ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

 Ἡ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν (Λουκ. 6,31-38) Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος

(Ματθ. 5,43—48. Λουκᾶ 6,27—28. 31-40.)

Εἰς τὸ περὶ ἀνεξικακίας προηγούμενον θέμα ἀνέβημεν εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου. Ἤδη ὅμως διὰ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν θὰ ἀνέλθωμεν εἰς τὴν κορυφὴν τῆς κορυφῆς τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου. Ἂς ἴδωμεν.

Ὁ Κύριος συμπληρῶν τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον περὶ ἀγάπης λέγει: «Ἠκούσατε, ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις˙ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου». Τὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου» ἀναφέρεται εἰς τὸ Λευϊτ. 19,18. Τὸ δὲ «μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» εἶναι ἐντολὴ τῶν Γραμματέων. Μὲ τὴν λέξιν πλησίον ὁ Ἑβραϊκὸς νόμος ἐννοεῖ τὸν Ἑβραῖον. Οἱ Γραμματεῖς ὅμως ἐζήτουν ἐξ αὐτοῦ τὸ «μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» παρὰ τὸν νόμον, διότι ὁ νόμος διέτασσε τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν Ἐξοδ, 23.4. Εἰς τὴν ἐθνικιστικὴν καὶ διεστραμμένην ἑρμηνείαν ταύτην τῶν Γραμματέων ὁ Κύριος προσφέρει τὴν γενικὴν πανανθρωπίνην ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν διὰ λόγων, ἔργων καὶ προσευχῆς θέτων ὡς παράδειγμα τὴν πανανθρώπινην ἀγάπην τοῦ Θεοῦ ὡς ἑξῆς:

«Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοὺς μισοῦντας ὑμᾶς, προσεύχεσθε ὑπὲρ ἐπηρεαζόντων καὶ διωκόντων ὑμᾶς καὶ εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς». Ὁ Κύριος δικαιολογῶν τὴν ἀγάπην ταύτην λέγει χαρακτηριστικῶς: «Ἐὰν ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; ποία ὑμῖν χάρις;» ποία ἡ ὀμορφιά σας; «Οὐχὶ οἱ τελῶναι (οἱ ὁποῖοι πιέζοντες εἰς φορολογίας τὸν περιούσιον λαὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἑβραϊκόν, χάριν ξένων κατακτητῶν, ἦσαν μισητοὶ εἰς τοὺς Ἑβραίους) οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; Ἐὰν ἀσπάσησθε (χαιρετίσητε) τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε»; Τί περισσότερον ἀπὸ τοὺς τελώνας καὶ ἀμετανόητους κάμνετε; «Οὐχὶ οἱ ἐθνικοί,» οἱ εἰδωλολάτραι «τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; Ἐὰν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν, ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα» — τὰ δανεισθέντα ἤ ἄλλα δάνεια καὶ αὐτοὶ ἐν ἀνάγκῃ— «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες»—ἤτοι οὐδόλως ἀπελπίζοντες τοὺς ἐχθρούς σας, ἀρνούμενοι τὸ δάνειον πρὸς αὐτούς, οὐδὲ σεῖς ἀπελπιζόμενοι ἂν τὸ δανεισθὲν χάσητε—«καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς καὶ ἔσεσθε υἱοὶ Ὑψίστου, τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» καὶ οὕτω ὁ Θεὸς «χρηστὸς ἐστιν ἐπὶ ἀχαρίστους καὶ πονηρούς». Λέγων ὁ Κύριος, ὅτι ὁ Πατὴρ Του βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους δηλοῖ, ὅτι ὕψιστον ἀγαθὸν δὲν εἶναι μόνον τὸ θέλημά Του, ἀλλὰ φέρει καὶ παραστατικώτατον παράδειγμα τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος βρέχει καὶ φωτίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Σοφὸν τὸ σαφές.

Ὁ Κύριος ἐπιγραμματικῶς λέγει. «Καθὼς θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ὄχι ὅπως σᾶς φέρονται, ἀλλὰ ὅπως θὰ ἠθέλατε νὰ σᾶς φέρωνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον πρέπει νὰ φέρεσθε καὶ σεῖς εἰς αὐτούς. Ὁ Κύριος ἵνα δηλώσῃ, ὅτι ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν του ἀλλὰ κατακρίνων αὐτὸν παραβαίνει τὸν νόμον τῆς ἀγάπης καὶ εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁρμοδιότητα τοῦ Θεοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν θὰ τιμωρηθῇ, λέγει: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί. Μὴ κρίνετε καὶ οὐ μὴ κριθῆτε. Μὴ καταδικάζετε καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆτε˙ ἀπολύετε καὶ ἀπολυθήσεσθε» Ὁ Κύριος συνιστῶν προσήνειαν καὶ εὐπροσηγορίαν πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας προσθέτει˙ «δίδοτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν» Τί; «μέτρον καλὸν πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν˙ ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν». Μέτρον ἐνταῦθα εἶναι τὸ δοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἐμέτρων τὰ σιτηρά. Τοῦτο ἐγέμιζον, ἐστίβαζον, ἐκίνουν καὶ ἐπλήρουν μέχρι τοῦ νὰ χύνεται. Τόσον πλήρης πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ πρὸς πάντας εὐπροσηγορία μας, ἵνα τὴν αὐτὴν ἀμοιβὴν λάβωμεν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, διότι μὲ ὅποιον μέτρον ἐπιεικείας κρίνομεν τοὺς ἄλλους μὲ τὸ αὐτὸ θὰ κριθῶμεν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.

Οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων ἰδίως εἰς τὴν ἀγάπην. Πρὸς τοῦτο δὲν πρέπει νὰ εἶναι τυφλοὶ πνευματικῶς, ἀλλὰ νὰ μιμῶνται τὸν Διδάσκαλόν των. Διά τοῦτο ὁ Κύριος λέγει: «Μὴ δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν; Οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται;» Ὅταν ὁδηγῇ ὁ ἕνας τυφλὸς τὸν ἄλλον, θὰ πέσωσι καὶ οἱ δύο εἰς τὸν λάκκον. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ὁδηγός, «Οὔκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ˙ κατηρτισμένος δὲ ἔσται πᾶς ὡς ὁ διδάσκαλος», ὁ Χριστὸς ὁ ὁποῖος ἠγάπησε τοὺς ἐχθρούς.

Τέλος θέτει τὴν τελικὴν σφραγῖδα : «γίνεσθε οὖν τέλειοι, ὡς ὁ Πατήρ μου τέλειός ἐστιν». Τὸ παράδειγμα τοῦ Θεοῦ προβάλλεται οὐχὶ ὡς βαθμὶς τελειότητας, ἀφοῦ δὲν δυνάμεθα ταύτην νὰ ἐπιτύχωμεν, ἀλλὰ ὡς ἰδανικόν, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ἐμπνέῃ καὶ ἀνυψοῖ ὅσον τὸ δυνατὸν ὑψηλότερον ἕκαστον ἀναλόγως τῶν φυσικῶν καὶ ὑπερφυσικῶν δυνάμεων, τὰς ὁποίας ἔχει. Γενικῶς ἡ ἐντολὴ αὕτη τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, ἡ ὁποία εἶναι θυσία, μᾶς προωθεῖ πέραν τοῦ ἰδανικοῦ τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, τῆς δικαιοσύνης.

Οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ἵνα δικαιολογηθῶσι, διατὶ δὲν ἀκολουθοῦν τὸν Χριστόν, ἰσχυρίσθησαν, ὅτι, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπεν ὁ Χριστός, τὰ εἶπαν καὶ ἄλλοι πρὸ Αὐτοῦ καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει τίποτε τo καινούργιο. Εἶναι θέμα λοιπὸν ὑψίστης σπουδαιότητας νὰ ἐξετασθῇ ἡ ἀγάπη πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν, ἵνα φανῇ ἡ μεγάλη διαφορὰ Χριστιανικοῦ καὶ προχριστιανικοῦ κόσμου.



Θέμα: α) Ἡ προχριστιανικὴ ἀγάπη.

Ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὁ κόσμος ἐγνώρισε τὸν ἔρωτα, τὴν φιλίαν, τὴν δικαιοσύνην, τὴν φιλοξενίαν, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν. Ἠγαπῶντο οἱ ἄνθρωποι τοῦ αὐτοῦ αἵματος. Ἐφροντίζετο νὰ δίδεται δικαιοσύνη καὶ ἀμοιβαία ἀνοχὴ εἰς τοὺς πολίτας τῆς αὐτῆς πόλεως. Ὁ ξένος, ἐὰν δὲν ἦτο φιλοξενούμενος, δὲν ἔπρεπε νὰ περιμένῃ παρὰ μῖσος καὶ ξερρίζωμα. Ὁ Ζεὺς προστατεύει τοὺς ταξιδιώτας καὶ τοὺς ξένους, Ὁ ξένος, ὁ ὁποῖος κτυπᾷ εἰς τὴν θύραν τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνος, τυγχάνει φαγητοῦ, ποτοῦ καὶ ὕπνου. Ἐκτός τῆς οἰκογένειας ὑπῆρχε μερικὴ ἀγάπη, ἐντός τῆς πόλεως τὸ ἴνδαλμα ἦτο ἡ δικαιοσύνη. Ἐκτὸς τῶν τοιχῶν καὶ τῶν συνόρων ἦτο μίσος ἄσβεστον.

Ἐν τούτοις ὑψώθησαν μερικαί φωναὶ εἰς διαφόρους ἐποχάς καὶ τόπους τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, αἵτινες ἐζήτησαν ἀγάπην καὶ ἐκτός τῆς οἰκογενείας, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τοῦ αὐτοῦ ἔθνους. Ἐζήτησαν ὀλίγην δικαιοσύνην διὰ τὸν ξένον καὶ διὰ τὸν ἐχθρόν, ἀλλ’ αἱ φωναὶ αὗται ἦσαν ἀσθενεῖς εἰς τόνον, ὀλίγαι εἰς ἀριθμόν, σκόρπιαι εἰς χώρας ἀπωτάτας καὶ εἰς μακρινοὺς χρόνους, ὥστε νὰ μὴ δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι αἱ φωναὶ αὗται ἐγέννησαν διὰ τῆς ἐξελίξεως τὴν περὶ ἀγάπης διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἂς ἴδωμεν τὰς ἀσθενεῖς, ὀλίγας, διεσπαρμένας καὶ μακρυνάς αὐτάς φωνάς τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου περὶ ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν.

1) Ἐν Κίνᾳ. 400 ἔτη πρὸ Χριστοῦ ἕνας σοφός τῆς Κίνας ὁ Me-ti εἰς τὸ βιβλίον του Kie-siang-ngai διακηρύττει τὴν ἀγάπην ὅλων τῶν ἀνθρώπων λέγων : «τί εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον γεννᾷ τὰς διχονοίας τῶν ἀνθρώπων; Εἶναι, ὅτι δὲν ἀγαπῶμεν οἱ μὲν τοὺς δέ. Οἱ ὑπήκοοι ἑνὸς κράτους καὶ υἱοὶ μιᾶς οἰκογενείας δὲν ἔχουσι τὸν σεβασμὸν πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς πατέρας˙ οἱ μικρότεροι ἀδελφοὶ ἀγαποῦν τὸν ἑαυτόν τους καὶ ὄχι τοὺς μεγαλυτέρους των ἀδελφούς. Ὁ πατὴρ δὲν εἶναι ἐπιεικὴς πρὸς τὸν υἱόν, οὔτε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς πρὸς τὸν μικρότερον. Ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὄχι τὸν υἱόν του, βλάπτει τὸν υἱόν του, ἐὰν εὕρῃ αὐτὸς συμφέρον. Οἱ λῃσταὶ ἀγαποῦν τὰ σώματα των καὶ ὄχι τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τοῦτο λῃστεύουσι τοὺς ἄλλους πρὸς ἴδιον ὄφελος. Ἐὰν ἔβλεπον τὰ σώματα τῶν ἄλλων ὡς ἰδικά των, δὲν θὰ ἔκλεπτον, Ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ἔφθανον εἰς τὴν ἀμοιβαίαν γενικὴν ἀγάπην, τὰ κράτη δὲν θὰ ἐφιλονίκουν μεταξὺ των, αἱ οἰκογένειαι δὲν θὰ ἐταράσσοντο, οἱ κλέπται θὰ ἐξηφανίζοντο, οἱ δὲ ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι, γονεῖς καὶ τέκνα θὰ ἦσαν οἱ μὲν ἄξιοι σεβασμοῦ, οἱ δὲ ἄξιοι ἐπιεικείας, ὁ κόσμος θὰ ἐβελτιώνετο». Δία τὸν σοφὸν Me-ti ἡ ἀγάπη αὕτη, ἡ ὁποία εἶναι μᾶλλον σεβασμὸς τῶν μικροτέρων πρὸς τοὺς μεγαλυτέρους καὶ ἐπιείκεια τῶν μεγαλυτέρων πρὸς τοὺς μικροτέρους, ἀπέχει πολύ τοῦ νὰ ὀνομασθῇ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν. Εἶναι μᾶλλον ἕνα φάρμακον διὰ τὴν συντήρησιν πολιτῶν καὶ κράτους, εἶναι κοινωνικὴ πανάκεια.

Ὁ περίφημος Lao-Tse ζῶν ἐν Κίνᾳ προτείνει νὰ ἀπαντῶμεν εἰς τὴν προσβολὴν διὰ τῆς εὐγενείας, Ἄλλο ὅμως γλυκύτης, σύνεσις καὶ εὐγένεια καὶ ἄλλο ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν.

Κατὰ τὴν αὐτὴν ἐποχὴν καὶ εἰς τὴν αὐτὴν χώραν ὁ Κομφούκιος ἐκήρυττε διδασκαλίαν, ἡ ὁποία κατὰ τὸν μαθητὴν του Thseng-Tse διέτασσε νὰ ἀγαπῶμεν τὸν πλησίον μας, ὅπως τὸν ἑαυτόν μας. Ἐσημείωνεν ὅμως ῥητῶς νὰ ἀγαπῶμεν τὸν «πλησίον» μας καὶ οὐχὶ τὸν «μακρυνόν», τὸν ξένον, τὸν ἐχθρόν. Ἑπομένως ὁ Κομφούκιος ἐδίδασκε τὴν φιλικὴν ἀγάπην καὶ τὴν εὐγένειαν, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀναγκαῖα διὰ τὴν εὐημερίαν τῶν ἐθνῶν, ἀλλὰ δὲν ἐσκέφθη νὰ κτυπήσῃ τὸ μῖσος συνιστῶν τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν. Εἰς τὰ βιβλία Lun-Yu, ὅπου βλέπομεν τὰς παραβολάς τοῦ Thseng-Tse εὑρίσκομεν αὐτάς τὰς λέξεις, αἵτινες ἔχουσι παραληφθῆ ἐκ τοῦ ἀρχαίου κομφουκιανικοῦ κειμένου τοῦ Τα-hio «ὁ δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ ἀγαπᾷ καὶ νὰ μισῇ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως αὐτὸς νομίζει».

2) Ἐν Ἰνδίαις. Ὁ σύγχρονος τοῦ Κομφουκίου Βούδας ἔθετεν ὡς καθῆκον νὰ ἀγαπῶμεν ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀκόμη καὶ τοὺς πλέον ἀθλίους καὶ περιφρονημένους. Διά τῆς αὐτῆς ἀγάπης πρέπει νὰ περιβάλλωμεν καὶ τὰ ἐλάχιστα μεταξὺ τῶν ζῴων καὶ γενικῶς ὅλας τὰς ζώσας ὑπάρξεις. Ἀλλὰ εἰς τὸν Βουδισμὸν ἡ ἀγάπη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ἔχει σκοπὸν τὴν πλήρη ἐκρίζωσιν τῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ μας, διότι ἡ ἀγάπη αὕτη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι τὸ πρῶτον στήριγμα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ὁ Βούδας δηλ. θέλει νὰ καταργήσῃ τὸν πόνον καὶ διὰ νὰ καταργήσῃ τὸν πόνον δὲν βλέπει κανένα ἄλλο μέσον παρὰ νὰ πνιγῇ ἡ ἀτομικὴ ψυχὴ ἑκάστου εἰς τὴν γενικὴν παγκόσμιον ψυχήν, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Νιρβάνα, τὸ Μηδέν. Ἑπομένως ὁ Βουδιστὴς δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του ἐξ ἀγάπης πρὸς αὐτόν, ἀλλ’ ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸν πόνον, διὰ νὰ κάμῃ ἕνα βῆμα πρὸς τὴν ἐξαφάνισιν. Ἡ παγκοσμία ἀγάπη τοῦ εἶναι παγερά, εἶναι μία μορφὴ στωϊκῆς ἀπαθείας εἰς τὸν πόνον καὶ εἰς τὴν χαράν.

3) Ἓν Αἰγύπτῳ. Κάθε νεκρὸς ἔφερεν εἰς τὸν τάφον ἕνα ἀντίγραφον τοῦ βιβλίου τῶν νεκρῶν, μίαν ἀπολογίαν τῆς ψυχῆς του ἔναντι τοῦ δικαστηρίου τοῦ Ὀσίριδος. Ὁ νεκρὸς αὐτοεπαινεῖται λέγων: «Δὲν ἔκαμα, ὥστε νὰ πεινάσῃ τις! Δὲν ἔκαμα κανένα νὰ κλάψῃ! Δὲν ἐφόνευσα! Δὲν διέταξα νὰ δολοφονηθῇ τις! Δὲν ἔκαμα καμμίαν ἀπάτην!... Ἔδωσα τὸν ἄρτον μου εἰς τὸν πεινασμένον, τὸ ὕδωρ εἰς τὸν διψασμένον, τὸ ἔνδυμα εἰς τὸν γυμνόν, θυσίας εἰς τοὺς θεούς, ἐπιμνημόσυνα δεῖπνα διὰ τοὺς νεκρούς». Ἐνταῦθα εὑρίσκομεν ὡς τελειότερα ἔργα τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης καὶ εὐσπλαγχνίας (τὰ ἔκαμαν ἆραγε καὶ αὐτά;), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκομεν καθόλου ἀγάπην καὶ μάλιστα ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν.

Διά νὰ ἴδωμεν πῶς οἱ Αἰγύπτιοι μετεχειρίζοντο τοὺς ἐχθροὺς των, ἂς μελετήσωμεν μίαν ἐπιγραφὴν τοῦ μεγάλου βασιλέως Pepi jer Miriri. «Ἡ στρατιὰ αὕτη ἐπορεύθη ἐν εἰρήνῃ, εἰσῆλθεν, ὅπως ἤρεσεν εἰς αὐτήν, εἰς τὴν χώραν τοῦ Hirushaitu. Ἡ στρατιὰ αὕτη εἰσῆλθεν ἐν εἰρήνῃ, κατέκοψε τὰς συκᾶς καὶ τὰς ἀμπέλους. Ἔθεσε πῦρ εἰς ὅλας τὰς οἰκίας. Ἡ στρατιὰ αὕτη εἰσῆλθεν ἐν εἰρήνῃ. Ἔσφαζε τοὺς στρατιώτας των κατὰ μυριάδας. Ἡ στρατιὰ αὕτη ἐπορεύθη ἐν εἰρήνῃ. Ἔφερεν αἰχμαλώτους, μέγαν ἀριθμὸν ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδίων. Ἐκ τούτου περισσότερον παντὸς ἄλλου ἀγάλλεται διὰ τὴν ἁγιότητά της». Πόσον διάφορος τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν!

