να ερωτηθή από τον Σωτήρα και να τον πλησιάση, και δεν απέτυχε του σκοπού του, αλλά έλαβε την ίασι. «Σταθείς δε», λέγει, «ο Ιησούς εκέλευσευν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων. Τι σοι θέλεις ποιήσω; Ο δε είπε: Κύριε, ίνα αναβλέψω». Δεν ηρώτησεν ο Δεσπότης επειδή αγνοούσε, αλλά για να μη νομίση κάποιος άλλος ότι άλλο ήθελε να λάβη ο τυφλός και άλλο του έδωσε. Ήθελε όμως να μάθουν οι συμπορευόμενοι και όσοι ευρέθησαν εκεί και την πίστι του προσερχομένου. Γι’ αυτό έκανε ο Κύριος αυτήν την ερώτησι. Τούτο γίνεται φανερό και από την ίδια την απόκρισι του Κυρίου: θέλεις να αναβλέψης, λέγει; «Ανάβλεψον». Και την ίδια στιγμή που το ήκουσε, «παραχρήμα ανέβλεψε» και έδρεψε τον καρπόν της πίστεως, την σωτηρία: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Αυτή είναι η μαρτυρία του Χριστού, ο οποίος με τα λόγια αυτά έδειξεν ότι αίτιος της θεραπείας του έγινε ο ίδιος ο τυφλός. Έγινε με την πίστι του συνεργός του θαυμαστού αυτού κατορθώματος. Πράγματι, την στιγμή που του είπε «ανάβλεψον», αμέσως η φωνή του Κυρίου έγινε φως για τον τυφλό και «παραχρήμα ανέβλεψε», επειδή η φωνή ήταν του φωτός, ο λόγος ήταν του φωτοδότου. «Και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν». Όταν δηλαδή ο τυφλός εδέχθη από τον Χριστόν παραδόξως την ευεργεσία, δεν ημέλησε να συμπορευθή μ’ Αυτόν, και τον ακολουθούσε δοξάζοντάς τον ως Θεόν», και έγινε αφορμή να δοξάζουν και να υμνούν τον Θεόν και οι άλλοι. «Πας γαρ ο λαός», λέγει, «ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ». Και πριν από την δωρεάν εφάνη καρτερικός ο τυφλός, και μετά την δωρεάν φαίνεται ευγνώμων. Καρτερικός διότι, αν και τον περιφρονούσαν και πολλοί τον ημπόδιζαν να φωνάζη, αυτός επέμενε κραυγάζοντας «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Και ευγνώμων επειδή όταν έλαβε την χάρι, δεν έτρεξε να φύγη, όπως κάνουν πολλοί μετά τις ευεργεσίες, φερόμενοι με αγνωμοσύνη προς τους ευεργέτες.
Αυτόν ας μιμηθούμε και εμείς με ζήλο και προθυμία και ας γινώμεθα καρτερικοί στις προσευχές και πριν λάβωμε αυτά που ζητούμε, και αφού τα λάβωμε να μη μένωμε αχάριστοι προς τους ευεργέτες. Και να προσευχόμεθα με πόθον, έστω και αν είμεθα οι πλέον ευτελείς και περιφρονημένοι. Να προσφέρωμε και μόνοι μας δεήσεις προς Κύριον ώστε να λαμβάνωμε από Αυτόν τα αιτήματα προς το συμφέρον μας. Διότι ο τυφλός εκείνος ούτε οδηγόν είχε, ούτε ημπορούσε να ιδή τον Σωτήρα, ούτε ευρήκε συνήγορον κάποιον από τους Αποστόλους, αλλά μολονότι είχε και πολλούς που του απαγόρευαν να μιλήσει και τον ημπόδιζαν να πλησιάση, ημπόρεσε να υπερβή όλα τα εμπόδια και επλησίασε Αυτόν τον ίδιον τον θεραπευτήν και Σωτήρα Χριστόν. Ούτε η κοινωνική θέσις ούτε ο τρόπος ζωής τού έδωσαν το θάρρος, αλλά αντί όλων αυτών ήρκεσεν η προθυμία την οποία τίποτα δεν εστάθη ικανόν να εμποδίση. Την ιδίαν προθυμίαν ας προσπαθήσωμεν να αποκτήσωμε και εμείς στις δεήσεις μας προς τον Δεσπότην. Και αν ο Κύριος αναβάλλη, και είναι πολλοί αυτοί που μας απομακρύνουν και μας εμποδίζουν, ας προσπαθήσωμε τότε περισσότερο, και ο φιλάνθρωπος Θεός μας θα μας πλησιάση και θα εκπληρώση τα αιτήματά μας.
Πράγματι, όλα τα δύσκολα και επίπονα και ακόμη περισσότερο τα θλιβερά και επώδυνα, που δεν ημπορεί κανείς από τους ανθρώπους και από τους αγίους ακόμη να τα θεραπεύση, ο ίδιος ο Χριστός τα εξαφανίζει και τα θεραπεύει θαυματουργικώς, ως σοφός και επινοητής που είναι. Και δεν ήνοιξε ο Κύριος μόνον τους εξωτερικούς οφθαλμούς του τυφλού, αλλά και τους εσωτερικούς, της ψυχής. Αυτό γίνεται φανερόν από το ότι μετά ταύτα τον ακολουθούσε και εδόξαζε τον Θεόν. Διότι οι Άγιοι και οι Προφήτες, όσα θαύματα ενεργούσαν, τα έκαμαν αφού προηγουμένως παρακαλούσαν τον Θεόν και ζητούσαν από Αυτόν την δύναμι. Έτσι επετέλεσαν όλες τις παράδοξες θαυματουργίες των. Επίσης, και οι Απόστολοι αργότερα, έκαμαν τις θεοσημίες αφού πρώτα εγονάτιζαν στην γη και ικέτευαν τον Θεόν. Ο Χριστός όμως, ως Δεσπότης και Κύριος των πάντων, διέτασσε την κτίσιν, άλλοτε λέγοντας στην θάλασσα «σιώπα, πεφίμωσο», άλλοτε στον λεπρό «θέλω, καθαρίσθητι» και άλλοτε πάλιν επιτιμούσε τον ακάθαρτο δαίμονα λέγοντας: «έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Και τώρα λοιπόν με το θείο νεύμα Του εχάρισε στον τυφλό και το αισθητόν φως και το νοητόν φως. Διότι Αυτός είναι που στην αρχή της γενέσεως του κόσμου διεχώρισε το σκότος από το φως, αλλά και εδημιούργησε το φως. Και εμφανίζεται μεν στις ψυχές των αξίων μεταδίδοντας πάντοτε την λαμπρότητά του, στους δε αισθητούς οφθαλμούς των προσερχομένων σ’ Αυτόν χαρίζει, ως Δημιουργός και Πλάστης, την όρασι. Και τότε μεν εφωτίσθη ο τυφλός, ο δε λαός επίστευσε. Και όλων τα στόματα ωμιλούσαν για τον Ιησούν, όλων οι οφθαλμοί έβλεπαν τον τυφλόν θεραπευμένον. Ήταν πράγματι παράδοξον το θαύμα που έγινε. Αλλά εκείνοι μεν, με όσα έβλεπαν, αποκτούσαν εμπιστοσύνη στις διδασκαλίες του Κυρίου και επίστευαν ότι και οι προρρήσεις του Κυρίου θα πραγματοποιηθούν, διαβεβαιούμενοι και πληροφορούμενοι γι’ αυτό από τα θαύματα. Εμείς δε αφού βλέπουμε ότι όλα όσα προείπεν ο Κύριος εξεπληρώθησαν χωρίς καθυστέρησι, ορθόν είναι να πιστεύωμε και σε όσα θαύματα έγιναν τότε και να θεωρούμε ότι είμεθα παρόντες ως θεαταί μαζί μ’ εκείνους. Και μάλιστα να πιστεύωμε αναντιρρήτως στα παράδοξα εκείνα έργα, όπως ακριβώς εάν είμεθα, εκείνον τον καιρόν, αυτόπτες των ενεργουμένων σημείων.
Ας «δοξάσωμε τον Θεόν εν τω σώματι ημών», πειθόμενοι στον μακάριο Παύλο. Και πώς δοξάζεται ο Θεός από τα μέλη του σώματός μας; Εάν δεν βλέπωμε κακώς, αλλά μάθωμε να βλέπωμε καλώς. Και δοξάζουμε τον Θεόν όταν δια μέσου των ορατών κτισμάτων του βλέπωμε τα αόρατα, και τον ευχαριστούμε για όλα όσα έκανε. Ο Θεός δοξάζεται όταν δεν ακούμε κακά και σατανικά άσματα, αλλά ακούμε τα λόγια του Θεού, και ανοίγωμε τις θύρες της ακοής όχι στα διαβολικά και φαύλα ακούσματα, αλλά πάντοτε σε θείες παραινέσεις και διδασκαλίες. Και γενικώς ο Θεός δοξάζεται με όλα τα μέλη μας, όταν πιστεύωμε ορθά σ’ Αυτόν και εκπληρώνωμε τις άγιες εντολές Του. Ας καταρτίζωμε καθημερινώς τους εαυτούς μας για να είμεθα όπως πρέπει ενώπιον του Θεού. Διότι ο προφήτης Ωσηέ λέγει: «έλεον και κρίμα φυλάσσου (δηλαδή, φύλαξε την ελεημοσύνη και τη δικαιοσύνη) και έγγιζε προς τον Θεόν σου διαπαντός». Και πάλιν ο Προφήτης Μαλαχίας εκ μέρους του Θεού λέγει: «υιός δοξάζει πατέρα και δούλος τον κύριον αυτού. Και ει πατήρ ειμί εγώ, που εστίν η δόξα μου; Και ει Κύριος ειμί εγώ, πού εστίν ο φόβος μου; λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Και ο Απόστολος λέγει: «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Και η Παροιμία πάλι συμβουλεύει «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν, εκ γαρ τούτων έξοδοι ζωής (δηλαδή, ο τρόπος της ζωής είναι εξωτερίκευσις της καρδίας)». Και ο Χριστός λέγει: «Καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου, ίνα γένηται και το εκτός αυτού καθαρόν». Γι’ αυτό ας φοβηθούμε αδελφοί μου και ας αγωνισθούμε να αναβλέψωμε προς το φως των προσταγμάτων του Θεού, έστω και αν είμεθα τυφλοί, και ας προσέλθωμε στον Κύριον δια μετανοίας και εξομολογήσεως και αποχής των αισχρών και απαγορευμένων έργων, και ας απορρίψωμε τα ιμάτια που έχουμε ενδυθεί, δηλαδή τα έργα του σκότους, ή και τις γήινες και υλικές φροντίδες, και «ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» και των αρετών, και ας «περιπατήσωμεν ως εν φωτί και ημέρα ευσχημόνως» και δικαίως και οσίως, ώστε να ημπορέσωμε να ακολουθήσωμε Αυτόν, τον Δεσπότην και Ελευθερωτήν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν τον Θεόν «ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω ομοουσίω και ζωοποιώ Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 431 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.