Κυριακή Θ΄ Λουκά - «Περί των πνευματικών ηδονών» Αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Νικολάου
Λουκᾶ ιβ΄ 16-21
«ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΗΔΟΝΩΝ »“Ψυχή ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά,
ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου”
ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου”
Τόν
ἄνθρωπο ἀγαπητοί μου ἀδελφοί πού εἶχε αὐτήν τήν ἐντύπωση, ὅτι ἡ ψυχή
του μποροῦσε νά εὐφρανθεῖ ἀπό τίς ἀπολαύσεις καί ἡδονές τοῦ σώματος τόν
χαρακτήρισε ὁ Κύριος «ἀνόητον». Γιατί ἄραγε;
Θά προσπαθήσουμε νά μάθουμε τήν ἀπάντηση, νά ἀποφύγουμε τόν κίνδυνο νά χαρακτηρισθοῦμε κι ἐμεῖς «ἀνόητοι».
1. «Τό μεικτόν ζῶον».
Ὁ
ἄνθρωπος κατασκευάσθηκε ἀπό τόν Δημιουργό Θεό σύνθετος. Εἶναι ὄν,
ὕπαρξη δηλαδή συντιθεμένη ἀπό ψυχή λογική, νοερά καί σῶμα ὑλικό. Ἄν καί
τά δύο αὐτά στοιχεῖα εἶναι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα καί «ἐναντιώτατα» ἐν
τούτοις ἀποτελοῦν μία ἑνότητα ἀσύγχυτη, χωρίς νά μπορεῖ τό ἕνα συστατικό
νά μεταβάλλει τό ἄλλο. Ψυχή καί σῶμα ἀποτελοῦν μία ὑπόσταση, τό
ἀνθρώπινο πρόσωπο. Καθένα ὅμως ἐκ τῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ
κατά τήν φύση του χωρίς νά διασπᾶται ἡ ἑνότητά του.
Τό
ὑλικό σῶμα «ἐφίεται» τείνει καί προσκλίνει πρός τά ὅμοιά του ὑλικά
στοιχεῖα. Τό σῶμα ὡς ὑλικό εἶναι «βαρύ» καί «βρίθει πρός τά κάτω» κλίνει
δηλαδή πρός τά γήϊνα. Τά γήϊνα του εἶναι «προσφυή» καί «ἐράσμια» τοῦ
ταιριάζουν καί τοῦ εἶναι ἀγαπητά γιά τήν ζωϊκή του φύση. Ἔτσι ἀναζητᾶ
τήν ἀνάπαυση, τό φαγητό, τά ποτά κι ὅλες τίς ἄλλες σωματικές καί ὑλικές
ἡδονές καί ἀπολαύσεις.
Ἀντιθέτως
γιά τήν νοερά καί πνευματική ψυχή, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι «νοερά οὐσία»
ποθεῖ, ἐφίεται, ὀρέγεται καί ἐρωτεύεται τά ἀντίστοιχα της νοητά. Αὐτές
τίς πνευματικές ἡδονές λαχταράει νά ἐπιτύχει καί νά ἀπολαύσει. Ποιές
εἶναι αὐτές οἱ πνευματικές ἡδονές θά ἀναφερθοῦν κατωτέρω.
2. Ἡ ὑποδούλωση τοῦ νοός εἰς τά ὑλικά
Ὁ
πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα δηλαδή, περιφρόνησαν τίς πνευματικές
ἡδονές καί ἐστράφησαν πρός τίς ὑλικές ἡδονές. Σ’ αὐτές ὑποδούλωσαν τόν
νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὥστε αὐτές νά ἐπιζητεῖ, σ’ αὐτές νά ἀναπαύεται, ἀπ’
αὐτές νά εὐφραίνεται. Ἡ ὑποδούλωση τοῦ νοῦ στίς σωματικές ἡδονές καί
ἀπολαύσεις συνιστᾶ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἔκπτωσή του ἀπό τήν
θέα τοῦ Θεοῦ καί τήν κοινωνία μαζί του,
Ἔτσι
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κληρονομήσαμε αὐτή τήν ἴδια τάση. Γεννιόμαστε μ’ αὐτήν
τήν φοβερή ἀσθένεια, ἡ ὁποία χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν Κύριό μας ὡς
«ἀνοησία». Εἶναι πράγματι, ἀνόητο νά ζητᾶμε νά κάνουμε εὐτυχισμένη τήν
ψυχή μας μέ ὑλικές ἡδονές, ἐνῶ ἄλλα εἶναι αὐτά πού τήν εὐφραίνουν, τά
πνευματικά καί τά νοερά. Αὐτό τό λάθος ἔκανε ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς
μας. Ἀπ’ αὐτήν τήν ἀσθένεια εἴμαστε ὅλοι προσβεβλημένοι. Καί ὁ Χριστός
ἦλθε νά μᾶς θεραπεύσει δείχνοντας μας πρός τά ποῦ πρέπει νά ζητᾶμε τήν
πραγματική εὐτυχία καί ἀνάπαυση. Μᾶς ἔστρεψε πάλι πρός τά πνευματικά καί
νοητά ἀπό τά ὁποῖα μποροῦμε νά ἀντλήσουμε κάθε χαρά καί εὐφροσύνη.