4) Ἐν Περσίᾳ. Ὁ Ζαρατούστρα ἀφῆκεν ἕνα νόμον εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ Ἰρᾶν. Αὐτὸς ὁ νόμος διέτασσε τοὺς πιστούς τοῦ Ἀχούρα—Μάγδα νὰ εἶναι καλοὶ πρὸς τοὺς ὁμοθρήσκους των, νὰ δώσουν φόρεμα εἰς τοὺς γυμνοὺς καὶ νὰ μὴ ἀρνηθοῦν τὸν ἄρτον εἰς τὸν πεινασμένον ἐργάτην. Καὶ ἐνταῦθα πρόκειται περὶ ὑλικῆς ἀμοιβῆς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑπηρετοῦν, ἀνήκουν εἰς ἡμᾶς, διὰ τοὺς γείτονας μας κλπ. Περὶ ἀγάπης ὅμως τῶν ἐχθρῶν δὲν γίνεται λόγος.

5) Ἐν Ἑλλάδι. Εἰς τὸ τελευταῖον βιβλίον τῆς Ἰλιάδος βλέπομεν τὸν Πρίαμον, ὁ ὁποῖος φιλεῖ τὸ χέρι τοῦ σκληρότερου ἐχθροῦ του, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε τὰ παιδιά του καὶ ὁ ὁποῖος πρὸ ὀλίγου ἐφόνευσε τὸ περισσότερον ἀγαπητόν του παιδί. Ὁ Πρίαμος, ὁ ἀρχαῖος βασιλεὺς τῆς Τροίας, ὁ κύριος τῶν μεγάλων ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὁ πατὴρ 50 τέκνων, εἶναι γονατισμένος εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέως, τοῦ μεγαλυτέρου ἥρωος ἐκ τῶν Ἑλλήνων, τοῦ δυστυχεστέρου ἐκ τῶν ἀνθρώπων, τοῦ ἐκδικητοῦ τοῦ Πατρόκλου καὶ φονέως τοῦ Ἕκτορος. Ἡ λευκὴ κεφαλὴ τοῦ γέροντος κύπτει ἐνώπιον τῆς ἀκάμπτου νεότητος τοῦ νικητοῦ. Ὁ Πρίαμος κλαίει τὸν φονευθέντα υἱόν του, τὸν ἰσχυρότερον, τὸν ὡραιότερον, τὸν ἀγαπητότερον ἐκ τῶν 50 υἱῶν του, καὶ φιλεῖ τὸ χέρι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐφόνευσε. Καὶ σύ, λέγει εἰς τὸν Ἀχιλλέα ὁ Πρίαμος, ἔχεις μακρὰν πατέρα πρεσβύτην, ἀδύνατον καὶ ἀνυπεράσπιστον. Ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης τοῦ πατρός σου, δόσε μου τοὐλάχιστον τὸ πτῶμα τοῦ υἱοῦ μου.

Ὁ Ἀχιλλεύς, ὁ σφαγιαστής, ὁ ἄγριος, ἀπομακρύνει μαλακὰ τὸν ἱκέτην γέροντα καὶ ἀρχίζει νὰ κλαίῃ. Καὶ οἱ δύο ἐχθροί, νικητὴς καὶ νικημένος, ὁ πατήρ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πλέον παιδιά, καὶ ὁ υἱός, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἴδῃ πλέον τὸν πατέρα του, ὁ γέρων ὁ ἀσπρομάλλης καὶ ὁ νέος μὲ τὰ νεανικὰ μαλλιὰ κλαίουν καὶ οἱ δύο μαζί, ἀδελφοὶ διὰ πρώτην φορὰν μέσα εἰς τὸν πόνον. Οἱ παριστάμενοι παρατηροῦν ἔκπληκτοι καὶ σιωπηλοί!

Καὶ ἡμεῖς σήμερον ἔπειτα ἀπὸ 30 αἰῶνας, μᾶς εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ συγκινηθῶμεν ἐκ τῶν λυγμῶν των. Ἀλλὰ εἰς τὸ φίλημα τοῦ Πριάμου δὲν ὑπάρχει οὔτε συγγνώμη, οὔτε ἀγάπη. Ὁ Πρίαμος ταπεινώνεται εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέως διὰ νὰ ἐπιτύχῃ μίαν χάριν δύσκολον καὶ ἀσυνήθη. Καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς δὲν κλαίει τὸν Ἕκτορα, οὔτε τὸν Πρίαμον, ἀλλὰ τὸν νεκρὸν φίλον του, τὸν Πάτροκλον. Κλαίει τὸν Πηλέα, τὸν ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὴν Φθίαν, τὸν πατέρα του, ποὺ ποτὲ πλέον δὲν θὰ τὸν ξαναΐδῃ, διότι γνωρίζει, ὅτι οἱ ἡμέρες του εἶναι μετρημένες.

Ἑπομένως ἕκαστος ἐκ τῶν δύο κλαίει διὰ τὸν ἑαυτόν του. Τὸ φίλημα τοῦ Πριάμου δὲν εἶναι ἀγάπη, ἀλλὰ σκληρὰ ἀνάγκη. Ὁ Ἀχιλλεὺς ἀποδίδει τὸ πτῶμα τοῦ υἱοῦ εἰς τὸν πατέρα, ἀφοῦ τὸ ἔσυρεν εἰς τὸ χῶμα καὶ διότι ὁ Ζεὺς τὸ διέταξε καὶ ὄχι διότι ἐκόπασεν ὁ θυμός του. Εἰς τὸν εὐγενικώτερον, ἡρωϊκώτερον κόσμον τῆς ἀρχαιότητος δὲν ὑπάρχει θέσις διὰ τὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία καταστρέφει τὸ μῖσος, ἀλλὰ καὶ ἀντικαθιστᾷ αὐτό. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη ἰσχυροτέρα τοῦ μίσους. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη φλογερωτέρα, πιὸ ἀδάμαστη, πιὸ πιστὴ ἀπὸ τὸ μῖσος. Ὑπάρχει μόνον λήθη τοῦ κακοῦ, δὲν ὑπάρχει ἀγάπη τοῦ ἐχθροῦ. Δία τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν ἑπομένως μόνον ὁ Χριστὸς ὡμίλησεν εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν Του. Εἶναι ἡ ἀγάπη αὕτη τὸ μεγαλεῖον καὶ ὁ μεγαλύτερος νεωτερισμὸς τοῦ Χριστοῦ, τὸ πάντοτε αἰώνιον καὶ νέον μεγαλεῖον Του. Εἶναι νέον καὶ γιὰ μᾶς ἀκόμη, διότι δὲν τὸ ἐφηρμώσαμεν, εἶναι ὅμως αἰώνιον σὰν τὴν Ἀλήθεια.

Εἶναι δυνατὸν εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγὴ πάσης μορφώσεως νὰ μὴ εὑρίσκεται ἐκεῖ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν; Εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα, λέγουν οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν ὅλα. Ἂς ἴδωμεν.

Εἰς τὸν Αἴαντα τοῦ Σοφοκλέους ὁ περίφημος Ὀδυσσεὺς συγκινεῖται ἐνώπιόν τοῦ ἐχθροῦ του, διότι οὗτος κατήντησεν εἰς μεγάλην ἀθλιότητα. Ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ Ἑλληνικὴ δηλαδὴ φρόνησις, προσωποποιημένη εἰς τὴν ἱερὰν γλαῦκα (κουκουβάγια), ὑπενθυμίζει εἰς αὐτόν, ὅτι τὸ περισσότερον εὐχάριστον γέλοιο εἶναι νὰ γελᾷ τις διὰ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἐχθροῦ του. Ὁ Ὀδυσσεὺς δὲν πείθεται καὶ λέγει: «ἐγὼ τὸν συμπονῶ, μολονότι ὑπῆρξεν ἐχθρός μου, διότι τὸν βλέπω δυστυχισμένον καὶ βλέπων αὐτὸν συλλογίζομαι τὴν ματαιότητα τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ὅλοι εἴμεθα φαντάσματα καὶ ἐλαφρὲς σκιές.... Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ κάνῃς κακὸ εἰς ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἀποθνῄσκει, ἔστω καὶ ἀν σοῦ ἔχῃ κάνει κακό». Ὁ πονηρὸς ἐδῶ Ὀδυσσεὺς δὲν εἶναι τόσον πανοῦργος, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται τὰ αἴτια τῆς ὀλίγης φυσικῆς τρυφερότητός του. Συμπονεῖ τὸν ἐχθρόν του, διότι συλλογίζεται τὸν ἑαυτόν του καὶ τὸν συγχωρεῖ, διότι τὸν βλέπει ἐλεεινὸν καὶ ἑτοιμοθάνατον.

Ἕνας ἄλλος, σοφώτερος ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα, ὁ Σωκράτης, ὡμίλησε διὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν. Μὲ ἔκπληξιν ὅμως παρατηροῦμεν, ὅτι διακρίνομεν δύο Σωκράτας μὲ ἀντίθετον γνώμην. Ὁ Σωκράτης, κατὰ τὸν Ξενοφῶντα, δέχεται ῥητῶς τὴν κοινὴν γνώμην, ὅτι πρέπει νὰ κακομεταχειριζώμεθα τοὺς ἐχθρούς, καὶ νὰ καλομεταχειριζώμεθα τοὺς φίλους. «Φαίνεται ἄνθρωπος πολὺ ἀξιέπαινος—λέγει εἰς τὸν Χαιρεκράτην— ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προηγεῖται τῶν ἐχθρῶν, κακοποιῶν αὐτούς, καὶ τῶν φίλων εὐεργετῶν τούτους.» Καὶ ἐπι λέξει˙ «Καὶ μὴν πλείστου γὲ δοκεῖ ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος εἶναι, ὃς ἂν φθάνῃ τοὺς μὲν πολεμίους κακῶς ποιῶν, τοὺς δὲ φίλους εὐεργετῶν» Ξενοφ. Ἀπομνημονεύματα II, 3, § 14. Ἀλλὰ ὁ Σωκράτης τοῦ Πλάτωνος δὲν δέχεται τὴν γνώμην ταύτην. «Εἰς οὐδένα πρέπει,» λέγει εἰς τὸν Κρίτωνα, «νὰ ἀποδίδωμεν ἀδικίαν ἀντὶ ἀδικίας, κακὸν ἀντὶ κακοῦ ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι ἡ προσβολή, τὴν ὁποίαν ἐλάβομεν». Τὸ ἴδιο βεβαιώνει καὶ εἰς τὴν Πολιτείαν του ὁ Πλάτων προσθέτων, ὅτι «οἱ κακοὶ μὲ τὴν ἐκδίκησιν δὲν γίνονται καλύτεροι».

Ἐκεῖνο ἑπομένως, τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Σωκράτους, εἶναι ἡ σκέψις τῆς δικαιοσύνης καὶ ὄχι τὸ αἴσθημα τῆς ἀγάπης. Εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν ὁ δίκαιος ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάμνῃ τὸ κακόν, ὄχι ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν ἐχθρόν, ἀλλὰ ἀπὸ σεβασμὸν πρὸς τὸν ἑαυτόν του. Ἕκαστος πρέπει νὰ τιμωρῆται μόνος του, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θὰ τὸν τιμωρήσουν μετὰ τὸν θάνατον του οἱ Κριταὶ τοῦ ᾋδου. Ὁ μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος, ὁ Ἀριστοτέλης, θὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν παλαιὰν δημώδη ἰδέαν «ὅποιος δὲν ἀνταποδίδει τὰς προσβολάς—λέγει εἰς τὰ Ἠθικὰ Νικομᾶχια—εἶναι δειλὸς καὶ δοῦλος».

6) Ἐν Ῥώμῃ. Οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ εὗρον ἰσότιμον πρὸς τὸν Χριστὸν ἐντός τῆς Ῥώμης τὸν Σενέκαν. Ὁ Σενέκας οὗτος ἦτο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διηύθυνε τὰς συνειδήσεις τῶν ἀρχόντων τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πρὸς τὸν μετερρυθμισμένον κυνισμόν του. Ἦτο ὁ φιλόσοφος ἀριστοκράτης μὲ τὰς ἀφηρημένας ἐννοίας του χωρὶς καμμιὰ συγκίνησιν εἰς τὰ βάσανα τῶν ταπεινῶν. Ἦτο ὁ πλούσιος, ὁ ὁποῖος διὰ λόγου περιε-φρόνει τὰ πλούτη, ἀλλ’ εἰς τὴν πραγματικότητα ἦτο ζηλότυπος φύλαξ τούτων! Οὗτος ἐκήρυττε τὴν ἰσότητα μεταξὺ ἐλευθέρων καὶ δούλων καὶ ὅμως εἶχεν ἀρκετοὺς δούλους! Οὗτος εἶχε δαιμόνιον ἀνατομικὸν τῶν διαφόρων περιπτώσεων τοῦ κακοῦ, τῶν ἀνησυχιῶν, τῶν πραγματικῶν ἐλαττωμάτων, τῶν ἀβεβαίων ἀρετῶν, ἀλλὰ καὶ ηὐτοκτόνησε! Οὗτος ἔλεγεν, ὅτι ὁ σοφὸς δὲν πρέπει νὰ ἐκδικῆται, ἀλλὰ νὰ λησμονῇ τὴν προσβολήν. Πρέπει νὰ μιμῆται τοὺς θεοὺς κάμνων καλὸν εἰς τοὺς ἀχαρίστους, διότι ὁ ἥλιος φωτίζει τοὺς κακοὺς καὶ ἡ θάλασσα ἀνέχεται τοὺς κουρσάρους. Πρέπει νὰ βοηθῶμεν τὸν ἐχθρὸν μὲ χέρι φιλικό». Ὁ ἠθικὸς Σενέκας ἔγραψε τὰ περισσότερα ἔργα του, μετὰ Χριστόν, διότι ηὐτοκτόνησε κατὰ τὸ 65 μ. Χ. Ἑπομένως πολλὰ λόγια του εἶναι χριστιανικὰ καὶ ὄχι ἰδικά του.

7) Ἐν Παλαιστίνῃ. Ἄλλοι λέγουσιν, ὅτι ἀγάπην ἐχθρῶν εὑρίσκουσιν εἰς τὴν Παλαιὰν Γραφήν, ἡ ὁποία διατάσσει τὸ ἑξῆς: «Ἐὰν συναντήσῃς τὸ βόδι τοῦ ἐχθροῦ σου ἤ τὸν ὄνον του, ὁδήγησέ τα πρὸς τὸν κύριόν των. Ἐὰν ἴδῃς, ὅτι ὁ ὄνος τοῦ ἐχθροῦ σου πίπτει ὑπὸ τὸ φορτίον του, μὴ ἀπομακρύνεσαι, ἀλλὰ δόσε χεῖρα βοηθείας». Ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν λέγεται ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν, ἀλλὰ ἀμοιβαιότης, ἀλληλεγγύη διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Ὁ ὄνος ἦτο πολύτιμον ζῷον εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τοὺς χρόνους ἐκείνους. Φίλοι καὶ ἐχθροὶ εἶχον τὸν ὄνον των. Ὁ ὄνος τοῦ ἐχθροῦ σου ἔφυγε σήμερον; Αὔριον δύναται νὰ φύγῃ ὁ ἰδικός σου. Δὸς χεῖρα βοηθείας σὺ σήμερον, ἵνα λάβῃς τοιαύτην ἀπὸ τὸν ἐχθρόν σου αὔριον.

Οἱ ψαλμοὶ βρίθουσιν ἀπειλῶν καὶ κατάρων κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Εἰς ἕνα κόσμον οὕτω κατεσκευασμένον ἦτο δίκαιον νὰ ἀπορῶμεν, διατὶ ὁ Σαοὺλ ἐκπλήσσεται, διότι δὲν ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ του Δαυΐδ. Μόνον εἰς τὰς παροιμίας, αἵτινες ἐγράφησαν βραδύτερον, συναντῶμεν ἀποφθέγματα ὅμοια πρὸς τὰ τοῦ Χριστοῦ: «Μὴ εἴπῃς, ἐκδικήσω τὸν ἐχθρόν μου. Ἀνάμεινον τὸν Κύριον καὶ σωθήσῃ». Ἀλλὰ καὶ πάλιν ἐνταῦθα περιμένει ὁ ἐχθρὸς τὴν τιμωρίαν τοῦ ἐχθροῦ του δι’ ἰσχυροτέρων χειρῶν, τοῦ Θεοῦ. Μόνον εἰς τὸν ἀνώνυμον ἠθικολόγον ἐκεῖνον (τὴν Σοφίαν Σολομῶντος) ὑπάρχει τό: «ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν». Αὐτὴ εἶναι μία πρόοδος, διότι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ ὄνου τοῦ ἐχθροῦ φθάνει εἰς αὐτὸν τὸν ἐχθρόν. Ἀλλὰ ἐκ τοῦ δειλοῦ τούτου ἀποφθέγματος, κεκρυμμένου εἰς μίαν γωνίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δὲν δύναταί τις βεβαίως νὰ ὁδηγηθῇ πρὸς τὰ θαύματα τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου.

Ἄλλοι ἰσχυρίζονται, ὅτι ὁ ῥαββῖνος. ὁ μεγάλος Χιλέλ, ὁ διδάσκαλος τοῦ Γαμαλιήλ, αὐτὸς ὁ περίφημος Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος ἔζη ὀλίγον πρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐδίδασκε τὰ ἴδια πράγματα, ποὺ ἐδίδαξεν ἔπειτα ὁ Χριστός. Ἔλεγε: «Μὴ κάμῃς εἰς τοὺς ἄλλους ἐκεῖνο, ποὺ δὲν θέλεις νὰ κάμουν εἰς σὲ οἱ ἄλλοι. Αὐτὸς εἶναι ὅλος ὁ νόμος, τὰ ἄλλα δὲν εἶναι παρὰ σχόλια τοῦ νόμου». Πόσον μακρυὰ ὅμως εἶναι ἀπὸ τὰ λόγια του Χριστοῦ! Ὁ Χιλὲλ λέγει «μὴ κάμῃς», δὲν λέγει «κάμε» καλὸ εἰς ὅποιον σοῦ κάνει κακό, Τὸ «μὴ κάμῃς» εἶναι ἄρνησις, δὲν εἶναι θέσις,εἶναι μία χλιαρὴ ἀπαγόρευσις νὰ μὴ βλάψωμεν, ὄχι ὅμως καὶ μία ἀπόλυτη ἐντολὴ νὰ ἀγαπήσωμεν.

Πλὴν αὐτοῦ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Χιλὲλ εἶναι οἱ Ταλμουδισταί, οἱ ὁποῖοι ἔχωσαν τὸν νόμον εἰς τὸ πέλαγος τῶν περιπτωσιολογιῶν καὶ τῆς δικολαβίας. Οἱ ἀπόγονοι ὅμως τοῦ Χριστοῦ, οἱ μάρτυρες, ηὔχοντο ὑπὲρ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐφόνευον. Καὶ ὁ Φίλων, ὁ Ἀλεξανδρινὸς Ἑβραῖος, μεταφυσικὸς πλατωνικός, 20 χρόνια μεγαλύτερος τοῦ Χριστοῦ, ἄφισεν ἕνα μικρὸ σύγγραμμα περὶ ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ ὁ Φίλων μὲ ὅλην τὴν ἐξυπνάδα του καὶ ὅλους τούς μυστικοὺς καὶ μεσσιανικοὺς ὑπολογισμοὺς του εἶναι, ὅπως καὶ ὁ Χιλέλ, θεωρητικός, ἄνθρωπος τοῦ βιβλίου, τῶν συστημάτων, τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν, τῶν ταξινομήσεων. Ἡ στρατηγικὴ διαλεκτική του κινεῖ χιλιάδας λέξεων εἰς παράταξιν, δὲν δύναται ὅμως νὰ εὕρῃ τὴν λέξιν ἐκείνην, ἡ ὁποία ἐξαλείφει εἰς μίαν στιγμὴν τὸ παρελθόν, τὴν λέξιν ἡ ὁποία ἑνώνει τὰς καρδίας. Ὡμίλησε διὰ τὴν ἀγάπην περισσότερον ἀπὸ τὸν Χριστόν, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ εἴπῃ, οὔτε ἠδυνήθη νὰ ἀντιληφθῇ περὶ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπεν ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀμαθεῖς μαθητάς του εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν.

Ἐὰν θελήσωμεν δι’ ὀλίγων λέξεων νὰ χαρακτηρίσωμεν τὸν προχριστιανικὸν κόσμον εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο θὰ ἴδωμεν, ὅτι οὗτος ἀρχίζων ἀπὸ τὴν ἀδικίαν εἶχε ἰδανικὸν τὴν δικαιοσύνην, ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἀρχίζων ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην ἔχει ἰδανικὸν τὴν θυσίαν.

Γενικὴ παρατήρησις: Ὁ στωϊκός, ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὑπερήφανος φιλόσοφος ἐκ τῆς σοφίας του, ὁ δίκαιος ἱκανοποιημένος ἐκ τῆς δικαιοσύνης του δύνανται νὰ περιφρονῶσι τὰς προσβολάς τῶν μικρῶν, τὰ δαγκώματα τῶν ἐχθρῶν δύνανται καὶ καταδέχονται, διὰ νὰ φαίνωνται μεγαλόκαρδοι καὶ διὰ νὰ κερδίσωσι τὸν θαυμασμὸν τῶν λαῶν, νὰ ρίπτωσιν ἕνα τεμάχιον ἄρτου εἰς τὸν πεινασμένον ἐχθρὸν των ταπεινώνοντες οὕτω αὐτὸν σκληρότερον ἐκ τοῦ ὕψους τῆς δῆθεν τελειότητός των, ἐν τῇ στωικῇ ἀπαθείᾳ, μὲ τὴν Φαρισαϊκὴν ὑποκρισίαν, μὲ τὸν φιλοσοφικὸν ἐγωϊσμὸν καὶ μὲ τὸ αὐτάρεσκον αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης. Ἀλλὰ ὁ ἄρτος οὗτος εἶναι ζυμωμένος καὶ ψημένος μὲ τὴν ζύμην τῆς ματαιότητος καὶ τὸ φιλικὸν αὐτὸ χέρι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δέσῃ μιά πληγή, νὰ σπογγίσῃ ἕνα δάκρυ.



Θέμα: β) Ἡ Χριστιανικὴ ἀγάπη.

Εἴδομεν τὴν προχριστιανικὴν ἀγάπην. Ἂς ἴδωμεν καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην. Ὁ νόμος οὗτος τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν τοῦ Κυρίου δύναται νὰ διαιρεθῇ εἰς 3 μέρη. 1) Εἰς τὴν ἐντολήν, 2) Εἰς τὸν τρόπον τῆς ἐφαρμογῆς καὶ 3) εἰς τὴν ἀμοιβήν.

1) Ἡ ἐντολή. «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ἐν πρώτοις. Περὶ ποίων ἐχθρῶν πρόκειται; Συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος; Ὁ Κύριος, ὅπως καταργῶν τὸν φόνον ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν τούτου τὴν ὀργήν, ὅπως καταργῶν τὴν σαρκικὴν ἁμαρτίαν ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν ταύτης, τὸν πονηρὸν ὀφθαλμόν, ὅπως καταργῶν τὴν ἐπιορκίαν καὶ τὴν ψευδορκίαν ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν τούτων τὸν ὅρκον, κατὰ παρόμοιον τρόπον κτυπᾷ καὶ ἐνταῦθα τὴν ῥίζαν πάσης ἐχθρότητος, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ ἡ προσωπικὴ ἔχθρα. Ἑπομένως ἐχθροὶ ἐνταῦθα εἶναι οἱ προσωπικοί μας ἐχθροί, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔβλαψαν διὰ λόγου καὶ δι’ ἔργου οἱοιδήποτε καὶ ἂν εἶναι οὗτοι. Ἂς κανονίσωμεν ἡμεῖς τὴν προσωπικήν μας ἔχθραν συγχωροῦντες τοὺς ἐχθρούς μας καὶ ἂς ἀφίσωμεν τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης, τὸ ὁποῖον ἐξεγείρεται μέσα μας ἐναντίον των καὶ τὸ ὁποῖον πολλάκις συγχέεται μὲ τὸν ἐγωϊσμόν μας νὰ τὸ κανονίσῃ ὁ Θεὸς ἤ ἡ πολιτεία.

Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα. Διατὶ πρέπει νὰ συγχωρήσω τοὺς ἐχθρούς μου; Εἶναι τοῦτο λογικόν; Ἀπαντῶ: Ὁ μὴ συγχωρῶν τοὺς ἐχθρούς του ἔχει τρία μεγάλα κακά. Πρῶτον εἶναι παράλογος, δεύτερον εἶναι δυστυχὴς καὶ τρίτον εἶναι ὁ πλέον ἄσπλαγχνος. Μάλιστα !

Πρῶτον. Εἶναι παράλογος, διότι μὲ ποῖον δικαίωμα μισεῖ τὶς τὸν ἐχθρόν του, ἀφ’ οὗ πίπτει εἰς τὸ ἴδιον σφάλμα, διὰ τὸ ὁποῖον μισεῖ τὸν ἐχθρόν του δηλαδὴ εἰς τὸ μῖσος; Ἔπειτα μὲ ποῖον δικαίωμα μισοῦμεν τὸν ἐχθρόν μας διὰ τινα ἁμαρτίαν του, ἀφ’ οὗ καὶ ἡμεῖς εἴμεθα ἁμαρτωλοί; Μήπως μισοῦμεν, ἐπειδὴ δὲν εἴμεθα εἰς αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἐκεῖνος; Εἴμεθα ὅμως εἰς ἄλλην. Μήπως δύναται ὁ χωλὸς κατὰ τὸν δεξιὸν πόδα νὰ ὑβρίσῃ ὡς χωλὸν ἕτερον χωλὸν κατὰ τὸν ἀριστερὸν πόδα; Ἀσφαλῶς ὄχι! Μὲ ποῖον λοιπὸν δικαίωμα μισοῦμεν τὸν ἐχθρόν μας, ὅταν σχεδὸν πάντοτε εἴμεθα ὑπεύθυνοι τοῦ μίσους του μὲ τὴν τερατώδη ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔχομεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας;

Δεύτερον. Ὁ μισῶν εἶναι δυστυχής. Καὶ πράγματι! ὁ μισῶν εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει, διότι τὸ μῖσος εἶναι ἡ χειροτέρα πληγή. Ἐκτὸς τούτου ὁ μισῶν εἶναι δυστυχής, διότι παραγνωρίζει τὴν ὠφέλειαν, τήν ὁποίαν τοῦ προσφέρει ὁ ἐχθρός του. Ὁ ἐχθρὸς εἶναι σωτήρ μας. Αὐτὸς μόνον βλέπει καὶ λέγει τὰς ἐλλείψεις μας χωρὶς προσποίησιν καὶ ὑποκρισίαν. Δυνατὸν νὰ βλέπῃ περισσοτέρας ἐλλείψεις, τῶν ὅσων ἔχομεν. Κακὸν ὅμως θὰ ἦτο, ἐὰν ἔβλεπε καὶ ἔλεγεν ὀλιγωτέρας. Ὁ φίλος οὔτε βλέπει πάντοτε οὔτε λέγει μετὰ τόσης ἐλευθεροστομίας τὰς ἐλλείψεις μας. Ἑπομένως ὁ ἐχθρός μας διὰ τῆς ὠμότητός του λέγει εἰς ἡμᾶς τὴν πραγματικήν μας κατάστασιν καὶ ξυπνᾷ τὴν συνείδησιν τῆς ἠθικῆς μας πτωχείας. Μᾶς ὠφελεῖ οὗτος, διότι δὶ’ αὐτοῦ θὰ δοκιμασθῶσιν αἱ ἀρεταί τῆς ὑπομονῆς, ἀνεξικακίας, πραότητος ἀγάπης κλπ., τὸ δὲ ξύπνημα τῆς συνειδήσεως τῆς ἠθικῆς μας πτωχείας, ὡς ἔχον ὑλικὸν τὴν ταπείνωσιν εἶναι ἡ ἀπαραίτητος προϋπόθεσις τῆς καινούργιας μας ζωῆς. Ὅλων αὐτῶν αἰτία εἶναι ὁ ἐχθρός μας μὲ τὴν ὠμήν του γλῶσσαν.

Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν εὐεργεσιῶν, τὰς ὁποίας μᾶς δίδει ὁ ἐχθρός μας καὶ τοῦ παραλογισμοῦ τοῦ μίσους μας πρὸς αὐτόν, θὰ ὠφείλομεν νὰ ἐκφράσωμεν τὴν εὐγνωμοσυνην μας πρὸς αὐτόν. Ἀλλὰ διὰ τίνος τρόπου; Διά τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ μόνος τρόπος διὰ νὰ θεραπεύσῃς τὴν πληγὴν τοῦ μίσους του καὶ νὰ ἐκφράσῃς πρὸς τὸν ἐχθρόν σου τὴν εὐγνωμοσυνήν σου. Καὶ πράγματι! Ὁ ἐχθρός μας ἔχει ἀνάγκην τῆς ἀγάπης καὶ μάλιστα τῆς ἰδικῆς μᾶς ἀγάπης. Ὁ φίλος μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾷ, δὲν ἔχει ἀνάγκην τῆς ἀγάπης μας, διότι δὲν ἔχει οὐδεμίαν πληγὴν μίσους. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μᾶς μισεῖ, ἀναδίδει ἐκ τῆς ψυχῆς του τὴν πικρίαν τοῦ πόνου του. Μισεῖ, διότι ὑποφέρει καὶ κατὰ τι εἴμεθα καὶ ἡμεῖς ὑπεύθυνοι τῆς συμφορᾶς του ταύτης. Ἀλλὰ καὶ ἂν μέσα εἰς τὴν ἀλαζονικήν σου πεποίθησιν, ὅτι εἶσαι ἀθῶος, τὸν ἀποστρέφεσαι, ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου, ὅτι καθῆκον σου εἶναι νὰ γλυκάνῃς τὸν πόνον τοῦ ἐχθροῦ σου μὲ τὴν ἀγάπην σου, νὰ τοῦ ἐλαφρύνῃς τὸ κακόν του, νὰ ἠρεμήσῃς τὸν ἴδιον, νὰ τὸν κάμῃς καλλίτερον, νὰ τὸν φέρῃς εἰς τὴν μακαριότητα τῆς ἀγάπης. Ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν σου θὰ τὸν γνωρίσῃς καλλίτερα καὶ γνωρίζων αὐτὸν καλλίτερα, θὰ τὸν ἀγαπήσῃς περισσότερον. Ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν σου καθαρίζεις τὸ πνεῦμα σου, ὑψώνεις καὶ τὸ πνεῦμα ἐκείνου. Ἑπομένως ἐκ τοῦ μίσους τοῦ ἐχθροῦ σου πρὸς σέ, τὸ ὁποῖον διαιρεῖ, δύναται νὰ γεννηθῇ μεγάλο φῶς !

2) Τρόπος ἐφαρμογῆς ἐντολῆς. Ὁ τρόπος οὗτος εἶναι τριπλοῦς, α΄ «Εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς» λέγει ὁ Κύριος ἤτοι πρέπει νὰ λέγωμεν λόγια καλὰ δὶ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑβρίζουν. Αὐτὸ δὲν θέλει νὰ εἴπῃ, ὅτι πρέπει νὰ δεχώμεθα ὡς ἀληθεῖς τὰς ψευδεῖς αὐτῶν ὕβρεις, ἀλλὰ νὰ εὑρίσκωμεν ἄλλας πλευράς τοῦ ὑβρίζοντος ἡμᾶς, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀξιέπαινοι. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῶμεν, ὅτι ἕνας, ἐπειδὴ εἶναι ἐχθρός μας, στερεῖται παντελῶς χαρισμάτων. Δυνάμεθα λοιπὸν νὰ ἐπαινέσωμεν τὴν εὐφυΐαν του, τὴν ἠθικήν του ἤ ἄλλην τινὰ ἀρετήν, τὴν ὁποίαν ἔχει. β΄) «Καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς». Ἤτοι δὲν πρέπει μόνον διὰ λόγων νὰ ἐπαινῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας, ἀλλὰ καὶ δι’ ἔργων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ῥητῶς τὸ ἑξῆς: «Ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ πότιζε αὐτόν˙ ταῦτα ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ». Οἱ ἄνθρακες πυρὸς εἶναι οἱ ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως καὶ ἡ ἐντροπή, τὰ ὁποῖα θὰ γεννηθῶσιν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀγαπωμένου ἐχθροῦ σου. Ἑπομένως, ὅταν ὁ ἐχθρός σου πέσῃ εἰς τὰ χέρια σου, φρόντισε νὰ τὸν περιποιηθῇς μὲ τὴν ἀγάπην σου.

Ἀλλὰ ἐὰν δὲν δύνασαι οὔτε διὰ λόγων, οὔτε δὶ’ ἔργων νὰ ἐκδήλωσῃς τὴν ἀγάπην σου πρὸς τὸν ἐχθρόν σου, δύνασαι νὰ καταφεύγῃς εἰς τὴν προσευχήν. Διά τοῦτο ὁ Κύριος προσθέτει˙ «Προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς, καὶ διωκόντων ὑμᾶς». Οἱ «ἐπηρεάζοντες» εἶναι οἱ ἐκ συμπτώσεως καὶ ἐκτάκτως ἐνεργοῦντες ἐχθρικῶς, ἐν ᾧ οἱ «διώκοντες» εἶναι οἱ τακτικῶς καὶ συστηματικῶς ἐχθρευόμενοι ἡμᾶς. Ἑπομένως ἰδοὺ ὁ τριπλοῦς τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν μας, διὰ λόγου, δι’ ἔργου, καὶ διὰ προσευχῆς.

3) Ἀμοιβή. Ποία ἡ ἀμοιβή; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀνακράζει. Ἀμοιβὴ εἶναι «ὁ πάντων φρικωδέστερον, τὸ γενέσθαι ὁμοίους τῷ Θεῷ». Μάλιστα. Διά τοὺς ἐλεήμονας ὁ Κύριος ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν ὅτι «ἐλεηθήσονται», διὰ τοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν ὅτι «τὸν Θεὸν ὄψονται», διὰ τοὺς πενθοῦντας ὅτι «παρακληθήσονται», διὰ τοὺς διωκόμενους ἀδίκως, ὅτι ὁ μισθὸς αὐτῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς», διὰ τοὺς ἀγαπῶντας ὅμως τοὺς ἐχθροὺς των ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν τὸ «γενέσθαι ὁμοίους τῷ Θεῷ» ! Ἐκεῖνο δηλαδὴ τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευσεν ὡς δέλεαρ εἰς τοὺς πρωτοπλάστους, ὅτι θὰ γίνωσιν ὅμοιοι μὲ τὸν Θεόν, ἐὰν παραβῶσι τὴν ἐντολήν του, δίδεται ἐνταῦθα ὡς ἀμοιβὴ διὰ τοὺς ἀγαπῶντας τοὺς ἐχθροὺς των. Πρὸς περισσότερον τονισμὸν τῆς ἀμοιβῆς ταύτης ὁ Κύριος φέρει ὡς παράδειγμα τὸν Πατέρα Του, ὁ ὁποῖος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» ἤτοι ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Ἀλλὰ ἡμεῖς δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν τονίζοντες τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς τὸ «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν Αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». (1) Καὶ τὸ «συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν». (2)

Θαυμάσια παραδείγματα ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν εἶναι αἱ προσευχαὶ μαρτύρων τῆς πίστεως ὑπὲρ τῶν διωκτῶν των. Ἕν ἐκ τῶν πολλῶν ἀναφέρει ὁ Σατωμβριάν εἰς τοὺς μάρτυράς του, τὸ ἑξῆς: Κατὰ τοὺς καιροὺς τῶν διωγμῶν εἰς Λακεδαίμονα συνελήφθησαν ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ ἀπίστου ἄρχοντος κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἐφυλακίσθησαν, ἵνα τὴν ἑπομένην ἡμέραν φονευθῶσιν. Οἱ φυλακισμένοι μάρτυρες πρὶν ἐκτελεσθῶσιν ἐπιθυμοῦσι νὰ κοινωνήσωσι τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ νὰ προσευχηθῶσιν ὑπὲρ τῶν διωκτῶν των. Ἁγία Τράπεζα ὅμως δὲν ὑπῆρχεν. Ἐξαπλώνεται κατὰ γῆς ὁ γέρων φυλακισμένος Ἐπίσκοπος καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τελοῦσι τὴν λειτουργίαν οἱ παριστάμενοι ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Κατὰ τὴν στιγμήν, καθ’ ἥν ἐτελεῖτο ἡ κατανυκτικὴ ἐκείνη λειτουργία, πρὶν κοινωνήσουν, ὁ ἐν φυλακῇ κλῆρος καὶ λαὸς προσεύχονται ὑπὲρ τῶν ἀρχόντων καὶ διωκτῶν των. Κατόπιν ἐκοινώνησαν καὶ τὴν ἑπομένην ἐμαρτύρησαν. Πόσον συγκινητικὴ ἡ ἀγάπη αὕτη τῶν ἐχθρῶν!


Συμπεράσματα. Ἰδοὺ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, τὸ βάθος τῆς ἐντολῆς ταύτης, ὁ τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς της καὶ ἡ ὑψίστη ἀμοιβή της. Ἀγαπῶμεν καὶ ἡμεῖς τοὺς ἐχθρούς μας; Ἀλλοίμονον! Ὄχι μόνον τοὺς ἐχθρούς μας δὲν ἀγαπῶμεν, ἀλλ’ οὐδὲ τοὺς φίλους μας, οὐδὲ τοὺς γονεῖς μας. Μία παρατήρησις, μία σοβαρὰ στάσις ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μᾶς εὐηργέτησαν οὐδόλως εἶναι ἀνεκτή. Εἴμεθα ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει χειρότεροι τῶν τελωνῶν, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου, «ἀγαπῶσι τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς καὶ ἀσπάζονται» χαιρετίζουν «τοὺς ἀσπαζομένους» τοὺς χαιρετίζοντας «αὐτούς». Ἀλλὰ τότε ἡ ἀγάπη αὕτη δὲν εἶναι χριστιανικὴ καὶ ἑπομένως οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει. Ἂς ἀγαπήσωμεν λοιπὸν τοὺς ἐχθρούς μας, ἵνα γίνωμεν ὅμοιοι μὲ τὸν Θεόν μας. Γένοιτο!


1) Ἰωάν. Γ . 16.

2) Ρώμ. Ε . 8.
 Κυριακή Β' Λουκά. Για την αγάπη

 Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος

Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικός.  Ζει, κινείται, δρα και αναπτύσσεται μέσα στην κοινωνία, μία κοινωνία ανθρώπων.  Από την αρχή της Δημιουργίας ο ίδιος ο Θεός διαπιστώνει, ότι δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος του πάνω στη γη, και πλάθει την γυναίκα για να είναι βοηθός και συμπαραστάτης του.  Μ’ άλλα λόγια, ο ίδιος ο Θεός δημιούργησε και στη συνέχεια ευλόγησε την κοινωνικότητα του ανθρώπου.  Οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν, ότι ο άνθρωπος, που δεν ζει μ’ άλλους συνανθρώπους, ή θεός πρέπει να είναι, ή εκτός του εαυτού του.
Ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός είναι κοινωνικός, διότι είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα.  Ο Θεός είναι Ένας ως προς την Ουσία Του, αλλά τριαδικός κατά τις Υποστάσεις Του. Μεταξύ των τριών Προσώπων υπάρχει απόλυτη αρμονία στις σχέσεις τους.  Κανένα από τα δημιουργήματα δεν γνωρίζει εκείνα που είναι του Πατέρα παρά μόνον ο Υιός, και κανένας δεν γνωρίζει εκείνα που είναι του Υιού παρά ο Πατέρας.  Το Άγιο Πνεύμα ερευνά τα βάθη της Υπόστασης του Πατέρα.  Υπάρχει μία απόλυτη αρμονική κοινωνία μεταξύ των τριών Προσώπων της Μιάς Θεότητας.
Η αγάπη των τριών Προσώπων είναι αμοιβαία και εξωτερικεύεται προς όλο τον κόσμο, πολύ περισσότερο προς τον άνθρωπο.  Η αγάπη είναι από τον Θεό, και καθένας που αγαπά τον συνάνθρωπό του είναι εκ του Θεού και γνωρίζει τον Θεό.
Εκείνος που δεν έχει αγάπη, δεν γνωρίζει τον Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη (1 Ιωάν. 4:7-8).  Εκείνος που αγωνίζεται να μένει μέσα στην αγάπη προς τον συνάνθρωπό του, μετέχει της αγάπης του Θεού και ο Θεός μένει και κατασκηνώνει μέσα στη ψυχή του ανθρώπου που έχει αγάπη.  Γι’ αυτό, εάν ο Θεός μας αγάπησε τόσο πολύ και εμείς οφείλομε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον (1 Ιωάν. 4:11).
Η αγάπη είναι ο συνδετικός κρίκος στις σχέσεις μας προς τους συνανθρώπους μας.  Το πρόβλημα που μας προβάλλει το σημερινό Ευαγγέλιο είναι, κατά πόσον είναι η αγάπη μας σωστή, όχι από ανθρώπινης πλευράς όχι, όπως ο περισσότερος κόσμος απαιτεί την αγάπη να είναι, αλλά, κατά το πόσο διαφέρει η αγάπη που έχομε μέσα στην καρδιά μας απ’ εκείνη την κοσμική και συνηθισμένη.
Εάν, μ’ άλλα λόγια, δεν ξεπεράσουμε τα όρια της καθημερινότητας, εάν δεν υπερβούμε τα όρια της ανθρώπινης αδυναμίας, τότε πού διαφέρει η χριστιανική μας αγάπη;
Εάν αγαπάμε εκείνους, που μας αγαπούν, ποία είναι η Χάρη που λάβαμε;  Πώς διακρίνεται η ενεργοποιός δύναμη του Παναγίου Πνεύματος στην εσωτερική αλλαγή του χαρακτήρα σου;  Ο άνθρωπος που βαπτίζεται λαμβάνει την Χάρη του Θεού.
Γίνεται νέος άνθρωπος, αναγεννάται.  Εάν, όμως δεν ενεργοποιήσει την Χάρη του Θεού, να την εφαρμόσει στην καθημερινή του ζωή, τότε, μένει αδρανής.  Ο άνθρωπος που δεν αγαπά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, χωρίς όρους, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς συμφέροντα, αποδεικνύει ότι δεν γνώρισε ακόμα τον Θεό.  Οι αμαρτωλοί άνθρωποι αγαπούν αυτούς που είναι όμοιοι μ’ αυτούς.  Και αυτό, τις περισσότερες φορές συμβαίνει από κάποιο συμφέρον.
Με παρόμοιο τρόπο, όταν κάμνουμε καλές πράξεις προς τους συνανθρώπους μας, δεν πρέπει να αποβλέπουμε να βοηθάμε εκείνους που πρόκειται να μας προσφέρουν κάποια υπηρεσία.
Δεν πρέπει να δίνουμε δώρα, γιατί αργότερα έχομε σκοπό να ζητήσουμε κάποια εξυπηρέτηση.  Δεν πρέπει να δωροδοκούμε κάποιον ανώτερό μας, γιατί αποβλέπομε να καταλάβουμε μία δημόσια θέση.  Αυτά τα πράγματα δεν είναι αρεστά στο Θεό.  Ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν κάμνει το καλό για να ικανοποιήσει κοσμικά συμφέροντα, αλλά, κάμνει το καλό για την αγάπη προς τον συνάνθρωπό του και προς τον Θεό.
Βοηθά εκείνους που αδυνατούν να  ανταποδώσουν το καλό, την ευεργεσία, που τους έγινε.  Έχετε πλεόνασμα φαγητού, καλέσατε τους φτωχούς και χορτάσετε τους πεινασμένους.  Έχετε παραπανίσια ρούχα, δώστε ντύστε τις οικογένειες που αδυνατούν να αγοράσουν.
Τι γεμίζομε τις ντουλάπες μας με τόσα πολλά ρούχα, που, στο τέλος τα κατατρώγει το σαράκι;  Γιατί γεμίζομε τα τραπεζικά μας βιβλιάρια και δυσκολευόμαστε να δώσουμε μία βοήθεια σε οικογένειες που έχουν μεγάλες ανάγκες;  Πολλοί σπαταλούν εκατομμύρια στο τζόγο, στα χαρτιά, στα ζάρια, στους κουλοχέρηδες και στα τόσα τυχερά παιχνίδια με την ελπίδα του γρήγορου πλούτου, και, όταν τους ζητήσεις να συμπαρασταθούν σ’ ένα καλό έργο, τότε, δεν έχουν, δυσκολεύονται, μουτρώνουν και βρίσκουν χίλιες δύο δικαιολογίες για να μη βοηθήσουν.
Εκείνος που βοηθά τον φτωχό είναι σαν να δανείζει τον Θεό.  Οι πράξεις του ελεούντος στην Τελική Κρίση θα συνηγορούν γι’ αυτόν στον Δίκαιο Κριτή.
Η αγάπη μας πρέπει να είναι σαν τον ήλιο και τη βροχή.  Ο Θεός ανατέλλει τον ήλιο και στέλνει τη βροχή, όχι μόνον για τους δικαίους, αλλά και για κάθε αμαρτωλό, ακόμη για εκείνους που αντιστρατεύονται στο θέλημά Του.  Με παρόμοιο τρόπο ο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός αγαπάει όχι μονάχα εκείνους που τον αγαπούν, αλλά εκείνους που είναι εχθρικοί απέναντι του.  Αγαπά εκείνους που τον έβλαψαν, εκείνους που θέλουν το κακό του, εκείνους που τον κατατρέχουν και καθημερινά τον ζημιώνουν.  Ο Χριστός συγχώρησε τους σταυρωτές Του, όταν βρισκόταν πάνω στον Σταυρό, την στιγμή που πόνεσε περισσότερο.  Εμείς τι κάμνομε;
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός με τα σημερινά ευαγγελικά λόγια μας δίδει τον χρυσό κανόνα της ζωής.  Όπως θέλομε να μας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, και εμείς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σ’ αυτούς.  Πρέπει, σαν μαθητές του Χριστού, να γίνουμε μιμητές Θεού στην αγάπη.  Μόνον, όταν υπερβούμε τα όρια της ανθρώπινης φυσικής αγάπης, θα μπορέσουμε να συμμετάσχουμε στη θεία αγάπη, που δεν γνωρίζει όρια, προϋποθέσεις και συμφέροντα.  Τότε και μόνον τότε, θα είμαστε παιδιά του Θεού, του Οποίου την Χάρη εύχομαι να σκεπάζει και να φωτίζει όλους μας.  Αμήν.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Α΄ Λουκά

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

Η απροσδόκητη αλιεία, αποτέλεσμα της παρουσίας του Κυρίου, έκαμε κατάπληξη στους ψαράδες της λίμνης Γεννησαρέτ. Την θεώρησαν ένα θαυμαστό, ανερμήνευτο – σύμφωνα με τα όσα γνώριζαν – γεγονός. Την είδαν, όπως και πραγματικά ήταν, σαν ένα θαύμα.
Τα δύο αδέλφια ψαράδες, ο Πέτρος και ο Ανδρέας, είχαν κοπιάσει ολόκληρη τη νύκτα στη θάλασσα της Τιβεριάδος. Έριξαν ξανά και ξανά τα δίκτυα, αλλά μάταιος ο κόπος, δεν έπιασαν τίποτε. Σαν να είχαν χαθεί τα ψάρια από τη θάλασσα εκείνη τη νύκτα. Είχαν, λοιπόν, αράξει το πλοίο στην παραλία κι απ’ αυτό ο Κύριος δίδασκε τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί να ακούσουν τα θεϊκά λόγια Του. Οι δύο αδελφοί άκουγαν με προσοχή και ενδιαφέρον τα λόγια του Διδασκάλου. Αισθανόταν βαθιά συγκίνηση και ενδιαφέρον, ως καλοπροαίρετοι και αγαθοί που ήταν.
Όταν ο Κύριος σταμάτησε τη διδασκαλία του, είπε στον Πέτρο να ανοιχθούν με το πλοίο τους στη θάλασσα. Ενώ προχωρούσαν ο Κύριος τους είπε: «ρίξτε τα δίκτυα στη θάλασσα για να πιάσετε ψάρια».
Ο Πέτρος, ως έμπειρος ψαράς, είπε στον Κύριο: «Διδάσκαλε, όλη τη νύκτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίκτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Και στη θάλασσα αυτή η νύκτα είναι κατάλληλη για ψάρεμα και όχι η ημέρα. Επειδή όμως το θέλεις εσύ και το ζητάς, εμείς θα κάνουμε υπακοή στο θέλημά σου και θα ρίξουμε ξανά τα δίκτυα». Ίσως ο Πέτρος να νόμισε ότι ο Κύριος ήθελε να δει τον τρόπο ψαρέματός τους. Δεν αποκλείεται, καθώς έριχνε τα δίκτυα στη θάλασσα, να εξηγούσε στον Κύριο πως ψαρεύουν.
Ξαφνικά ο Πέτρος αισθάνθηκε τα δίκτυα να βαραίνουν. Κατάλαβε ότι τα δίκτυα ήταν γεμάτα ψάρια. Άρχισαν να βαραίνουν περισσότερο. Δεν πίστευε στα μάτια του. Τα δίκτυα υπερβολικά γεμάτα από ψάρια, με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος να σπάσουν. Κατάλαβε, ότι ήταν αδύνατο στο πλοίο του να χωρέσουν όλα. Φώναξε τότε δύο συναδέλφους, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, που είχαν αράξει το πλοίο τους στην παραλία «τοῦ ἐλθόντος συλλαβέσθαι αὐτοῖς», να έλθουν δηλαδή να πιάσουν μαζί τους τα γεμάτα δίκτυα και να τους βοηθήσουν να τα σύρουν πάνω στο πλοίο. Ήλθαν εκείνοι, έσυραν τα δίκτυα και με τα ψάρια γέμισαν και τα δύο πλοία, ώστε να κινδυνεύουν να βυθιστούν.
Τότε ο Πέτρος σκέφθηκε καλά το εξαιρετικό γεγονός που έζησε. Είδε ότι πρόκειται για ένα καταπληκτικό θαύμα. Αντιλήφθηκε ότι ο Διδάσκαλος, ως κύριος και εξουσιαστής της άψυχης και άλογης φύσης, αυτός είχε διατάξει τα ψάρια κι αυτός τα είχε κλείσει μέσα στα δίκτυα. Θάμβος, κατάπληξη και ιερό δέος κυρίευσε τον Πέτρο και τους άλλους τρείς. Αμέσως κατάλαβε πόσο μικροί και ανάξιοι ήταν εκείνοι μπροστά του. Έπεσε στα γόνατα του Κυρίου και με ταπείνωση του είπε: «Κύριε, βγες από το πλοίο μου. εγώ είμαι ένας αμαρτωλός άνθρωπος και δεν μου αξίζει να βρίσκομαι τόσο κοντά σου».
Κι ο Κύριος του είπε: «Μη φοβάσαι. Βγείτε κι εσείς από τα πλοία σας. Αφήστε πλοία και δίκτυα, διότι από δω και πέρα θα γίνετε αλιείς ανθρώπων». Αμέσως οι ψαράδες εκείνοι άφησαν τα πάντα, πλοία, δίκτυα, ψάρια, γονείς και τον ακολούθησαν. Το θαύμα του Κυρίου είχε μιλήσει βαθιά μέσα στην καρδιά τους και αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στη ζωή τους.
Μήπως όμως μόνο στη ζωή του Πέτρου συνέβησαν τέτοια συγκλονιστικά θαύματα; Για τον Πέτρο μόνο επεφύλαξε ο Θεός την ιδιαίτερη αυτή στοργική μεταχείριση; Από τότε μέχρι και σήμερα μήπως σταμάτησαν να γίνονται τέτοια θαύματα, που να αποτελούν ένα συγκλονιστικό γεγονός στη ζωή των ανθρώπων; Αλλά ο Θεός «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας». Πάντοτε περιβάλλει τον κάθε άνθρωπο με άπειρο αγάπη και φροντίδα και θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4). Η αγάπη του, η πανσοφία του, η παντοδυναμία του δεν εξαντλήθηκε ποτέ ούτε και θα εξαντληθεί. Ο Κύριος εργάζεται την σωτηρία του κάθε ανθρώπου, σαν να υπήρχε μόνος αυτός πάνω στη γη. Και θαύματα ακόμη κάνει για να μας προφυλάξει από σωματικούς και πνευματικούς κινδύνους και ιδιαίτερα για να μας οδηγήσει και να μάς κρατήσει σταθερούς μέχρι τέλους στο δρόμο της σωτηρίας και του αγιασμού. Αν προσέξουμε κάπως την ζωή μας, αν με βλέμμα ερευνητικό εξετάσουμε τις ημέρες που πέρασαν και κάθε ημέρα που έρχεται, θα δούμε καθαρά την επέμβαση του Θεού. Θα δούμε γεγονότα, τα οποία δεν μπορούσαμε με κανένα φυσικό τρόπο να τα εξηγήσουμε.
Μια θαυμαστή διάσωση από αιφνίδιο θάνατο. Μια απροσδόκητη τακτοποίηση ενός σοβαρού ζητήματος, για το οποίο δεν βλέπαμε ότι υπάρχει κάποια λύση. Η επανόρθωση κάποιας αδικίας που μάς είχε γίνει παλαιότερα. Η διάλυση μιας συκοφαντίας που μάς έθιγε προσωπικά. Πόσες και πόσες φορές δεν βρεθήκαμε σε αδιέξοδο, δεν ταραχθήκαμε από οικογενειακές υποθέσεις, δεν αντικρύσαμε την καταστροφή να έρχεται και νομίσαμε ότι δεν πρόκειται να σωθούμε, ότι ο καταποντισμός είναι βέβαιος, είδαμε τον ουρανό της ζωής μας κατασκότεινο και την άβυσσο να χαίνει ενώπιον μας. Κι όμως ο ζωογόνος ήλιος έλαμψε, η όποια καταστροφή απεφεύχθη, το όποιο δράμα της ζωής μας λύθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο. Κάναμε μια μικρή, μια ελάχιστη προσευχή προς τον Κύριο και Αυτός απάντησε με ένα μεγάλο θαύμα.
Δεν είναι καθόλου υπερβολή εάν πούμε ότι συνεχώς ζούμε μέσα στα θαύματα της αγάπης του Θεού για όλους μας.
Εάν θέλουμε, λοιπόν, τις ευλογίες του Θεού στη ζωή μας, οφείλουμε να στραφούμε σ’ Αυτόν, να υποκλιθούμε μπροστά Του και να δείξουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στη θεία Πρόνοιά Του. Ας δείξουμε πίστη και εμπιστοσύνη προς τον Κύριό μας. Ας εφαρμόσουμε στη ζωή μας τις εντολές του Ευαγγελίου. Ας φανούμε αντάξιοι της κλήσεως μας, ως μαθητές του Διδασκάλου Χριστού. Αυτός ο τρόπος ζωής θα επιφέρει πάνω μας τις ευλογίες του Θεού. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος της σωτηρίας. Αμήν.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Κυριακή ιστ' επιστολών (28-9-2014)

Τα όπλα της δικαιοσύνης, τα δεξιά και τα αριστερά


Β' Κορ. 6.1-10 
Ἀδελφοί, συνεργοῦντες δὲ καὶ παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς· 2 - λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας - 3 μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, 4 ἀλλ' ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, 5 ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, 6 ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, 7 ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, 8 διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, 9 ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, 10 ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

Σάς παρακαλώ, μάς λέει σήμερα ο απόστολος Παύλος, να δεχθείτε την χάρη του Θεού και μη την αφήσετε να πέσει στο κενό, ενώ στη συνέχεια επεξηγεί το νόημα της προτροπής του, συνδέοντας την πίστη με τα έργα του αληθινού μαθητή του Χριστού, και τέλος απαριθμεί τις δυσκολίες και τις ευλογίες της εν Χριστώ ζωής αλλά και τα πνευματικά όπλα με τα οποία οφείλουμε να είμαστε οπλισμένοι. Μην αφήνετε, λέει, την χάρη του Θεού να πέσει στο κενό, δεχθείτε δηλαδή την ευεργεσία της απολυτρώσεως, διά της πίστεως στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και εν συνεχεία του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού, και επικυρώστε αυτή την πίστη σας και την δωρεά του Θεού με τα αντίστοιχα έργα. Διότι ποιο το όφελος, αν με τα λόγια πιστεύουμε στον Θεό και αποδεχόμαστε τις ευεργεσίες του και ενώ έχουμε γίνει φίλοι του επιστρέφουμε στα πάθη μας; γιατί όταν αμαρτάνουμε ο ίδιος μας ο βίος μάς καθιστά εχθρούς του Θεού και ακυρώνει όσα με τα λόγια διακηρύσσουμε και αφήνει έτσι την χάρη του Θεού να πέσει στο κενό.

Και για να μη θεωρήσουμε πως έχουμε καιρό μπροστά μας, μάς υπενθυμίζει τους λόγους του Κυρίου διά στόματος του προφήτη Ησαΐα: «καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι» (Ησ. 49.8), υπογραμμίζοντας ότι τώρα είναι ο καιρός ο ευπρόσδεκτος και η ημέρα της σωτηρίας. Καιρός ευπρόσδεκτος είναι γιατί μάς παρέχεται η χάρις, η δωρεά της αφέσεως, χωρίς να μάς καταλογίζονται ευθύνες για τα αμαρτήματά μας, για τα οποία έχουμε μετανοήσει, αλλά οι ικεσίες μας γίνονται αποδεκτές από τον Θεό, ο οποίος και μάς παρέχει την εξ ύψους βοήθεια και σωτηρία, την απαλλαγή από τη αμαρτία, την δικαιοσύνη, τον αγιασμό. Καιρός ευπρόσδεκτος είναι ο παρόν βίος μας, όχι καιρός δικαστηρίου αλλά χάριτος και σωτηρίας, μιας που ο Χριστός δεν ήλθε να κρίνει τον κόσμο αλλά να τον σώσει*, ενώ η κρίση είναι έργο της Δευτέρας Παρουσίας του**.

Για να μη πέσει η χάρις του Θεού στο κενό και για να αποβεί ευπρόσδεκτος και καρποφόρος πνευματικά η ευεργεσία του Θεού μάς καθιστά προσεκτικούς ο απόστολος Παύλος, να μη δώσουμε καμία αφορμή σε κανέναν ώστε να κατηγορηθεί η διακονία μας, αλλά να καταστήσουμε και να αποδεικνύουμε έμπρακτα τον εαυτό μας ως πραγματικό διάκονο του Θεού. Για τον σκοπό αυτό μάς συνιστά υπομονή πολή, στις θλίψεις, στις στενοχώριες, στις πληγές, στις φυλακίσεις, στις αγρυπνίες, στις νηστείες, κι από την άλλη μάς προτρέπει να έχουμε αγνότητα, γνώση της αληθείας, να είμαστε μακρόθυμοι, ενάρετοι, να ζούμε εν Αγίω Πνεύματι, να έχουμε αγάπη ανυπόκριτη και λόγο αληθείας, κι όλα αυτά με την δύναμη του Θεού και οπλισμένοι με τα όπλα της δικαιοσύνης, τα δεξιά και τα αριστερά.

Ας προσέξουμε αυτό το σημείο. Η αναφορά σε δεξιά και αριστερά όπλα δεν υπονοεί θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Κάτι τέτοιο αντιβαίνει στο Ευαγγέλιο, ακυρώνει τον ίδιο τον Χριστό. Αριστερά καλεί εκείνα που φαίνονται λυπηρά, και δεξιά πάλι εκείνα που παραπέμπουν ευθέως στις αρετές. Ποια είναι αυτά; τα απαριθμεί αμέσως: η δόξα των ανθρώπων και η ατιμία, η δυσφήμηση και η ευφημία, το να λογιζόμαστε πλάνοι και να είμαστε αληθείς, να μοιάζουμε χαμένοι για τον κόσμο αλλά να μάς γνωρίζει ο Θεός, να θεωρούμαστε νεκροί για τον κόσμο και να είμαστε αληθινά ζωντανοί, να ταλαιπωρούμαστε από τους πειρασμούς αλλά να μη χανόμαστε, να θεωρούμαστε για τον κόσμο λυπούμενοι αλλά να μετέχουμε της πνευματικής χαράς και ηδονής, να είμαστε πτωχοί και να πλουτίζουμε τους πάντες, να μην έχουμε τίποτα το βιοτικό δικό μας και όμως να κατέχουμε όλα τα πνευματικά.

Την αντίφαση αυτή με το πνεύμα του κόσμου εξηγεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «διότι μόνοι οι πιστοί είναι ορθοί κριτές των πραγμάτων, και δεν χαίρονται ή λυπούνται με τα ίδια πράγματα που χαίρονται και λυπούνται οι άλλοι», και τούτο επειδή έχουν υγιή τα πνευματικά τους μάτια και μπορούν και ατενίζουν το φως της αληθείας του Θεού. Γνωρίζουν επίσης ποια είναι τα πρόσκαιρα και ποια τα αιώνια αγαθά, γι αυτό υπομένουν τις θλίψεις και τις δυσκολίες με χαρά. Γι αυτό και δεν επιζητούν την δικαίωση των ανθρώπων, αλλά την δικαιοσύνη του Θεού.

Αν προσπαθήσουμε να ζυγίσουμε την ζωή μας σύμφωνα με τα παραπάνω, θα διαπιστώσουμε ότι σε πολλά υστερούμε. Δεν είναι λίγες οι φορές που διαμαρτυρόμαστε επειδή μάς αδικούν, ή επειδή μάς κακολογούν, ή επειδή διωκόμαστε έμμεσα ή άμεσα για την πίστη μας. Δεν είναι λίγες οι φορές που γινόμαστε σκυθρωποί και περίλυποι επειδή εξαιτίας των θλίψεων, των δοκιμασιών, των προσβολών και των πειρασμών που αντιμετωπίζουμε, ή της νηστείας που κάνουμε ή της υπομονής που καλούμαστε να επιδείξουμε. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουμε βαθειά και βεβαία πίστη στον Χριστό, ούτε αγάπη γνήσια προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. Διαφορετικά θα συμφωνούσαμε με τον απόστολο Παύλο ότι όλα είναι σκύβαλα προκειμένου να κερδήσουμε τον Χριστό και την δικαιοσύνη του, προκειμένου να γνωρίσουμε τον Χριστό και την δύναμη της Αναστάσεώς του και να κοινωνήσουμε στα παθήματά του ώστε να μετάσχουμε στην ανάσταση των νεκρών***.

Γι αυτό κι εμείς, όταν πάσχουμε κάτι για τον Χριστό, όχι μόνο να το υπομένουμε γενναία αλλά ας χαιρόμαστε, κι όταν νηστεύουμε ας ευφραινόμαστε σαν να είμαστε σε πλουσιοπάροχο τραπέζι, κι αν μας υβρίζουν ας χορεύουμε σαν να μας εγκωμίαζαν, κι αν δαπανώμαστε ας έχουμε στο νου μας ότι κερδίζουμε, κι αν δίνουμε στους φτωχούς ελεημοσύνη ας θεωρούμε ότι λαμβάνουμε, διαφορετικά ακόμα και η ελεημοσύνη γίνεται επαχθής και φορτική για την ψυχή μας. Αλλά και για κάθε αρετή ας μη αναλογιζόμαστε τους κόπους και τις αντιξοότητες, αλλά το πνευματικό κέρδος και προ πάντων το παράδειγμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος υπέμεινε τα πάντα και μακροθύμησε ακόμα και για τους σταυρωτές του. Αν έχουμε αυτά στο νου μας όχι μόνο θα αντεπεξέλθουμε εύκολα στις δυσκολίες του βίου, τις οποίες ο πειρασμός πολλαπλασιάζει όταν μάς βλέπει να αγωνιζόμαστε κατά Θεόν, αλλά και όλος ο βίος μας θα είναι πλήρης χαράς και χάριτος. Γιατί τίποτα δεν μπορεί να δώσει μεγαλύτερη ηδονή από το να γνωρίζουμε και να πράττουμε το αγαθό. Αμήν.

π. Χ.Β.
______________
* Βλ. Ιω. 12.47: «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον».
** Πρβλ. Ματθ. 25.31-44
*** Πρβλ. Φιλιπ. 3.7-11: «᾿Αλλ' ἅτινα ἦν μοι κέρδη, ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν. 8 ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Κυρίου μου, δι' ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω 9 καὶ εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ μὴ ἔχων ἐμὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ νόμου, ἀλλὰ τὴν διὰ πίστεως Χριστοῦ, τὴν ἐκ Θεοῦ δικαιοσύνην ἐπὶ τῇ πίστει, 10 τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καὶ τὴν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, 11 εἴ πως καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τῶν νεκρῶν».
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
Απόστολος: Β΄ Κορ. δ΄ 6-10
Ευαγγέλιο: Λουκ. ζ΄ 1-11
28 Σεπτεμβρίου 2014

«Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε»



Ο Πέτρος, αγαπητοί αδελφοί, επρόκειτο ύστερα από λίγο να ενωθεί με τον Χριστό για πάντα. Η καρδιά του είχε ήδη πιαστεί στο αγκίστρι της Χάριτος. Κι όμως, τα πρώτα λόγια που ανεβαίνουν στα χείλη του, είναι λόγια αποπομπής και απωθήσεως.

Καταλαβαίνοντας μονομιάς, από το ξαφνικό, θαυμαστό γέμισμα των διχτύων, ποιος πραγματικά ήταν ο επιβάτης εκείνος της ψαρόβαρκάς του, ο Σίμων Πέτρος νοιώθει την ανάγκη να τον παρακαλέσει να βγει απ’ αυτή. Το πρώτο που αντιλαμβάνεται όποιος έλθει σε επαφή με τον Θεό, είναι η ίδια του η αναξιότητα και αμαρτωλότητα. Κι ενώ φαίνεται ότι ο ποθητότατος Ιησούς πρέπει να αγκαλιαστεί αμέσως, η καρδιά που τον ανακαλύπτει και τον αγαπά, τον σπρώχνει στην αρχή μακρυά.

Τα μισοσάπια σανίδια, όπου πατά ο Ιησούς, είναι τόπος ανάξιος για να τον υποβαστάζουν. Ανήκουν στον Πέτρο και μοιάζουν, στα μάτια του φτωχού ψαρά, τόσο πολύ με την ψυχή το. «Έξελθε απ’ εμού, Κύριε, - του λέγει – ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί». Η ίδια αιτία, που κάνει τον Ιησού να βρίσκεται εκεί, η ίδια κάνει τον Κηφά να λέγει στον Ιησού να φύγει. Ο Υιός του Θεού βρίσκεται εκεί ακριβώς γιατί ο Πέτρος είναι αμαρτωλός. Γιατί είχε έλθει στον κόσμο; Για να ζητήσει και να σώσει το απολωλός. Αλλά και ο Πέτρος, ακριβώς επειδή νοιώθει τον εαυτό του αμαρτωλό, αποδιώχνει τον Άγιο και Αναμάρτητο.

Τι παράδοξη, αλλά και τι δικαιολογημένη, αγαπητοί αδελφοί, αυτή η στάση του Πέτρου! Όποιος αληθινά μετανοεί και αναγεννάται, δεν βιάζεται να ανοίξει οικειότητα με τον Χριστό. Στέκεται μακριά, όπως στάθηκε μακριά και ο τελώνης της παραβολής, στην παράμερη γωνιά του φόβου, της συντριβής, της προετοιμασίας, των δακρύων, των αναστεναγμών. Δεν προχωρεί, δεν κάνει βήματα αλόγιστα και επιπόλαια. Υποχωρεί και συμμαζώνεται. Βρίσκεται στην αρχή της σοφίας – της αληθινής γνώσεως του Θεού – και η αρχή αυτή δεν κυριαρχείται από άλλο αίσθημα παρά από τον φόβο του Κυρίου και την ταπείνωση.

Στα θεμέλια της αναγεννήσεως, που ανοίγει η μετάνοια, συναντάς τον φόβο του Θεού και την ταπείνωση, που φαίνονται σαν να απωθούν τον Χριστό. Αλλά το δικό τους «έξελθε» είναι στη γλώσσα του Πνεύματος, στη γλώσσα που εννοεί ο Θεός, το γνήσιο «ελθέ».

Υπάρχει, αγαπητοί αδελφοί, ένα σύστημα κανόνων καλής συμπεριφοράς στις σχέσεις μας με τον Θεό. Συμπεριφοράς όχι επιφανειακής, αλλά εσωτερικής. Δεν είναι σωστό ούτε φυσικό, σ’ όποιον αληθινά μετανοεί, να πει στον Θεό «έλα», «μείνε κοντά μου», όταν έλθει. Πριν απ’ αυτό, έχει τη θέση του το «έξελθε απ’ εμού», που είπε ο Σίμων Πέτρος.

Ποιος είμαι εγώ που επισκέπτεσαι, Κύριε; Είμαι ένα τίποτε και μάλιστα ένα δυσώδες και βεβορβορωμένο τίποτε. Πώς να σε κρατήσω, να σε φιλοξενήσω, να συνοικήσω μ’ εσένα, χωρίς προηγουμένως να πλυθώ καλά με τα δάκρυα μου; Έρχεσαι ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό, για να με κάμεις καθαρό. Αλλά εφόσον δεν είμαι ακόμη, πώς να σε υποδεχτώ, τον Πανάγιο και Άμωμο; Δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη της ψυχής μου. Δος μου μονάχα τον φόβο σου, την ταπείνωση και την πολύ μετάνοια, ώσπου να αποκτήσω μ’ αυτά το ένδυμα γάμου, τον λευκό χιτώνα της ανανήψεως. Κι έτσι, τότε, θα είναι φυσικό να βρίσκομαι κοντά σου, να είμαι οικείος σου.

Δεν εισάκουσε ο Ιησούς την παράκληση του Πέτρου. Δεν βγήκε από το πλοίο, αλλά έμεινε και συνήψε εκεί τον αρραβώνα αυτής της ψυχής μαζί του. Την κάλεσε, μάλιστα, πολύ ψηλά. Κάλεσε τον Πέτρο για απόστολο του. Και συγχρόνως, τίμησε με ανάλογο τρόπο και τον τόπο που ιδιοκτήτης του ήταν ο Πέτρος. Μετέβαλε το σαθρό καΐκι σε άμβωνα και καθισμένος στην κουπαστή του μίλησε στον όχλο, που βρισκόταν στην ακρογιαλιά.

Με το να του πεις το ταπεινό και συντετριμμένο «έξελθε απ’ εμού», δεν σημαίνει ότι μπορείς να ανακόψεις τη φόρα του Χριστού προς εσένα, να αναχαιτίσεις την είσοδο του στην ψυχή σου. Ίσα – ίσα, αυτή η παράκληση είναι η καλύτερη πρόσκληση, που τον κάνει να μπει και να μείνει για πάντα. Αυτά τα λόγια – αυτή τη συναίσθηση που εκφράζουν – περιμένει, για να μας αναγνωρίσει δικούς του και να μας γεμίσει με τα υπερφυή δώρα της Χάριτός του.

Όπως συμπεριφέρθηκε στον Πέτρο, συμπεριφέρεται και στον καθένα μας. Αν μιμηθούμε τον φτωχό εκείνο ψαρά της Καπερναούμ, που έγινε ο κορυφαίος των μαθητών του.

Ας ακούσουμε, λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, το σάλπισμα που μας απευθύνεται από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Είναι ένα σάλπισμα όχι προελάσεως, αλλά υποχωρήσεως. Ας ξαναρχίσουμε τον χριστιανικό μας βίο από την αρχή, που ίσως δεν την κάναμε καλά. Ας μάθουμε να στεκόμαστε μακριά από τον Θεό, για να μπορέσουμε έτσι αληθινά να βρεθούμε κοντά του. Δηλαδή, ας συναισθανθούμε βαθιά την αναξιότητα μας και την ενοχή μας κι ας περάσουμε στην αγάπη του Θεού μέσα από τη μοναδική θύρα που βγάζει εκεί: μέσα από τον φόβο του Κυρίου.
Γιώργος Σαββίδης
ΚΥΡΙΑΚΗ 28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2014 – Α΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. ε΄ 1-11) (Β΄ Κορ. στ΄ 1-10)


Μαθητές του Χριστού

«αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ»

Η κλήση των πρώτων μαθητών από το μεγάλο διδάσκαλο Χριστό, είναι το θέμα που ξεδιπλώνει μπροστά μας η σημερινή ευαγγελική περικοπή με σκηνικά που αναδεικνύουν βαθύτερα μηνύματα και νοήματα. Στο βάθος της διήγησης του Ευαγγελίου μπορεί κάποιος ν’ αντλήσει μεγάλες αλήθειες. Ο Μονογενής και Λόγος του Θεού είναι εκείνος που καλεί πρώτα όλους τους ανθρώπους από την ανυπαρξία στη ζωή. Γι’ αυτό και στην ευχαριστιακή σύναξη ομολογούμε: «Συ εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγες».

Ο άνθρωπος όμως καλείται από τον Χριστό όχι απλώς να παραμείνει στο «είναι», δηλαδή να περιορίζεται στο να συντηρεί την ύπαρξή του, αλλά να καταστεί ικανός ν’ ατενίσει τις κορυφογραμμές του «εύ είναι». Να γίνει με άλλα λόγια μέτοχος της θείας ζωής, να φθάσει στη θέωση, να υποστεί την καλή αλλοίωση, σύμφωνα με την πατερική γραμματεία. Μάς προσκαλεί να γίνουμε κοινωνοί της θεανθρώπινης ζωής της Εκκλησίας, διά μέσου των θεμελίων της, που είναι οι άγιοι Απόστολοι, οι μαθητές που ο ίδιος προσκάλεσε για να τον ακολουθήσουν.

Σε μια πολύ ζωηρή εικόνα, ο Λουκάς εμφανίζει τον Χριστό να διδάσκει στο πλήθος πριν να καλέσει τους πρώτους τέσσερεις μαθητές του. Την επικοινωνία που απορρέει από τη θεϊκή αγάπη χαρακτηρίζει η αυθεντικότητα. Κοιτούσε πάντοτε τους ανθρώπους πρόσωπο προς πρόσωπο. Στη διάσταση εκείνη που η κοινωνία αγάπης αναδεικνύεται το κυρίαρχο στοιχείο της Βασιλείας του και της καταξίωσης του ανθρώπου στους πιο ψηλούς αναβαθμούς πνευματικότητας. Εκεί στην ακρογιαλιά της Γεννησαρέτ που ήταν κατάμεστη από κόσμο, επέλεξε ένα από τα δύο πλοιάρια των μετέπειτα μαθητών του για να διδάσκει το πλήθος. Ακριβώς, μέσα από την ταπείνωση παρατηρούμε πώς αναδύεται η θεϊκή μεγαλοπρέπεια.

Η ευλογημένη πρόσκληση

Τη διδαχή του πλήθους διαδέχεται το σκηνικό της ευλογημένης πρόσκλησης που απευθύνει ο Κύριος προς τους μαθητές του. Οι συνθήκες μπορεί να μην ήταν και τόσο ευνοϊκές, αφού εκτός από το ακατάλληλο της ώρας, η κοπιώδης εργασία που προηγήθηκε από τους μαθητές ολόκληρη τη νύχτα συνοδευόταν και από την απογοήτευση της δυστοκίας που χαρακτήριζε την προσπάθεια τους. Ωστόσο, η μεγάλη πρόσκληση μπορεί να καρποφορήσει και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, κάτι που επιβεβαιώνουν τα ίδια τα γεγονότα.

Παρακαλεί το Σίμωνα ο Κύριος: «επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών προς άγραν». Ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνεύει επιφανειακά και με το δικό του τρόπο πράγματα και γεγονότα, να απογοητεύεται και να απελπίζεται. Ωστόσο, η αγάπη του Θεού αποφέρει την πιο ευλογημένη καρποφορία, ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες περιστάσεις και αντίξοες συνθήκες. Αρκεί ο άνθρωπος να αφήσει την καρδιά του να γίνει δεκτική της θεϊκής αγάπης και παρουσίας, να ανοίξει την ύπαρξή του για να δεχθεί το θείο φωτισμό.

Η ανταπόκριση ακριβώς τού Πέτρου, παρά την όποια απογοήτευσή του που εκφράζεται με το «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν», δείχνει το δρόμο της πορείας του κάθε ανθρώπου που ενδείκνυται ν’ ακολουθεί προκειμένου ν’ ανήκει στους μαθητές του Χριστού. Θυσίασε τους όποιους εγωισμούς και παρέκαμψε πρόσκαιρα βολέματα, προφάσεις και φτηνές δικαιολογίες. Η αγάπη του Χριστού ήταν ότι πιο πολύτιμο, χάρη της οποίας άξιζε να θυσιάσει τα πάντα. Η υπακοή στο θέλημα του Χριστού συνιστά την πιο ασφαλή πορεία στη ζωή: «επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον».

Αγαπητοί αδελφοί, ο Πέτρος εισερχόμενος πλέον στο χώρο της θαυματουργίας του Κυρίου βιώνει το μεγαλείο της ολοκληρωμένης αγάπης. Ο άνθρωπος που δέχεται στην καρδιά του την αγάπη του Χριστού ανυψώνεται στο «αρχαίο κάλλος της εικόνος του Θεού». Σ’ αυτήν ακριβώς τη μεταμορφωτική και ανυψωτική δυναμική, όπως ο Πέτρος μεταποιείται από απλό ψαρά σε «αλιέα ανθρώπινων ψυχών», έτσι και ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να ακολουθήσει το δικό του παράδειγμα. Η ακολουθία όμως του Χριστού προϋποθέτει την απάρνηση όλων εκείνων των ψεύτικων στηριγμάτων, τα οποία αφήνουν τον άνθρωπο να κλυδωνίζεται στα κύματα κρίσεων και απαιτεί τη μίμηση του παραδείγματος των αποστόλων, οι οποίοι «αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ». Μορφές που ακολούθησαν ακριβώς αυτή την πορεία και την μνήμη των οποίων τιμά σήμερα η Εκκλησία, είναι του Αυξεντίου του οσίου, του Χαρίτωνος του ομολογητή και του συμπατριώτη μας Νεοφύτου του Εγκλείστου, του οποίου θυμούμαστε την εύρεση και την ανακομιδή του λειψάνου του. Αυτές, λοιπόν, οι μορφές με την όλη βιωτή τους αναδείχθηκαν αστέρες πολύφωτοι του ουράνιου στερεώματος και με τις πρεσβείες τους ρίχνουν άπλετο φως και στη δική μας πορεία. «Άγιοι του Θεού πρεσβεύετε υπέρ ημών των αμαρτωλών».

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.
Κυριακή Α΄Λουκᾶ
28 Σεπτεμβρίου 2014
Λουκᾶ  ε΄ 1 – 11

Ἡ κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν ἀπὸ τὸ μεγάλο Διδάσκαλο Ἰησοῦ Χριστό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τὸ θέμα ποὺ ξεδιπλώνει μπροστὰ μας ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Στὸ βάθος τῆς διήγησης τοῦ Εὐαγγελίου μπορεῖ κάποιος νὰ ἀποκρυπτογραφήσει μεγάλες ἀλήθειες. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καλεῖ πρῶτα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη ὁμολογοῦμε: «Σύ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες».

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως καλεῖται ἀπὸ τὸν Χριστό, ὄχι νὰ περιοριστεῖ νὰ παραμείνει στὸ «εἶναι», δηλαδὴ ἁπλῶς νὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ νὰ ἀτενίσει τὶς κορυφογραμμὲς τοῦ «εὖ εἶναι» καὶ νὰ πορευθεῖ πρὸς αὐτό. Νὰ γίνει μέτοχος καὶ κοινωνὸς τῆς θείας ζωῆς, νὰ φθάσει στὴ θέωση, νὰ ὑποστεῖ τὴν καλὴ ἀλλοίωση, σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ γραμματεία. Μᾶς προσκαλεῖ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς θεανθρώπινης ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, διὰ μέσου τῶν θεμελίων της, ποὺ εἶναι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ μαθητὲς ποὺ προσκάλεσε ὁ ἴδιος τότε γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν.

Σὲ μία πολὺ ζωηρὴ εἰκόνα, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἐμφανίζει τὸν Χριστὸ νὰ διδάσκει στὸ πλῆθος πρὶν νὰ καλέσει τοὺς πρώτους τέσσερεις μαθητές του. Τὴν ἐπικοινωνία ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἀγάπη χαρακτηρίζει ἡ αὐθεντικότητα. Κοιτοῦσε πάντοτε τοὺς ἀνθρώπους πρόσωπο πρὸς πρόσωπο. Στὴ διάσταση ἐκείνη ποὺ ἡ κοινωνία ἀγάπης ἀναδεικνύεται τὸ κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς Βασιλείας Του καὶ τῆς καταξίωσης τοῦ ἀνθρώπου στοὺς πιὸ ὑψηλοὺς ἀναβαθμοὺς πνευματικότητας. Ἐκεῖ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Γεννησαρὲτ ποὺ ἦταν κατάμεστη ἀπὸ κόσμο, ἐπέλεξε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο πλοιάρια τῶν μετέπειτα μαθητῶν του γιὰ νὰ διδάσκει τὸ πλῆθος. Ἀκριβῶς, μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωση παρατηροῦμε πῶς ἀναδύεται ἡ θεϊκὴ μεγαλοπρέπεια.

Τὴ διδαχὴ τοῦ πλήθους διαδέχεται τὸ σκηνικό τῆς εὐλογημένης πρόσκλησης ποὺ ἀπευθύνει ὁ Κύριος πρὸς τοὺς μαθητές του. Οἱ συνθῆκες μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν καὶ τόσο εὐνοϊκές, ἀφοῦ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀκατάλληλο τῆς ὥρας, ἡ κοπιώδης ἐργασία ποὺ προηγήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς ὁλόκληρη τὴ νύχτα συνοδευόταν καὶ ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευση τῆς δυστοκίας ποὺ χαρακτήριζε τὴν προσπάθειά τους. Ὡστόσο, ἡ μεγάλη πρόσκληση μπορεῖ νὰ καρποφορήσει καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ ἀντίξοες συνθῆκες, κάτι ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὰ ἴδια τὰ γεγονότα.

Ὁ Κύριος παρακαλεῖ τὸ Σίμωνα: « ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν». Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύει ἐπιφανειακὰ καὶ μὲ τὸ δικό του τρόπο πράγματα καὶ γεγονότα, νὰ ἀπογοητεύεται καὶ νὰ ἀπελπίζεται. Ὡστόσο, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποφέρει τὴν πιὸ εὐλογημένη καρποφορία ἀκόμα καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ δύσκολες περιστάσεις καὶ τὶς πιὸ ἀρνητικὲς καταστάσεις τῆς ζωῆς, ὅπως εἶναι καὶ οἱ ἐφιαλτικὲς στιγμὲς ποὺ προκαλεῖ ἡ οἰκονομικὴ κρίση σήμερα. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀφήσει τὴν καρδιά του νὰ γίνει δεκτική τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ παρουσίας, νὰ δεχθεῖ τὸν θεῖο φωτισμό.

Ἡ ἀνταπόκριση ἀκριβῶς τοῦ Πέτρου, παρὰ τὴν ὅποια ἀπογοήτευσή του ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸ «δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν», δείχνει τὸ δρόμο τῆς πορείας τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἐνδείκνυται νὰ ἀκολουθεῖ προκειμένου νὰ ἀνήκει στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Θυσίασε τοὺς ὅποιους ἐγωισμοὺς καὶ παρέκαμψε πρόσκαιρες βολικότητες, τὶς προφάσεις καὶ τὶς φθηνὲς δικαιολογίες. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὅ,τι πιὸ πολύτιμο, χάρη τῆς ὁποίας ἄξιζε νὰ θυσιάσει τὰ πάντα. Ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ τὴν πιὸ ἀσφαλῆ πορεία στὴ ζωή: «ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον».

Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, ὁ Πέτρος εἰσερχόμενος πλέον στὸ χῶρο τῆς θαυματουργίας τοῦ Κυρίου βιώνει τὸ μεγαλεῖο τῆς ὁλοκληρωμένης ἀγάπης. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δέχεται στὴν καρδιὰ του τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνεται στὸ «ἀρχαῖο κάλλος τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ». Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ μεταμορφωτικὴ καὶ ἀνυψωτικὴ δυναμική, ὅπως ὁ Πέτρος μεταποιεῖται ἀπὸ ἁπλὸ ψαρὰ σὲ «ἁλιέα ἀνθρώπινων ψυχῶν», ἔτσι καὶ ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸ δικό του παράδειγμα. Ἡ ἀκολουθία ὅμως τοῦ Χριστοῦ προϋποθέτει τὴν ἀπάρνηση ὅλων ἐκείνων τῶν ψεύτικων στηριγμάτων, τὰ ὁποία ἀφήνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ κλυδωνίζεται στὰ κύματα κρίσεων. Προϋποθέτει τὴ μίμηση τοῦ παραδείγματος τῶν ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι «ἀφέντες ἅπαντα, ἠκολούθησαν Αὐτῷ». Ἀμήν.
Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ

28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2014

            Αγαπητοί μου αδελφοί καθώς μπήκαμε σήμερα στην πρώτη Κυριακή του Ευαγγελιστού Λουκά, το αποστολικό ανάγνωσμα είναι γραμμένο από τον Απόστολο Παύλο.

            Μετά από κάθε Ιεραποστολική περιοδεία του ο Παύλος έστελνε συνήθως κάποια ποιμαντική επιστολή ώστε να στηρίζει τη νέα χριστιανική κοινότητα την οποία είχε ιδρύσει. Σε αυτήν την πολύ ωραία επιστολή του προς την κοινότητα της Κορίνθου, ο Παύλος αναγκάζεται να απολογηθεί.

            Αυτό βέβαια σημαίνει την μεγάλη ταπείνωση του Αποστόλου ο οποίος δεν «ντρέπεται το σταυρό του Χριστού» και από την άλλη βλέπουμε στη ζωή του το πνεύμα του Ευαγγελίου το οποίο είναι πνεύμα καταλλαγής, διακονίας, πραότητας και αληθείας. Έτσι ο Παύλος μάς λέγει πως πρέπει να είναι οι του «Θεού διάκονοι» (Στιχ. 6,4). Αυτοί πρέπει να έχουν ζωή έντιμη και αγνή, να έχουν τη γνώση της αληθείας, να είναι ανεκτικοί, καλοσυνάτοι, γεμάτοι από τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος, μεστοί ανυπόκριτης αγάπης και τέλος με το πνεύμα της πτωχείας ως σταθερό γνώρισμα της χριστιανικής τους ζωής.

            Εδώ παρουσιάζεται από τον Απόστολο η «Ευαγγελική πτωχεία»: “Παρουσιαζόμαστε σάν νά μή ἔχωμεν τίποτε, καί ὅμως κατέχομεν ὅλον» (Στιχ. 10).

            Αυτή η πτωχεία είναι συνυφασμένη ουσιαστικά με το πρόσωπο του Χριστού. Είναι μια μεγάλη αρετή την οποία καλείται να την αποκτήσει, ειδικά ο σημερινός χριστιανός, αφού και ο Κύριός μας όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο «δέν εἴχε πού τήν κεφαλήν κλίνῃ».

            Βέβαια θα πρέπει να πούμε ότι ζώντας κανείς τις χριστιανικές αλήθειες δεν σημαίνει ότι δεν φροντίζει για τα αναγκαία ή δεν εργάζεται, αντίθετα θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος του Χριστού ζει μέσα στον κόσμο αλλά αποφεύγει την υπερβολή των υλικών αγαθών. Ο Ιερός Χρυσόστομος μάλιστα τονίζει ότι η επιθυμία να αποκτήσουμε πολλά είναι η «ρίζα των κακών».

            Για να ζήσουμε λοιπόν την ευαγγελική πτωχεία πρέπει πρώτα να διώξουμε την φοβερή αγωνία της μέριμνας των υλικών, διότι αυτή σκοτώνει την πνευματική διάθεση του ανθρώπου να ακολουθήσει τις εντολές του Χριστού και την καρδιά του κερδίζει η εφήμερη χαρά, η εξωτερική ωραιότητα, ο υλικός πλουτισμός.

            Μια δεύτερη προσπάθεια που χρειάζεται να κάνει ο χριστιανός για να συνειδητοποιήσει την πτωχεία του είναι η αρετή της ελεημοσύνης. Η συμμετοχή μας στα παθήματα του άλλου, στη χαρά και τη λύπη του εμπερίστατου αδελφού μας. Ανεπιτήδευτα και ουσιαστικά μοιραζόμαστε το υστέρημα μας μέσα σε ένα πνεύμα αρχοντικής αγάπης και θυσίας. Όταν ο άνθρωπος ξεπερνά τα όρια της αντοχής του, αγωνιζόμενος ταπεινά, με φιλότιμο, τότε έρχεται σ΄ αυτόν θεία δύναμη, υπερφυσική, έλεγε ο άγιος γέροντας Παΐσιος ο αγιορείτης.

            Ο Απόστολος Παύλος μιλώντας στους χριστιανούς της Κορίνθου τούς τονίζει την εν Χριστώ διακονία τους, την αποστολή τους, αλλά και σε εμάς φέρνει την ελπίδα και τον τρόπο να ζήσουμε χωρίς απωθημένα, τα οποία είναι στοιχεία της πλεονεξίας, και με πίστη πως ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί αλλά και με τον λόγο του Θεού, Αμήν!

π. Σ.Τ.
Κυριακή Α΄ Λουκά (κλήση των πρώτων μαθητών).

 «ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (Λκ. 5,5).

Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα αποτελεί τρόπόν τινα συνέχεια του ευαγγελίου της περασμένης Κυριακής. Εκείνο μας είπε το «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκο­λουθεῖν, απαρνησάσθω ἑαυτὸν», και το σημερινό μας λέει πως οι ψαράδες της Γαλιλαία,ς συγκεκριμένα και πρακτικά απαρνήθηκαν τον εαυτό τους και τα δικά τους, ακολούθησαν το Χριστό και έγιναν μαθητές και απόστολοί του.

Ο Κύριός μας βρισκόταν στην λίμνη Γεννησαρέτ και στην όχθη της είδε δύο πλοιάρια, των οποίων οι ψαράδες είχαν κατέβη και έπλεναν τα δίχτυα τους. Ο Χριστός ανέβηκε σε εκείνο που ήταν του Σίμωνος και από εκεί δίδασκε τα πλήθη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στον Σίμωνα να πάει στα βαθειά και εκεί να ρίξει τα δίχτυα για ψάρεμα, εκείνος δε του αποκρίθηκε· διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω τα δίχτυα. Και το θαύμα έγινε. Τα ψάρια που πιάστηκαν ήταν τόσα πολλά ώστε γέμισαν όχι ένα αλλά δύο πλοιάρια και μάλιστα σε σημείο που κόντευαν να βυθιστούν. Δέος κατέλαβε τον μετέπειτα Πέτρο αλλά και τους άλλους που ήταν μαζί του· γι' αυτό και έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε· βγες Κύριε από το ψαροκάικό μου διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός. Και ο Κύριος τον καθησύχασε· μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους. Ύστερα, αφού τράβηξαν τα πλοιάριά τους στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν.



Έτσι έγινε η κλήση των πρώτων μαθητών και άρχισε η κοντά στο Χριστό μαθητεία τους. Ταυτόχρονα το περιστατικό αυτό αποτελεί για μας παράδειγμα και υπόδειξη για το ποια στάση θα πρέπει να παίρνομε απέναντι στο Χριστό και πώς να τον ακολουθούμε. Έχομε ένα ωραίο υπόδειγμα πίστεως και υπακοής. Αλλά τι είναι η πίστη;



Δεν είναι μια απλή παραδοχή υπάρξεως του Θεού. Τέτοια πίστη έχουν και τα δαιμόνια και φρίττουν κατά τον Αδελφόθεο Ιάκωβο. Πίστη είναι η εμπιστοσύνη στον άγιο τριαδικό Θεό η οποία ενεργοποιεί τον άνθρωπο και τον κάνει να ενεργεί αναλόγως. Η ζωντανή πίστη οδηγεί στα ανάλογα έργα· δηλαδή συνδέεται στενά και άμεσα με την υπακοή του ανθρώπου, υπακοή που κάνει και τον Θεό να έχει εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Αυτήν την εμπιστοσύνη και υπακοή έδειξε ο Πέτρος στην προκειμένη περίπτωση στο πρόσωπο του Χριστού· «ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (επειδή το λες εσύ θα ρίξω το δίχτυ), και έτσι έγινε το θαύμα της θαυμαστής αλιείας, και ακόμη περισσότερο, έτσι αξιώθηκε να ακούσει το «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους), δηλαδή ο Χριστός τον εμπιστεύτηκε και τον έκανε μαθητή και απόστολό του.



Η υπακοή είναι ένα μυστήριο. Είναι το άνοιγμα της ψυχής, για να εισρεύσει μέσα του η χάρη του αγίου Πνεύματος. Είναι, η νεύση που λέει ο άγ. Γρηγόριος Θεολόγος, το ναι του ανθρώπου στο Θεό, που οδηγεί στη θέωση, στο να γίνομε πραγματικά, ζωντανά μέλη του Χριστού. Ο άνθρωπος είναι ζῶον … τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον».



Είναι λοιπόν η πίστη και η συνακόλουθη υπακοή πολύ σπουδαίο πράγμα. Όμως όπως όλα τα σημαντικά και πολύτιμα χρειάζεται προσοχή διότι η λανθασμένη χρήση, παράχρηση ή κατάχρηση, μπορεί να έχει τα αντίθετα, καταστροφικά αποτελέσματα. Ας κάνομε κάποιες επισημάνσεις.



Η υπακοή, όπως όλες οι αρετές, δεν είναι ο σκοπός, είναι το μέσον. Η υπακοή δεν είναι για την υπακοή, είναι για το Χριστό. Το τελικώς ζητούμενο δεν είναι η υπακοή αλλά ο Χριστός.

Χρειάζεται προσοχή, σε ποιον κάνομε υπακοή και σε τι κάνομε υπακοή. Υπακοή που δεν μας φέρνει προς το Χριστό αλλά μας απομακρύνει από αυτόν είναι κακή υπακοή. Τέτοια υπακοή έκανε η Εύα στο διάβολο και  ο Αδάμ στην Εύα και επήλθε η πτώση και ο θάνατος. Τέτοια υπακοή κάνουν οι πλανεμένοι και αιρετικοί στους αρχηγούς τους και μένουν έξω από την Εκκλησία και οδηγούνται στην αιώνια κόλαση.



Πολύς λόγος γίνεται, ιδίως σε πνευματικούς λεγομένους κύκλους, για την αδιάκριτη υπακοή. Χρειάζεται πολλή προσοχή, διότι η γνωστή στην παράδοσή μας αδιάκριτη αυτή υπακοή προϋποθέτει τον απλανή οδηγό. Αυτόν που σίγουρα είναι θεοφόρος, θεόπνευστος και σίγουρα οδηγεί σωστά.

Πολλοί σήμερα ονομάζονται γέροντες και πνευματικοί. Πόσοι όμως είναι πράγματι απλανείς και άξιοι της εμπιστοσύνης μας; Ο Κύριος επισημαίνει· «τυφλὸς…τυφλὸν ἐὰν ὁδη­γῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦ­νται» (και οι δυο θα πέσουν σε βόθρο) και ο άγ. Ιωάννης της Κλίμακος μας προτρέπει να προσέξουμε και να εξετάσουμε μήπως πέσουμε σε ναύτη αντί σε καπετάνιο, σε άρρωστο αντί σε γιατρό, σε εμπαθή αντί σε απαθή, σε πέλαγος αντί σε λιμάνι και έτσι προξενήσουμε στον εαυτό μας βέβαιο ναυάγιο.



Μακάριος αυτός που θα βρει απλανή οδηγό, δηλαδή άνθρωπο που πρώτα ο ίδιος θεραπεύτηκε από τα πάθη, βρίσκεται στη θέωση ή τουλάχιστον στην κατάσταση του φωτισμού, έχει την αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή και γενικώς έχει πάνω του αισθητή την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Έχει πείρα Θεού, είναι  πραγματικά θεόπνευστος, πραγματικός φίλο του Θεού και ικανός θεραπευτής. Σε αυτόν αν κάνει υπακοή και δι’ αυτού στον Θεό, αυτόν ακολουθώντας, θα δει θαυμαστά στη ζωή του και προπαντός το μέγα θαύμα της θεραπείας της ύπαρξής του, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση, στην οποία θεραπεία αποβλέπει τελικά η εν Χριστώ, η μέσα στην Εκκλησία υπακοή και την οποία ευχόμαστε σε όλους μας. Αμήν.
 
ΚΥΡΙΑΚΗ Α´ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

«και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους»

α. Στον πρώτο καιρό της δημόσιας δράσης του Κυρίου μάς μεταφέρει το ευαγγελικό ανάγνωσμα: στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου ο Κύριος άρχισε να διδάσκει τον λαό και να καλεί τους πρώτους μαθητές Του να Τον ακολουθήσουν. Η πρώτη επαφή μάλιστα των μαθητών με τον Κύριο ήταν συγκλονιστική: τους δόθηκε η ευκαιρία να δουν τον Κύριο ως διδάσκαλο, όπως και να νιώσουν τη δύναμη του λόγου Του, μέσα από την «παράλογη» γι’ αυτούς εντολή που τους έδωσε, να ψαρέψουν εκεί που η εμπειρία και η γνώση τους έλεγε ότι ήταν αδύνατο. Και γι’ αυτό άφησαν τα πάντα, προκειμένου να Τον ακολουθήσουν. Τον Κύριο ως διδάσκαλο  θα προσεγγίσουμε δι’  ολίγων στη συνέχεια. «Και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους».

β. 1. Έχει τονιστεί με επάρκεια ότι η σωτηρία του ανθρώπου επιτεύχθηκε με όλη τη ζωή του Κυρίου: τη διδασκαλία, τα θαύματά Του, κυρίως όμως με την επί του Σταυρού θυσία Του και την Ανάστασή Του. Λέμε κυρίως με τη Σταυρική Του θυσία και την Ανάσταση που την ακολούθησε, διότι ως γνωστόν πάνω στον Σταυρό καταργήθηκε η αμαρτία, πατήθηκε ο θάνατος, νικήθηκε ο διάβολος και έτσι ο δρόμος προς τον Παράδεισο ανοίχθηκε και πάλι. «Τω πάθει Σου, Χριστέ, παθών ηλευθερώθημεν και τη Αναστάσει Σου εκ φθοράς ελυτρώθημεν, Κύριε, δόξα Σοι». Η διδασκαλία δηλαδή του Κυρίου, όπως και τα θαύματά Του, λειτούργησαν μεν θετικά προς φωτισμό του νου και της διάνοιας των ανθρώπων, προς προσανατολισμό τους στη Βασιλεία του Θεού, προς ενίσχυσή τους γενικά στην οδό του Κυρίου, δεν ήταν όμως ικανά να σώσουν τον άνθρωπο. Η διάβρωση της ανθρώπινης φύσης και η τραγικότητα στην οποία είχε περιέλθει απαιτούσαν κάτι δραστικότερο από τη διδασκαλία: τον θάνατο του ίδιου του Θεού! «Έδει παθείν τον Χριστόν».

2. Αν όμως δια του Σταυρού ήλθε η σωτηρία και η χαρά στον κόσμο – «ιδού γαρ ήλθε διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω» - δεν πρέπει και να υποβαθμίσουμε τη σημασία του Χριστού ως διδασκάλου. Ο Χριστός ως διδάσκαλος είναι ο προφήτης Χριστός, φανερώνεται με τη διδασκαλία Του το προφητικό Του αξίωμα, το οποίο λειτουργεί πάντοτε εν συνεργασία και με τα άλλα Του αξιώματα, το βασιλικό και το αρχιερατικό. Διότι βεβαίως στον Κύριο τα πάντα είναι ενιαία. Δεν υπάρχουν «αυτόνομες» περιοχές δράσης σ’  Εκείνον. Όπου δρούσε, φανέρωνε τη μία θεϊκή Του υπόσταση και τη διπλή Του, θεϊκή και ανθρώπινη, φύση. Με άλλα λόγια, ο Ίδιος που είναι ο διδάσκαλος και ο αίτιος των θαυμάτων που επιτελεί, ο Ίδιος είναι και ο αρχιερέας που θυσιάζεται για τον κόσμο, ο Ίδιος είναι και ο βασιλιάς, που ανασταίνει τον Εαυτό Του, ανέρχεται στα δεξιά του Πατέρα, στέλνει το άγιον Πνεύμα, ιδρύει και καθοδηγεί την Εκκλησία, το ζωντανό Σώμα Του.
 Κατά συνέπεια, και με τη διδασκαλία του Κυρίου λυτρωθήκαμε. Αν ο Κύριος τόνισε τη δύναμη της Μωσαϊκής νομοθεσίας και του λόγου των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, τέτοια που και το θαύμα της ανάστασης εκ νεκρών θεωρείται μικρότερο προς αλλαγή της καρδιάς του ανθρώπου – ας θυμηθούμε από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου την απάντηση του πατριάρχη Αβραάμ στον πλούσιο: «Αν δεν πιστέψουν (οι συγγενείς του πλουσίου)  στον Μωϋσή και τους προφήτες, και τον Λάζαρο να δουν αναστημένο από τους νεκρούς δεν πρόκειται να πιστέψουν» - πόση περισσότερη δύναμη δεν έχει ο λόγος Του, η διδασκαλία Του, η οποία πηγάζει όχι από κάποιο άνθρωπο, απεσταλμένο του Θεού, αλλά ακριβώς από τον ίδιο τον Θεό ως άνθρωπο; Γι’  αυτό και ο απόστολος Παύλος τον λόγο του Κυρίου τον χαρακτηρίζει ως δύναμη του Θεού, που είναι «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν, διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής». Ο λόγος του Κυρίου δηλαδή δεν είναι «έπεα πτερόεντα», αλλά περικλείουν την παντοδύναμη ενέργεια του Ίδιου, που όταν συναντήσει τον κατάλληλο δέκτη μπορεί να γίνει «ατομική βόμβα». Πρόκειται για τα «ρήματα αιωνίου ζωής» που ομολόγησε ο απόστολος Πέτρος, καταθέτοντας τη μαρτυρία του για τον Κύριο. «Προς τίνα απελευσόμεθα; Συ ρήματα ζωής αιωνίου έχεις».

3. Με τα παραπάνω κατανοούμε ότι ο Κύριος είναι μεν διδάσκαλος, όχι όμως σαν τους άλλους ανθρώπους διδασκάλους. Είναι ο κατεξοχήν Διδάσκαλος, ο απόλυτος και μοναδικός, που ποτέ δεν υπήρξε ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξει παρόμοια περίπτωσή Του, που σημαίνει ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί αυτό που συμβαίνει στη σχέση μαθητή και κοινού διδασκάλου: να φτάσει κάποια στιγμή ο μαθητής να γίνει σαν τον διδάσκαλο, κι ίσως και να τον ξεπεράσει.  Μπροστά στον Κύριο ως Διδάσκαλο, πάντοτε ο άνθρωπος θα παραμένει μαθητής, άρα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι, αν μεν έχει καλοπροαίρετη διάθεση, να κλίνει το γόνυ της καρδιάς και του σώματος, να κάνει δηλαδή υπακοή και να μετανοήσει, αν δε ανήκει στους εχθρούς της πίστης, να ομολογήσει έκθαμβος ό,τι ομολόγησαν και οι απεσταλμένοι των Φαρισαίων που στάλθηκαν  για να παγιδέψουν τον Χριστό: «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος»! Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε, είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, συνεπώς δίδασκε «ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι Γραμματείς».

4. Τι δίδασκε ο Κύριος, ποιο το περιεχόμενο του λόγου Του, τέτοιο που λειτουργούσε και εξακολουθεί βεβαίως να λειτουργεί  με τόσο ανατρεπτικό και επαναστατικό για τη ζωή του ανθρώπου τρόπο; Μα, ακριβώς τη ζωή Του, τη ζωή δηλαδή του Θεού: την ίδια την αγάπη. Ό,τι δίδαξε ο Κύριος ήταν η έκφραση της ζωής Του, που σημαίνει ότι είτε σιωπώντας ο Κύριος είτε ομιλώντας την αγάπη του Θεού φανέρωνε. «Οίος ο βίος, τοίος ο λόγος», κατά την έκφραση εκκλησιαστικού συγγραφέα. Κι αφού ο Θεός «αγάπη εστί», την αγάπη πάντοτε εκήρυσσε ο Κύριος με τη διπλή της διάσταση, όπως ήδη είχε μαρτυρηθεί τούτο και από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, την προς τον Θεό και την προς τον άνθρωπο. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού».  Στην αγάπη συγκεφαλαιώνεται όλη η διδασκαλία του Κυρίου, γι’  αυτό και δεν υπάρχουν «μη» και «όχι» στον Κύριο. Τα «μη» και τα «όχι» έρχονται απλώς ως συνέπεια αυτού που ο άνθρωπος καλείται να κάνει στη ζωή του, αν θέλει να ακολουθεί τον Θεό. Κι από την άποψη αυτή η χριστιανική πίστη πάντοτε είναι θέση και όχι άρνηση. Εκείνος που ισχυρίζεται ότι ο χριστιανισμός είναι «μη», απλώς δεν έχει ανοίξει ποτέ του το ευαγγέλιο, δεν έχει γευτεί καθόλου αυτό που ο Χριστός και η Εκκλησία μας προσφέρει. Κατ’ επέκταση, κατανοούμε ότι οτιδήποτε γίνεται και υπάρχει στην Εκκλησία μας, προσευχές, ακολουθίες, νηστείες, οτιδήποτε, ένα και μοναδικό σκοπό έχει: να βοηθήσει τον άνθρωπο να φτάσει την αγάπη του Χριστού, δηλαδή την παρουσία του Θεού στη ζωή του. Αυτή νοηματίζει τα πάντα στην Εκκλησία κι αν βγει η αγάπη, όλα καταλύονται και μένουν μετέωρα άνευ νοήματος.

5. Δεν μπορούμε να μιλάμε όμως για τη διδασκαλία του Κυρίου, χωρίς αναφορά στα θαύματά Του. Διότι τα θαύματα του Κυρίου δεν είναι θαυμαστές και υπερφυσικές ενέργειες με σκοπό να «θαμπώσουν» τον άνθρωπο και να τον υποτάξουν σ’  Αυτόν. Τέτοια «θαύματα» επιτρέπει ο Θεός να κάνει ο διάβολος και τα αξιοθρήνητα όργανά του, προκειμένου να έρχεται στην επιφάνεια η γνησιότητα ή όχι της διάθεσης του ανθρώπου. Ο Κύριος έκανε θαύματα ως επιβεβαίωση και επισφράγιση της διδασκαλίας Του. Με άλλα λόγια τα θαύματα αποτελούν και αυτά στοιχείο αυτής της διδασκαλίας Του, φανερώνοντας το περιεχόμενο της βασιλείας του Θεού. «Παράθυρα στη Βασιλεία Του» έχει τονιστεί, και ορθά, ότι είναι. Γι’  αυτό και τα θαύματά Του προϋποθέτουν ό,τι και η διδασκαλία Του: την πίστη. Δεν είναι δυνατόν να αποδεχτεί κανείς τη διδασκαλία Του Χριστού, αν δεν είναι, όπως είπαμε, καλοπροαίρετος και δεν έχει συνεπώς πίστη σ’  Εκείνον. Το ίδιο συμβαίνει και με τα θαύματα. Γι’  αυτό και ο Κύριος, όπου δεν έβλεπε πίστη, «ουκ εποίει σημείον». Έτσι ο πιστός με το θαύμα ενισχυόταν στην πίστη, ενώ το θαύμα σ’  έναν άπιστο, σαν τους Φαρισαίους για παράδειγμα, λειτουργούσε για περαιτέρω δαιμονισμό του.

γ. Αν ο Κύριος είναι ο μοναδικός Διδάσκαλος και αν εμείς θέλουμε να είμαστε πιστοί και ακόλουθοί Του, ενταγμένοι στο άγιο σώμα Του, την Εκκλησία, τότε τα πράγματα πορεύονται «μονόδρομα»: Πρώτον, χρειάζεται αδιάκοπα να εγκύπτουμε σ’  αυτήν τη διδασκαλία είτε ως μελέτη καθαυτό της Αγίας Γραφής, και μάλιστα του Ευαγγελίου, είτε ως μελέτη των άλλων τρόπων εκφοράς αυτής της διδασκαλίας, διά των Πατερικών κειμένων, διά των συναξαρίων των αγίων μας, διά της υμνολογίας της Εκκλησίας. Με όλους αυτούς τους τρόπους εμβαπτιζόμαστε στον λόγο του Κυρίου και Τον αφήνουμε να φανερώνεται και με τον τρόπο αυτό μέσα μας. Μη ξεχνάμε ότι η θεία Κοινωνία δεν έρχεται μόνο με τον μυστηριακό τρόπο, της συμμετοχής στη Θεία Ευχαριστία, αλλά και με τη μελέτη του λόγου του Θεού, όταν βεβαίως ενεργοποιείται αυτός στην καθημερινή μας ζωή. Κι αυτό το τελευταίο είναι ακριβώς το δεύτερο σημείο: δεν έχει αξία να μελετά ή να ακροάται κανείς τον λόγο του Θεού, αν δεν τον κάνει στοιχείο της καθημερινής του ζωής. Ο Κύριος δίδαξε, μας φανέρωσε διά του λόγου Του τη ζωή Του, όχι σαν μία γνώση εγκεφαλικού τύπου, όχι σαν ένα ανάγνωσμα ευχάριστο, αλλά σαν ενέργεια αλλαγής της ζωής μας. Την ώρα που ο λόγος Του θα μας καταλαμβάνει, ψυχικά και σωματικά, εκείνη την ώρα θα καταλαβαίνουμε και τη δύναμή Του, όπως και την αλήθεια της πίστης μας σ’  Αυτόν. Διαφορετικά, θα ακούμε και θα ακούσουμε κι εμείς: «Ουκ οίδα υμάς. Απέλθετε απ’  εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν».
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ (1) ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α´ ΛΟΥΚΑ

῾᾽Αδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς᾽ (Β´ Κορ. 6, 1)
(᾽Αδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθώς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νά μήν ἀφήσετε νά πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δεχτήκατε).

α. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τονίζει τή χάρη καί τή δωρεά πού ὁ Θεός ἔδωσε καί δίνει στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τήν εὐθύνη πού ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι ὡς συνεργάτες μέ τόν Θεό ἀπέναντι στή χάρη αὐτή.

β. 1. Καί κατά πρῶτον: εἴμαστε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ. Μία ἀλήθεια πού θίγει σέ κάθε εὐκαιρία ὁ ἀπόστολος Παῦλος (῾συνεργοί Θεοῦ ἐσμεν᾽ θά πεῖ ἀλλοῦ), διότι ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν᾽ Του. Δέν εἴμαστε δηλαδή πιόνια καί παιχνίδια στά χέρια τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Παντοδύναμος Θεός θέλει νά αὐτοπεριορίζεται γιά νά φανερώνεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, χωρίς τήν ὁποία ᾽Εκεῖνος δέν κάνει τίποτε. ῾῾Ο Θεός δέν μᾶς ἔδωσε ἁπλῶς ἐλευθερία. Χάραξε τήν ἐλευθερία μέσα μας᾽, ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέρων Πορφύριος. ᾽Ακόμη καί στήν περίπτωση πού ὁ Θεός μᾶς βλέπει νά ἐπιλέγουμε τήν καταστροφή μας, καί πάλι δέν ἐπεμβαίνει ἐκβιαστικά στή ζωή μας. ῾῞Οστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…᾽.

2. ᾽Ακριβῶς γι᾽ αὐτό ὁ Θεός δέν κάνει ποτέ αὐτό πού μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς γιά τόν ἑαυτό μας. Μᾶς δίνει βεβαίως πάμπολλες εὐκαιρίες ἀνάνηψης καί συνετισμοῦ, μᾶς ὠθεῖ πρός τήν ἀλήθεια, μᾶς δίνει τήν πρώτη ὕλη θά λέγαμε, ἀλλά ἡ συνέχεια ἀνήκει σέ μᾶς. Κατά συνέπεια κατανοοῦμε γιατί ἡ χριστιανική πίστη δέν ἔχει καμμία σχέση μέ ὁποιαδήποτε μαγεία. ῾Η μαγεία (πέρα ἀπό τόν δαιμονισμό στόν ὁποῖο ὁδηγεῖ), προϋποθέτει ἀπραξία καί ἀνευθυνότητα, ἡ χριστιανική πίστη μᾶς κινητοποιεῖ καί μᾶς θέτει ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας. ῾Η πίστη μας μᾶς ἀντιμετωπίζει ὡς ἀληθινές καί ἐλεύθερες προσωπικότητες.

3. ῎Ετσι κατανοοῦμε καί τήν ἀγωνία τοῦ ἀποστόλου. ῎Οχι ἁπλῶς προτρέπει, ἀλλά παρακαλεῖ νά μήν πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε στούς πιστούς. Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ χάρη; Τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ: ἡ συμφιλίωση μέ τόν Θεό. Κι εἶναι συγκλονιστικό νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι ὁ Θεός μας ἔγινε ἄνθρωπος, ὁδηγήθηκε γιά χάρη μας στόν Σταυρό, σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας ἐν ὀδύνῃ, κι ἐμεῖς  ἐπιπόλαια καί ἄσκοπα πετᾶμε τή χάρη αὐτή. Σάν νά μᾶς ἔχει κάνει κάποιος τό πιό πολύτιμο καί ἀπαραίτητο γιά τή ζωή μας δῶρο, χωρίς τό ὁποῖο θά πεθαίναμε, κι ἐμεῖς τελικῶς τό πετᾶμε στά σκουπίδια.

4. Πῶς δέν ἀφήνουμε τή χάρη αὐτή νά πάει χαμένη; Πῶς συνεργαζόμαστε σωστά μέ τόν Θεό; Ἡ περιγραφή πού κάνει ὁ ἀπόστολος γιά τή ζωή τή δική του καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων δίνει τήν ἀπάντηση: μέ τή μεγάλη μας ὑπομονή στίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες, μέ τήν ἐντιμότητα, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μέ ὅ,τι μέ ἄλλα λόγια κάνει ἕναν χριστιανό νά εἶναι ἀληθινός διάκονος Χριστοῦ. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐν ἐπιγνώσει ἐκκλησιαστική ζωή συνιστᾶ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στήν παρεχομένη χάρη τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού ὁδηγεῖ στό νά γίνεται ὁ χριστιανός μία συνέχεια τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, μέ τίς δυνάμεις ᾽Εκείνου.

γ. ῾Ο Θεός μας δέν μᾶς θέλει ὑπαλλήλους. Μᾶς θέλει σωστά ἀφεντικά τῆς ζωῆς μας, γιατί μᾶς καθιστᾶ συνεργούς Του μέ τήν συνεχή παροχή τῆς χάρης Του. Πολύ συχνά ὅμως ἐμεῖς διαγράφουμε τό μεγαλεῖο μας αὐτό καί μέ εὐκολία παραδίδουμε τήν ἐλευθερία μας στά πάθη μας καί τόν Πονηρό διάβολο. ᾽Αλλά αὐτό εἶναι ἡ καταδίκη καί ἡ κόλασή μας.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ (2) ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α´ ΛΟΥΚΑ

῾Παρακαλοῦμεν μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς᾽.

α. ῾Ο Κύριος μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι ὁ Θεός μας δέν εἶναι ἕνα ἀπρόσιτο καί ἀκίνητο ὄν, ἀλλά Θεός γνωστός καί προσιτός μέσα στήν ἀγνωσία καί τό ἀπρόσιτό Του, Θεός δράσεως καί ἡσυχίας, κάτι πού μέ φιλοσοφική ὁρολογία ἐκφράστηκε ὡς Οὐσία καί ᾽Ενέργεια. Κι ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ χάρη Του, τήν ὁποία ἔδωσε καί δίνει στούς ἀνθρώπους, καί μάλιστα σ᾽ ἐκείνους πού ἀνταποκρίνονται στήν παροχή Της. Γιά τή χάρη αὐτή μιλᾶ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα, ἀλλά ἀπό μία ἄλλη πλευρά: νά μήν τήν ἀφήνουμε νά πάει χαμένη.

β. 1. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ λοιπόν μᾶς προσφέρεται ἀδιάκοπα, γιατί ὁ Θεός μας εἶναι ἀγάπη. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἐνέργεια τῆς ἀγάπης Του, πού σημαίνει ὅτι καί στή Δημιουργία Του καί στήν Πρόνοιά Του καί στήν ὅλη ἀπολυτρωτική ἐνέργειά Του, ἰδιαιτέρως μάλιστα στήν προσφορά τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματός Του στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας,  τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διαβάζουμε. Τό νά εἶναι ὁ Θεός μαζί μας ἀποτελεῖ ὄχι μία ἀφ᾽ὑψηλοῦ ἁπλῶς κίνησή Του, μία ἐκ περισσοῦ λύπησή Του γιά ἐμᾶς, ἀλλά τή χαρά καί τήν εὐχαρίστησή  Του. ῞Οταν ἤμασταν βουτηγμένοι σέ κάθε εἴδους ἁμαρτία χωρίς δυνατότητα ἐπιστροφῆς, ἦλθε στόν κόσμο γιά τή σωτηρία μας. ῾῾Ημῶν ὄντων ἁμαρτωλῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε᾽.

2. ᾽Ενῶ ὅμως ὁ Θεός μᾶς προσφέρει ἀφειδῶς τή χάρη Του, δηλαδή τόν ῎Ιδιο Του τόν ῾Εαυτό, (῾οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα᾽), δέν μᾶς ἐκβιάζει γιά τήν ἀποδοχή Της. Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους νά ἀνταποκριθοῦμε, γι᾽ αὐτό καί ὑπάρχει ἡ δυνατότητα πού λέει ὁ ἀπόστολος, νά ἀφήσουμε τή χάρη αὐτή νά πάει χαμένη, κάτι πού κάνει τόν ἀπόστολο νά συνέχεται ἀπό ἀγωνία, γιατί ξέρει τίς καταστροφικές συνέπειες ἀπό τή μή ἀποδοχή της.

3. ῾Η προτροπή του λοιπόν εἶναι νά χρησιμοποιήσουμε σωστά τήν ἐλεύθερη θέλησή μας, δηλαδή νά ἐκμεταλλευτοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού συνιστᾶ τή σωτηρία μας. Πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Μερικά παραδείγματα:
- Ἡ προσευχή μᾶς παρέχει χάρη Θεοῦ. Μή διασκορπίζουμε τή χάρη αὐτή ἔπειτα, μέ λόγια καί ἔργα ἀντίθετα πρός τήν ἀτμόσφαιρά της.
- Συμμετέχουμε στή Θεία Λειτουργία. ῎Ας φροντίζουμε ἡ μετέπειτα ζωή μας νά ἀποτελεῖ συνέχεια αὐτῆς, ὡς ῾μία λειτουργία μετά τή Θ. Λειτουργία᾽, ὅπως πολύ εὔστοχα ἔχει εἰπωθῆ, ἰδιαιτέρως ἄν ἔχουμε κοινωνήσει. Πολλοί ὅ,τι πνευματικό ἀγώνα κάνουν, τόν σταματοῦν μέχρι νά κοινωνήσουν. Μετά συνεχίζουν τήν κοσμικότητα τῆς ζωῆς τους.
- Κάνουμε νηστεία. ῎Ας μή τήν καταστρέφουμε μέ κατακρίσεις, μέ πονηρές σκέψεις, μέ ὑπερηφάνειες κλπ.
- Κάνουμε ἐλεημοσύνη. ῎Ας μή τήν διατυμπανίζουμε.

4. ᾽Εκεῖνο πού βοηθεῖ κατεξοχήν στήν προσπάθεια διατήρησης τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη καλλιέργεια τῆς συναίσθησης ὅτι εἴμαστε κι ἐμεῖς, ὅπως καί οἱ ἀπόστολοι, ῾Θεοῦ διάκονοι᾽. Δηλαδή ἡ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, συνεπῶς καί ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά εἶναι ζωή καί δική μας. ῾῞Οπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται᾽, εἶπε ὁ Χριστός. Καί: ῾᾽Εάν τις ἐμοί διακονῇ, ἐμοί ἀκολουθείτω᾽. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Θεός γίνεται ὑπήκοος καί βοηθός μας. Γιατί λέει ῾καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καί ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι᾽.

γ. Σκοπός μας ὡς χριστιανῶν εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. ῾Η χάρη μᾶς προσφέρεται πλούσια. ῎Ας θελήσουμε νά τήν ἀποκτήσουμε, πού σημαίνει νά τή διακρατήσουμε, ἀφοῦ μᾶς ἔχει δοθῆ ἤδη διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Μέ λίγη προσπάθεια κρατᾶμε τόν ἄπειρο πλοῦτο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής Α' Λουκά ( Λουκ. ε' 1-11)- Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος

Ευαγγελικό ανάγνωσμα
Κυριακής Α' Λουκά
( Λουκ. ε' 1-11)

Αρκετά είναι τα επαγγέλματα αυτά που όσοι τα εξασκούν χρειάζεται να υπολογίζουν και σ' ένα ποσοστό αποτυχίας. Η αλιεία όμως απαιτεί μεγάλο βαθμό κόπου και θυσίας και συνάμα περιέχει μεγάλη πιθανότητα απογοητεύσεως.
Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα βλέπουμε στην ευαγγελική περικοπή της Α' Κυριακής του Λουκά. Το ευαγγελικό κείμενο συγκινεί αλλά και συγκλονίζει από πολλές απόψεις, δοθέντος ότι πλέκεται κατά μοναδικό τρόπο η ανθρώπινη αδυναμία, παρά την άριστη γνώση του επαγγέλματος, με την δύναμη του Ιησού και την πνοή της χάριτος.
Με τον αριστοτεχνικό του τρόπο ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής μάς περιγράφει τα συγκινητικά περιστατικά.
Είχε προηγηθεί η ολονύκτιος κοπιαστική προσπάθεια του Πέτρου και των συνεργατών του προς “άγραν ιχθύων”. Τα ξημερώματα όμως δεν είχαν μαζί τους παρά αυτά που έσυραν τα δίκτυα, δηλ. την πίκρα, την απογοήτευση και την ανείπωτη κούραση των “μαστόρων” του ψαρέματος.
Σ' ένα λοιπόν από αυτά τα πλοία “ο ην του Σίμωνος”, ανέβηκε ο Ιησούς, παρακαλώντας τον μεστωμένο και ξάγρυπνο ψαρά να τραβήξει λίγο το σκάφος του. Να το πάει λίγο πιο μέσα από την στεριά ώστε να υπάρχει δυνατότητα ν' ακούουν τον λόγο του Κυρίου όλοι όσοι βρίσκονταν στην ακρογιαλιά.
Φαίνεται πως αρκετές φορές ο Θεός περιμένει να εξαντληθούν όλες οι ανθρώπινες δυνάμεις, όλες οι γνώσεις και οι ικανότητες ώστε να κάνει τη δική του παρέμβαση. Φαίνεται πως στις εκλεκτές ψυχές όντως “η χάρις εν ασθενεία τελειούται”.
Και έως εδώ όλα φαίνονταν φυσιολογικά. Ο λόγος του Θεού φώτιζε τα πλήθη και στάλαζε βάλσαμο στις καρδιές των ταλαίπωρων ψαράδων. Σε λίγο όμως οι μαθητές θα περάσουν στο χώρο του υπερφυσικού. Η λογική και η εμπειρία δεν μπορούν παρά να αντιδρούν στην εντολή έστω και εσωτερικά και ανέκφραστα. Ευτυχώς όμως, η πίστις και η έμπρακτη υπακοή σπάζουν το τείχος της λογικοκρατίας και ανοίγουν τους μαθητές στο πέλαγος της αγάπης και της εμπειρίας της πίστεως. Της αγάπης και της πίστεως που ενώπιόν τους τίποτε απολύτως δεν παραμένει αδύνατο.
Αλλ' ας ακούσουμε μέσα στην ύπαρξή μας τον διάλογο που αποτυπώνει ο Ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς. “Ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ· επιστάτα, δι' όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον” (Λουκ. Ε' 4-5). Δηλ. όταν ο Ιησούς έπαυσε να ομιλεί είπε προς τον Σίμωνα· φέρε πάλιν το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυα σας για να πιάσετε ψάρια. Και ο Σίμων απεκρίθη και του είπε· Διδάσκαλε, όλην τη νύκτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το διατάζεις, με τέλεια πεποίθηση και υπακοή στο λόγο σου θα ρίξω το δίκτυ.
Αυτό ήταν. Σε λίγη ώρα η ψαριά ήταν τόση πολλή που κινδύνευε να σπάσει το δίχτυ τους. “Συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ” και “διερρήγνυτο το δίκτυον”. Αλλά μπροστά σ' αυτό το γεγονός, ο παρορμητικός Πέτρος, το “στόμα των Αποστόλων”, τα χάνει και φαινομενικώς εκφράζεται παράδοξα. Να σταθούμε όμως στο σημείο αυτό.
Πράγματι, ενώπιον τοιούτων υπερφυσικών καταστάσεων, και όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται ενώπιον αυτής της παρουσίας του Θεανθρώπου, βιώνει τόσο έντονες καταστάσεις και μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενες, ώστε δεν γνωρίζει πώς να εκφραστεί, τι να ζητήσει ή και πώς να σιωπήσει. “Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί”. Κύριε, φύγε από το πλοίο μου, φύγε από κοντά μου. Δεν αντέχω. Είμαι άνθρωπος αμαρτωλός.
Το θάμβος και το δέος που βιώνει ο άνθρωπος στην παρουσία του Χριστού είναι κάτι το μοναδικό και απερίγραπτο. Κάνει την ψυχή να αισθάνεται πως ό,τι και να πει, όπως και να εκφραστεί, είναι μηδενικό ή και ένοχο. Και ομολογουμένως θα πρέπει όλοι μας να παραδεχθούμε αλλά και να ομολογήσουμε ενώπιον Κυρίου Παντοκράτορος την αμαρτωλότητά μας. Να αισθανόμαστε ότι όντως ο Κύριος δεν μπορεί να παραμένει πλησίον της ρυπαρότητάς μας. Συγχρόνως όμως να τον παρακαλούμε εκ μέσης καρδίας να μη μας εγκαταλείψει ποτέ. Αλλοίμονο δε εάν ο Κύριός μας και Θεός μας “αποστή αφ' ημών”.
Κύριε, είμαι ανάξιος του ουρανού και της γης. Όμως Κύριε Ιησού ένεκεν της δόξης του ονόματός Σου και της σταυρικής Σου θυσίας, “απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου” πλην όμως “μη απορρίψεις ημάς από της αγάπης Σου”.
Αλήθεια, πόσες φορές ο άνθρωπος που ποθεί τον Ιησού και αγωνίζεται για την εφαρμογή των εντολών του, όταν η χάρις τον αγγίζει με τους τρόπους που ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει για την κάθε ύπαρξη, πόσες φορές ζώντας αυτήν ακριβώς την κατάσταση του Πέτρου, δεν λέγει τα συγκλονιστικά λόγια του Ιώβ: “Κύριε, ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε. Διό εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην, ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν” (Ιώβ ΜΒ' 5-6). Δηλ. Κύριε, άκουγα μεν πρωτύτερα με τα αυτιά μου περί την αλήθειάν σου από τους άλλους, τώρα όμως σε έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Και κατόπιν της γνώσεως που μου μετέδωσες, εξουδένωσα και ελεεινολόγησα τον εαυτόν μου και συνετρίβην από την συναίσθηση της πλάνης μου. Θεωρώ δε τώρα τον εαυτό μου χώμα και στάκτη”.
Ναι, αυτή είναι η θέση των αγίων στην πρώτη τους προσωπική συνάντηση με τον Ιησού.
Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και τα ιερά μας συναξάρια, αποτυπώνουν πολύ εναργώς αυτή την πραγματικότητα. Αυτούς που η χάρις του Θεού τούς ετοιμάζει εκ κοιλίας μητρός για ένα ιδιαίτερο έργο μέσα στην Εκκλησία και μέσα στην κοινωνία, μπροστά στην Θεοφάνεια νιώθουν αυτό το φαινομενικώς αντικρουόμενο. Ένα όχι απλώς συναίσθημα, αλλά την ουσία της ζωής. Υφαίνονται δέος και χαρά, θάμβος και φόβος, προβάλλοντας τα προσωπικά τους μειονεκτήματα. “Κύριε, ουχ ικανός ειμί προ της χθες, ουδέ προ της τρίτης ημέρας, ουδέ αφ' ου ήρξω λαλείν τω θεράποντί σου· ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος εγώ ειμί” θα τονίσει ο Μωυσής (Εξοδ. Δ' 10). Δηλ. Ω, Κύριε, σε παρακαλώ! Δεν είμαι ικανός να ομιλώ. Όχι δε από χθες η προχθές, ούτε αφ' ότου άρχισες να ομιλείς εις εμέ τον δούλον σου, αλλά πάντοτε ήμουν αδύνατος εις την ομιλίαν. Είμαι βραδύγλωσσος. Δύσκολα ομιλώ.
Αλλ' αυτό είναι το υπόβαθρο επάνω στο οποίο έρχεται να αναπαύεται, να ριζώνει και να αυξάνει η ουράνια κλήση. Η κλίση που ζυμώνεται με δάκρυα και ποτίζεται με τον ιδρώτα και το αίμα της αυτοσυνειδησίας... Και μετά από αυτά έρχεται το “μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών”. Μη φοβάσαι, Πέτρο, από τη στιγμή αυτή δεν θα ψαρεύεις ιχθείς, αλλά θα αλιεύεις ανθρώπους. Και θα μας σημειώσουν οι ιεροί ερμηνευτές ότι το πλήθος των ιχθύων, ήταν τύπος τής μεγάλης άγρας των ανθρώπων και προμήνυμα του πολλού πλήθους όλων αυτών που θα σαγηνευθούν από το κήρυγμα των Αποστόλων. Εννοείται δε ότι ενώπιον της κλήσεως αυτής, όλα τ' άλλα όχι απλώς αποκτούν δευτερεύουσα σημασία, αλλά στην κυριολεξία χάνονται και εκμηδενίζονται. Έτσι τουλάχιστον θα πρέπει να συμβαίνει. Και ναι μεν ο κάθε πιστός έχει την γενική κλήση της αγιότητας, αλλά και την προσωπική του και ιδιαίτερη κλήση για να κατορθώσει τον σκοπό του. Το θέμα όμως είναι να έχουμε ανοιχτή την καρδιά και τους ορίζοντες ώστε δια της υπακοής να περάσουμε στην υπέρ φύση κατάσταση. Στην κατάσταση δηλ. η οποία μας αποκαλύπτει τι ακριβώς ζητά ο Ιησούς από εμάς. Ποια θα είναι η αποστολή μας και ποια η μέθοδος του σκοπού που είναι η πορεία προς το καθ' ομοίωσιν.
Το μόνο πάντως βέβαιον, αλλά και η μόνη ασφαλής οδός στο θέμα αυτό είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας.
Και όλα τ' άλλα; Όλα τ' άλλα ας τ' αφήσουμε στα χέρια του Μεγάλου Ψαρά που θέλει να μας σαγηνεύσει στο δίχτυ της χάριτος και να μας αξιώσει της επουρανίου Του Βασιλείας.

Αμήν.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

 Κυριακή Α' Λουκά (Λουκά 5:1-11)

 Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος

 Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Απόστολος Πέτρος και οι λοιποί των Αποστόλων έμειναν εκστατικοί στην άγρα των ιχθύων.  Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ζήτησε να καθίσει στη βάρκα του Πέτρου και δίδασκε απ’ εκεί τον λαό.  Οι υπόλοιποι εργάσθηκαν σκληρά όλη νύκτα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα και προσπαθούσαν να τακτοποιήσουν τα δίκτυα τους.  Στο πρόσταγμα του Κυρίου να χαλάσουν τα δίκτυα, ο Πέτρος έριξε ξανά τα δίκτυα και τότε είδε την ευλογία του Θεού, διότι «τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ» (Λουκ. 5:6).
Η υπακοή στο θείο Θέλημα είναι η πρωταρχική φροντίδα του ανθρώπου.  Ο θεοσεβής άνθρωπος αγωνίζεται να συμβαδίσει με τις θείες εντολές.  Με την υπακοή στο θείο Θέλημα ο άνθρωπος ταυτίζει το δικό του θέλημα προς το θέλημα του Αγίου Θεού.

Ο Απόστολος Πέτρος πάνω στη δύσκολη ώρα της απογοήτευσης και κατάθλιψής του υπάκουσε τον Χριστό.  Το αποτέλεσμα ήταν προφανές.  Ο Θεός ευλόγησε τις προσπάθειες όλων εκείνων που εργάσθηκαν με τιμιότητα.
Στις καθημερινές μας προσπάθειες υπάρχουν στιγμές, που αισθανόμαστε ότι είμεθα μόνοι, εγκαταλελειμμένοι και ίσως προδομένοι από τους γύρω μας ευρισκομένους ανθρώπους.  Πολλάκις δε αισθανόμαστε την απογοήτευση να κυριαρχεί στην καρδιά μας, όταν οι ελπίδες και οι προσδοκίες μας δεν φέρνουν το ποθούμενο.
Πόσες φορές δεν στραφήκαμε προς τον Θεό, αλλά δεν είδαμε κάποιο αποτέλεσμα;  Μήπως ο Θεός δεν εισάκουσε τις προσευχές μας;  Μήπως αναπαύεται στην ουράνια Του Βασιλεία και δεν επιδεικνύει κάποιο ενδιαφέρον για μας;  Όχι, βέβαια!  Η απάντηση σ’ αυτές τις ερωτήσεις βρίσκονται στο ότι δεν πρέπει μόνον να στρεφόμεθα στο Θεό με πίστη, αλλά θα πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμεστε τον εαυτό μας στο Θεό.
  
Ο Απόστολος Πέτρος όχι μόνον αποδέχτηκε τον Χριστό στην εργασία του, αλλά έδειξε απόλυτη υπακοή στο πρόσταγμα του Διδασκάλου.  Χωρίς δεύτερη συζήτηση έριξε τα δίκτυα στα ρηχά νερά της λίμνης της Γεννησαρέτ.  Και γι’ αυτή την υπακοή του ο Θεός ευλόγησε την εργασία του.

Πόσες φορές συνέβη στη ζωή μας το γεγονός ότι δεχτήκαμε τον Χριστό, αλλά δεν είμαστε υπάκουοι στο θέλημά Του;  Πόσες φορές είπαμε ότι πιστεύομε στον Κύριο, αλλά δεν κατεβάλλαμε τις ανάλογες προσπάθειες για να ταπεινώσουμε τον εαυτό μας ενώπιον Του;  Πόσες φορές δεν προσευχηθήκαμε στο Θεό, αλλά δεν μάθαμε να Τον εμπιστευόμαστε με όλη μας την καρδιά;  Πόσες φορές βρεθήκαμε σε δύσκολες περιστάσεις και ζητήσαμε την θεία βοήθεια και συμπαράσταση, αλλά στην πραγματικότητα δεν πιστέψαμε στη θεία Πρόνοιά Του;  Πόσες φορές πιστέψαμε ότι ο Θεός ως διά μαγείας θα επέμβει και θα εκπληρώσει τις επιθυμίες μας;  Τέλος, πόσες φορές ενώ βλέπομε τα αποτελέσματα της θείας επεμβάσεως, πιστέψαμε ότι είναι καρποί των δικών μας προσπαθειών;

Ο Απόστολος Πέτρος ευλογήθηκε, διότι έδειξε υπακοή στον Χριστό.  Οι ευλογίες του Θεού ήλθαν ως αποτελέσματα της υπακοής του Πέτρου στο θείο Θέλημα.  Το θαύμα στη Γεννησαρέτ ήλθε εξ αιτίας της πιστότητας του Πέτρου.  Ο Πέτρος, ως έμπειρος ψαράς, γνώριζε καλά ότι δεν μπορούσαν να υπάρχουν ψάρια στα ρηχά νερά της λίμνης.  όλη νύκτα εργάσθηκε με τους συνεργάτες του και όμως δεν πιάσανε τίποτε απολύτως.  Αλλά, έδειξε υπακοή στα λόγια του Κυρίου και χάλασε τα δίκτυά του.  Προς χάρη του Κυρίου δεν δίστασε, δεν είπε «χάνομε τον καιρό μας».  Υπάκουσε και εμπιστεύθηκε τα λόγια του Κυρίου.

Όλοι, σήμερα, εργαζόμαστε σκληρά.  Όλοι τρέχομε και αγωνιζόμαστε για να βγάλομε το καθημερινό, τον «άρτον ημών τον επιούσιον».  Αλλά, πόσες φορές έχομε αποτύχει;  Εργάζεται κανείς τόσα χρόνια, αλλά στο τέλος βλέπει τα πάντα να καταρρέουν.  Και αυτό γιατί;  Μήπως είναι εξ αιτίας έλλειψης εξυπνάδας, ή ενδιαφέροντος, ή κακών ανθρώπων;  Όλα αυτά είναι πιθανά, αλλά η κυρία αιτία είναι η έλλειψη αληθινής πίστης και εμπιστοσύνης στο Θεό.
  
Στις μέρες μας ο άνθρωπος έμαθε να εμπιστεύεται μόνον τον εαυτό του και όχι τον Θεό.  Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έμαθε να παραδίδεται εξ ολοκλήρου στη θεία Πρόνοια με αληθινή πίστη.  
Η έλλειψη της πίστης είναι μία πνευματική ασθένεια της σύγχρονης κοινωνίας.  Η έλλειψη της πίστης φέρνει ως αποτέλεσμά της την έλλειψη της προσευχής και την περιπλάνησή μας μακράν του Θεού.  Η έλλειψη της πίστης είναι η αιτία της ανυπακοής μας προς το θείο Θέλημα και Εντολές.  Η έλλειψη της πίστης είναι η αιτία της απιστίας προς τον Θεό. Η έλλειψη της πίστης είναι η αιτία που άνθρωπος στρέφεται προς το κακό και την αμαρτία.

Αγαπητά μου παιδιά, εάν θέλομε τις ευλογίες του Θεού στα σπίτια μας, στις εργασίες μας, στη ζωή μας, τότε, εμείς οφείλομε να στραφούμε σ’ Αυτόν, να υποκλιθούμε ενώπιόν Του και να δείξουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στη θεία Πρόνοιά Του.  Οφείλομε να μιμηθούμε το παράδειγμα του Αποστόλου Πέτρου.  Ας δείξομε πίστη και εμπιστοσύνη προς τον Κύριο μας Ιησού Χριστό.  Ας εφαρμόσουμε τις Εντολές του Ευαγγελίου.  Ας φανούμε αντάξιοι της κλήσεως μας, ως μαθητές του Διδασκάλου Χριστού.  Αυτός ο τρόπος ζωής θα επιφέρει επάνω μας τις ευλογίες του Θεού.  Αυτός είναι ο τρόπος της σωτηρίας.