ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

 Η Υπαπαντή του Κυρίου
Το γεγονός της Υπαπαντής, που εξιστορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο β’ κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, συνέβη σαράντα ημέρες μετά την γέννηση του Ιησού.

Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, αν το πρώτο παιδί της οικογένειας ήταν αγόρι, αφιερωνόταν στον Θεό και συγχρόνως προσφερόταν για θυσία ένας αμνός ή ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια.

Το γράμμα των εντολών αυτών πληρούντες ο Ιωσήφ και η Παρθένος Μαρία, ανήλθαν την τεσσαρακοστή ημέρα από της γεννήσεως του Χριστού στο Ναό των Ιεροσολύμων, για να προσφέρουν τον Ιησού στον Θεό και να δώσουν την θυσία περί καθαρισμού. Το ζευγάρι υποδέχθηκε στο ναό ο υπερήλικας Προφήτης Συμεών, ο οποίος δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, έχοντας λάβει αποκάλυψη από Αυτό ότι δεν θα απέθνησκε πρώτου δει Εκείνον, τον οποίο ο Κύριος και Θεός έχρισε Βασιλέα και Σωτήρα του κόσμου.

Η εορτή εισήχθη πρώτα στην Δύση προς κατάργηση των τελουμένων ειδωλολατρικών εορτών, κατά τις αρχές του Φεβρουαρίου, προς τιμήν του Πανός, ως καθαρώς θεομητορική εορτή. Αργότερα καθιερώθηκε και στην Ανατολή. Κατά μεν τον Γεώργιο Κεδρηνό η εορτή εισήχθη επί του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α’ (518 – 527 μ.Χ.), κατά δε το Νικηφόρο Κάλλιστο ο μέγας Ιουστινιανός (525 – 565 μ.Χ.) διέταξε, το 542 μ.Χ., να εορτάζεται η Υπαπαντή του Σωτήρος σε όλη τη γη. Επειδή όμως διασώζονται σήμερα λόγοι – ομιλίες στην εορτή της Υπαπαντής, που χρονολογούνται πολύ πριν από τον 6ο αιώνα μ.Χ., εικάζεται ότι ο αυτοκράτορας Ιουστίνος εισήγαγε την εορτή στην Κωνσταντινούπολη. Η εορτή της Υπαπαντής, στην Κωνσταντινούπολη, ετελείτο στο ναό των Βλαχερνών, όπου παρευρίσκονταν και οι βασιλείς.

Απολυτίκιον. Ήχος α’.

Χαίρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε· εκ σου γαρ ανέτειλεν ο Ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών, φωτίζων τους εν σκότει. Ευφραίνου και συ Πρεσβύτα δίκαιε, δεξάμενος εν αγκάλαις τον ελευθερωτήν των ψυχών ημών, χαριζόμενον ημίν και την Ανάστασιν.

Κοντάκιον. Ήχος α’.

Ο μήτραν παρθενικήν αγιάσας τω τόκω σου, και χείρας του Συμεών ευλογήσας ως έπρεπε, προφθάσας και νυν έσωσας ημάς, Χριστέ ο Θεός. Αλλ’ ειρήνευσον εν πολέμοις το πολίτευμα, και κραταίωσον βασιλείς ους ηγάπησας, ο μόνος φιλάνθρωπος.

Μεγαλυνάριον.

Σήμερον η Πάναγνος Μαριάμ, τω Ναώ προσάγει, ώσπερ βρέφος τον Ποιητήν, ον εν ταις αγκάλαις, ο Πρέσβυς δεδεγμένος, Θεόν αυτόν κηρύττει, καν σάρκα είληφε.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

 Περί Ιερωσύνης και Θείας Λειτουργίας, Κυριακή της Υπαπαντής 2003

Και συνεχίζουμε χριστιανοί μου με το δεύτερο μέρος της προηγούμενης ομιλίας, σήμερα Κυριακή, Υπαπαντή του Κυρίου, 2 Φεβρουαρίου 2003.
Για την Υπαπαντή του Κυρίου έχουμε μιλήσει πολλές φορές, και τονίσαμε ιδιαίτερα τον Άγιο Συμεών το Θεοδόχο, ο οποίος είχε την ειδική ευλογία και χάρη από τον Θεόν, να υποδεχτεί στην αγκαλιά του το Θείο Βρέφος, τότε, ως ιερεύς στο Ναό του Σολομώντος.
Εμάς, δεν μας ενδιαφέρει ο ιερεύς της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά ο ιερεύς της Νέας. Ιερέας και η ιεροσύνη της Νέας Διαθήκης. Ο σημερινός κληρικός παντός βαθμού. Μας ενδιαφέρει ο ιερεύς, που φέρει την ιεροσύνη του Χριστού και είναι διάδοχος των Αποστόλων. Χωρίς την ιεροσύνη, χωρίς τον φτωχό παπά με τα άγια μυστήρια, δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε ένα βήμα στην πνευματική μας ζωή.
Η αγία πείρα και οι μυστικές εμπειρίες αν υπάρχουν από έναν πνευματικό ιερέα ή έναν καταξιωμένο λειτουργό του Υψίστου, είναι αυτές που θα μας οδηγήσουν με ασφάλεια στο δρόμο της σωτηρίας εφόσον βέβαια και μεις κάνουμε υπακοή και εις τον ιερέα, τον πνευματικό, και εις το Άγιον Ευαγγέλιο.
Η ιεροσύνη από μόνη της είναι ένα θαύμα, είναι θαύμα θαυμάτων, που κάνει τον ιερέα φλογερό προφήτη, λειτουργό θεϊκού πυρός, μέσα σ’ έναν κόσμο διεστραμμένο, κακόβουλο, μοχθηρό και άπιστο.
Η Θεία Λειτουργία μεταβάλει τον παππούλη σε άγγελο της Αναστάσεως και ζωής, σε ελπίδα και βεβαιότητα Αναστάσεως μέσα σε αυτήν την φρικτή κοιλάδα του Ιωσαφάτ, των δακρύων και του πόνου, της αμαρτίας και του θανάτου.
Και επειδή τόνισα την λέξη «Ανάσταση», θυμήθηκα τον πατέρα Ιάκωβο, που ευρίσκετο στον Όσιο Δαβίδ Ευβοίας, που είχα την τιμή να γνωρίσω προσωπικά, όπως και ο ίδιος μας διηγείτο, παρουσία της πρεσβυτέρας, του πατρός Λουκά του μοναχού του Φιλοθεΐτου και άλλων επισκεπτών, μας έλεγε λοιπόν για ένα Αναστάσιμο βράδυ που πήγε στη σπηλιά του Αγίου Δαβίδ, για να ψάλει το «Χριστός Ανέστη» με αναμένη την αναστάσιμη λαμπάδα του. Μπήκε μέσα και αμέσως μαζεύτηκαν χιλιάδες σκορπιοί. Πρώτα πρώτα μαύρισαν τη βραχώδη οροφή και στη συνέχεια κάτω στο δάπεδο. Από πάνω έπεφταν κατά εκατοντάδες προς τα κάτω. Μαζεύονταν γύρω του απειλητικοί και παρόλο που ήτο όπως μας είπε λίγο δειλός, πήρε θάρρος, έγινε γίγαντας και διέταξε τους σκορπιούς να παραμερίσουν, να παραμένουν στις θέσεις τους ακίνητοι πλέον, και να θαυμάσουν και αυτοί ως κτίσματα που ήσαν του Αγίου Θεού διά του Λόγου, να θαυμάσουν το «Χριστός Ανέστη». Στην τρίτη φορά που έψαλε το «Χριστός Ανέστη», ανοίχτηκε δρόμος και έφυγε δοξάζοντας τον Θεόν, ενώ από το βάθος της χαράδρας ακούγονταν να απομακρύνονται τα λυσασμένα ουρλιαχτά των δαιμόνων. Είναι αυτός που πολλές φορές είδε τις αμαρτίες των χριστιανών, να βγαίνουν από τα στόματά τους με μορφή φιδιών κατά την διάρκειαν της Ιεράς Εξομολογήσεως. Αυτό το απαίσιο θέαμα το έχουν δει και άλλοι ιερείς καταξιωμένοι εξομολόγοι.

Στον ιερέα χριστιανοί μου ειπώθηκε από τον Απόστολο Παύλο, απευθυνόμενος στον Τιμόθεο «Κήρυξον τον λόγον, επίσθητι, κακοπάθησον, έργον ποίησον Ευαγγελιστού, την ιερατική σου διακονία πληροφόρησον», και άλλα. Σ' αυτόν είπε ο Θεός δια του προφήτου «υιέ ανθρώπου, ως σκοπόν και φύλακα σε κατάστησα επί τον οίκον μου.» Για να στέκεσαι άγρυπνος φύλακας και φρουρός στο λογικό μου ποίμνιο, όπως ο τσομπάνος στα πρόβατά του, και να μην επιτρέπεις ακόμα και με θυσία της ζωής σου, τους βαρείς λύκους να μπουν ανάμεσα στις λογικές ψυχές και καταξεσκίσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία ή με αιρέσεις, ή με κρατικούς νόμους αντιθρησκευτικούς και αντιδογματικούς.

Να αναφερθώ όμως και σε κάποιον άλλον καταξιωμένο κληρικό, άγιο.
Κάποτε μια γυναίκα πήγε να εξομολογηθεί στον πατέρα Γεώργιο Καρσλίδη από τη Σίψα Δράμας, ένα νεοφανή άγιο όπως πιστεύω, τον οποίον είχα την τιμή να γνωρίσω, την ώρα που εξομολογείτο και έλεγε διάφορα, κρατούσε όμως όπως διαπίστωσε απ' τους δισταγμούς της, τα πιο σοβαρά θανάσιμα αμαρτήματα. Γιατί έβλεπε κάποια φιδάκια να βγαίνουν απ' το στόμα της και εν συνεχεία να αποσύρονται πάλι προς τα μέσα. Εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε μέσα στο εξομολογητήριο μια ενοχλητική μυίγα. Της λέγει λοιπόν της κυρίας αυτής, η οποία ήτο μορφωμένη γυναίκα, και δασκάλα για κείνη την εποχή.
-«Σκότωσέ τη», είπε στη δασκάλα να σκοτώσει τη μυίγα.
Εκείνη πράγματι τη σκότωσε. Ύστερα της ξαναλέγει επιτακτικά.
-«Τώρα ξαναδώστης ζωή, και να την κάμεις να πετάξει».
-«Μα δε γίνεται αυτό παπά», απάντησε εκείνη, και έκπλήκτη μαζί, «αυτό είναι αδύνατο, τελείως αδύνατο, δε γίνεται πάτερ μου, τι μου λέτε τώρα».
Και ο πατήρ Γεώργιος απάντησε ως εξής.
-«Μα τότε δυστυχισμένη, πώς σκότωσες, πώς σκότωσες εσύ, με τα ίδια σου τα χέρια δια μέσου των εκτρώσεων, τα ίδια σου τα σπλάχνα, μια δυο τρείς, επτά φορές; Μπορείς αυτά να τα ξαναδώσεις ζωή; Με ποιό δικαίωμα τη στέρησες αυτή τη ζωή, και με ποιό δικαίωμα στέρησες αυτά απ' το άγιον Βάτισμα;»
-«Μα δεν μπορούσα να τα ζήσω πάτερ», απάντησε εκείνη, συντετριμμένη και κλαίουσα με το κεφάλι προς τα κάτω.
-«Ε, τότε καλύτερα να τα έπαιρνε ο Θεός με το δικό του τρόπο, παρά που τα σκότωσες εσύ», απάντησε ο πατήρ Γεώργιος, ο Όσιος Γεώργιος και έπεσε βαρύς, πολύ βαρύς ο κανόνας.
Να μείνει ακοινώνητη για είκοσι χρόνια. Δεύτερον, να ντυθεί με κουρέλια, και να ζητιανεύει κάθε καλοκαίρι για δυό μήνες σε επτά χωριά, χωρίς να αφήσει πόρτα ακτύπητη. Και τα λεφτά που θα μαζέψει να τα δώσει στο γηροκομείο της Δράμας, το οποίο για κείνη την εποχή ήτο σε αθλία κατάσταση.
Δεν είναι εξωπραγματικά αυτά. Όποιος θέλει να δει την αγιότητα του αγίου αυτού ανδρός, αλλά και το πόσο αυστηρά εστέκετο, στη συγκεκριμμένη αμαρτία των εκτρώσεων, ή στην αμαρτία της μαγείας, δεν μπορείτε παρά να διαβάσετε το βιβλίο που αναφέρεται στο βίο του.

Σας αναφέρω επίσης άλλα δύο περιστατικά από την αγιότητά του, όπως μας τα περιγράφει η Ευθυμία Ανανιάδου. Και τα δυό αναφέρονται όταν τελούσε Θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι του. Στο πρώτο, όταν λειτουργούσε κάποια στιγμή, βγαίνει από το ιερό, από το Άγιον Βήμα, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, τον οποίον ο πατήρ Γεώργιος ευλαβείτο πολύ, και του οποίου το ιερό σκήνωμα όπως είναι γνωστόν, βρίσκεται στη Νέα Καρβάλη, έξω απ' την Καβάλα. Και άρχισε να θυμιατίζει το μικρό ναό, μέσα σε λάμψη πολλή, δορυφορούμενος από αγγέλους, οι οποίοι συνόδευαν και συνέψαλλαν, τις ψάλτριες, τις γυναικούλες εκείνες εκεί, την κυρία Ευγενία και κάποιες άλλες, τη μάνα Ευγενία όπως την έλεγε ο πατήρ Γεώργιος, που έψαλαν εκείνη τη στιγμή το «Άξιον Εστί», διότι το θυμιάτισμα του Γρηγορίου είχε αρχίσει μετά το «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου». Και έτσι συνόδευαν και συνέψαλλαν οι άγγελοι με τοις ουράνιες αγγελικές φωνούλες τους το «Άξιον Εστί». Τελειώνοντας ο ύμνος, τελείωσε και το θυμιάτισμα του Αγίου Γρηγορίου, έσβησε σιγά σιγά η ολόλαμπρη εκείνη φωτοχυσία, χάθηκαν οι άγγελοι, μπήκε μέσα στο Άγιον Βήμα ο Άγιος Γρηγόριος, και συνήλθε από την κατάπληξη, το θαυμασμό και το δέος, η κυρία Ευθυμία Ανανιάδου, από την φωνή του πατρός Γεωργίου που συνέχισε τις εκφωνήσεις.

Το δεύτερο γεγονός όπως μας το περιγράφει η ίδια, αναφέρεται στο πώς είδε κάποτε, και όχι μια φορά, λειτουργούντα τον πατέρα Γεώργιο λέγοντάς του.
Πάτερ μου ξέρεις τι λάμψη έχεις επάνω σου; Σαν τον ήλιο λάμπεις. Και έτσι φώτιζες και σ' ολόκληρη τη Θεία Λειτουργία.
Την φωτεινότητα και την λαμπρότητα του προσώπου του, την έβλεπαν όλοι οι εκκλησιαζόμενοι, έστω και αν ήσαν ελάχιστοι. Τότε αυτός απάντησε.
«Παιδί μου, εγώ δεν είμαι άξιος για τέτοια πράγματα. Απλώς στη Θεία Λειτουργία ευρίσκετο ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το Θείο Φώς του Κυρίου χτυπούσε πάνω μου, και αυτό στη συνέχεια ανταλακλούσε και σε σας».
Και πως μπορεί να μην ήταν παρών ο ίδιος ο Κύριος, αφού το ψωμί και το κρασί μεταβάλλεται σε Σώμα και Αίμα Του; Και προσφέρεται εις όλους μας, εις άφεσιν αμαρτιών, εις ζωήν αιώνιον;

Πράγματι χριστιανοί μου, το Θείο Φώς δεν διέφερε απ' το άκτιστον Θαβώρειον φως της Θείας Μεταμορφώσεως. Έτσι είναι μερικοί από τους λειτουργούς του Υψίστου. Όλοι φως. Ολόκληροι λάμπουν από φως. Άλλωστε υπάρχει και μια μαρτυρία ας το πούμε τρόπον τινά του Κυρίου και παρότρυνσις ταυτόχρονα, η οποία μας λέγει τα εξής. «Υμείς εστέ το φως του κόσμου, ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων». Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει τον κάθε ιερέα λύχνον της Εκκλησίας.

Αυτό το μεγαλείον του φωτεινού υπουργήματος της ιεροσύνης, και την ανυπέρβλητη αξία του ιερέως, μας την παρουσιάζει με κάποιες συγκρίσεις ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέγοντας. Αν συναντήσεις στο δρόμο σου έναν βασιλιά και έναν φτωχό παπά, που μπορεί και τα ράσα του να είναι μπαλωμένα, πρώτα θα τρέξεις και θα φιλήσεις το χέρι του παπά, κι ύστερα θα χαιρετήσεις τον βασιλιά. Κι αν συναντήσεις έναν ιερέα μαζί μ' έναν άγγελο, πρώτα θα φιλήσεις και θα ασπασθείς το χέρι του ιερέως, και ύστερα το του αγγέλου. Αυτό που κάνει ο ιερεύς, δεν το κάνουν όλοι οι άγγελοι μαζί. Εγώ αισθάνομαι την ανάγκη, συνεχίζει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, μα και το χρέος, σα συναντήσω κάποιον ιερέα, χωρίς να εξετάσω ποιός είναι, να σκύψω, να του φιλήσω και τα δυό του τα χέρια, και να τον παρακαλέσω να ικετεύσει το Θεό για τις αμαρτίες μου. Να τον παρακαλέσω ακόμα να με μνημονεύει σε κάθε Θεία Λειτουργία, διότι όλος ο κόσμος να υψώσει τα χέρια και να παρακαλέσει τον Θεόν, δεν μπορούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όσο άγιοι και αν είναι, να κάμουν μια Θεία Λειτουργία και να τελειώσουν τα Άχραντα Μυστήρια. Ενώ ένας ιερέας, ακόμα και ο πιό αμαρτωλός, μπορεί να τα τελειώσει πάντοτε, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που πήρε στη χειροτονία.
Αυτά μας είπε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, και νομίζω ότι τα τόνισα και γω, στην αρχή του πρώτου κηρύγματος.

Μπορεί ένας ιερεύς να είναι αμαρτωλός, αλλά αυτός συγχωρεί των ανθρώπων τις αμαρτίες, και «όσα ιερεύς κάποτε τελεί εκ των άνωθεν ο Θεός επικαιρεί», επισημαίνει ο Ιερός Χρυσόστομος. Έτσι αναβαπτίζει τους χριστιανούς στη μετάνοια, και τους εισάγει πάλι στον Παράδεισο. Είναι δούλος. Και δούλου μορφήν φέρει, αλλ’ ο Κύριος του ουρανούς και της γής, ο Κύριος ο Παντοκράτωρ, ο Θεός Λόγος, τον υπακούει στις αγιαστικές του πράξεις.
Το ακούσαμε καλά αυτό; Δηλαδή κάνει ο Θεός υπακοή στον ιερέα;
Ναι κάνει. Διότι όταν λέγει ο ιερεύς «Κύριε αγίασον το ύδωρ τούτο», Κύριος ο Θεός το αγιάζει. Και όταν του λέγει «κάμε αυτό το ψωμί Σώμα Σου, και αυτό τα κρασί Αίμα Σου», ο Κύριος το κάνει. Και όταν του λέγει «στεφάνωσον αυτόν τον άνδρα μ' αυτή τη γυναίκα», ο Κύριος κάνει υπακοή και τους στεφανώνει. Το ίδιο συμβαίνει και στα υπόλοιπα των αγίων μυστηρίων.

Χριστιανοί μου, ο ιερεύς, δεν είναι ο νεκροθάφτης, που κουβαλά τους νεκρούς ανθρώπους και τους θάβει στη μητέρα γή, αλλά ο καλός Σαμαρείτης, ο παιδαγωγός εις Χριστόν, ο αναμορφωτής των ψυχών, ο προφήτης, ο Απόστολος, ο Ευαγγελιστής, ο Μέγας θεόπτης. Είναι εκείνος που οδηγεί ως καλός ποιμένας τα λογικά του πρόβατα στην ουράνια ποίμνη, βάζοντας σε κίνδυνο και την ψυχή του ακόμη, υπέρ των προβάτων. Είναι εκείνος που παίρνει τις ψυχές και δια μέσου των αγίων μυστηρίων τις εισάγει στην Βασιλεία των Ουρανών. Είθε να δώσει ο Πανάγιος Θεός διά μέσου των ευσεβών ιερέων, των λειτουργών του, που δεν λείπουν ακόμα και στις ημέρες μας, να αξιώνει όλους εμάς να μπούμε στον Παράδεισο και με την προσωπική μας μετάνοια, με τα έργα της μετανοίας μας, με τη συντριβή μας, με την υπακοή μας στο άγιον θέλημά Του, με τη φλογερή μας πίστη, και με την ελπίδα στη Σταυρική Του Θυσία
Αμήν
 Η εορτή της Υπαπαντής

   Η περίοδος που αρχίζει με την νηστεία των Χριστουγέννων και αναφέρεται στα γεγονότα της ενανθρωπήσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κλείνει στις 2 Φεβρουαρίου με την εορτή της Υπαπαντής κατά την οποία μετά από την συμπλήρωση των σαράντα ημερών η Θεοτόκος μαζί με τον Χριστό έρχονται στο Ναό του Σολομώντα για να εκπληρώσουν την διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου προσφέροντας θυσία στο Θεό.
   Αυτό ισχύει και σ’ εμάς τους Χριστιανούς, όπου μετά από σαράντα ημέρες από την γέννηση του παιδιού, προσέρχεται η μητέρα με το παιδί στο Ναό για να ευχαριστήσει για την γέννηση του παιδιού και να αρχίσει και πάλι να εκτελεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα, επειδή για σαράντα ημέρες απείχε από την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και τη Θεία Κοινωνία.
   Ο Ιερέας υποδέχεται, ως εκπρόσωπος της Εκκλησιαστικής κοινότητας, την μητέρα και το βρέφος στην είσοδο του Ναού, τους ευλογεί και κατόπιν επίσημα εισάγει το βρέφος και το αφιερώνει στο θεό, κατά μίμηση της πράξεως του Συμεών ο οποίος πήρε στα χέρια του τον Χριστό και δοξολόγησε τον Θεό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την στιγμή του σαραντισμού το βρέφος εντάσσεται στην τάξη των κατηχουμένων, που προετοιμάζονται για να λάβουν το βάπτισμα.
   Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι καλό είναι τα βρέφη να τα σαραντίζουμε αφού συμπληρώσουν τις σαράντα ημέρες και όχι στις τριάντα οκτώ ή τις τριάντα εννέα ημέρες , πρώτον, γιατί ο Κύριος μας σαράντισε αφού συμπλήρωσε τις σαράντα ημέρες και δεύτερον, διότι οι ευχές αναφέρονται σε βρέφη που έχουν συμπληρώσει τις σαράντα ημέρες από την γέννηση τους).
   Μετά από την μεγάλη αυτή παρένθεση επανερχόμαστε στην εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου μας. Ο Ιησούς Χριστός δεν ήρθε στο κόσμο για να καταλύσει το Νόμο που έδωσε στον Μωυσή αλλά να τον εκπληρώσει και να τον ζωοποιήσει.
Ήρθε για να δείξει την σωστή εφαρμογή του Νόμου, το πνεύμα του Νόμου που ζωοποιεί σε αντίθεση με την νεκρή τήρηση του γράμματος του νόμου η οποία μας κάνει τυπολάτρες και τελικά δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε στην ουσία. Ο Κύριος εκπληρώνοντας όλες τις διατάξεις του Νόμου εκπληρώνει τον Νόμο και το νόημα του Νόμου στο πρόσωπό Του, ως προετοιμασία για την έλευση του Σωτήρα στο κόσμο.
   Στο Ναό του Σολομώντα ο πρεσβύτης Συμεών και η προφήτιδα Άννα συναντούν τον Χριστό και αναγνωρίζουν στο πρόσωπο  Του τον Λυτρωτή και Σωτήρα. ( Από αυτή την συνάντηση πήρε και τ’ όνομα της η εορτή, Υπαπαντή, δηλαδή συνάντηση – υποδοχή του Χριστού με τον Άγιο Συμεών και την Προφήτιδα Άννα. )
   Με τον ύμνο που αναπέμπει ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος προς τον Θεό, όταν παίρνει στα χέρια του τον Σωτήρα Χριστό, διακηρύσσεται η εκπλήρωση της υποσχέσεως που έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ, για την έλευση του Μεσσία που θα σώσει τον κόσμο. Διακηρύσσεται  το τέλος της Παλαιάς Διαθήκης και η αρχή της Καινής Διαθήκης όπου ο Χριστός, ως Φως του κόσμου, θα οδηγήσει όσους πιστεύουν σε Αυτόν στην ένωση τους με το Θεό, στην θέωση και στην σωτηρία η οποία είναι οικουμενική και απευθύνεται όχι μόνο στο λαό του Ισραήλ αλλά σε όλα τα έθνη και σε όλους τους ανθρώπους.
   Το νόημα της μεγάλης αυτής εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου συγκεντρώνεται στο γεγονός ότι ήρθε στον κόσμο ο ίδιος ο Υιός του Θεού με σάρκα, ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο οποίος θα λυτρώσει τον άνθρωπο από την σκλαβιά της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου και θα δώσει και πάλι στον άνθρωπο την δυνατότητα να γίνει κάτοικος του Παραδείσου για τον οποίο και πλάστηκε.
 Ἡ Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου

Ἀφοῦ μιλήσαμε τήν προηγούμενη φορά γιά τήν περιτομή τοῦ Κυρίου καί βγάλαμε τά ἀπαραίτητα διδάγματα, ἐρχόμαστε τώρα νά πᾶμε στό ἑπόμενο θέμα, σέ μιά ἄλλη Δεσποτική ἑορτή, τήν Ὑπαπαντή τοῦ Χριστοῦ. Ὑπαπαντή σημαίνει ὑποδοχή. Ὁ Συμεών ὑποδέχθηκε τόν Χριστό καί τόν πῆρε στήν ἀγκαλιά του, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. Εἶναι μία σπουδαία ἑορτή μέ πλούσιο περιεχόμενο καί μεγάλη ἱστορία καί προϊστορία.
Ἡ βάση της  φτάνει στά χρόνια τοῦ Μωϋσῆ καί τῶν Φαραώ τῆς Αἰγύπτου. Οἱ Ἑβραῖοι κακοπερνοῦν, δουλεύουν σκληρά γιά τούς Αἰγυπτίους, ὑποφέρουν, ὑφίστανται τά πάνδεινα, γιά νά μή σηκώνουν κεφάλι. Ἀποδεκατίζονται, μειώνεται ὁ πληθυσμός τους, γιά νά μή κινδυνεύσουν ἀπό αὐτούς οἱ Αἰγύπτιοι.
Ὁ Θεός ἔβλεπε τά βάσανά τους, ἄκουε τούς στεναγμούς τους καί τούς λυπόταν. Ἔστειλε τόν Μωϋσῆ νά τούς ἐλευθερώσει, νά τούς βγάλει ἀπό τήν δουλεία τοῦ Φαραώ καί νά τούς ὁδηγήσει πίσω στήν πατρίδα τους, στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἐκεῖνος σκληρός καί ὑπερήφανος δέν θέλησε νά ὑπακούσει. Ἔκανε τήν ζωή τους ἀκόμη πιό δύσκολη καί μαρτυρική. Ἀναγκάσθηκε ὅμως νά γονατίσει καί νά δεχτεῖ νά τούς ἀφήσει νά φύγουν μετά τίς δέκα πληγές, πού τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός καί κυρίως μέ τήν τελευταία, κατά τήν ὁποία ἄγγελος Κυρίου ἐφόνευσε τά πρωτότοκα ἀγόρια τῶν Αἰγυπτίων, ὅπως καί τόν πρωτότοκο γυιό τοῦ Φαραώ.
Ἀπό τό θανατικό αὐτό γλύτωσαν τά πρωτότοκα τῶν Ἑβραίων. Ἔτσι, θά λέγαμε, ἦταν χρεωμένοι, τά χρωστοῦσαν στό Θεό. Κάθε ἕνας πού ἔφερνε τό πρῶτο παιδί στόν κόσμο, ἔπρεπε νά τό ἀφιερώσει στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.  Ἀργότερα, ὅταν ἔγιναν οἱ Λευΐτες καί ὑπηρετοῦσαν ἐκεῖνοι στό Ναό, ἔπαιρναν τά παιδιά τους πίσω, ἀφοῦ κατέβαλαν κάποιο ἀντίτιμο, πέντε σίκλους δηλαδή δέκα πέντε χρυσές δραχμές καί θυσίαζαν ἕνα χρονιάρικο ἀρνί. Ἄν ἦταν φτωχοί μποροῦσαν νά προσφέρουν ἕνα ζευγάρι περιστέρια ἤ δύο τρυγόνια, ἤ ἀκόμη νά μή δώσουν τίποτε, ἄν ἦταν πολύ φτωχοί.
Αὐτό τό προηγούμενο ἀναφερόταν ἀκόμη καί στά πρωτότοκα ἀρσενικά τῶν ζώων. Ἔπρεπε νά ξεχωρίζωνται καί νά προσφέρωνται στό Θεό. Αὐτή ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ καί ἀπόδειξις, ὅτι ἀνήκουν σ᾿ Αὐτόν. Εἶπε ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ: Ἐν γάρ χειρί κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός ἐξ Αἰγύπτου.
Ὅταν τό ἀγόρι γινόταν σαράντα ἡμερῶν καί τό κορίτσι ὀγδόντα ἡμερῶν τό πήγαιναν στό Ναό, γιά τόν καθαρισμό τοῦ παιδιοῦ καί τῆς μητέρας του. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ὁ Χριστός ἔγινε σαράντα ἡμερῶν, τόν πῆραν ἡ Παναγία καί ὁ Ἰωσήφ καί ἀπό τήν Βηθλεέμ, πού ἦταν ἀκόμη, πῆγαν στά Ἱεροσόλυμα, στό Ναό τοῦ Σολομῶντος, γιά νά κάνουν ὅ,τι ὅριζε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.
Ἀσφαλῶς μποροῦσαν νά μή πᾶνε, δέν ἦταν ὑποχρεωμένοι νά τό κάνουν, γιατί δέν ἦταν μία ἁπλῆ γέννησις ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ ἔχουμε ὑπερφυσική γέννηση, τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐφαρμόζουν τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅλες τίς διατάξεις, γιά νά μή τούς κατηγορήσει κανείς σάν παραβάτες, ἀλλά καί νά δώσουν σέ μᾶς καλό παράδειγμα, ὅτι πρέπει νά σεβώμαστε τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί νά ἐφαρμώζουμε στήν πληρότητά του τό θεῖο θέλημα. Ἐμεῖς πολλές φορές σκεφτόμαστε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, ὅτι θά μπορούσαμε νά μή κάνουμε τό ἕνα ἤ νά ἀποφύγουμε τό ἄλλο, κάτι πού εἶναι μεγάλο λάθος.
Ὁ Χριστός πού ἔδωσε τόν νόμο στόν Μωϋσῆ, ὅταν προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη σάρκα, ἔπρεπε νά τόν ἐφαρμώσει. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Τό ἔκανε χάριν ὑπακοῆς στό νόμο, πού ὁ ἴδιος ἔδωσε. Ἡ ἀνυπακοή τοῦ πρώτου Ἀδάμ εἶχε συνέπεια τήν πτώση καί τήν φθορά. Ἡ ὑπακοή τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, ἐπανέφερε τήν ἀνθρώπινη φύση  στόν Θεό καί θεράπευσε  τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν εὐθύνη τῆς παρακοῆς.
Ἐκεῖ στό Ναό βρίσκεται ἕνας γέροντας, πολύ μεγάλος στήν ἡλικία, ὁ πρεσβύτης Συμεών. Πῆγε τήν ἴδια ὥρα μέ τήν Παναγία καί τόν Ἰωσήφ, ἐμπνεόμενος καί καθοδηγούμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀξίζει νά δοῦμε ποιός εἶναι αὐτός ὁ σεβάσμιος Γέροντας.
Ἡ ἱστορία αὐτοῦ ἀρχίζει γύρω στό 280 π.Χ. ὅταν στήν Αἴγυπτο ἐβασίλευε ὁ Πτολεμαῖος ὁ Β΄ ὁ Φιλάδελφος. Φιλάδελφος κατ᾿ ἐφημισμό. Ἀγαποῦσε τόσο πολύ τόν ἀδελφό του, ὥστε τόν σκότωσε, φοβούμενος μήπως τοῦ πάρει τόν θρόνο.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἦταν διαδεδομένη σέ ὅλον τόν τότε γνωστό κόσμο. Ἀκόμη καί τό σύνολο τῶν Ἑβραίων, πού εὑρίσκοντο σκορπισμένοι σέ ὅλο τόν κόσμο, μιλοῦσαν ἑλληνικά καί ὄχι ἑβραϊκά. Δέν μποροῦσαν νά διαβάσουν τήν Παλαιά Διαθήκη στή γλῶσσα τους. Γι᾿ αὐτό ἔβαλαν στόν Πτολεμαῖο τήν ἰδέα τῆς μεταφράσεως στά ἑλληνικά.
Αὐτό εἶναι καλό δίδαγμα γιά μᾶς. Ὅτι δηλαδή πρέπει νά μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Καινή Διαθήκη γράφτηκε κατ᾿ εὐθείαν στήν ἐλληνική γλῶσσα καί ἡ πρώτη μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἔγινε ἀπό τά ἑβραϊκά ἦταν στά ἑλληνικά. Αὐτό εἶναι μεγάλη τιμή γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, ἀλλά καί μεγάλη εὐθύνη.
 Ἔχουμε τήν ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή ἡμέρας καί νυκτός. Νά μή τήν ἀφήνουμε ἀπό τά χέρια μας. Θά μάθουμε πολλά, θά λάβουμε ἀπαντήσεις σέ πολλά προβλήματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν. Καί ὅμως στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀφιερώνουμε τόν λιγότερο χρόνο, ὅπως τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή.  Μέ τά μαλλιά μας καί τά νύχια μας ἀσχολούμεθα πολύ περισσότερο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἀξία οὔτε σάν κι᾿ αὐτά.
Ἐπανερχόμαστε στόν Πτολεμαῖο. Ἐκεῖνος κάλεσε ἑβδομῆντα δύο μορφωμένους, πού ἤξεραν καλά τά ἑλληνικά καί τά ἑβραϊκά, γιά νά κάνουν τήν μετάφραση στόν φάρο τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁποία χάριν συντομίας ὀνομάσθηκε μετάφρασις τῶν ἑβδομήκοντα. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ Συμεών. Ἔδωσαν σέ ὅλους νά μεταφράσουν ἀπό ἕνα βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Συμεών ἔτυχε νά πάρει τό βιβλίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα καί ἡ μετάφραση συνεχιζόταν...
Κάποια φορά ἔφτασε στό σημεῖο πού λέει ὁ προφήτης, ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἔξει... Κάποια παρθένος θά γεννήσει. Δέν μποροῦσε νά τό πιστέψει, πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι παρθένος καί νά γεννήσει. Δέν τό χωροῦσε ὁ νοῦς του. Ἔφτασε στό σημεῖο νά σκεφτεῖ, ὅτι ἔκανε λάθος ὁ προφήτης, μᾶλλον θά ἤθελε νά γράψει, ὅτι κάποια γυναίκα θά γεννοῦσε. Ἔκανε μάλιστα νά βγάλει ἕνα μικρό μαχαιράκι, γιά νά ξύσει, νά σβύσει τήν λέξη. Ἐκείνη τήν στιγμή ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἔπιασε τό χέρι καί τόν σταμάτησε. Νά μεταφράσεις ὅ,τι βλέπεις, ὅ,τι εἶναι γραμμένο, τοῦ εἶπε, γιατί δέν εἶναι λάθος. Ὄντως ἡ Παρθένος θά γεννήσει υἱόν κι᾿ ἐσύ δέν θά πεθάνεις πρίν γίνουν αὐτά. Θά ἀξιωθεῖς νά τόν δεῖς καί νά τόν γνωρίσεις.
Τό θέμα αὐτό τόν ἀπασχολοῦσε σοβαρά καί συνέχεια. Δέν ἔφευγε ἀπό τό μυαλό του. Κάποια μέρα πού ἔκανε βαρκάδα στό Νεῖλο ποταμό ἤ κατ᾿ ἄλλους στή θάλασσα, πέταξε μέσα στό νερό τό δαχτυλίδι, πού φοροῦσε,  καί εἶπε, ὅσο ἐγώ θά μπορέσω νά βρῶ τό δαχτυλίδι αὐτό, ἄλλο τόσο καί ἡ παρθένος θά γεννήσει παιδί. Μετά ἀπό μέρες ἀγόρασε ψάρια καί τά ἔδωσε νά τά μαγειρέψουν. Στό πρῶτο ψάρι πού ἄνοιξε, γιά νά φάει, βρῆκε μέσα τό δαχτυλίδι! Τότε πείσθηκε ὅτι, ὅσο παράξενο καί ἄν εἶναι, μπορεῖ νά γίνει.
Τελείωσαν οἱ ἐργασίες τῆς μετάφρασης καί οἱ ἑρμηνευταί πῆγαν στά σπίτια τους. Ἔφυγε καί ὁ Συμεών γιά τήν πατρίδα του, τά Ἱεροσόλυμα. Τά χρόνια περνοῦσαν, ἕνας-ἕνας ὅλοι οἱ δικοί του, οἱ συγγενεῖς, οἱ γνωστοί  του πέθαιναν, ἀλλά αὐτός ἐξακολουθοῦσε νά ζεῖ. Ἔφτασε καί ξεπέρασε τά 270 χρόνια.
Κάποια φορά, πού καθόταν στό σπίτι του, δέχθηκε μία ἐσωτερική παρόρμηση. Σάν νά κάποιος τόν ἔσπρωξε καί τοῦ εἶπε νά πάει στό ναό τοῦ Σολομῶντος. Σηκώθηκε μέ τρεμάμενα πόδια καί σιγά-σιγά πῆγε στό ναό. Ἐκείνη τήν ὥρα ἔφτασαν καί ἡ Παναγία μέ τόν Ἰωσήφ καί τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ἀπεκάλυψε, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Παρθένος, γιά τήν ὁποία ἔγραψε ὁ προφήτης Ἡσαΐας καί αὐτό εἶναι τό παιδί, πού γέννησε. Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, πού περίμενε τόσα χρόνια καί ὁ ἴδιος του, ἀλλά καί ὁ κόσμος ὅλος.
Εἶναι συγκινητική ἡ στιγμή πού ὁ Χριστός προσφέρεται ὡς νήπιο στό Ναό. Ὁ προαιώνιος Θεός, πού διακρατεῖ καί διευθύνει τόν κόσμον ὅλον, τά πάντα, παρουσιάζεται ὡς βρέφος στό Ναό, εὑρισκόμενος στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του. Εἶναι νήπιο καί ταυτόχρονα προαιώνιος Θεός.
Μέ τήν νηπιότητα αὐτή ἐθεράπευσε τό νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ. Εἶχε βέβαια φωτισμό τοῦ μυαλοῦ του, ἀλλά ἔπρεπε  νά δοκιμασθεῖ καί νά φτάσει στή θέωση. Ἐπειδή ἦταν ἄπλαστος καί νήπιο πνευματικά, ἐπειδή εἶχε νηπιῶδες φρόνημα, γι
᾿ αὐτό εὔκολα ἀπατήθηκε ἀπό τόν πονηρό διάβολο, πού γέρασε στήν ἁμαρτία καί στήν πονηρία. Ὁ Χριστός παίρνοντας τήν σωματική νηπιακή ἡλικία ἐθεράπευσε τό νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά γενικά τήν ἀνθρώπινη φύση. Δέν μποροῦσε ὁ διάβολος νά πλανήσει τήν ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τό ἔκανε μέ εὐχέρεια στόν πρῶτο Ἀδάμ.
Ὁ ἅγιος Συμεών πῆρε τόν Χριστό στά τρεμάμενα χέρια του καί συγκινημένος εὐλόγησε τόν Θεό. Δέν ἦταν ἱερεύς, ὅπως λένε κάποιοι, ἀλλά ἀνώτερος τοῦ ἱερέως. Ἦταν πνευματοκίνητος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἀποκαλύπτει τά θεῖα μυστήρια σέ ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀκάθαρτοι. Ἐκεῖνο τόν καθοδηγοῦσε καί τόν ἐνίσχυε. Λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας: Ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι καί γόνατα παραλελυμένα... Ἰσχύσατε, μή φοβῆσθε. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνίσχυσε τά πόδια του , γιά νά πορευθοῦν στό Ἱερό, ἀλλά ἐνίσχυσε καί τά χέρια του, γιά νά κρατήσουν τόν Χριστό. Γι᾿ αὐτόν λέει καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: Ὡς πρός τήν φύση ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὡς πρός τήν ἀρετήν ἄγγελος.
Ἐκεῖ στό ναό βρισκόταν κάποια Ἄννα προφήτις, πού ἀναγνώρισε τόν Θεό καί διεκήρυξε, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Μέρα-νύχτα βρισκόταν μέσα στό ναό καί ποτέ δέν ἀπομακρυνόταν ἀπό αὐτόν. Λάτρευε τόν Θεό μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί συνεχῆ νηστεία.
Κάποιος ἑρμηνευτής τῶν θείων Γραφῶν νά πῶς ἑρμηνεύει τό χωρίο αὐτό τοῦ Εὐαγγελίου. Πήγαινε τό πρωΐ στό ναό γιά τήν πρωϊνή ἀκολουθία καί δέν ἔφευγε. Συμμετεῖχε στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί στήν προσευχή, ἀλλά δέν ἔφευγε οὔτε κἄν ἀπομακρυνόταν ἀπό τόν ναό, παρά μόνο ἀφοῦ τελείωνε καί ἡ τελευταία βραδυνή ἀκολουθία. Καί αὐτό γινόταν κάθε μέρα. Εἶχε συνδέσει ὅλη της τήν ζωή μέ τόν ναό καί τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Πόσο πολύ πρέπει νά μᾶς διδάξει τό παράδειγμα αὐτό καί ἡ διαγωγή τῆς Ἁγίας Ἄννης τῆς προφήτιδος ὅλους μας καί πολύ περισσότερο ἐκείνους, πού ποτέ δέν πατοῦν στήν Ἐκκλησία ἤ πηγαίνουν στή θεία Λειτουργία κατά τά τελευταῖα λεπτά, σάν νά ἦταν κάποιο πάρεργο, κάτι χωρίς ἀξία. Καί ὅμως στό θέατρο ἤ στόν κινηματογράφο ἤ στό ποδόσφαιρο πηγαίνουν ἀπό πολύ ἐνωρίς πρίν ἀρχίσει ἡ παράσταση ἤ ὁ ἀγώνας. Ἡ θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων οὔτε τόσο δέν ἀξίζει; καί μετά θέλουμε νά λεγώμαστε καλοί χριστιανοί...
Ὁ πρεσβύτης Συμεών ὁδηγήθηκε στό ναό ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Ἁγία  Ἄννα ἔμενε ἐκεῖ συνεχῶς. Ἔτσι καί οἱ δύο ἀξιώθηκαν νά δοῦν τόν Χριστό. Ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό προϋποθέτει καί ἀνάλογο βίο. Ὁ Συμεών ἦταν δίκαιος, δηλαδή ἐνάρετος. Ἡ Ἄννα ζοῦσε ἐν χηρείᾳ βίο καθαρό καί ἄμωμο.
Μετά ἀπό αὐτά λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πόσο μεγάλο κακό κάνει ἡ πορνεία, ἡ ἀκάθαρτη ζωή. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό. Κρατώντας τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά του ἐδόξασε καί  εὐχαρίστησε τόν Θεό, πού τόν ἀξίωσε νά δεῖ τόν σωτήρα τοῦ κόσμου. Τώρα, Κύριε, ἀφοῦ τά εἶδα ὅλα, μπορεῖς νά μέ πάρεις ἀπό αὐτόν τόν μάταιο κόσμο. Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα... Εἶναι συγκλονιστική ἡ σκηνή αὐτή. Ἀσφαλῶς δέν θά μποροῦσε νά γίνει αὐτό, ἄν τά χέρια του δέν ἐνισχυόταν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως προείπαμε.
Ζητάει τήν λύση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Λέει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, εἶναι δεσμός τό σῶμα γιά τήν ψυχή, εἶναι φυλακή, γι᾿ αὐτό οἱ ἅγιοι, οἱ ἐνάρετοι δέν φοβοῦνται τόν θάνατο. Ὁ θάνατος θά τούς φέρει κοντά στόν Θεό, πού ἀγαποῦν καί ποθοῦν. Αὐτή ἡ λύση εἶναι εἰρήνη, εἶναι εὐλογία. Ζητάει τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί τό θεωρεῖ ἀνάπαυση.  Ἐμεῖς γιατί τρέμουμε αὐτή τήν λύση; Μήπως φταίει ἡ ζωή μας καί ἡ κατάστασή μας; Δέν θέλουμε αὐτήν τήν λύση, γιατί ξέρουμε τήν μᾶς περιμένει μετά ταῦτα, ξέρουμε τί θά συναντήσουμε, τί κρύβεται πίσω ἀπό τόν θάνατό μας. Δέν μᾶς συμφέρει, μά καί δέν λέμε νά μετανοήσουμε, νά διορθωθοῦμε.