3. Οἱ πνευματικές ἡδονές
Ὁ
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό συμβουλευτικό ἐγχειρίδιο του παραθέτει
αὐτόν τόν κατάλογο τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν στίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ
νά βρεῖ τήν ἀληθινή εὐτυχία καί τήν ἀληθινή ἀπόλαυση. Μ’ αὐτές μπορεῖ
νά κορέσει τήν δίψα τῆς καρδιᾶς του. Μ’ αὐτές μπορεῖ νά πληρώσει, νά
γεμίσει δηλαδή τήν ἄδεια ὕπαρξή του. Αὐτές τίς ἴδιες ἡδονές τριγοῦν καί
οἱ νοερές οὐσίες οἱ Ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι στόν οὐρανό. Αὐτήν τήν ἀπόλαυση
εἶχαν οἱ πρωτόπλαστοι πρό τῆς πτώσεως. Αὐτήν τήν οὐράνια τροφή ὁ Κύριος
μᾶς χαρίζει ὥστε νά εἴμαστε «πεπληρωμένοι πάσης χαρᾶς καί εὐφροσύνης» :
Λέγει λοιπόν ὁ Ἅγιος Πατέρας:
«Ἕξι,
ὡς ὑποθέτω, εἶναι οἱ κυριώτερες πηγές καί τόποι καί ὕλες ἀπό τῶν ὁποίων
γεννῶνται καί εἰς τούς ὁποίους ἐξαντλοῦνται αἱ ἡδονές τοῦ νοός
α) Ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν καί ἡ ἐκπλήρωση τοῦ θείου θελήματος
β) Ἡ ἀπόκτησις τῶν θεουργῶν ἀρετῶν
γ) Τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς
δ) Οἱ λόγοι τῶν κτισμάτων
ε) Οἱ λόγοι τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί
στ)Ἡ θεωρία τῶν προσόντων καί τῶν τελειοτήτων τοῦ Θεοῦ
Λυποῦμαι,
διότι δέν μᾶς ἐπιτρέπει ὁ χῶρος οὔτε ἐν συντομία νά ἀναφερθοῦμε σ’
αὐτές. Μπορεῖτε ὅμως μόνοι σας νά ἀναζητήσετε καί νά ἐμβαθύνεται στό
θέμα αὐτό.
Ὁ
ἄφρων τῆς παραβολῆς μας, ἀλλά καί κάθε ἄφρων τῆς ἐποχῆς μας ζητοῦσε νά
δώσει στήν ψυχή του ἀπολαύσεις πού δέν τῆς ταιριάζουν. Κι ὅσο ὁ ἄνθρωπος
θά συνεχίσει αὐτήν τήν προσπάθεια θά ματαιοπονεῖ γιατί ἡ ψυχή μας δέν
τρέφεται ἀπό τήν ἀνάπαυση τοῦ σώματος, οὔτε ἀπό τά φαγητά, οὔτε ἀπό τά
ποτά, οὔτε ἀπό τούς ἔρωτες, οὔτε ἀπό τήν γήϊνη δόξα, οὔτε ἀπό τά ἄλλα
μάταια καί ὑλικά.
Καί ὅσο ἡ ψυχή θά μένει πεινασμένη τόσο ὁ ἄνθρωπος θά αἰσθάνεται «ἄδειος» ἐντός του ἐνῶ κατέχει πολλά ἀγαθά.
Μία τέτοια ζωή εἶναι ἀνοησία γιά τόν Κύριο. Γι’ αὐτό ἀδελφοί μου
«Τά ἄνω φρονεῖτε, τά ἄνω ζητεῖτε μή τά ἐπί γῆς» (Κολ. γ΄ 1)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου