Κυριακή των Μυροφόρων Η απαρχή του καινούργιου κόσμου του Ιωάννη Καραβιδόπουλου
«Κατά το δειλινό, ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. 'Οταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ' αυτό και τον τοποθέτησε σ' ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο· μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν πού τον έβαλαν.
'Οταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να πάνε ν' αλείψουν το σώμα του Ιησού. 'Ηρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα 'κει, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της.
Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει.Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: “πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει· εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε”». Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες» (Μάρκ. 15, 43-16,8).
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων από το τέλος του ευαγγελίου του Μάρκου αφηγείται δύο γεγονότα μεγάλης σημασίας, τον ενταφιασμό του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ (15, 43-47) και την επίσκεψη των μυροφόρων γυναικών στον άδειο τάφο (16, 1-8). Ό ενταφιασμός είναι η τελευταία πράξη του δράματος του σταυρού, με την οποία κλείνει ο κύκλος της επίγειας δράσεως του Ίησού· η ανάστασή είναι η απαρχή ενός καινούργιου κόσμου που προσφέρεται στους ανθρώπους.
Πριν ασχοληθούμε με τη δεύτερη διήγηση, ας στρέψουμε για λίγο την προσοχή μας στο πρόσωπο του Ιωσήφ, ο οποίος κατείχε υψηλή κοινωνική θέση («αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου») και ανήκε σ’ αυτούς που περίμεναν με κρυφή ελπίδα τη Βασιλεία του Θεού. Στην παράλληλη διήγησή του ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει περί του Ιωσήφ ότι ήταν «μαθητής του Ιησού, κρυφός όμως, γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους» (19, 38), προσθέτει δε ότι μαζί με τον Ιωσήφ συνήργησε και ο Νικόδημος, ένας άλλος αφανής μαθητής. Τη στιγμή που οι γνωστοί μαθητές, τρομοκρατημένοι και απογοητευμένοι από τη σταύρωση του διδασκάλου τους, είναι κλεισμένοι σ’ ένα σπίτι, ο Ιωσήφ «τ ό λ μ η σ ε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού». Ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να αποδώσει την ύστατη τιμή στο νεκρό διδάσκαλο, τον οποίο δεν είχε το θάρρος να υπηρετήσει ζωντανό. Ό σταυρός, αντί να τον φοβίσει, τον όπλισε με τόλμη, τον έκανε να αφυπνιστεί και να λάβει θέση έναντι του Εσταυρωμένου. Υπάρχουν συνταρακτικές στιγμές που φέρουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον εαυτό του, τον συγκλονίζουν και τον οδηγούν στις μεγάλες αποφάσεις. Είναι οι στιγμές που νιώθει κανείς να τον εγγίζει κατάβαθα το χέρι του Θεού σαν παρουσία αγάπης. Ό Ιωσήφ συγκλονισμένος από το σταυρό του Χριστού, ξεπέρασε τους υποσυνείδητους φόβους του, συνειδητοποίησε το χρέος του και ζήτησε από τον Ρωμαίο διοικητή να του επιτρέψει να προσφέρει τις τελευταίες φροντίδες στο σώμα του Εσταυρωμένου, τοποθετώντας το στον τάφο με όλη τη σχετική διαδικασία.
Ό τάφος όμως, «που ήταν λαξεμένος σε βράχο» και κλεισμένος με λίθο στην είσοδό του, δεν ήταν ποτέ δυνατό να κρατήσει μέσα του τον Αρχηγό της ζωής· «ου γάρ καθέξει τύμβος αυτοζωΐαν», ψάλλει η Εκκλησία μας το εσπέρας της Μ. Παρασκευής. Στη συνέχεια του αναγνώσματος, στη δεύτερη διήγηση, αναζητούν οι μυροφόρες γυναίκες το νεκρό Ιησού στον τάφο για να τον αλείψουν με άρώματα, κατά τα ήθη της εποχής. Ενώ πηγαίνουν για να αποδώσουν μια τελευταία τιμή, βρίσκονται έκθαμβες μπροστά στην αρχή μιας νέας δωρεάς που ακόμα δεν συνέλαβαν το νόημα και την έκτασή της. Με πολλή λιτότητα ο ευαγγελιστής περιγράφει την ψυχική κατάσταση των γυναικών: « Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες». Η φράση του αγγέλου «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει » δημιουργεί δέος και έκσταση, και αφαιρεί τη λαλιά τους.
Αυτές οι γυναίκες είναι οι πρώτοι μάρτυρες της Αναστάσεως. Όσο κι αν ήχοϋν τα λόγια τους «σαν φλυαρία» στους μαθητές στους οποίους διηγούνται το γεγονός του κενοΰ τάφου, αποτελούν μια πραγματικότητα την οποία ζουν εν συνεχεία και οι ίδιοι οι μαθητές. Σ’ αυτούς εμφανίζεται υστέρα ο Αναστημένος Χριστός για να κραταιώσει την πίστη τους και να τους στείλει μάρτυρες της Αναστάσεώς του «ως τα πέρατα της γης» (Πράξ. 1, 8)· σ’ αυτούς και όχι στον Ιωσήφ που ο σταυρός τον έκανε να λάβει φανερή θέση έναντι του Ιησού, του οποίου ασφαλώς εν συνεχεία θα επίστευσε την ανάσταση, αν και δεν έχουμε σχετική πληροφορία των ευαγγελίων περί αυτού.
Το α' μέρος του αναγνώσματος δείχνει - εκτός των όσων είπαμε για το πρόσωπο του Ιωσήφ - και την ιστορική πραγματικότητα του θανάτου του Ιησού, για την οποία δεν μπορεί κανείς να αμφιβάλει. Το β' μέρος μάς παριστά την ανάστασή σαν πραγματικότητα που δεν εντάσσεται όμως στα εκτυλισσόμενα εντός της νομοτέλειας του παρόντος κόσμου γεγονότα, αλλά στηρίζεται στη βάση της πίστεως. Ένας άπιστος και κακόβουλος δεν θα μπορέσει ποτέ να πεισθεί λογικά για την ιστορικότητα της αναστάσεως και θα ομιλήσει είτε για κλοπή του σώματος του Ιησού από τους μαθητές όπως έκαναν οι Ιουδαίοι, είτε για φαντασιώσεις των εύπιστων μαθητών όπως έκαναν οι διάφοροι ανά τους αιώνες ορθολογιστές. Εκείνο όμως που πείθει είναι το βίωμα των μαθητών και η προσφορά της ζωής τους για την διακήρυξη της αυθεντικότητας του βιώματος αυτού. Η Ανάσταση του Χριστού δεν πείθει λογικά αλλά προκαλεί τον άνθρωπο κάθε εποχής και τον προσκαλεί να λάβει θέση απέναντί της. Η ουδετερότητα είναι αδιανόητη. Η αρνητική και εχθρική στάση απέναντί της σημαίνει την υποδούλωση του ανθρώπου στα στενά όρια μιας ενδοκοσμικής υπάρξεως στην οποία κυριαρχεί ο τρόμος του θανάτου και η αγωνία του μηδενός· ενώ από την άλλη μεριά η θετική τοποθέτηση, η εν πίστει αποδοχή της Αναστάσεως, σημαίνει το άνοιγμα του ανθρώπου σ’ ένα νέο κόσμο ελπίδας, όπου το φράγμα του θανάτου διασπάται από την προσδοκία της αναστάσεως. Γιατί ο αναστάς εκ νεκρών Ίησούς Χριστός «έχει αναστηθεί, κάνοντας την αρχή για την ανάσταση όλων των νεκρών» (Α΄Κορ. 15,20).
«Κατά το δειλινό, ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. 'Οταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ' αυτό και τον τοποθέτησε σ' ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο· μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν πού τον έβαλαν.
'Οταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να πάνε ν' αλείψουν το σώμα του Ιησού. 'Ηρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα 'κει, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της.
Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει.Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: “πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει· εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε”». Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες» (Μάρκ. 15, 43-16,8).
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων από το τέλος του ευαγγελίου του Μάρκου αφηγείται δύο γεγονότα μεγάλης σημασίας, τον ενταφιασμό του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ (15, 43-47) και την επίσκεψη των μυροφόρων γυναικών στον άδειο τάφο (16, 1-8). Ό ενταφιασμός είναι η τελευταία πράξη του δράματος του σταυρού, με την οποία κλείνει ο κύκλος της επίγειας δράσεως του Ίησού· η ανάστασή είναι η απαρχή ενός καινούργιου κόσμου που προσφέρεται στους ανθρώπους.
Πριν ασχοληθούμε με τη δεύτερη διήγηση, ας στρέψουμε για λίγο την προσοχή μας στο πρόσωπο του Ιωσήφ, ο οποίος κατείχε υψηλή κοινωνική θέση («αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου») και ανήκε σ’ αυτούς που περίμεναν με κρυφή ελπίδα τη Βασιλεία του Θεού. Στην παράλληλη διήγησή του ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει περί του Ιωσήφ ότι ήταν «μαθητής του Ιησού, κρυφός όμως, γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους» (19, 38), προσθέτει δε ότι μαζί με τον Ιωσήφ συνήργησε και ο Νικόδημος, ένας άλλος αφανής μαθητής. Τη στιγμή που οι γνωστοί μαθητές, τρομοκρατημένοι και απογοητευμένοι από τη σταύρωση του διδασκάλου τους, είναι κλεισμένοι σ’ ένα σπίτι, ο Ιωσήφ «τ ό λ μ η σ ε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού». Ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να αποδώσει την ύστατη τιμή στο νεκρό διδάσκαλο, τον οποίο δεν είχε το θάρρος να υπηρετήσει ζωντανό. Ό σταυρός, αντί να τον φοβίσει, τον όπλισε με τόλμη, τον έκανε να αφυπνιστεί και να λάβει θέση έναντι του Εσταυρωμένου. Υπάρχουν συνταρακτικές στιγμές που φέρουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον εαυτό του, τον συγκλονίζουν και τον οδηγούν στις μεγάλες αποφάσεις. Είναι οι στιγμές που νιώθει κανείς να τον εγγίζει κατάβαθα το χέρι του Θεού σαν παρουσία αγάπης. Ό Ιωσήφ συγκλονισμένος από το σταυρό του Χριστού, ξεπέρασε τους υποσυνείδητους φόβους του, συνειδητοποίησε το χρέος του και ζήτησε από τον Ρωμαίο διοικητή να του επιτρέψει να προσφέρει τις τελευταίες φροντίδες στο σώμα του Εσταυρωμένου, τοποθετώντας το στον τάφο με όλη τη σχετική διαδικασία.
Ό τάφος όμως, «που ήταν λαξεμένος σε βράχο» και κλεισμένος με λίθο στην είσοδό του, δεν ήταν ποτέ δυνατό να κρατήσει μέσα του τον Αρχηγό της ζωής· «ου γάρ καθέξει τύμβος αυτοζωΐαν», ψάλλει η Εκκλησία μας το εσπέρας της Μ. Παρασκευής. Στη συνέχεια του αναγνώσματος, στη δεύτερη διήγηση, αναζητούν οι μυροφόρες γυναίκες το νεκρό Ιησού στον τάφο για να τον αλείψουν με άρώματα, κατά τα ήθη της εποχής. Ενώ πηγαίνουν για να αποδώσουν μια τελευταία τιμή, βρίσκονται έκθαμβες μπροστά στην αρχή μιας νέας δωρεάς που ακόμα δεν συνέλαβαν το νόημα και την έκτασή της. Με πολλή λιτότητα ο ευαγγελιστής περιγράφει την ψυχική κατάσταση των γυναικών: « Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες». Η φράση του αγγέλου «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει » δημιουργεί δέος και έκσταση, και αφαιρεί τη λαλιά τους.
Αυτές οι γυναίκες είναι οι πρώτοι μάρτυρες της Αναστάσεως. Όσο κι αν ήχοϋν τα λόγια τους «σαν φλυαρία» στους μαθητές στους οποίους διηγούνται το γεγονός του κενοΰ τάφου, αποτελούν μια πραγματικότητα την οποία ζουν εν συνεχεία και οι ίδιοι οι μαθητές. Σ’ αυτούς εμφανίζεται υστέρα ο Αναστημένος Χριστός για να κραταιώσει την πίστη τους και να τους στείλει μάρτυρες της Αναστάσεώς του «ως τα πέρατα της γης» (Πράξ. 1, 8)· σ’ αυτούς και όχι στον Ιωσήφ που ο σταυρός τον έκανε να λάβει φανερή θέση έναντι του Ιησού, του οποίου ασφαλώς εν συνεχεία θα επίστευσε την ανάσταση, αν και δεν έχουμε σχετική πληροφορία των ευαγγελίων περί αυτού.
Το α' μέρος του αναγνώσματος δείχνει - εκτός των όσων είπαμε για το πρόσωπο του Ιωσήφ - και την ιστορική πραγματικότητα του θανάτου του Ιησού, για την οποία δεν μπορεί κανείς να αμφιβάλει. Το β' μέρος μάς παριστά την ανάστασή σαν πραγματικότητα που δεν εντάσσεται όμως στα εκτυλισσόμενα εντός της νομοτέλειας του παρόντος κόσμου γεγονότα, αλλά στηρίζεται στη βάση της πίστεως. Ένας άπιστος και κακόβουλος δεν θα μπορέσει ποτέ να πεισθεί λογικά για την ιστορικότητα της αναστάσεως και θα ομιλήσει είτε για κλοπή του σώματος του Ιησού από τους μαθητές όπως έκαναν οι Ιουδαίοι, είτε για φαντασιώσεις των εύπιστων μαθητών όπως έκαναν οι διάφοροι ανά τους αιώνες ορθολογιστές. Εκείνο όμως που πείθει είναι το βίωμα των μαθητών και η προσφορά της ζωής τους για την διακήρυξη της αυθεντικότητας του βιώματος αυτού. Η Ανάσταση του Χριστού δεν πείθει λογικά αλλά προκαλεί τον άνθρωπο κάθε εποχής και τον προσκαλεί να λάβει θέση απέναντί της. Η ουδετερότητα είναι αδιανόητη. Η αρνητική και εχθρική στάση απέναντί της σημαίνει την υποδούλωση του ανθρώπου στα στενά όρια μιας ενδοκοσμικής υπάρξεως στην οποία κυριαρχεί ο τρόμος του θανάτου και η αγωνία του μηδενός· ενώ από την άλλη μεριά η θετική τοποθέτηση, η εν πίστει αποδοχή της Αναστάσεως, σημαίνει το άνοιγμα του ανθρώπου σ’ ένα νέο κόσμο ελπίδας, όπου το φράγμα του θανάτου διασπάται από την προσδοκία της αναστάσεως. Γιατί ο αναστάς εκ νεκρών Ίησούς Χριστός «έχει αναστηθεί, κάνοντας την αρχή για την ανάσταση όλων των νεκρών» (Α΄Κορ. 15,20).