Ἤθελε λοιπόν νά πορευθεῖ στόν Ἄδη καί γιά ἕναν ἀκόμη λόγο, νά ἀναγγείλει τήν χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι ἦρθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Λέει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, βιαζόταν νά πάει στόν Ἄδη, γιά νά μή προλάβουν νά ἀναγγείλουν τό γεγονός τά νήπια, πού ἐπρόκειτο νά σφαγοῦν ἀπό τόν Ἡρώδη. Τά νήπια εἶνα γοργά καί εὐκίνητα, ἐνῷ αὐτός γέρων καί βραδυκίνητος. Ἑπομένωςὁ Συμεών εἶναι ὁ πρῶτος κῆρυξ τοῦ Ἄδη.
Ἀλλά δέν εἶπε μόνο αὐτά. Φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε καί ἄλλα  προφητικά λόγια. Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον.  Ἄλλοι θά τόν δεχτοῦν καί ἄλλοι θά τόν ἀπορρίψουν. Πολλές συζητήσεις θά γίνωνται γύρω ἀπό τό πρόσωπό του. Κάποιοι θά τόν πιστέψουν καί κάποιοι ἄλλοι θά τόν ἀρνηθοῦν. Αὐτό γινόταν καί τότε στήν ἐποχή του, γινόταν μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων, γίνεται ἀκόμη καί σήμερα. Ὅσοι τόν πιστεύουν, σώζονται. Ὅσοι τόν πιστεύουν ζοῦν ζωή ἀναστημένη, ἁγία καί πνευματική ζωή. Ὅσοι τόν ἀρνοῦνται πέφτουν καί τσακίζονται. Τρῶνε τά μοῦτρα τους, χάνονται, καταστρέφονται. Ἡ ζωή τους εἶναι κόλαση καί ἐδῶ καί ἐκεῖ. Παράδειγμα ὁ Γολγοθᾶς. Ἕνας ληστής πιστεύει καί σώζεται, ἐνῷ ὁ ἄλλος ἀμφισβητεῖ, ἀπιστεῖ καί καταδικάζεται.
Ὁ Χριστός εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ταλαντεύονται οἱ ἄνθρωποι γιά τό τί εἶναι ὁ Χριστός, Θεός ἤ ἄνθρωπος; Ἐμεῖς εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται τό μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει, κλαίει στόν τάφο τοῦ φίλου του Λαζάρου. Ἀλλά καί κάνει θαύματα, ἐκδιώκει δαιμόνια, ἀνασταίνει νεκρούς, ἀνοίγει μάτια τυφλῶν, θεραπεύει λεπρούς κ.ἄ.
 Αὐτό ἀναφέρεται καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό πραγματικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι σώζονται, ἀφοῦ παραμείνουν στήν Ἐκκλησία καί ἄλλοι καταδικάζονται ἀρνούμενοι τό σωτηριῶδες ἔργο του. Θά εἶναι εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί στήν ἄλλη ζωή. Ὅλοι θά τόν δοῦν, ἀλλά γιά ἄλλους θά εἶναι κόλασις, γιά ἄλλους παράδεισος.
Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅτι ὁ Σταυρός καί τό Πάθος θά ἀποκαλύψει τίς ἐσωτερικές διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Πέτρος τόν ἀρνεῖται. Οἱ Μαθηταί τόν ἐγκαταλείπουν. Ὁ Ἰούδας τόν προδίδει καί πνίγεται. Ὁ Πιλᾶτος ἀποφεύγει (νομίζει) τίς εὐθύνες μέ τό πλύσιμο τῶν χεριῶν του. Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἀποκαλύπτονται καί τόν κηδεύουν. Οἱ Ἰουδαῖοι θά δώσουν ἀργύρια στούς στρατιῶτες, γιά νά ἀποκρύψουν τήν Ἀνάσταση.
Ἡ δεύτερη προφητεία: Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία. Ἀλλά καί τήν δική σου καρδιά, Παναγία μου, θά τήν διαπεράσει δίκοπο μαχαίρι. Κι᾿ ἐσύ ἔχεις νά πιεῖς πικρό ποτήρι, θά πονέσεις καί θά πικραθεῖς. Αὐτό συνέβει πολλές φορές στήν Παναγία. Ὅταν ἔφυγαν μέ ἀγωνία στήν Αἴγυπτο, γιά νά ἀποφύγουν τά μαχαίρια τοῦ Ἡρώδη, ὅταν τόν κατηγοροῦσαν συνέχεια οἱ φαρισαῖοι. Ὅμως κυρίως καί πρό πάντων πόνεσε ἡ Παναγία, ὅταν εἶδε τόν Χριστό ἐπάνω στό σταυρό. Τότε ἦταν πού σχίσθηκε ἡ καρδιά της καί ἔγινε κομμάτια.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα. Ὅταν ἐμεῖς συναντοῦμε  προβλήματα καί θλίψεις στή ζωή μας μή παραπονούμεθα, μή γογγύζουμε καί δυσανασχετοῦμε. Πιό πολύ καί ἐντελῶς ἄδικα πόνεσε καί πικράθηκε ἡ Παναγία. Ἐμεῖς, ἄν δυσκολευώμαστε, γίνεται ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἡ ἁμαρτία, πού διαπράττουμε, ἔχει μέσα της τό δηλητηριῶδες κεντρί τοῦ πόνου.
Τέλος ὁ σαραντισμός, πού γίνεται σήμερα, ἔχει ἀρχή καί βάση τήν ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου. Εἶναι καθαρισμός τῆς γυναίκας καί εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Σαράντα ἡμέρες μετά πού θά γεννήσει ἡ μητέρα καί ἀφοῦ καθαρίσει ἀπό τά κατάλοιπα τῆς γέννας, καθαρή καί λουσμένη παίρνει τό παιδί καί τό πηγαίνει στήν Ἐκκλησία, γιά νά τό προσφέρει στό Θεό. Ἐμεῖς τό προσφέρουμε στό Θεό, ἀλλά ὁ Ἱερεύς μᾶς τό δίνει πάλι πίσω, γιά νά τό μεγαλώσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ὅποιος δέν τό κάνει, θά εἶναι ὑπεύθυνος καί ὑπόλογος στό θεό. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι αὐτούς τούς γονεῖς σάν ἐγκληματίες θά τούς καταδικάσει ὁ Θεός. Μή λησμονοῦμε, ὅτι εἴμαστε συνεργοί Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Συνεργοί καί στήν γέννηση νέων ἀνθρώπων, ἀλλά συνεργοί καί στήν καλή διαπαιδαγώγηση.
Ἀφοῦ ἐτέλεσαν ὅλα ὅσα προέβλεπε ὁ Νόμος, ἡ Παναγία μέ τόν Χριστό καί τόν Ἰωσήφ γύρισαν πίσω στήν πατρίδα τους. Ἐκεῖ μεγάλωνε καί προέκοπτε σέ ἡλικία καί σοφία καί σιγά-σιγά, ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία, φαινόταν ἡ σοφία πού ὁ Χριστός εἶχε. Ἔτσι πρέπει κι᾿ ἐμεῖς νά ζοῦμε, πάντοτε σύμφωνα μέ τό θεῖο θέλημα. Νά προκόπτουμε πνευματικά, νά φτάσουμε στό μέτρο ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Μή συγκρίνουμε τούς ἑαυτούς μας μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν εἶναι τό μέτρο μας αὐτοί.
Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, ἐάν συγκρίνω τόν ἑαυτό μου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, νομίζω πώς κάτι εἶμαι καί αὐτό μέ ἀναπαύει. Ἄν ὅμως συγκρίνω τόν ἑαυτό μου μέ τούς ἁγίους ἤ μέ τόν Χριστό, τότε διαπιστώνω, ὅτι εἶμαι τενεκές.
Νά κοιτάξουμε λοιπόν νά προοδεύσουμε κατά Θεόν, γιά νά ἐπιστρέψουμε στήν ἀληθινή πατρίδα μας, πού εἶναι ὁ οὐρανός. Ἀμήν.-
ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ

Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου

 Εἶναι γιὰ μένα χαρὰ πού βρίσκομαι πάλι ἀνάμεσά σας καί συλλειτουργῶ μαζί σας. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ πού ὁρίσθηκε ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας σήμερα, τὴν ἡμέρα τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ στὴν πραγματικότητα τὴν ἑορτή τῆς βασιλικῆς Ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ «παράσταση» τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἡ ἱερουργία τῆς σωτηρίας μας, ἀρχίζει ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ. Τὴν τελευταία φορὰ πού μὲ προσκαλέσατε στὸ συνέδριο τῶν κληρικῶν σας, μιλήσαμε γιὰ τὴ διπλὴ παράσταση τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς δικαίωσε τοὺς ἀνθρώπους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀληθινὸ καὶ τέλειο ὑπόδειγμά Του. Καὶ ἐμεῖς ἂν τὸ ἀκολουθήσουμε, ὄχι ἁπλῶς δὲν θὰ καταισχυνθοῦμε ποτέ, ἀλλά θὰ γίνουμε δεκτοὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς υἱοί Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς δικαίωσε ἐπίσης τὸν Θεὸ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, διότι μᾶς ἀγάπησε εἰς τέλος, ἕως θανάτου, καί μὲ αὐτό τὸν τρόπο ἐργάσθηκε τὴ σωτηρία μας. Ἀλλὰ ἡ παράστασή Του συνιστᾶ ἀκόμη τὴν ἔναρξη τῆς ἐμφανίσεως τῆς ἱερωσύνης Του, γεγονὸς πολὺ σημαντικὸ γιὰ μᾶς πού μετέχουμε σὲ αὐτήν. Ὑπάρχει μία μόνο ἱερωσύνη, τὸ βασίλειο ἱεράτευμα τοῦ Κυρίου, πού εἶναι κλῆρος ὅλων τῶν χριστιανῶν· ἐμεῖς ὅμως, ὡς χειροτονημένοι ἱερεῖς, ἔχουμε διπλὴ μετοχή.

Θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ γιὰ λίγο σὲ ἐκείνους τούς δύο ἀνθρώπους πού ἦταν στὸν ναὸ καὶ ὑποδέχθηκαν τὸν Χριστό: τὸν ἅγιο Συμεών, ἄνθρωπο «δίκαιο καὶ εὐλαβῆ», ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Γραφή, καὶ τὴν προφήτιδα Ἄννα. Καί οἱ δύο ἦταν περασμένης ἡλικίας, ἀλλά διατηροῦσαν στὴν καρδιὰ τους πολὺ ἰσχυρὴ τὴν προσδοκία γιὰ τὴν ἐπερχόμενη λύτρωση, προσμένοντας τὴν ἄφθαρτη «παράκληση τοῦ Ἰσραήλ», πού ἦταν ὁ Χριστὸς (Λουκ. 2, 25). αὐτό σημαίνει ὅτι ἀναζωπύρωναν μέσα στὴν καρδιὰ τους ἀδιάλειπτα τὸ προφητικὸ χάρισμα, ἔχοντας γίνει μέτοχοι τοῦ προφητικοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἐπίσης προφητικὸ χάρισμα, τὸ ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ ἀνανεώνουμε μέσα μας συνεχῶς, γιὰ νὰ τὸ κρατήσουμε ζωντανὸ μέχρι τέλους. Καὶ αὐτό ἐξασφαλίζεται, ἂν πάντοτε διαφυλάττουμε ζέουσα στὴν καρδιά μας τὴν ἄφθαρτη παράκληση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ἡ παρηγοριὰ αὐτή ἀφθονεῖ στὴν καρδιά, μποροῦμε νὰ παρηγοροῦμε ἄλλους, τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, πού προσέρχεται σέ μᾶς. Οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι, ὁ Συμεὼν καί ἡ Ἄννα, ἀποτελοῦν παραδείγματα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μὲ προφητικὸ τρόπο ἔλαβαν μερίδα ἀπὸ τὸ βασίλειο ἱεράτευμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προσδοκία τους ἦταν μεγάλη. Περίμεναν τὴν παράκληση τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως καί ἐμεῖς ἄλλωστε, ὁ λαὸς τοῦ Νέου Ἰσραήλ, προσμένουμε τὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς δευτέρας ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου.

Ὁ Κύριος «ἔκλινε τοὺς οὐρανούς καὶ κατέβη», καί ἡ ἐν σαρκί ἔλευσή Του στὴ γῆ συνιστᾶ συγχρόνως τὴν προφητεία γιὰ τὴ δεύτερη ἔλευσή Του. Γι’ αὐτό τὸν λόγο, ὅσοι ἀγάπησαν τὴν ἐν σαρκί ἐπιφάνειά Του ζοῦν μὲ ἄσβεστη δίψα γιὰ τὴ δεύτερη ἔλευσή Του ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός Του. Δὲν ζοῦν ἁπλῶς μὲ ἔντονη προσμονή, ἀλλά τέτοιος εἶναι ὁ πόθος τους νὰ συναντήσουν τὸν Κύριο, πού μᾶλλον σπεύδουν πρὸς αὐτήν.

Ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε, ἀποτέλεσε τὸ ἀντιλεγόμενο «σημεῖο» τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τὶς ἐρχόμενες γενεές, ὅπως λέει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο (Λουκ. 2, 34). Δηλαδή, δὲν χωρεῖ οὐδετερότητα στὴ στάση μας ἀπέναντί Του. Συνεπῶς, ἂν παραδοθοῦμε σὲ Αὐτόν μὲ ταπεινὴ ἀγάπη, θὰ μᾶς σκεπάσει ἁπλώνοντας πάνω μας τὴ μεσσιανική Του ἐξουσία. Θὰ Τὸν φέρουμε μέσα μας ψάλλοντας ἐπινίκιο ὕμνο, ὅπως ἔκανε ὁ δίκαιος πρεσβύτης Συμεών. Ἂν ὅμως ἐπιτρέψουμε στὰ μακρὰ ἔτη τῆς ζωῆς μας νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τὶς καρδιές μας τὴν ἐλπίδα μιᾶς τόσο μεγαλειώδους ἀπολυτρώσεως, θὰ καταλήξουμε σὲ τραγικὸ ναυάγιο. Ἂν ἡ αἰωνιότητα πάψει νὰ ἀποτελεῖ τὴν ἀποκλειστικὴ καὶ μοναδικὴ ἔμπνευσή μας, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ὁποίας ἡ ἐπίγεια ὕπαρξή μας πραγματώνεται ἐπάξια, θὰ συμμορφωθοῦμε ἀναπόφευκτα μὲ τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τοῦ πεπτωκότος κόσμου πού μᾶς περιβάλλει. Σὲ αὐτό ἔγκειται φυσικὰ καὶ ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας.

Ὁ Κύριός μας ἐμπιστεύθηκε ἱερὴ παρακαταθήκη, τὴν ὁποία φυλάσσουμε μὲ πίστη, καί περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ τοῦ τὴν παρουσιάσουμε ἀμόλυντη τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅταν θὰ ἔλθει πάλι νὰ κρίνει τὸν κόσμο μὲ δικαιοσύνη καὶ ἀγαθότητα. Ὅπως προαναφέραμε, δὲν χωρεῖ οὐδετερότητα στάσεως. Ἂν τοῦ παραδοθοῦμε, θὰ ψάλουμε καί ἐμεῖς ἐπινίκιο ὕμνο, ὅπως ὁ δίκαιος Συμεών, διότι δὲν θὰ ὑπάρξει μεγαλειωδέστερη ἡμέρα ἀπὸ ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία θὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο, τὸν Δεσπότη καί Λυτρωτή μας. Ἡ μεγάλη αὐτή ἐλπίδα διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν καρδιά μας, παρὰ τὰ παθήματα τῆς ἱερωσύνης. Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι εἴμαστε μέτοχοι τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἡ ἱερωσύνη Του στὸν κόσμο αὐτό ἦταν διακονία ὀδύνης καὶ παθημάτων. Γι’ αὐτό ἂς μὴν ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ ὀλιγοψυχήσει στὶς δοκιμασίες καί στὶς θλίψεις, ἀλλά μᾶλλον ἂς ἀνανεώνουμε τὴν προσδοκία μας μέσῳ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς λατρείας. Τότε τὸ χάρισμα πού μᾶς ἀπένειμε ὁ Κύριος κατὰ τὴ χειροτονία μας θὰ ἀναζωογονεῖ συνεχῶς τὴν καρδιά μας καὶ θὰ τὴν ἑδραιώνει σταθερὰ στὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.

Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦμε τώρα, ὅσο ὄμορφος καὶ ἑλκυστικὸς καὶ ἂν εἶναι, ὁμοιάζει μὲ παραπέτασμα πού μᾶς χωρίζει τόσο ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ σκότους. Ὑπάρχουν ὡστόσο φορές, πού ἡ σκιὰ ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ σκότους ἁπλώνεται πάνω μας ἀπειλητικά. Ἄλλοτε πάλι δεχόμαστε τὶς λαμπερὲς ἀκτίνες τῆς Βασιλείας τοῦ Φωτός, οἱ ὁποῖες μᾶς παρηγοροῦν καὶ μᾶς συντηροῦν. Ὀφείλουμε ἁπλῶς νὰ φυλάξουμε τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά μας, οὕτως ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ σταθοῦμε ἀκλόνητοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη πού ὁ Κύριος θὰ σαλεύσει οὐρανό καὶ γῆ. Τότε ὅλα τὰ κτιστὰ θὰ παρέλθουν, καὶ μόνο ὅσα σφραγίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἄκτιστη χάρη τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως θὰ παραμείνουν αἰώνια.

Ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του ὁ Κύριος εἶπε: «Νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν 12, 31). Καθὼς κρεμόταν πάνω στὸν Σταυρό, ὁ κόσμος πράγματι κρινόταν. Ἐκεῖνος σιωποῦσε, ἀλλά ὅλη ἡ κτίση Τοῦ δάνεισε τὴ φωνή της. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἥλιος σκοτίσθηκε, οἱ πέτρες ράγισαν καὶ τὰ μνημεῖα τῶν κεκοιμημένων ἀνοίχθηκαν. Καί ὅλοι οἱ παρόντες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν τὸ φῶς τῆς χάριτός Του στὴν καρδιά τους, «τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον». Δέν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὴ σκηνὴ τῆς Σταυρώσεώς Του. Οἱ μοναδικοὶ δύο ἄνθρωποι, πού ἀποδείχθηκαν ἱκανοὶ νὰ σταθοῦν στὰ πόδια τοῦ Σταυροῦ, ἦταν ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Διότι Αὐτὸς πού ἦταν νεκρὸς πάνω στὸν Σταυρὸ ἦταν ζωντανὸς μέσα στὶς καρδιές τους, καὶ Αὐτός ἦταν πού τοὺς ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ στέκονται ἀσάλευτοι τὴ φοβερὴ ἐκείνη ὥρα, παρόλο πού ἀσφαλῶς ἦταν βυθισμένοι σὲ μεγάλη ὀδύνη.

Ἂν καί ἐμεῖς ἀγαπήσαμε τὴν πρώτη ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποθησαυρίζουμε τὸ χάρισμα πού μᾶς χορηγήθηκε, θαυμαστὸ φῶς θὰ λάμψει στὶς καρδιὲς μας ἐμπνέοντας τὴν ἐλπίδα καί προσδοκία τῆς δευτέρας ἐλεύσεώς Του. Τὸ φῶς αὐτό, ἀκόμη καί ἂν φαίνεται τώρα ἀμυδρό, θὰ ἀποβεῖ θυρίδα γιὰ τὴν ἀτελεύτητη Βασιλεία τοῦ Φωτός, ὅταν ὁ Κύριος ξαναέλθει ἐν δόξῃ. Καὶ τότε, μαζὶ μὲ ὅλους τούς Ἁγίους καὶ τὸν δίκαιο Συμεών, θὰ ψάλουμε τὸν ἐπινίκιο ὕμνο: «Εὐλογημένος ὁ ἐλθών καὶ πάλιν ἐρχόμενος ἐν Ὀνόματι Κυρίου». Ἀμήν.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ´ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ

῾Νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν...᾽
(Κολ. 3, 8)

α. Μία σειρά προτροπῶν γιά τό τί δέν πρέπει νά κάνει ὁ χριστιανός ἀκοῦμε στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μία σειρά ἀπό ῾μή᾽ καί ῾δέν πρέπει᾽, πού ἄν δέν τά δεῖ κανείς μέσα στό πλαίσιο πού τά θέτει ὁ ἀπόστολος, ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά τά παρεξηγήσει. Γιατί συχνά ἀκοῦμε καί διαβάζουμε ὅτι ἡ χριστιανική πίστη δέν ἔχει ῾μή᾽. Δέν εἶναι πορεία ἄρνησης. Εἶναι πολύ περισσότερο θέση, δηλαδή πορεία πρός τά ἐμπρός πάνω στά ἴχνη τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. Καί πράγματι ἔτσι εἶναι: τά ῾μή᾽ καί τά ῾δέν πρέπει᾽ θεωροῦνται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ.  Ὅταν πορεύομαι μαζί μέ τόν Χριστό πάνω στόν δρόμο πού εἶναι ἡ ζωή Του, κατ᾽ ἀνάγκην θά ἀπαμακρυνθῶ ἀπό ὅ,τι εἶναι ἀλλότριο τῆς ζωῆς αὐτῆς. ῾Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν᾽. Λοιπόν, βγάλτε καί πετάξτε ἀπό πάνω σας κι ἐσεῖς, σάν ἀκάθαρτο ἔνδυμα, ὅλα τά κακά: τήν ὀργή, τόν θυμό... ῾Νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν...᾽.

β. 1. Ποιό εἶναι τό πλαίσιο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, μέσα στό ὁποῖο, κατά τόν ἀπόστολο, δέν μπορεῖ νά χωράει ὁποιαδήποτε κακία, μέ πρῶτα τήν ὀργή καί τόν θυμό; Μᾶς τό λέει ὁ ἀπόστολος καί στή συγκεκριμένη ἐπιστολή του ἀλλά καί στίς ἄλλες, δείγμα τοῦ πόσο θεμελιακό θεωρεῖται τοῦτο γιά τόν πιστό: ὁ ἄνθρωπος ἀφότου ἔγινε χριστιανός διά τοῦ βαπτίσματος, ντύθηκε τόν Χριστό - ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽ - ἔγινε δηλαδή Χριστός καί ὁ ἴδιος , ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ μία ἄλλη δική Του παρουσία στόν κόσμο· συνεπῶς ἐνσωματωμένος στόν Χριστό καλεῖται νά ἐπιβεβαιώνει κάθε στιγμή τή ζωή ᾽Εκείνου. ῾᾽Απεθάνετε γάρ᾽, εἶπε στούς Κολασσαεῖς μόλις πρίν τούς δώσει τίς ῾κανονιστικές᾽ ἀρνητικές ἐντολές, ῾καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ᾽. Δηλαδή: Μέ τό ἅγιο βάπτισμα πεθάνατε μυστηριακά μαζί μέ τά παλαιά καί γήινα φρονήματά σας. Καί ἡ θεία χάρη σᾶς ἔδωσε νέα ζωή, ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένη μαζί μέ τόν Χριστό μέσα στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ. Καί παρακάτω: τούς τονίζει νά μή λένε ψέματα μεταξύ τους, γιατί ξεντύθηκαν τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καί ντύθηκαν τόν καινούργιο πού συνεχῶς ἀνανεώνεται κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ Χριστοῦ. ῾Μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν᾽. ῾Ως ῾ἄλλος Χριστός᾽ λοιπόν ὁ χριστιανός μετά τό βάπτισμά του δέν μπορεῖ νά ἐπανέρχεται στήν προ-χριστιανική ἐποχή του, νά ζεῖ δηλαδή μέ κακία, μέ ὀργή καί θυμό.

2. Ἡ χαρισματική αὐτή πραγματικότητα: νά εἶναι κανείς μέλος Χριστοῦ, ἡ ὁποία συνιστᾶ ὅ,τι πιό καίριο καί οὐσιαστικό στήν πίστη μας, εἶναι κρυμμένη ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος. Βιώνεται ἐσωτερικά στό βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου - ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι᾽ λέει ὁ Κύριος – γι᾽ αὐτό καί ὁ ἐν αἰσθήσει χριστιανός ἀφενός εἶναι στραμμένος πρός τόν ἐσωτερικό του κόσμο γιά τήν εὕρεση καί τή βίωση τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ,  ἀφετέρου προσδοκᾶ  τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ στή Δευτέρα Του Παρουσία προκειμένου τότε μαζί μέ ᾽Εκεῖνον νά φανερωθεῖ καί ὁ ἴδιος ὡς μέλος Του  ἐν δόξῃ. ῾῞Οταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ὑμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ᾽.
Μέχρι τότε ὅμως, παρ᾽ ὅλη τήν κεκρυμμένη δόξα τῆς χάρης ἀπό τόν ἐνδεδυμένο ἀπό αὐτόν Χριστό, βρίσκεται ὁ πιστός στόν κόσμο τοῦτο  ὅπως ὁ Κύριος στήν πρώτη Του παρουσία: ταπεινός καί ἄδοξος ἐξωτερικά,  μέ θλίψεις καί δοκιμασίες, ἀλλά καί μέ ἀγώνα νά ἐνεργοποιεῖ τή δοσμένη σ᾽ αὐτόν χάρη τοῦ βαπτίσματος, ἡ ὁποία κινδυνεύει ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀπολεσθεῖ, ἄν δέν προσέξει καί χαλαρώσει τόν πνευματικό του ἀγώνα. ῾Ο πονηρός καιροφυλακτεῖ, ὡς γνωστόν, ῾ὡς λέων ὠρυόμενος᾽, νά διαρπάσει αὐτό πού ἀνήκει στόν Κύριο, τόν ἄνθρωπο, γι᾽ αὐτό καί δέν χωρεῖ στήν πορεία τοῦ χριστιανοῦ χαλάρωση καί λησμοσύνη.

3. Μακριά λοιπόν – φωνάζει ὁ ἀπόστολος - ἀπό κάθε κακία, καί μάλιστα τήν ὀργή καί τόν θυμό. Εἴμαστε ντυμένοι τόν Χριστό, συνιστοῦμε μέλη Του, εἴμαστε προορισμένοι νά μετάσχουμε στήν πληρότητα τῆς δόξας τῆς Βασιλείας Του, γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά ἐπανερχόμαστε στά πρό Χριστοῦ πάθη μας. ᾽Επικεντρώνει μάλιστα ὁ ἅγιος Παῦλος πρῶτα ἀπό ὅλα στήν ὀργή καί τόν θυμό, διότι γνωρίζει ὅτι ἡ ἔξαψη τοῦ θυμικοῦ στόν ἄνθρωπο ταράζει καί τό λογιστικό του - ὁ ταραγμένος συναισθηματικά ἄνθρωπος δέν σκέφτεται καί σωστά: γίνεται ῾ἔξω φρενῶν᾽ - ἐνῶ ἡ ἔξαψη αὐτή τῆς ὀργῆς προϋποθέτει συνήθως ἐπιθυμίες μή σύμφωνες πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἐμπαθής ἁμαρτωλή ἐπιθυμία: γιά ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας ἤ τῆς φιλαργυρίας ἤ τῆς φιλοδοξίας, προκαλεῖ ταραχή τῶν συναισθημάτων καί θόλωση τῆς διανοίας. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι δεδομένο: ὁ ἡγεμών νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καί βαπτισμένου,  χάνει τήν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ λόγω τοῦ ἐγωιστικοῦ φρονήματός του, μένει μόνος καί μετέωρος μέσα στά πάθη του, ἕρμαιο κυριολεκτικά τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου.  ῾᾽Ανήρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων᾽, σημειώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ταυτοχρόνως βεβαιώνει ὅτι ὁ Κύριος ἐπιβλέπει ῾ἐπί τόν πρᾶον καί ἡσύχιον, καί τρέμοντα τούς λόγους αὐτοῦ᾽.

4. Πῶς μπορεῖ λοιπόν κανείς νά ξεπεράσει τά πάθη αὐτά, τήν ὀργή καί τόν θυμό; Πῶς μπορεῖ νά διακρατηθεῖ στή χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματός του; ῎Οχι βεβαίως ῾νεκρώνοντας᾽ τόν θυμό ὡς δύναμη τῆς καρδιᾶς – ὁ θυμός κατά τήν πίστη μας ἀποτελεῖ τήν κινητήρια δύναμη γιά νά πορευτεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν δρόμο τῆς ἁγιότητας: πρόκειται γιά τήν ἀρετή τῆς ἀνδρείας πού λένε οἱ ἅγιοί μας - ἀλλά στρέφοντάς τον ἐκεῖ πού εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στήν ταπεινή ἀγάπη.  ῞Οσο κανείς θά ὑπενθυμίζει στόν ἑαυτό του ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο εἶναι ἡ προτεραιότητα τοῦ χριστιανοῦ, ὅσο θά κινητοποιεῖ τή βούλησή του σέ ἔμπονη προσευχή καί σέ διακονία τοῦ πλησίον του, τόσο καί θά βλέπει ὅτι τό πάθος τῆς ὀργῆς θά μειώνεται καί θά μορφοποιεῖται σέ ὀργή μόνον κατά τῆς κακίας καί κατά τοῦ ἀρχεκάκου δαίμονος.

5. ῾Η πορεία μάλιστα αὐτή τῆς ἀοργησίας ὡς πορεία τῆς ἀγάπης περνᾶ καί ἀπό ὁρισμένα στάδια πού μᾶς τά ἔχουν ἐπισημάνει οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, σάν τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τῆς Κλίμακος. Τί μᾶς διδάσκει ὁ μεγάλος αὐτός ἀσκητικός διδάσκαλος ἐπί τοῦ θέματος; Πρῶτο στάδιο τῆς ἀοργησίας, μᾶς λέει, εἶναι νά σιωποῦν τά χείλη μας, ὅταν ἡ καρδιά μας εἶναι πολύ ταραγμένη. Μπορεῖ δηλαδή κανείς νά σκέφτεται ἄσχημα γιά τόν ἄλλον, παλεύει ὅμως νά μή βγεῖ κακός καί ὑβριστικός λόγος γι᾽ αὐτόν. Τότε ἔρχεται στό δεύτερο στάδιο: νά σιωποῦν οἱ λογισμοί του, ἔστω κι ἄν ἀκόμη εἶναι ἐλαφρῶς ταραγμένη ἡ διάνοια. ᾽Ελέγχει τούς λογισμούς του καί δέν σκέπτεται κάτι ἄσχημο γιά τόν συνάνθρωπό του, ὁ ὁποῖος γιά διαφόρους λόγους τόν ἐξόργισε. Κι ὅταν κι αὐτό μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τό κατορθώσει, τότε φθάνει καί στήν τελειότητα: ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει κι ὅ,τι ταραχή μπορεῖ νά ὑπάρχει, ὁ πιστός εἶναι μέσα του γαληνεμένος κρατώντας τήν ἀληθινή ἀγάπη.
Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ ὁσίου: ῾᾽Αρχή ἀοργησίας, σιωπή χειλέων ἐν σφοδρᾷ ταραχῇ καρδίας· μεσότης, σιωπή λογισμῶν ἐν ψιλῇ ταραχῇ διανοίας· τέλος δέ, πεπηγμένη γαλήνη ἐν πνοῇ ἀνέμων ἀκαθάρτων᾽.

γ. Μακάρι νά ἀποδυόμαστε πάντοτε στόν ἀγώνα αὐτόν τῆς ἀοργησίας καί τοῦ ἐλέγχου τοῦ ἐμπαθοῦς θυμοῦ. Μέσα σ᾽ ἕναν κόσμο πού ἔχουν περισσέψει δυστυχῶς τά νεῦρα καί ἡ ὀργή – δείγμα τῆς μεγάλης ἐπήρειας σ᾽ αὐτόν τοῦ πονηροῦ - ἕνας τέτοιος ἀγώνας θά φανέρωνε πολύ ἁπτά καί ἄμεσα ὅτι ζοῦμε τό ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματός μας, τόν ἴδιο τόν Χριστό, καί φανερώνουμε Αὐτόν μέ τόν πυρήνα τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας Του, τήν ἀγάπη. Αὐτό θά συνιστοῦσε καί τή μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά μας.
 ΟΥΔΕΙΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΕΡΓΕΤΗΘΕΝΤΑ ΑΧΑΡΙΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά ΙΖ' 12-19)
ΟΥΔΕΙΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΕΡΓΕΤΗΘΕΝΤΑ ΑΧΑΡΙΣΤΟΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ' ΛΟΥΚΑ
(Λουκά ΙΖ' 12-19)

Όχι μόνο μας αποκαλύπτει τις μεγάλες αλήθειες της Πίστεώς μας το Ιερό Ευαγγέλιο, αλλά ταυτοχρόνως φωτίζει και όλες τις πλευρές της ζωής μας.
Φέρει στην επιφάνεια ακόμα και όσα αρνητικά κρύπτονται κάτω από μια κρούστα κοινωνικού καθωσπρεπισμού, ή τι πραγματικά συμβαίνει όταν ξεχειλίζει μια ανάρμοστη συμπεριφορά.
Αυτό ακριβώς βλέπουμε να πραγματοποιείται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής της ΙΒ' Λουκά, όπου συμπίπτει και η μνήμη του Μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας μας, του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού.
Όλοι σχεδόν γνωρίζουμε το θαύμα της θεραπείας των δέκα λεπρών. Και όλοι λυπούμαστε από το θλιβερό γεγονός που παρεμβάλλεται. Το γεγονός της αχαριστίας των εννέα από αυτούς, και μάλιστα Ιουδαίων. Αυτός δεν είναι και ο λόγος που δικαίως ο Κύριος διατύπωσε το παράπονό του «ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν;» ερώτησε, «Οι δε εννέα πού;». Δεν έπρεπε να επιστρέψουν και αυτοί, για να δοξάσουν τον Θεό, όπως επέστρεψε και ο ένας μόνο, «ο αλλογενής», ο Σαμαρείτης;
Αχαριστία λοιπόν. Αυτό είναι το αγκάθι που εάν δεν προσέξει ο άνθρωπος, είναι δυνατόν να φυτρώσει στην ψυχή και να καταστρέψει πρωτίστως τη σχέση με τον ίδιο τον Θεό, αλλάταυτοχρόνως να καταπνίξει και τις σχέσεις με τον αδελφό.
Το ότι βεβαίως ο Ίδιος ο Κύριος επισημαίνει το καρκίνωμα αυτό στην εν γένει συμπεριφορά, αλλά και το ότι οι Άγιοι που έχουν Χριστοποιηθεί, κάνουν λόγο για το επικίνδυνο αυτό σύμπτωμα που καταντά βαριά ασθένεια, τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει να απασχολήσει κι εμάς. Να δούμε τι ακριβώς είναι η αχαριστία και στη συνέχεια πώς θεραπεύεται.
Και πριν απ' όλα να τονίσουμε πως ο αχάριστος άνθρωπος, είναι και εμφανίζεται πάντοτε διπλά αχάριστος. Αρνείται να εκφράσει την ευχαριστία του προς τον Θεό, ο οποίος «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. Ε' 45), και επιπλέον δένεται η γλώσσα του μπροστά στον άνθρωπο που τον βοήθησε ποικιλοτρόπως.
Επομένως, η αχαριστία με την εμφάνισή της γεννά την αδικία. Την μεγάλη αυτή κατάρα που σε κάθε εποχή μαστίζει την κοινωνία. Όσο δε κι αν αυτό ακούγεται ως υπερβολή, είναι όμως πραγματικότητα και τούτο διότι, εφ' όσον έχεις δεχθεί ευεργεσίες, είναι απολύτως δίκαιο να ευχαριστήσεις και να δείξεις την ευγνωμοσύνη σου, την οποία υπαγορεύει η χριστιανική και όχι μόνο συμπεριφορά.
Εάν δεν συμβεί αυτό, τότε πράγματι ο άνθρωπος ξεπέφτει στην αδικία. Ο Θεόπνευστος λόγος της Γραφής, σε μια μικρή φράση συμπυκνώνει όλη αυτή την πραγματικότητα που κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί την αιώνια ευγνωμοσύνη του έναντι του Θεού: «τι έχεις ο ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;» (Α' Κορ. Δ' 7). Δηλ. ποιο χάρισμα έχεις το οποίο δεν έλαβες από τον Θεό; Όλα από το Θεό τα έχεις. Και εάν κάθε τι που έχεις το πήρες από το Θεό, γιατί λοιπόν καυχιέσαι σαν να μην πήρες τίποτε;
Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστική η φράση του Αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου, ο οποίος προφανώς είχε πικρή εμπειρία από τέτοιου είδους συμπεριφορές, όταν έλεγε: «ουδείς χειρότερος εχθρός από τον ευεργετηθέντα αχάριστο».
Μάλιστα, έτσι δείχνει η ίδια η πραγματικότητα. Η μικρή κορυφή που φαίνεται λίγο επάνω από την επιφάνεια της ήρεμης ίσως προσωπικότητας, κρύπτει όγκο ολόκληρο αρνητικών προδιαγραφών και παγιωμένων ψυχικών και κοινωνικών συμπεριφορών.
Και το πράγμα γίνεται έτι πλέον δραματικό γι΄ αυτόν που έχει βραχυκυκλωθεί στην κακία αυτής της αχαριστίας, Όταν ο ίδιος έχει βοηθηθεί, προωθηθεί και ευεργετηθεί από ανθρώπους της Εκκλησίας. Εκεί πλέον τα πράγματα είναι όντως τραγικά, αφού στο χώρο της Χάριτος, οι σχισμές και τα τραύματα φωτίζονται θέλοντας και μη, με αποτέλεσμα να δείχνουν καθ' υπερβολήν την ασχήμια της πληγής και ν' αποκαλύπτουν την αποφορά της πυορροούσης καρδίας.
Και ναι μεν, αυτή είναι η ασθένεια και η πληγή, με τόσες άλλες παραμέτρους, που ενδεχομένως ο κάθε ένας να έχει υπόψιν του.
Ας περάσουμε όμως τώρα να δούμε και την θεραπεία του πάθους. Να δούμε το πώς θα επανέλθει η υγεία στην προσβεβλημένη από την νόσο, άρρωστη ψυχή.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Το πρώτο και βασικό είναι να καταστεί κατανοητόν και να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι η αχαριστία και η αγνωμοσύνη είναι μια εντελώς αφύσικη, παράλογη και καθαρώς αντιχριστιανική συμπεριφορά.
Ταυτοχρόνως δε να έχουμε συνεχώς στο νου μας ότι ο ίδιος ο Θεός καταδικάζει την αχαριστία. Και όταν ο Θεάνθρωπος πονά για την συμπεριφορά αυτή και την στιγματίζει στον λόγο Του, τότε τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά.
Χρειάζεται όμως και κάτι που είναι το ίδιο σημαντικό. Και αυτό ονομάζεται συστηματική προσπάθεια, στο να κρατούμε στην διάνοια και κυρίως στην καρδιά τις ποικίλες, αναρίθμητες και σκανδαλωδώς επαναλαμβανόμενες ευεργεσίες του Τριαδικού Θεού προς εμάς.
Όταν με τη Χάρη του Θεού γίνει αυτό, τότε, φυσικώ τω τρόπω θα αισθανόμαστε και τις ευεργεσίες των ανθρώπων, των αδελφών μας. Τότε όντως θα γίνει το ευχάριστο και ευλογημένο. Θα ανοίξουν οι οφθαλμοί της καρδιάς μας και θα δούμε ότι όσο κι αν έχουμε πληγωθεί από κάποιους ανθρώπους, αυτοί που μας αγαπούν και ενδιαφέρονται για εμάς είναι πολλοί περισσότεροι από όσους νομίζουμε. Είναι πολύ μεγαλύτερος ο κύκλος των αδερφών μας που ειλικρινώς ενδιαφέρονται και πονούν για εμάς, παρά αυτοί που φανταζόμαστε ότι δήθεν μας αποστρέφονται.
Όσο δε περισσότερο γλυκασμό στην ψυχή μας σταλάζει η χάρις της ευχαριστίας μας προς τους αδελφούς, τόσο και περισσότερο θα αυξάνει η ευγνωμοσύνη μας προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έτσι, τώρα ο πιστός ευαισθητοποιείται στην σωστή έννοια και κατάσταση της ευαισθησίας και οι ψυχικές του κεραίες συλλαμβάνουν ακόμα και τις μικρές αφορμές για να ξεδιπλώσουν τους ύμνους ευχαριστίας και ν' ανταποδώσουν την αγάπη προς τους ομοιοπαθείς μας αδελφούς.
Τι να πούμε αδελφοί μου πρώτο και τι ν' αφήσουμε δεύτερο για το θέμα αυτό. Το βέβαιο είναι ότι η ύπαρξή μας θα πρέπει να ξεχειλίζει από το άρωμα της ευγνωμοσύνης!
Σε ποια, αλήθεια, από τις ευεργεσίες του Θεού να σταθούμε; Στην άφεση των αμαρτιών, που μας χαρίζει διά του Σώματος και του Αίματός του και που διά του Ιερωτάτου μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας μας προσφέρει; Στην Σταυρική του Θυσία ή στο μεγάλο μυστήριο της Θείας ενανθρωπήσεως και στην Ταπείνωση της Βαπτίσεώς Του υπό του Ιωάννου στα Ιορδάνια νάματα;
Αδελφοί μου, οι δέκα ταλαίπωροι λεπροί, απαλλάχθηκαν από την φοβερή ασθένεια της λέπρας. Ας προσέξουμε όμως διότι υφίσταται μια άλλη πολύ χειρότερη λέπρα που ονομάζεται αχαριστία και αυτή προσβάλλει όχι το σώμα που θεραπεύεται, αλλά την αθάνατη ψυχή μας.
Οπωσδήποτε, το να προλαμβάνει κανείς, είναι σοφότερο από το να θεραπεύει. Αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία οι ακτινογραφίες του Ευαγγελικού μας Αναγνώσματος, δείξουν προσβολή από την νόσο της αχαριστίας και πάλι δεν χρειάζεται να μας καταλάβει σύγχυση και πανικός.
Η μέθοδος της θεραπείας μέσω των Ιερών μυστηρίων, της θερμής προσευχής και της Ορθοδόξου Πνευματικότητος, θα επιφέρουν την ευλογημένη θεραπεία και την χαρά της ευχαριστίας. Η δε ευγνωμοσύνη θα μας κάνει ώστε συνεχώς να ανακαλύπτουμε ολοένα και περισσότερο τα ατίμητα δώρα της αγάπης του Θεού.
Επομένως, δεν έχουμε παρά να συνοψίσουμε τώρα μελωδικώς, αυτές τις εκφάνσεις της Θείας Οικονομίας, δοξάζοντας τον ενανθρωπήσαντα Κύριο μας και Θεό μας Ιησούν Χριστόν.
«Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν; Δι ημάς Θεός εν ανθρώποις, δια την καταφθαρείσαν φύσιν ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, προς τους αχαρίστους ο Ευεργέτης, προς τους αιχμαλώτους ο Ελευθερωτής, προς τους εν σκότει καθημένους ο Ήλιος της δικαιοσύνης. Επί τον Σταυρόν ο απαθής, επί τον Άδην το φως, επί τον θάνατον η ζωή, η ανάστασις δια τους πεσόντας, προς ον βοήσωμεν , ο Θεός ημών δόξα Σοι» (Στιχηρό Αίνων του Βαρ. ήχου).

Αμήν


Άρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
 Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιζ΄ 12-19) +Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος

                                                           16 Ἰανουαρίου 1966

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Πολλὲς θεραπεῖες ἀρρώστων ἔκαμε ὁ Κύριος στὰ χρόνια ποὺ κράτησε τὸ δημόσιο ἔργο του ἐδῶ στὴ γῆ. Καὶ ἐκπληρώθηκε τότε ἡ προφητεία ποὺ λέγει πὼς «αὐτὸς πῆρε ἀπάνω του τὶς ἀσθένειές μας καὶ σήκωσε τὶς ἀρρώστιες μας». Καὶ δὲν τὸ λέγει βέβαια ὁ Προφήτης ἐτοῦτο μόνο γιὰ τὶς σωματικές μας ἀρρώστιες, μὰ πιὸ πολὺ καὶ γιὰ τὶς ψυχικές μας ἀσθένειες, γιατί ὁ Κύριος εἶναι τωόντι ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας. Μᾶς λέγει λοιπὸν καὶ σήμερα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸ θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ποὺ ἔκαμε καλά τοὺς δέκα λεπρούς, ὅθεν ἂς ἀκούσουμε τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα πῶς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς ἱστορεῖ ἐτοῦτο τὸ θαῦμα.

Ἐκεῖνον τὸν καιρό, ἐκεῖ ποὺ ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς σὲ κάποιο χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας τους στάθηκαν μακρυά. Αὐτοὶ λοιπὸν ἔβαλαν τὴ φωνή, λέγοντας. Διδάσκαλε Ἰησοῦ, λυπήσου μας. Κι ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τοὺς εἶπε· πηγαίνετε νὰ δείξετε τοὺς ἑαυτούς σας στοὺς ἱερεῖς. Κι ἔγινε κεῖ ποὺ αὐτοὶ ἐπήγαιναν, καθαρίσθηκαν. Κι ἕνας ἀπ' αὐτούς, ὅταν εἶδε ποὺ γιατρεύθηκε, γύρισε δοξάζοντας μὲ φωνὴ μεγάλη τὸ Θεό, κι ἔπεσε μπρούμυτα στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ εὐχαριστώντας τον· κι αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· μὴ καὶ oι δέκα δὲν καθαρίσθηκαν; Μὰ οἱ ἐννέα ποῦ εἶναι; Δὲν βρέθηκαν νὰ γυρίσουν γιὰ νὰ δώσουν δόξα στὸ Θεὸ παρὰ μόνο ἐτοῦτος ὁ ἀλλογενής; Καὶ τοῦ εἶπε· σήκω καὶ πήγαινε· ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε.

Στὰ τελευταῖα παραπάνω λόγια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, φαίνεται σὰν καὶ νὰ παραπονῆται ὁ Ἰησοῦς, μὰ στ' ἀλήθεια ἐλέγχει ὁ Θεὸς τὴν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων. Γιατί oἱ ἐννέα λεπροὶ ἔδειξαν τωόντι μεγάλη ἀχαριστία στὸν εὐεργέτη τους Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ πρέπει βέβαια νὰ εἶχαν κάποια πίστη, μὰ δὲν εἶχαν στὴν ψυχὴ τους αἴσθημα εὐγνωμοσύνης. Εἶχαν πίστη, μὰ δὲν εἶχαν ἀγάπη, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη στὸ βάθος δὲν εἶναι παρὰ ἀγάπη. Καὶ τὸ λέγει καθαρὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος πὼς τίποτα δὲν εἴμαστε, ὅταν δὲν ἔχουμε ἀγάπη κι ἂς ἔχουμε τόση πίστη, ποὺ νὰ μετακινάη καὶ τὰ βουνά.

Καὶ πῶς τὸ ξέρουμε, θὰ πῆς, πὼς οἱ ἐννέα λεπροὶ εἶχαν πίστη; Πρῶτα τοὺς βλέπουμε νὰ φωνάζουν καὶ νὰ παρακαλοῦν γιὰ νὰ τοὺς λυπηθῆ ὁ Χριστός. Αὐτὸ φανερώνει πὼς εἶχαν κάποια πίστη καὶ γι' αὐτὸ παρακαλοῦσαν. Ἡ ἀρρώστια κι ὁ πόνος μαλακώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν πλησιάζουνε στὸ Θεό, ἂν καὶ οἱ δέκα λεπροὶ δὲν ἤξεραν πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Θεός, μὰ τὸν ἔβλεπαν μόνο σὰν ἕναν ἄνθρωπο μὲ θεϊκὴ δύναμη. Ἔπειτα οἱ ἐννέα λεπροί, ὅταν πῆραν τὴν ἐντολὴ νὰ πᾶνε στοὺς Ἱερεῖς, ξεκίνησαν χωρὶς δισταγμὸ καὶ μ' ἐμπιστοσύνη στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐκεῖ ποὺ πήγαιναν εἶδαν πὼς καθαρίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τους. Δὲν θὰ γινότανε λοιπὸν τὸ θαῦμα, ἂν ἦταν καὶ δὲν εἶχαν πίστη. Μὰ εἴπαμε πὼς οἱ ἐννέα λεπροὶ εἶχαν κάποια πίστη, μὰ δὲν ἔδειξαν εὐγνωμοσύνη, ποὺ θὰ πῆ πὼς δὲν εἶχαν ἀγάπη.

Τέτοια λειψὴ πίστη, χριστιανοί μου, ἔχουνε πολλοί. Ὅταν εἶναι στὴν ἀνάγκη, τρέχουνε στὸ Θεὸ καὶ κλαῖνε μὲ θερμὰ δάκρυα καὶ ζητοῦνε τὸ θεῖο ἔλεος. Ὅταν περάση ἡ ἀνάγκη κι ὅταν λάβουνε τὴν εὐεργεσία, τότε ξεχνοῦνε τὸν εὐεργέτη. Κι ὄχι μόνο τὸν ξεχνοῦνε, μὰ καὶ τὸν βλασφημοῦνε καὶ τὸν βρίζουνε. Κι ἀφοῦ τέτοια κάνουν οἱ ἀχάριστοι στὸ Θεό, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα κάνουν καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ λένε πὼς ἔχουν πίστη καὶ δείχνουν πὼς εἶναι καλοὶ χριστιανοί, μὰ σὰν δὲν ἔχουν καλωσύνη κι ἀγάπη καὶ δὲν αἰσθάνονται εὐγνωμοσύνη σὲ κείνους ποὺ τοὺς κάνουνε καλό, δὲν εἶναι τίποτα. Ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν τέτοια λειψὴ πίστη, ποὺ δὲν ξέρει τὴν ἀγάπη καὶ ξεχνάει τὴν εὐγνωμοσύνη, εἶπε πικρὰ λόγια, ὅπως τ' ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο.

Μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅπως καταδίκασε τὴν ἀχαριστία στὸ πρόσωπο τῶν ἐννέα λεπρῶν, ἔτσι κι ἐδικαίωσε τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ ἑνός. Γιατί μέσα στοὺς ἐννέα ἀχάριστους βρέθηκε ἕνας εὐγνώμονας. Νὰ παραδεχθοῦμε τάχα πὼς ἐτούτη εἶναι ἡ ἀναλογία; Πὼς ἕνας στοὺς δέκα βρίσκεται νὰ 'χη εὐγνωμοσύνη κι ἐννέα εἶν' ἀχάριστοι; Ἂς μὴν τὸ ποῦμε αὐτό, μόνο ἂς παραδεχθοῦμε γενικὰ πὼς ἡ ἀρετὴ στὸν κόσμο εἶναι πάντα λιγοστή. Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς πολλοὶ εἶναι οἱ κλητοί, μὰ λίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ποὺ πάει νὰ πῆ πὼς κι οἱ ἀχάριστοι πλεονάζουνε μεταξύ μας, πὼς εἶναι πάντα λιγοστοὶ ὅσοι ἔχουνε μέσα τους αἴσθημα εὐγνωμοσύνης. Καὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, χριστιανοί μου, πὼς ὅπου δὲν ὑπάρχει εὐγνωμοσύνη δὲν θὰ βροῦμε κι ἄλλη καμιὰ ἀπὸ τὶς ἀρετές. Ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι πρωταρχικὴ ἀρετή, εἶναι ἡ ἀρετὴ ποὺ γεννάει μία μία τὶς ἄλλες ἀρετές· ἂν πῆς ὅμως γιὰ τὴν ἀχαριστία, αὐτὴ ὅπου ὑπάρχει παίρνει μαζί της κι ὅλες τὶς ἄλλες κακίες. Νὰ μὴ φοβᾶσαι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει νὰ εὐγνωμονῆ, ἂς εἶναι ξένος, ἂς εἶναι ἀλλόφυλος, ἂς εἶναι κι ἐχθρός. Ἀλλόφυλος ἦταν ὁ Σαμαρείτης κι ὅμως αὐτὸς ἐσώθηκε μέσα στοὺς δέκα λεπροὺς κι ἂς ἦταν οἱ ἄλλοι ἐννέα Ἰουδαῖοι. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε σ' ἐτοῦτο τὸν εὐγνώμονα Σαμαρείτη· «πήγαινε καὶ ἡ πίστις σου σ' ἔκαμε καλά». Μὰ τοῦ εἶπε· «Πήγαινε καὶ ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε». Αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸν εὐγνώμονα Σαμαρείτη κι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς εἶναι πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴ θεραπεία τῆς σωματικῆς του ἀρρώστιας· εἶναι σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Οἱ ἐννέα μόνο ποὺ θεραπεύθηκαν, ὁ ἕνας ἐσώθηκε. Κι ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς τὸν ἔσωσε ἡ πίστη του, ποὺ δὲν ἦταν πίστη λειψή, μὰ πίστη σωστὴ κι ἀληθινή, συνταιριασμένη μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη. Ὁ ἕνας ἐτοῦτος δὲν ἤξερε μόνο νὰ παρακαλῆ μὲ πίστη, μὰ ἤξερε καὶ νὰ πιστεύη μ' εὐγνωμοσύνη. Οἱ ἐννέα βρῆκαν τὸ Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν, μὰ δὲν βρέθηκαν ὕστερα γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν. Οἱ ἐννέα δὲν βρέθηκαν, ὁ ἕνας ἦταν παρών, γιατί ὅπως τὸ εἴπαμε κι ἄλλη φορά, ἡ ἀγάπη εἶναι παρουσία. Ὅποιος ἀγαπᾶ, ὅποιος εὐγνωμονεῖ δὲν χάνεται, μὰ εἶναι πάντα παρών· ἡ πίστη του τὸν ὁδηγάει νὰ βρίσκη τὸ Θεὸ κι ἡ εὐγνωμοσύνη του τὸν φέρνει νὰ βρίσκεται πάντα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Σὲ μιά του ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «Εὐχαριστεῖτε πάντοτε ὑπὲρ πάντων», ποὺ θὰ πῆ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ καὶ πατέρα μας γιὰ ὅλα ποὺ μᾶς δίνει· γιατί ὅλα συνεργοῦνε στὴ σωτηρία μας, φτάνει μόνο ἐμεῖς νὰ ξέρουμε νὰ τὰ δεχθοῦμε. Ἂς ἔχουμε τὸ λοιπὸν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεὸ κι ἂς εἴμαστε καὶ μεταξὺ μας εὐγνώμονες κι ἂς εἶναι πάντα στὰ χείλη μας ἡ δοξολογία τῶν Ἁγίων· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἀμήν.
 Ο ευχαριστιακός τρόπος ζωής. (Κυριακή ΙΒ’ Λουκά)


Την Ευαγγελική περικοπή της θεραπείας των δέκα λεπρών αναφέρει μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς, που ως ιατρός, τη διατήρησε στη μνήμη του. είναι από τα τελευταία θαύματα του Κυρίου. Οι δέκα λεπροί ζητούν το έλεος του Θεού, γιατί εμπιστεύονται και αναθέτουν τον εαυτό τους, την υγεία τους, τη ζωή τους στον Χριστό.  Όταν βρίσκεται ο άνθρωπος σε τέτοιες οδυνηρές καταστάσεις αρρώστιας και πόνου, πολύ δύσκολα επιμένει να στηρίζεται στον εαυτό του, γιατί τον βλέπει να καταρρέει και να διαλύεται. Αυτόν τον διαλυόμενο εαυτό του ο άνθρωπος τον εμπιστεύεται στην αγάπη και το έλεος του Χριστού. Γι’ αυτό σε ένα από τα προκείμενα του εσπερινού  ψάλλουμε: «το έλεός Σου, Κύριε Καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου». Γι’ αυτό όταν οι δέκα λεπροί συνάντησαν τον χριστό, κραύγασαν με μεγάλη φωνή: «Διδάσκαλε Ιησού λυπήσου μας,  ελέησέ μας». Και Χριστός  τους πρόσφερε το έλεος Του με τη θαυματουργία Του. στη συνέχεια τους παραγγέλλει: Πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι». Οι ιερείς μπορούσαν, σύμφωνα με το Νόμο, να πιστοποιήσουν τη θεραπεία τους. Βλέπουμε ότι ο Χριστός δε ζητά την πίστη  των λεπρών ως προϋπόθεση για την επιτέλεση του θαύματος. Ούτε όμως και από πριν τους διαβεβαίωσε ότι τους έχει θεραπεύσει. Οι λεπροί πήγαν στους ιερείς με απόλυτη εμπιστοσύνη στον λόγο του Χριστού.  Και το θαύμα έγινε. Τους άγγιξε η σωστική και θεραπευτική δύναμης του Κυρίου.  Είδαν ότι έφυγε από το σώμα τους η ανίατη και φοβερή αρρώστια. Οι λεπροί απέκτησαν και πάλι την υγεία τους. Και εδώ βρίσκεται η νέα δοκιμασία τους: την ύπαρξη τους, που απέκτησε από τον Χριστό την υγεία της, θα εξακολουθούν να την εμπιστεύονται στον Χριστό, ή θα τη στηρίζουν στις υγιείς βιολογικές τους δυνάμεις; Το ευαγγέλιο μας λέει ότι οι θεραπευθέντες λεπροί εμπιστεύτηκαν τις φυσικές τους δυνάμεις και ικανότητες. Ξανακλείστηκαν στον εαυτό τους, στον εγωισμό τους, και ξέχασαν τον Ευεργέτη  Κύριο, εφ’ όσον δεν αισθάνονται πλέον την ανάγκη της επικοινωνίας μαζί Του. οι εννέα από τους αυτούς επανήλθαν σε κατάσταση αμαρτίας, αφού η εμπιστοσύνη στον εαυτό τους παραμέρισε την παρουσία και την κοινωνία της αγάπης του Χριστού. Ο ένας όμως από αυτούς είδε πως γιατρεύτηκε, επέστρεψε δοξάζοντας τον Θεό. Και αυτός που γύρισε ήταν αλλοεθνής, Σαμαρείτης. Ο Χριστός βραβεύει την πίστη του, που  τον έσωσε. Ο Σαμαρείτης ευχαριστώντας και δοξάζοντας τον Θεό βρίσκει την ανάσταση της υπάρξεως του. ο Χριστός θέλει αυτή την σωτηρία να την αποδέχονται όλοι οι άνθρωποι. Όταν ο Κύριος ρωτά το Σαμαρείτη: «Μα δεν καθαρίστηκαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα που είναι;» δεν παραπονείται για την απουσία των εννέα. Υπογραμμίζει ότι η αχαριστία είναι «παρά φύσιν» και οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτοκαταστροφή. Η αχαριστία παραμερίζει τον Θεό και προβάλλει το θεοποιημένο «εγώ» του ανθρώπου. Ο Κύριος δόξασε τον Θεό Πατέρα Του, όταν υπάκουσε στο θέλημα Του και θυσίασε από αγάπη τον εαυτό Του για την σωτηρία των ανθρώπων. Το ίδιο ζητάει ο Χριστός από εμάς τους ανθρώπους. Να δοξάζουμε τον Θεό προσφέροντας την αγάπη Του στους ανθρώπους και να μην την κατακρατάμε μόνο για τον εαυτό μας. η προσφορά αυτή γίνεται με την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη μας στον Θεό, με την ευχαριστιακή στάση της υπάρξεως μας έναντι του Θεού, των αδελφών μας του εαυτού μας. άλλωστε όσα έχουμε είναι δωρεά του Θεού. Με την αχαριστία όμως και την αγνωμοσύνη προς τον Θεό επαναλαμβάνουμε το προπατορικό αμάρτημα. Δεχόμαστε τις δωρεές του Θεού, αλλά απορρίπτουμε τον Θεό, που με την κοινωνία της αγάπης Του ζωοποιεί την ύπαρξη μας. το κλείσιμο στον εαυτό μας, η φαρισαϊκή αυτάρκεια, η φαινομενικά δυναμική αυτοπεποίθηση, φέρουν τη σφραγίδα της απειλής του θανάτου. Αγαπητοί μου, μέσα στην θεία Λειτουργία μαθαίνουμε κάθε φορά να ευχαριστούμε τον Θεό και να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους. Εδώ βρίσκεται η σωτηρία μας, που είναι η υπέρβαση του θανάτου. Έτσι δε μένουμε μόνο στη σωτηρία του σώματος, όπως οι εννέα λεπροί. Προχωράμε στην αποδοχή της σωτηρίας που είναι ο Χριστός, η αληθινή ευχαριστία του Θεού και του κόσμου. Και τότε μέσα από την καρδιά μας αναφωνούμε: «Τα σά εκ των σών σοί προσφέρουμε, Κύριε, κατά πάντα και δια πάντα». Αμήν
 π.Χριστόδουλος Χριστοδούλου, : Σχόλιο στην ευαγγελική περικοπή των Δέκα λεπρών (Κυριακή ΙΒ΄ Λουκά)

Χριστόδουλος Χριστοδούλου, πατήρ: Σχόλιο στην ευαγγελική περικοπή των Δέκα λεπρών (Κυριακή ΙΒ΄ Λουκά)
Η ευαγγελική περικοπή της ΙΒ΄ Κυριακής Λουκά αναφέρεται στο θαύμα της ιάσεως δέκα λεπρών ανδρών από το Χριστό. Η θαυματουργική θεραπεία των δέκα λεπρών εντάσσεται στην πορεία του Χριστού προς τα Ιεροσόλυμα.
Όπως προσδιορίζεται στον προηγούμενο της περικοπής στίχο (Λουκ. 17,11) ο Ιησούς «διήρχετο διά μέσου Σαμαρείας καί Γαλιλαίας», κηρύσσοντας δηλαδή το Ευαγγέλιο τόσο προς τους Ιουδαίους, όσο και προς τους Σαμαρείτες, αλλά και τους Εθνικούς.

Το θαύμα της θεραπείας των δέκα λεπρών προβάλλει ακόμα μία φορά την έννοια της ανατροπής, την οποία φέρνει η έλευση του Χριστού στον κόσμο απέναντι στα κοινωνικά και θρησκευτικά κατεστημένα της εποχής του. Επιπλέον να τονίσουμε ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς δεν ρίχνει το βάρος στο γεγονός της θεραπείας, αλλά στις προεκτάσεις του γεγονότος.
Η διήγηση είναι απλή και σύντομη. Ο Χριστός, ενώ πλησίαζε σ’ ένα χωριό στην περιοχή μεταξύ Σαμάρειας και Γαλιλαίας, συνάντησε δέκα λεπρούς άνδρες, οι οποίοι αφού στάθηκαν σε απόσταση απ’ αυτόν του φώναξαν από μακρυά· «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Ὁ προσφώνηση επιστάτα, που σημαίνει κύριε, διδάσκαλε ἀποδίδεται και σε άλλες περιπτώσεις στο Χριστό, μόνο στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο (βλ. Λουκ. 5,5· 8,24· 8,45· 9,33· 9,49), όταν οι Μαθητές καλούν το Χριστό σε βοήθεια.

Στο σημείο αυτό βλέπουμε να εκτυλίσσεται το δράμα των ανθρώπων που έπασχαν από την ασθένεια της λέπρας, οι οποίοι υποχρεώνονταν να απομακρυνθούν από την οικογένειά τους και γενικότερα από την κοινωνία, ζώντας περιορισμένοι σε χώρους μακρυά από τις πόλεις και τα χωριά. Γι’ αυτό και ο Ιησούς συναντά τους ανθρώπους αυτούς έξω από την κατοικημένη περιοχή. Επιπλέον, στέκονται σε απόσταση, τηρώντας τα αυστηρά μέτρα υγιεινής για προφύλαξη από τη μετάδοση της νόσου. Στην Παλαιά Διαθήκη και ειδικότερα στο βιβλίο του Λευιτικού καθορίζονται με λεπτομέρεια οι διατάξεις τόσο για την απομόνωση των λεπρών, όσο και οι τελετουργικές πράξεις, οι οποίες έδιδαν το δικαίωμα στους ιερείς να κάνουν διάγνωση αν κάποιος άνθρωπος έπασχε ή όχι από τη λέπρα ή αν είχε θεραπευτεί. Μετά από τη διάγνωση της ασθένειας ο ασθενής κηρυσσόταν μολυσμένος και απαγορευόταν κάθε επαφή μαζί του (βλ. Λευ. 13,46). Πέρα όμως απ’ αυτά που ήταν δικαιολογημένα, αφού η λέπρα θεωρούνταν επιδημική ασθένεια και δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα ιατρικά μέσα για την πρόληψη και θεραπεία της, αυτό που έκανε βαρύτερο το δράμα των ανθρώπων εκείνων ήταν οι διάφορες προκαταλήψεις που απέδιδαν την ασθένεια σε τιμωρία του Θεού. Επίσης η απομόνωση δεν εξυπηρετούσε μόνο λόγους υγιεινής, για την αποφυγή μετάδοσης της ασθένειας, αλλά είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι λεπροί θεωρούνταν μολυσμένοι από θρησκευτικής απόψεως.

Βέβαια ο Χριστός ποτέ δεν αντιμετωπίζει με φόβο ή προκατάληψη τους λεπρούς. Αρκεί να θυμηθούμε την θεραπεία ενός άλλου λεπρού (Λουκ. 5, 12-16), όπου εκεί ο Κύριος ακουμπά τον ασθενή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού γνωρίζουμε ότι οι αυστηρές διατάξεις που απαγόρευαν την επαφή των λεπρών με τους υγιείς, δεν απευθυνόταν μόνο στους λεπρούς, αλλά και στους υγιείς. Ήταν απαγορευμένη η προσέγγιση των λεπρών από τους υγιείς, έστω κι αν αυτό ήταν επιθυμία των δευτέρων. Μιλήσαμε πιο πάνω ότι στη εν λόγω περικοπή εντοπίζουμε από μέρους του Χριστού μία ανατροπή έναντι στα κοινωνικά δεδομένα της εποχής του. Τον βλέπουμε λοιπόν εδώ στην προκατάληψη, το φόβο και την απόρριψη να απαντά με την αγάπη και τη στοργή, «ποιών το έλεός» του προς αυτούς που τον επικαλούνται με πίστη και προσμονή.

Αυτό κάνει και στην προκειμένη περίπτωση, αλλά όχι με οποιαδήποτε θαυματουργική πράξη ή χειρονομία προερχόμενη απευθείας απ’ αυτόν. Παρόλο όμως που ο Χριστός δεν είχε κανένα φόβο να προσεγγίσει τους δέκα λεπρούς, εν τούτοις επιλέγει με ένα άλλο τρόπο να επιτελέσει τη θαυματουργική θεραπεία τους. Τους προτρέπει να πάνε και να «επιδείξουν εαυτούς» στους ιερείς, οι οποίοι όπως αναφέραμε πιο πάνω είχαν την ευθύνη για τη διάγνωση της ασθένειας ή της θεραπείας απ’ αυτή. «Και εγένετο εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν». Η κίνηση αυτή του Κυρίου έχει τριπλή σημασία: α) φανερώνει τη θαυματουργική δύναμη του λόγου του Χριστού, που ακόμα από απόσταση έχει τη δύναμη να θεραπεύει θαυματουργικά και τις πιο μεγάλες και ανίατες ασθένειες, β) δοκιμάζει την πίστη των δέκα λεπρών, οι οποίοι πράγματι χωρίς αντίρρηση δέχονται την υπόδειξή του, δείχνοντας έτσι εμπιστοσύνη στους λόγους τους και γ) αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της ενέργειας του Σαμαρείτη, ενός εκ των δέκα λεπρών, ο οποίος μόλις διαπίστωσε ότι θεραπεύθηκε επιστρέφει μόνος αυτός για να ευχαριστήσει το Χριστό για την ευεργεσία του.
Το τελευταίο αυτό σημείο έχει κεντρική θέση στη διήγηση, ίσως σημαντικότερη απ’ όση το ίδιο το γεγονός του θαύματος. Ο ευαγγελιστής Λουκάς σκόπιμα αναφέρει τις λεπτομέρειες για την έκφραση ευχαριστίας προς τον Ιησού από μέρους του Σαμαρείτη πρώην λεπρού. Γνωρίζουμε την έντονη εθνική αντίθεση Ιουδαίων και Σαμαρειτών. Οι Σαμαρείτες χαρακτηρίζονται ως αλλοεθνείς από τους Ιουδαίους, οι οποίοι τους κατέτασσαν ανάμεσα στους Εθνικούς. Η αναφορά από τον ευαγγελιστή Λουκά της εθνικότητας του θεραπευθέντος λεπρού αποτελεί έμμεση κριτική κατά των Ιουδαίων, οι οποίοι κατηγορούσαν τους Σαμαρείτες ως αποστάτες του νόμου. Εν τούτοις οι Σαμαρείτες αποδεικνύονται περισσότερο έτοιμοι να δεχθούν τον Ιησού ως Μεσσία (πρβλ. Ευαγγελική περικοπή Σαμαρείτιδος, Ιω. 4, 5-42) μένοντας μακρυά από την τυπολατρική προσκόλληση των Ιουδαίων στις διατάξεις του Νόμου. Στην άσκηση κριτικής απέναντι στη «σκληροκαρδία» των Ιουδαίων αποσκοπούν και οι συνεχείς ρητορικές ερωτήσεις του Χριστού προς το Σαμαρείτη: «Ουχι οι δέκα εκαθαρίσθησαν; Οι δε εννέα πού; Ουχ ευρέθησαν υποστρέψαντες δούναι δόξαν τω Θεώ ει μη ο αλλογενής ούτος;». Στηλιτεύεται εδώ η αχαριστία του εκλεκτού λαού του Θεού και προβάλλεται η αλήθεια ότι εθνικοί, τελώνες και αμαρτωλοί γίνονται θετικοί αποδέκτες του κηρύγματος του Ευαγγελίου.

Στην πρώτη επίκληση του ονόματος Χριστού από τους δέκα λεπρούς «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς» συναντήσαμε μία προσευχή παρακλήσεως που μέσα στη λατρευτική εμπειρία της Εκκλησίας την γνωρίζουμε ως τη σύντομη προσευχή «Κύριε, ελέησον». Στις ενέργειες του Σαμαρείτη μετά τη θεραπεία του συναντούμε την δοξολογική προσευχή, την έκφραση ευχαριστίας προς το Θεό. Στην πρώτη προσευχή ο Χριστός απάντησε προσφέροντας τη θεραπεία. Στη δεύτερη απαντά επαινώντας το θεραπευθέντα λεπρό λέγοντας «Αναστάς πορεύου· η πίστις σου σέσωκέ σε». Η πίστη των δέκα λεπρών, η οποία εκφράζεται ως εμπιστοσύνη στο λόγο του Ιησού «πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι» ήταν η αιτία της θεραπείας. Η επίδειξη ευγνωμοσύνης όμως από το Σαμαρείτη φανερώνει μια άλλη πίστη που ξεπερνά τις σωματικές και υλικές ανάγκες, όπως ήταν η ανάγκη θεραπείας. Αυτή η πίστη είναι που πραγματικά σώζει τον άνθρωπο ψυχή και σώματι, γιατί αυτή αποτελεί το μέσο κοινωνίας με το Θεό, μέσω μίας δοξολογικής διάθεσης.

Συνοψίζοντας τα μηνύματα της ευαγγελικής περικοπής μπορούμε να προβάλουμε επίσης τις προεκτάσεις της στην εποχή μας.
Πρώτο θέμα ο κοινωνικός αποκλεισμός των λεπρών την εποχή του Χριστού, αλλά και κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Παρόμοια καχυποψία, αν όχι και αποκλεισμός ανθρώπων, υπάρχει και στη δική μας σύγχρονη κοινωνία, είτε εξαιτίας μιας ασθένειας, είτε του εθισμού ατόμων σε κάποιες ουσίες. Ο Χριστός όμως αποκαθιστά την αξιοπρέπεια όλων εκείνων των ανθρώπων, των «ελαχίστων», τους οποίους η κοινωνική «ευπρέπεια» είχε θέσει στο περιθώριο και αυτό είναι το μήνυμα του προς τους Χριστιανούς κάθε εποχής.

Η εμπιστοσύνη των δέκα λεπρών προς την προτροπή του Χριστού να πάνε και να δείξουν τους εαυτούς τους στους ιερείς, ενώ προηγουμένως ζήτησαν το έλεός του, μας διδάσκει την υπομονή την οποία πρέπει να έχουμε κατά την προσευχή. Ζητώντας κάτι από το Θεό δεν πρέπει να απαιτούμε την άμεση ικανοποίηση του αιτήματος μας. Ο Θεός γνωρίζει τι και πότε είναι καλύτερο για μας.

Η έκφραση ευγνωμοσύνης προς το Χριστό από μέρους του Σαμαρείτη πρώην λεπρού μας υπενθυμίζει την αξία της ευχαριστίας και δοξολογίας, καθότι οι άνθρωποι πιο εύκολα θυμόμαστε το Θεό στην ανάγκη μας παρά στη χαρά μας. Οι προσευχές μας είναι πολλές φορές γεμάτες από αιτήματα και σχεδόν καθόλου από ευχαριστίες.

Τέλος η άσκηση κριτικής από το Χριστό για την αγνωμοσύνη των Ιουδαίων, οι οποίοι προσκολλημένοι στην τυπολατρική τήρηση των διατάξεων του Νόμου δικαίωναν εαυτούς, φέρνει προ των ευθυνών μας όλους τους σημερινούς πιστούς. Πολύ εύκολα κι εμείς μπορούμε να πέσουμε στην παγίδα της αυτοδικαίωσης, της υποκρισίας και της τυπολατρείας, χάνοντας έτσι την ουσία της σχέσεως με το Θεό, που είναι η έκφραση αγάπης και ευγνωμοσύνης, χωρίς ιδιοτέλεια.
 Κυριακή ΙΒ Λουκα υπό του Αρχιμανδρίτου Νικηφόρου Πασσᾶ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιζ΄, 12-19)
Ἄσχημο πρᾶγμα ἡ ἀχαριστία. Καὶ θλιβερὸ τὸ φαινόμενο, ὁ εὐεργετηθεὶς νὰ γυρνάει τὴν πλάτη στὸν εὐεργέτη. Νὰ τὸν χαρακτηρίζει ἡ ἔλλειψη εὐαισθησίας ἔκφρασης εὐγνωμοσύνης! Καὶ εὐχαριστίας! Νὰ λαμβάνει τὰ δῶρα, νὰ εὐεργετεῖται πλουσιοπάροχα καὶ νὰ ἀποδίδει ἀχαριστία!
Αὐτὴ τὴ στάση τήρησαν οἱ ἐννέα ἀπὸ τοὺς δέκα θεραπευθέντες λεπροὺς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἐνῶ καὶ οἱ δέκα δέχθηκαν τὴν εὐεργεσία τῆς θεραπείας τους ἀπὸ τὸν Χριστό, μόνο ὁ ἕνας αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσει. Καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης.
«Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε». Καὶ ὁ Χριστὸς βλέποντάς τον μόνον αὐτὸν αἰσθάνθηκε πικρία. Ὄχι γιατὶ ἐπιζητοῦσε τιμὲς καὶ προσκυνήματα. Δὲν τὰ ἔχει ἄλλωστε ἀνάγκη αὐτὰ. Μὰ λυπήθηκε ἐπειδὴ οἱ ἐννέα, μέσα στὴν χαρὰ τῆς θεραπείας ἀπὸ τὴνλέπρα, δὲν ἔννοιωσαν τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουν τὸν εὐεργέτη τους, τὸν Θεό.
Ἐτούτοι οἱ ἐννέα ἀγνώμονες, μετὰ τὴν θεράπεια τους, λησμόνησαν τὴν πρώτη τους κατάσταση. Λησμόνησαν τὶς παρακλητικὲς κραυγές τους, «Ἰησοῦ προστάτη, ἐλέησέ μας». Λησμόνησαν πὼς ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ μόνη τους ἐλπίδα. Ὅλα τὰ λησμόνησαν. Τώρα σὰν γίνανε καλά! Καὶ ξαναμπαίνουν «στὸ θανατερὸ κύκλο τῆς ψευτιᾶς καὶ τῆς ἀλαζονείας, ποὺ στὸ πρῶτο της γνώρισμα εἶναι ἡ λησμονιὰ τῆς πηγῆς τῆς ζωῆς», ποὺ εἶναι ὁ Χριστός.
Ἔτσι παρατηρεῖται τὸ παράδοξο φαινόμενο, ὁ μὲν Σαμαρείτης νὰ ἐκδηλώνει τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Χριστό, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι νὰ δείχνουν ἀχαριστία. Αὐτοὶ ποὺ ἦσαν περισσότερο φωτισμένοι καὶ διδαχθέντες ἀπὸ ποικίλους διδασκάλους, νὰ ντροπιάζονται ἀπὸ ἄλλους «οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦντια μόνο ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τῆς συνειδήσεώς τους καὶ τοῦ ἀγράφου νόμου ἐντός των».
Κι αὐτὸ φυσικὰ ἀποτελεῖ ἐπιβαρυντικὸ στοιχεῖο τῆς ἀχαριστίας τῶν Ἰουδαίων. Ἐπειδὴ ἐτοῦτοι ὡς φωτισθέντες ἀπὸ τὸ νόμο, ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι περισσότερο εὐγνώμονες πρὸς τὸν Θεό.
Ὅμως ὁ Χριστὸς ἀποδεικνύεται πλούσιος καὶ συνεχὴς εὐεργέτης τῶν ἀνθρώπων. Ἀποστέλει τὰ δῶρα Του, τὴν εὐλογία Του καὶ τὴν ἀγάπη Του σ’ ὅλους. Καὶ στοὺς εὐγνώμονες, ποὺ εἶναι οἱ λιγότεροι καὶ τοὺς ἀγνώμονε, ποὺ εἶναι οἱ περισσότεροι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐδῶστὴ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, ἐνῶ ἐγνώριζε τὴν ἀχαριστία τῶν ἐννέα, ἐντούτοις παρέχει τὴν χάρη Του σ’ ὅλους. Ἔτσι ἡ ἀγνωμοσύνη τῶν ἐννέα, «δὲν ἐκώλυσε τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἀναξίους εὐεργετῆσαι».
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους γιατὶ σκοπός Του εἶναι «ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ». Νὰ τοὺς κάνει παιδιὰ τοῦ Θεοῦ «ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν». Δίχως διακρίσεις καὶ δίχως διαχωρισμούς, κατὰ τὸν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι, διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας».
Ἄρα ὁ Θεὸς θέλει διακαῶς νὰ μᾶς εὐεργετήσει καὶ διασώσει. Ἐμεῖς δὲ οἱ ἄνθρωποι βρισκόμενοι κάτω ἀπὸ τὸ «θέλει» τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας κρεμιέται ἀπ’ αὐτὸ τὸ «θέλει». Ἐπειδὴ «ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα θέλημα στὸν οὐρανὸ κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα θέλημα στὴ γῆ. Κι ἐκεῖνο ποὺ συνδέει αὐτὴν τὴν ἀπόσταση, εἶναι τὸ αἴτημα τῆς προευχῆς μας, «γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου!»
Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν πλούσια καὶ καθολικὴ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ποὺ μᾶς «καταδιώκει» λὲς γιὰ νὰ μᾶς διασώσει, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ Ψαλμικὸς στίχος ὑπογραμμίζει· «τὸ ἔλεος Σου Κύριε καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου», ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ αἰσθάνεται συγκλονισμένος.
Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν νοιάζεται καὶ καταθέτει καθημερινῶς ἡ βοήθειά Του γι’ αὐτὸν. Τότε μέσα στὸν ἄνθρωπο γεννιέται τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης. Σκιρτάει ἡ ὕπαρξή του ἀπὸ ἐπιθυμία εὐχαριστίας πρὸς τὸ Θεό, γιατὶ ὡς Πατέρας, εἶναι ὁ πολύτιμος εὐεργέτης του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κάθε ἡμέρα καὶ κάθε στιγμὴ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐγγίζει περνώντας δίπλα μας μήπως ἰδεῖ καὶ ἀκούσει ἐὰν κάποιος Τὸν ἀναζητεῖ καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται. Ἐπειδὴ «ἕνα πράγμα τὸν ξεκουράζει, νὰ παίρνει ἐπάνω του τὰ βάρη τῶν ἀνθρώπων». Καὶ μιὰ χαρὰ ἔχει, νὰ δίνει χαρά. Καὶ μιὰ προσδοκία ὑπάρχει νὰ ἰδεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν ἀναζητεῖ. Γιατὶ «ὅλοι οι ἄνθρωποι θέλει νὰ σωθοῦν» καὶ ὁ Ἴδιος διαβεβαιώνει πὼς «μπορεῖ νὰ σώζει συνεχως, εἰς τὸ παντελές».

Σὰν παιδιὰ δὲ τοῦ Θεοῦ εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὸ «θέλει» τοῦ Θεοῦ. Τοῦ εὐεργέτου Πατέρας μας. Καὶ ὅταν προσφέρει τὸ καλὸ καὶ ὅταν ἐπιτρέπει τὸ κακό. Καὶ ὅταν τρέχει νὰ μᾶς ἀκούσει «κι ὅταν μακροθυμῇ σάμπως νὰ μὴν ἀκούῃ καὶ νὰ μὴ βλέπῃ, μὲ ὅλ’ αὐτὰ κατεργάζεται τὴν σωτηρία μας». Γι’ αὐτὸ γιὰ ὅλ’ αὐτὰ ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία στὸν Θεὸ -Πατέρα, ποὺ εἴμαστε πάντα μέσα στὴ σκέψη Του!
 «Ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον παρά τούς πόδας αὐτοῦ (του Ιησού) εὐχαριστῶν αυτῷ»! Κυριακή ΙΒ Λουκά

Ξένος αλλά ευγνώμων!
«Ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον παρά τούς πόδας αὐτοῦ (του Ιησού) εὐχαριστῶν αυτῷ»!
Κραυγή πόνου! Κραυγή σπαρακτική από δέκα φωνές βραχνές δυστυχισμένων ανθρώπων, καταπληγιασμένων, παραμορφωμένων, φτάνει στην ακοή του Ιησού.
Γυρίζει. Τους βλέπει με συμπάθεια θεϊκή. Δείχνει στοργή να τους ακούσει.
Τι του ζητάνε;
«Ἰησού ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς»
— Κύριε Ιησού, κάνε το έλεός σου σε μας.
Αλλά τι έλεος;
Τι άλλο! Ζητάνε να τους χαρίσει την υγεία τους, που την έχουν χάσει από την τρομερή αρρώστια, τη λέπρα! Αυτή τους έχει παραμορφώσει με πρηξίματα και πληγές. Εξαιτίας της τους έχουν απομονώσει. Γι’ αυτό και στον Κύριο φωνάζουν από μακριά και δεν πλησιάζουν. Άνεργοι πλανιούνται στις ερημιές μακριά από τους ανθρώπους. Έχουν στερηθεί και τα πιο αγαπητά τους πρόσωπα, γονείς, συζύγους, αδέλφια κι αυτά τα πολυαγαπημένα τους παιδιά!
Ο Κύριος τους βλέπει όλους με απέραντη στοργή.
— Πηγαίνετε, είπε, στους ιερείς να δείξετε το σώμα σας, για να βεβαιώσουν εκείνοι — σύμφωνα με τη διάταξη του νόμου — αν έχετε γίνει καλά.
Πείστηκαν όλοι και ξεκίνησαν. Καθώς πήγαιναν, ένιωσαν την επίδραση του λόγου του Ιησού. Το σώμα τους θεραπεύτηκε. Το δέρμα τους καθάρισε τέλεια από τη λέπρα. Ένιωσαν γεροί, δυνατοί!
Αλλά για δες τώρα τι περίεργα που φέρονται!
Ενώ πριν όλοι τους, και οι δέκα, συντροφεμένοι στον πόνο τους φώναζαν παρακαλώντας τον Ιησού να τους θεραπεύσει, τώρα στη χαρά τους σκορπίζουν. Ένας μονάχα ξεχωρίζει και παίρνει το δρόμο του γυρισμού δοξολογώντας τον Θεό, που τον έκανε καλά.
Έρχεται τρέχοντας να βρει τον Ιησού. Τα πόδια του, τα πριν πληγιασμένα, που δεν τά ‘νιωθε, γιατί ήταν μουδιασμένα σαν ξερά, τρέχουν δυνατά και γρήγορα. Τρέχει κι όλο φωνάζει: “Δόξα σοι, Κύριε! Δόξα σε σένα Παντοδύναμε Θεέ!”.
Σαν έφτασε στον Κύριο — πηγαίνει  κοντά Του — πέφτει στα πόδια Του με το πρόσωπο κάτω, μπρούμυτα, και δεν παύει να λέει ολόθερμο το «ευχαριστώ» του.
Είναι ο Μέγας Ευεργέτης του κι από τα βάθη της ψυχής του προσφέρει σαν ευωδιαστό λουλούδι, την ευγνωμοσύνη του: «Σε ευχαριστώ, Κύριε, που με γιάτρεψες, ας είναι τρισδοξασμένο το όνομά Σου!…»
Κι αυτός ήταν Σαμαρείτης! Λιγότερο φωτισμένος από τους Ιουδαίους.
— Δεν καθαρίστηκαν και οι δέκα; ρώτησε ο Κύριος με απορία δηλωτική της αγνωμοσύνης τους. Οι άλλοι εννέα που είναι; Χάθηκαν να γυρίσουν πίσω να δώσουν δόξα στο Θεό, εκτός από τούτον τον ξένο;…
— Σήκω και πήγαινε, λέει ο Κύριος στον ευγνώμονα Σαμαρείτη. Η πίστη σου δε θεράπευσε μόνο το σώμα σου. Έκανες καλή αρχή, που θα σε οδηγήσει και στην πνευματική σωτηρία.
Αλήθεια πού είναι οι άλλοι εννέα; Γιατί δε θυμήθηκαν να γυρίσουν να δοξολογήσουν τον Θεό και να ευχαριστήσουν τον παντοδύναμο Ευεργέτη τους;
Τους συνεπήρε η χαρά της θεραπείας τους! Έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Στον πόνο μας, στις δυσκολίες μας καταφεύγουμε στο Σωτήρα Κύριο. Μα στη χαρά ξεχνάμε ότι τον είχαμε παρακαλέσει να μας βοηθήσει. Και δεν πηγαίνουμε να σταθούμε ευλαβικά μπροστά Του και να Του εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας για τη θεϊκή Του αγάπη.
Και οι ευεργεσίες, που δεχόμαστε από το Θεό, είναι πλήθος αμέτρητο! Πολλές μας είναι γνωστές. Μα είναι άπειρες αυτές που μας μένουν άγνωστες. Τις ξέρει μόνο Εκείνος. Όμως κι εμείς κάποτε στεκόμαστε απορημένοι και λέμε:
— Αλήθεια, πώς σωθήκαμε τότε; Ποιος μας έδωσε την έμπνευση να φύγουμε νωρίτερα ή και αργότερα; Ή να αλλάξουμε θέση και έτσι ν’ αποφύγουμε τον κίνδυνο;
Πόσοι δεν έχουμε σωθεί με του Πανάγαθου Κυρίου την παντοδύναμη επέμβαση από πλήθους κινδύνους, που μας περικυκλώνουν! Άλλοτε σε ώρα ταξιδιού ή τολμηρού παιχνιδιού κι άλλοτε σε ώρα επικίνδυνης δουλειάς ή και σε απρόσμενες θεομηνίες: ανεμοθύελλες, σεισμούς, πλημμύρες…
Και δεν είναι μόνο οι κίνδυνοι οι σωματικοί από αρρώστιες και δυστυχήματα και ξεγλιστρήματα θανάσιμα, που μας έσωσε ο Κύριος. Είναι προπάντων τα ανεπανόρθωτα πεσίματα τα ηθικά από τα οποία μας πρόλαβε αμέτρητες φορές και μας έσωσε από βέβαιο ψυχικό θάνατο. Μας άναψε το σήμα του κινδύνου και μας γλίτωσε από ανθρώπους που μας κάνουν δήθεν το φίλο, για να μας παρασύρουν χωρίς να το καταλάβουμε μακριά από το Σωτήρα Χριστό, μακριά από την οικογένεια. Να μας σπρώξουν έτσι εύκολα στον κατήφορο της αμαρτίας με θολωμένο το μάτι της ψυχής με αλυσοδεμένη τη θέληση από τα ναρκωτικά, από τα οινοπνευματώδη ποτά, από την κατάπικρη γεύση της αμαρτίας…
Μας χαρίζει ακόμη ο Θεός το θείο φωτισμό Του. Με αυτόν κάθε παιδί, κάθε νέος προοδεύει ανάλογα με την ηλικία του στα μαθήματα και αποκτά διανοητική και πνευματική μόρφωση. Προοδεύει στα γράμματα και στην αρετή…
Ένας μονάχα βρέθηκε να γυρίσει και να ευχαριστήσει τον Κύριο; Οι άλλοι εννέα που είναι;
Τους τράβηξε ο κόσμος. Οι άνθρωποι! Οι συγγενείς! Οι φίλοι…
Αυτό συμβαίνει συχνά και σε μας. Δίνουμε πολλή προσοχή στη συμμετοχή των ανθρώπων στη χαρά μας. Και δε σκεπτόμαστε τον πρωταίτιο της χαράς και της ευτυχίας μας. Ξεχνάμε να δοξολογήσουμε το Θεό. Να ευχαριστήσουμε το Σωτήρα Κύριο.
Και να! Βρισκόμαστε στην αρχή του καινούργιου χρόνου. Πόσοι από εμάς άραγε διαθέσαμε λίγο χρόνο, για να σκεφτούμε τις πάμπολλες ευεργεσίες που μας χάρισε ο Θεός μέσα στο χρόνο που πέρασε και σε μας και σε ολόκληρη την οικογένειά μας, τους γονείς μας, τα αδέλφια μας;…
Σταθήκαμε να Τον ευχαριστήσουμε ολόθερμα για όλες αυτές;
Μια ανασκόπηση στα γεγονότα του περασμένου χρόνου θα είναι χρήσιμη, έστω κι αν είναι αργοπορημένη. Τα πλούσια θεϊκά δώρα που λάβαμε, θα μας παρακινήσουν να προσπέσουμε στον Κύριο. Να Τον δοξολογήσουμε και να Τον ευχαριστήσουμε με όλη μας την ψυχή και την καρδιά.
Η ευγνωμοσύνη μας θ’ ανοίξει το δρόμο, για να δεχθούμε από τον Κύριο νέες ευεργεσίες, πολλές και πολυποίκιλες, υλικές και πνευματικές.
Εκείνος και τη ζωή μας θα προστατεύει και την ψυχή μας θα σώζει από θανάσιμα ξεγλιστρήματα στους δρόμους της αμαρτίας.
Με τις ουράνιες δυνάμεις Του, τους Αγίους Αγγέλους Του, θα μας οδηγεί και το νέο χρόνο, κι όλα τα χρόνια της ζωής μας σε δρόμους φωτεινούς της αληθινής ζωής, της πραγματικής χαράς και ευτυχίας.
 Κυριακή κθ΄ ἐπιστολῶν (Κολοσσαεῖς γ΄4-11): Ο νέος κατά Χριστόν άνθρωπος, Αρχιμανδρίτου Καλλίνικου Νικολάου

«Ο ΝΕΟΣ ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»
Μέ τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀγαπητοί μου, στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅλοι μας βλέπουμε, ὀφείλουμε νά βλέπουμε, τόν τέλειον ἄνθρωπο. Νά ἀγωνιζόμαστε νά φτάσουμε στήν πλήρη τελειότητα, εἰ δυνατόν τοῦ Θεανθρώπινου προσώπου τοῦ Κυρίου μας. Πρότυπο ἀνθρωπίνου προσώπου καί τέλειας κατά Θεόν ζωῆς μᾶς ἐδόθη ὁ Κύριος μας γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε στά ἴχνη Του.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Κολοσσαεῖς Ἐπιστολή του μᾶς παρουσιάζει αὐτόν τόν νέον ἄνθρωπο, τό καινούργιο πρότυπο. Αὐτός εἶναι ὁ κατά Χριστόν ἄνθρωπος. Αὐτός πού ζεῖ, συμπεριφέρεται, αἰσθάνεται, σκέπτεται, κρίνει, ἀποφασίζει, θέλει καί ἐνεργεῖ ὅπως ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
Ὅσοι ἔχουμε βαπτισθεῖ στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί πρέπει, ὀφείλουμε νά προσπαθήσουμε μέ τόν ἀγώνα μας νά ὁμοιάζουμε ὅσο τό δυνατό περισσότερο στό νέο αὐτό πρότυπο. Μή λησμονοῦμε ὅτι γι’ αὐτό τό λόγο βαπτισθήκαμε, ἐνταχθήκαμε στήν Ἐκκλησία κι εἴμαστε χριστιανοί.
Ἄς δοῦμε λοιπόν ποιός εἶναι ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, τό νέο πρότυπο γιά ὅλους μας.
1) Νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τονίζει, ὅτι στήν νέα κατάσταση τῆς ζωῆς πού ἐντάχθηκε ὁ χριστιανός κατά τό βάπτισμα πρέπει νά ἀγνωίζεται ὥστε νά μήν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν ἁμαρτία καί τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή ζωή. Ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ Χριστιανός νά διαπράξει ἁμαρτία, ἀλλά ὅτι εἶναι δυνατόν νά τήν ἀποφύγει.
Τό σημεῖο αὐτό ἄς τό προσέξουμε ἰδιαίτερα ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἁμαρτίας πού μᾶς ἕλκει γιά νά συγκατατεθοῦμε καί νά τήν διαπράξουμε ἄλλη τόση δύναμη διαθέτουμε μέσα μας καί ἀκόμη μεγαλύτερη γιά νά ἀντισταθοῦμε καί καί νά ὑποκύψουμε σέ κανένα πειρασμό σέ κανένα δέλεαρ τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό καί ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἁμαρτάνουμε μέ τήν συγκατάθεσή μας. Ὁμοίως μέ τήν θέλησή μας συμβαίνει καί τό ἀντίθετο ὁ ἄνθρωπος ὅταν θέλει μπορεῖ νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία.
Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει νά δείξουμε ἔμπρακτα ὅτι δέν μᾶς ἐξουσιάζει ἡ ἁμαρτία. Πῶς; Κατά ποῖον τρόπον; «Νεκρώνοντας τά μέλη τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν καί τήν πλεονεξίαν πού εἶναι εἰδωλολατρεία». Ἀποθέτωντας ὅλες τίς ἁμαρτωλές συνήθειες, ὀργή, θυμό, κακία, βλασφημία, αἰσχρολογία. Ὅλα αὐτά ἁπαρτίζουν καί χαρακτηρίζουν τόν παλαιόν ἄνθρωπον τῆς ἁμαρτίας γιά τήν διόρθωση τοῦ ὁποίου ἦλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός. Αὐτόν τό παλαιόν ἄνθρωπο μέ τίς κακές συνήθειες τό ἁμαρτωλό πρότυπο πρέπει νά τό ἐγκαταλείψουμε. Νά διαφοροποιηθοῦμε ἀπ’ αὐτό. Νά ἀλλάξουμε τρόπο καί συνήθειες ζωῆς. Μᾶς τά λέει ὄμορφα ὁ Ἀπόστολος νά ξεντυθοῦμε τόν παλαιόν ἄνθρωπο. Σάν ἕνα βρώμικο κουρελιασμένο ροῦχο νά τό βγάλουμε ἀπό πάνω καί ἀπό μέσα μας. «Ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπο σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ».
2. Ἡ ἔνδυση τοῦ νέου ἀνθρώπου.
Νέος ἄνθρωπος θεωρεῖται ἐκεῖνος πού ὑπέστη διά τοῦ Χριστοῦ τέτοια ριζική ὑπαρξιακή μεταστροφή καί μεταλλαγή ὥστε νά μήν κυριαρχεῖται ἀπό τήν «σάρκα» δηλαδή ἀπό τίς προηγούμενες συνήθειες ἀλλά ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστιανός ὀφείλει νά εὑρίσκεται σέ δυναμική πορεία συνεχοῦς ἀνανεώσεως. Ἀδιάκοπα μεταμορφώνεται ἀλλάζοντας τήν παλαιά ζωή τῆς ἁμαρτίας μέ τό νέο πρότυπο ζωῆς πού συνιστᾶ τήν νέα ζωή. Ὁ νέος ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά ὁδηγεῖται στήν ζωή του ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τοῦ δείχνει τό τέλειο καί τόν δυναμώνει νά ἐπιτύχει.
Ἔτσι ὁ νέος ἄνθρωπος ἀνακαινίζεται διαρκῶς. Διαμορφώνεται «κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν», ὁ νέος τύπος ἀνθρώπου, ὁ καινός ἄνθρωπος μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ μόνο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στήν παρηκμασμένη καί πληγωμένη ἀπό τά ἁμαρτωλά πάθη κοινωνία μας πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού καλοῦν καί ὑπόσχονται στούς ἀνθρώπους μία «ἠθική βελτίωση» σάν λύτρωση ἀπό τήν ἐνοχή καί τήν ἀπογοήτευση τῆς ζωῆς τους. Ὅλες ὅμως αὐτές οἱ προσπάθειες δέν ὁδηγοῦν πουθενά γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται μόνος του μέ τίς δικές του δυνάμεις νά ἐλευθερωθεῖ. Αὐτό ὄχι ἁπλῶς εἶναι δύσκολο ἀλλά ἀκατόρθωτο. Γιατί ἐάν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νά σωθεῖ καί νά ξεφύγει ἀγωνιζόμενος μέ τίς δικές του δυνάμεις δέν θά ἐρχόταν ὁ Θεός νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἀνθρωπότητα. Μόνο ὁ Χριστός καί ὅσοι εἶναι ἑνωμένοι μαζί Του διά τῶν μυστηρίων καί τῆς πίστεως μποροῦν νά ξεπεράσουν τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἀσθένεια καί νά νικήσουν τήν ἁμαρτία καί ὅλες τίς ἐκδηλώσεις της.
Αὐτή ἡ ἀλήθεια δείχνει τήν μοναδικότητα τοῦ Λυτρωτοῦ Χριστοῦ. Μᾶς πληροφορεῖ καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι μόνο μαζί μέ τό Ἰησοῦ Χριστό μποροῦμε νά περάσουμε στήν θεϊκή δόξα καί τήν ἐλευθερία τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἀποτέλεσμα τῆς συνεχοῦς ἀνακαινίσεως τοῦ πιστοῦ εἶναι νά φθάσει στήν ἐπίγνωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐαγγελίου ὁ χριστιανός πού ἀγωνίζεται νά καθαρισθεῖ ἀπό τά πάθη του, ὅσο καθαρίζεται τόσο περισσότερο γνωρίζει, ἀντιλαμβάνεται, καταλαβαίνει δηλαδή τί θέλει ὁ Θεός ἀπ’ αὐτόν καί προσπαθεῖ νά τό ἐπιτύχει.
Ὁ πιστός πού βρίσκεται σέ μία τέτοια πορεία κατανοεῖ καί τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελίου σέ ἀντίθεση μέ τόν «παλαιόν ἄνθρωπο», τόν ζῶντα μέ τίς ἁμαρτωλές συνήθειές του πού δέν ἔχει ἐπίγνωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Βέβαια δέν εἶναι αὐτοί οἱ μοναδικοί καρποί τοῦ ἀγώνα γιά μεταμόρφωση κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός Πατέρας ἐπιφυλάσσει πλῆθος δωρεῶν καί εὐλογιῶν σ’ ὅσους θά ἀγωνισθοῦν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τόν νέον κανόνα πού μᾶς γνωρίσθηκε μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀδελφοί μου
Ἡ ἀγαθότητα καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μᾶς παρέχει τήν δυνατότητα μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ξεχωρίσουμε ἀπό τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν. Νά νεκρώσουμε μέσα μας τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες. Νά μήν ἐνεργοῦμε ἁμαρτωλά. Αὐτό μποροῦμε νά τό ἐπιτύχουμε ἐφ’ ὅσον τό θελήσουμε. Στήν συνέχεια νά προσπαθήσουμε νά συμμορφωρθοῦμε μέ τό χαρακτῆρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅλα αὐτά μποροῦμε νά τά κατορθώσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
 ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΛΕΠΡΩΝ-Έν παντί ευχαριστείτε.... του π. Γεωργίου Κονισπολιάτη

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ:
Ο θάνατος (Αγ. Τύχων, αρχιεπ. Βορονέζ και Ζαντόνσκ)

Η σκέψη του θανάτου είναι ικανή να παρακινήσει τον αμαρτωλό σε μετάνοια. Μας είναι και γνωστός και άγνωστος ο θάνατος. Γνωστός, γιατί ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε. Άγνωστος, γιατί δεν ξέρουμε πότε, πού και πώς θα πεθάνουμε. Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο περισσότερο μικραίνει η ζωή μας, τόσο λιγοστεύουν οι μέρες μας και πλησιάζουμε στο θάνατο. Είμαστε πιο κοντά του σήμερα απ΄ό,τι χθές, αυτή την ώρα απ΄ό,τι την προηγούμενη. Ο θάνατος βαδίζει αόρατος πίσω απ΄τον καθένα και τον αρπάζει τότε που δεν το υποπτεύεται. Εντούτοις, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι - και μάλιστα οι υγιείς και οι δυνατοί - κάνουν τις ακόλουθες σκέψεις για τον ευατό τους:

- Εγώ θα ζήσω ακόμη αρκετά. Είναι πολύ μακριά το τέλος μου. Θα μαζέψω πλούτη και θα ευφραίνομαι. Μα ορμάει ξαφνικά εναντίον τους ο θάνατος και σβήνουν τα όνειρα και οι επιθυμίες. Και πεθαίνει γρήγορα εκείνος που έταξε στον εαυτό του μακροζωία. Και αφήνει τ΄αγαθά του και το σώμα του στον κόσμο εκείνος που ήθελε να συγκεντρώνει πλούτη. Άγνωστο λοιπόν μας είναι το τέλος, χριστιανοί.

Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για το καλό μας, τα καθόρισε έτσι, ώστε να είμαστε πάντα έτοιμοι και να καταφεύγουμε στην ειλικρινή μετάνοια. Με ό,τι θα φύγει ο άνθρωπος από δω, μ΄αυτό και θα παρουσιαστεί μπροστά στο κριτήριο του Χριστού.

Αδελφοί, ας συλλογιστούμε προσεκτικά αυτά τα λόγια κι ας μετανοήσουμε, για να μην ταξιδέψουμε προς την αιωνιότητα με τις αμαρτίες μας και εμφανιστούμε μ΄αυτές σ΄εκείνο το δικαστήριο. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας υποσχέθηκε το έλεός Του, δεν μας υποσχέθηκε όμως ότι θα ζούμε το επόμενο πρωί. Και τούτο, για να είμαστε προσεκτικοί, και όταν ξυπνάμε, να θυμόμαστε το θάνατό μας, να διορθώνουμε τον εαυτό μας, να ετοιμαζόμαστε για την έξοδό μας, ώστε να έχουμε μακάριο τέλος. Είναι φοβερή η ώρα του θανάτου.

Όλοι οι άγιοι τη σκέφτονταν κι έκλαιγαν, ικετεύοντας τον φιλάνθρωπο Θεό να τους ελεήσει εκείνη την ώρα. Εκπληκτικό! Να κλαίνε οι άγιοι στη σκέψη του θανάτου, και οι αμαρτωλοί ωστόσο να μη συγκινούνται, αν και καθημερινά κάποιον βλέπουν να πεθαίνει. Φτωχοί αμαρτωλοί! Γιατί κοιμόμαστε, ενώ ο διάβολος σαν κλέφτης αρπάζει τη σωτηρία μας; Ας γράψουμε στη μνήμη μας την ώρα του θανάτου και ας είμαστε έτοιμοι. Απ΄αυτήν θα εξαρτηθεί, αν ο άνθρωπος θα είναι αιώνια ευτυχισμένος ή αιώνια δυστυχισμένος.

Από το θάνατο ανοίγουν για τον καθένα οι πύλες της αιωνιότητας, ο δρόμος για την αιώνια μακαριότητα ή την αιώνια δυστυχία. Απ΄αυτόν τον σταθμό αρχίζει ο άνθρωπος να ζει ή να πεθαίνει αιώνια. Πού βρίσκονται τώρα όσοι έζησαν πρίν από μας και πέρασαν τη ζωή τους αμετανόητα, με κραιπάλες και ηδονές; Έφυγαν απ΄αυτόν τον κόσμο, αφήνοντας εδώ όλες τους τις χαρές. Οδηγήθηκαν καθένας στον τόπο του, περιμένοντας την τελευταία Κρίση, οπότε θα λάβουν την αμοιβή των έργων τους.

Γι΄αυτό εφόσον δεν ήρθε ακόμα για μας εκείνη η ώρα, ας στραφούμε ολόψυχα προς το Θεό μας με την πίστη και τη μετάνοια, ώστε να κερδίσουμε την αιωνιότητα. Αγαπητέ χριστιανέ! Ο θάνατος μας ακολουθεί βήμα προς βήμα χωρίς να τον βλέπουμε, και το τέλος φτάνει τότε που δεν το περιμένουμε. Γι΄αυτό να βρίσκεσαι συνέχεια σε κατάσταση μετάνοιας, έτοιμος παντού και πάντοτε για την αναχώρησή σου. Ο συνετός δούλος είναι πάντα άγρυπνος και περιμένει πότε θα τον καλέσει ο Κύριός του.

Αγρύπνα κι εσύ και περίμενε πότε θα σε καλέσει ο Κύριός σου, ο Χριστός. Να ζεις όπως θα ήθελες να σε βρει ο θάνατος. Να ζεις με ευσέβεια και να εργάζεσαι με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία σου. Έτσι δεν θα στερηθείς την αιώνια σωτηρία, που μας δώρισε ο Κύριός μας με το αίμα Του και το θάνατό Του. Έτσι θα τελειώσεις τη ζωή σου χριστιανικά. Και είναι πραγματικά μακάριοι οι νεκροί εκείνοι πού πεθαίνουν πιστοί στον Κύριο και ενωμένοι μαζί Του".

(Από το βιβλίο “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)
 Η ΛΕΠΡΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΛΕΠΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ -Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βαδραχάνης

Ένα περίεργο και παράξενο γεγονός βλέπουμε στο κείμενο του ευαγγελιστού Λουκά (17, 12-19)· βλέπουμε ότι ενώ ο πόνος, η απομόνωση, η δυστυχία, τα βάσανα των δέκα λεπρών τους οδήγησαν κοντά στο Χριστό, τους ανάγκασαν να τον αναγνωρίσουν ως δάσκαλο και αφέντη τους, η θεραπεία, η ευεργεσία, το σταμάτημα του πόνου τους και της κοινωνικής απομονώσεώς τους, τους οδήγησαν όλους, εκτός από ένα, στο να ξεχάσουν τον Χριστό. Και ξεχνώ σημαίνει απαρνούμαι, φεύγω μακριά από κείνον που είχα σχέσεις και δεν με ενδιαφέρει πλέον.

    Και το σημαντικό σ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι πριν ευεργετηθούν είχαν πίστη. Δεν είχαν φόβο η αμφιβολία μήπως και δεν θεραπευθούν. Γι’ αυτό κραυγάζανε· «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Και ο Χριστός, για να τους δοκιμάσει, δεν τους θεράπευσε αμέσως. Τους είπε· «πηγαίνετε δείξετε τον εαυτό σας στους ιερείς», αφήνοντας να εννοηθεί, ότι αν το κάνουν αυτό θα γίνουν καλά. Και το είπε αυτό, διότι την εποχή εκείνη -ειδικά για το θέμα της θεραπείας της λέπρας- αρμόδιοι ήσαν οι ιερείς. Αυτοί δίνανε το απαιτούμενο πιστοποιητικό ότι κάποιος θεραπεύθηκε. Αυτοί επίσης διαπιστώνανε ότι κάποιος έχει λέπρα και δίνανε εντολή να φύγει από την πόλη. Και οι λεπροί ακούσανε τον Χριστό και πήγαν. «Και εγένετο εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν». Θεραπευθήκανε επειδή ακριβώς πιστέψανε.

    Κι όμως, τι παράξενο, ενώ ήταν πιστοί ξεχάσανε εν τέλει τον Χριστό. Πόσο μεγάλο πράγμα η πίστη και πόσο δύσκολο για κάθε εποχή! Κι όμως δεν αρκεί από μόνη της να σε κρατήσει κοντά στο Θεό. Χρειάζεται και η αγάπη και η ευγνωμοσύνη και η αφοσίωση στον ευεργέτη μας Θεό. Γι’ αυτό λέγει ο Παύλος «… και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί» (Α Κόρ. 13,2). Γι’ αυτό επίσης λέγει «...βεβαιούμενοι εν τη πίστει καθώς εδιδάχθητε, περισσεύοντες εν αυτή εν ευχαριστία» (Κολ. 2,7). Δηλαδή θ’ αποκτήσετε οντότητα πνευματική και αγιότητα και θα στερεωθείτε στη πίστη, και μάλιστα υπερεκπερισσού, εάν ευχαριστείτε τον Θεό συνεχώς δια τις ευεργεσίες του. Συνεπώς και αυτή η πίστη, για να διατηρηθεί και να συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει να συνοδεύεται από την ευγνωμοσύνη. Και όσο αυξάνει η ευγνωμοσύνη τόσο θα αυξάνει και η πίστη. Γι’ αυτό και ο Χριστός, αφού χόρτασε τους πεντακισχιλίους, έβαλε τους μαθητές του να μεταφέρουν τα δώδεκα κοφίνια με τρόφιμα που περίσσεψαν (Ματθ. 14,20), ώστε να διαρκέσει περισσότερο η θύμηση της ευεργεσίας και συνεπώς η ενίσχυση της πίστεως και της ευγνωμοσύνης τους. Το ίδιο έγινε και στο χορτασμό των τετρακισχιλίων, όπου για τον ίδιο λόγο περίσσεψαν επτά κοφίνια (Ματθ.15,17). Μάλιστα ο Παύλος θα ζητήσει, κάπως υπερβολικά θα λέγαμε, να ευχαριστούν οι πιστοί τον Κύριο «εν παντί»· ακόμη και για τα δυσάρεστα και επώδυνα γεγονότα της ζωής. Κι όμως, αν το κάνουν αυτό, τότε όχι μόνο θα είναι συνεχώς με τη μνήμη του Θεού και την αέναη προσευχή, αλλά θα είναι και συνεχώς χαρούμενοι, αφού -όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος αλλά και οι στωικοί φιλόσοφοι- δεν είναι η φύση των γεγονότων, αλλά η διάθεση με την οποία τα αντιμετωπίζουμε, που μας κάνει ευτυχείς η δυστυχείς. «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε» (Α  Θέσ. 5,17). Χαρά προσευχή και ευχαριστία είναι συνεχώς αλληλένδετα και αλληλοπεριχωρούμενα. Συνυπάρχουν και σ’ αυτή τη ζωή, αλλά και στην επέκεινα του τάφου. Κι ενώ οι άλλες θεολογικές αρετές -όπως η πίστη και η ελπίδα- καταργούνται, αυτές παραμένουν αιώνια και στο διηνεκές.

    Λοιπόν, ενώ έδειξαν πίστη οι δέκα λεπροί, οι εννέα δεν ένοιωσαν ευγνωμοσύνη και δεν γύρισαν να ευχαριστήσουν τον σωτήρα τους Χριστό. Πίσω απ’ αυτήν την περίπτωση των δέκα λεπρών κρύβεται η ανθρώπινη φύση μας. Η φύση η δηλητηριασμένη από την αμαρτία και την φθορά. Το πόσο εύκολα στρεφόμαστε από τον ουρανό στον Άδη. Σε στιγμές πόνου και στεναγμού σηκώνουμε τα χέρια και ζητάμε βοήθεια· ικετεύουμε επίμονα τον Θεό· δηλώνουμε υποταγή στο θέλημά του. Και, μόλις διαβεί η καταιγίδα και περάσει η μπόρα, τον ξεχνάμε μία για πάντα. Μια ματιά στη Γραφή μας παρουσιάζει αναρίθμητες περιπτώσεις αγνωμοσύνης.

    Ας σταθούμε σε μερικές απ’ αυτές. Πρώτα- πρώτα ας θυμηθούμε την περίπτωση του προπάτορά μας του Αδάμ. Έδειξε ανυπακοή στο Θεό, απιστία στα λόγια του ότι θα πεθάνει αν παραβεί την εντολή του, αλλά και αχαριστία του χειρίστου είδους. Άφησε τον ευεργέτη του και έγινε υποχείριος του διαβόλου που δεν του πρόσφερε τίποτα. Και όταν αργότερα ελέγχθηκε από το δημιουργό του, αντί ν’ αναλάβει την ευθύνη που είχε και να μετανοήσει, εκείνος επέρριψε την αιτία της πτώσεώς του στο Θεό. Ο άσωτος υιός, στη Καινή Διαθήκη, χορτασμένος από την περιποίηση, την προστασία, και την αγάπη του πατέρα του, σηκώνει ανταρσία και φεύγει. Τον ξαναθυμήθηκε, όταν πτώχευσε και βασανιζότανε ποικιλότροπα, και ευτυχώς μετανόησε και επέστρεψε. Αλλά και ως σύνολο ο άνθρωπος δείχνει την αχαριστία του. Ο ισραηλιτικός λαός ενώ απελευθερώθηκε από την δουλεία της Αιγύπτου με τα μύρια βάσανα και μαρτύρια, ενώ οδηγήθηκε στην πορεία προς τη γη του Ισραήλ μέσα από συνεχή θαύματα και ευεργεσίες, εν τούτοις, μόλις άργησε ο Μωυσής για σαράντα μέρες να φανεί, άφησε τον αληθινό Θεό, που εκείνη την ώρα παρέδιδε στον Μωυσή τη διαθήκη του, και λάτρευσε τον μόσχο τον χρυσό, που δημιούργησε ο Ααρών κατά παραγγελία του. Θυμότανε τον αληθινό Θεό, μόνο, όταν έφθανε σε οριακές καταστάσεις δυστυχίας και μαρτυρίου. Στην εποχή της Καινής Διαθήκης, οι ποικίλες ευεργεσίες του Μεσσία -σε προσωπικό η συνολικό επίπεδο- αμείφθηκαν με την απιστία, την εχθρότητα, την προδοσία, την σταύρωση, την άρνηση και την εγκατάλειψη. Και η αχαριστία συνεχίζεται και θα συνεχίζεται έως της συντελείας του αιώνος.

    Και κάτι που δεν πρέπει να μας διαφύγει από την περικοπή των δέκα λεπρών. Εκείνος που πράγματι ωφελήθηκε και αξιοποίησε εις το έπακρον την ευεργεσία του Χριστού είναι ο λεπρός Σαμαρείτης, που γύρισε να ευχαριστήσει τον Χριστό. Διότι θεραπεύθηκε και από τη λέπρα του σώματος και από τη λέπρα της ψυχής, δηλαδή, τη λήθη της ευεργεσίας, την αχαριστία, και την αυτονόμηση από το Θεό.
    Τη λέπρα του σώματος την θεράπευσε με την πίστη («η πίστις σου σέσωκε σε») και τη λέπρα της ψυχής με την ευγνωμοσύνη και την ευχαριστία.
    Γι’ αυτό ο Παύλος συνεχώς μας προτρέπει· «εν παντί ευχαριστείτε». ...