ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

 ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ (Λουκ. δ΄, 16-22) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης
Στή σημερινή περικοπή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὁ Χριστός μπροστά στούς ἔκπληκτους Ἰουδαίους πού βρίσκονταν στή Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, λέει μέ ἁπλό καί φυσικό τρόπο ὅτι: «Σήμερα βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή της ἡ προφητεία πού μόλις ἀκούσατε».
Ἑρμηνεύοντας τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα στό Πρόσωπό Του καί ἔχοντας πλήρη αὐτοσυνειδησία, ἀφήνει νά φανερωθεῖ ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ἀπό αἰώνων κεχρισμένος μέ Πνεῦμα Θεοῦ. Δέν εἶναι ἁπλά ἕνας ἄνθρωπος πού σέ μία στιγμή τῆς ζωῆς τοῦ ἦλθε ἐπ’ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τοῦ χάρισε μία παροδική, μικρή ἤ μεγάλη θεοπνευστία. Δέν εἶναι ἕνα ἔκτακτο ἤ ὑπερφυσικό  γεγονός πού θά βοηθοῦσε τούς ἀνθρώπους μέσω τοῦ Χριστοῦ νά γνωρίσουν τό Θεό. Εἶναι Αὐτός, στόν Ὁποῖο ἐνυπάρχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα Του, κατέχει τήν ὕπαρξή Του, ὁδηγεῖ τήν ἐπίγεια ζωή Του στήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας φιλανθρωπίας. Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ νά φέρει τό μήνυμα τῆς Σωτηρίας καί τῆς ἐπερχομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους.
Ἡ Βασιλεία πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός δέν εἶναι κοσμική. Δέν εἶναι μία βασιλεία πού θά ἀποκαταστήσει ἀνθρώπινα βασίλεια, πού θά συντρίψει ἀντίπαλα ἔθνη καί ἀσεβεῖς βασιλιάδες. Δέν εἶναι μία βασιλεία πού περιλαμβάνει προνομιούχους λαούς, πού ὁρίζει ἡγεμόνες, πού περιβάλλει καί θάλπει τήν ἐξουσία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἀνακοινώνει ὁ Χριστός στή Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ, ἔχει ὡς κέντρο της τή Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τό μήνυμά της ἀπευθύνεται στούς φτωχούς, στούς μικρούς καί ταπεινούς αὐτοῦ του κόσμου, σ’ αὐτούς πού νιώθουν τήν ὕπαρξή τους ἀσήμαντη μπροστά στό Ἄπειρό του Θεοῦ. Φέρνει τήν κατάργηση τῆς αἰχμαλωσίας τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀπαλλαγή, τή λύτρωση ἀπ’ ὅσα τούς κρατοῦσαν δέσμιους μέχρι τώρα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι αἰχμαλωσία πού δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ καί νά βρεῖ τόν ἀληθινό του προορισμό, πού τόν κατέχει δέσμιο σέ μία κατάσταση φθαρτότητας σωματικῆς καί ψυχικῆς.
Αὐτή τήν ἀνθρωποκτόνο κατάσταση τῆς ἁμαρτίας πού κρατάει δέσμιο τόν ἄνθρωπο θά συντρίψει ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του στό τέλος τῆς ἐπίγειας παρουσίας Του. Μέχρι νά ὁδηγηθεῖ στό Πάθος καί στή σωτήρια Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός θά χαρίσει τό φῶς στούς τυφλούς. Φυσικό φῶς στούς σωματικά τυφλούς, οὐράνιο καί ἀποκαλυπτικό στούς πνευματικά τυφλούς. Αὐτό δέν σημαίνει παντοῦ καί πάντα ὅτι ὅσοι ἀκοῦνε καταλαβαίνουν καί ὅσοι βλέπουν ἀντιλαμβάνονται. Προϋπόθεση γιά τήν ἀνάβλεψη τῶν πνευματικά τυφλῶν εἶναι ἡ ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ πίστη, ἡ ἀποδοχή τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Ἡ σκληρότητα, ἡ σκληροκαρδία, ἡ δυσπιστία στό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου, καί ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀναλγησία πρός τούς ἀνθρώπους θά κρατοῦν πάντα κλειστές τίς πόρτες στό φῶς ἤ θά δυσκολεύουν πάντα νά φτάσει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τό πνευματικό φῶς. Ὅμως ἀκόμη καί σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις τά ἀδύνατα γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι δυνατά γιά τό Θεό. Ὁ Χριστός εἶναι πάντα σέ θέση νά ἀποκαλύψει τό Θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα Του καί Πατέρα μας, δίνοντας στούς ἀνθρώπους τήν πνευματική ἀνάβλεψη.
Ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, τοῦ ὁποίου ἀμαυρώθηκε τό «κατ’ εἰκόνα» καί ἐσκοτίσθη ἡ διάνοια, δέν ἦταν σέ θέση νά φτάσει μόνος του στή σωτηρία. Ὁ Νόμος πού δόθηκε στό Μωϋσῆ ἀπό τό Θεό στό ὅρος Σινᾶ, προκειμένου νά παιδαγωγήσει τόν Ἰσραήλ καί δι’ αὐτοῦ νά ἀνακαινίσει καί τούς ὑπόλοιπους λαούς, ἐξέπεσε λόγω τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ἰσραήλ σέ ἐπίπεδο νομικιστικῶν καί ἠθικῶν διατάξεων, τύποις καί ὄχι οὐσίας. Γράμματος καί ὄχι Πνεύματος. Πιστεύοντας ὅτι ἡ ἁπλή τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Νόμου φέρνει τή σωτηρία, παραγνωρίστηκαν καί παραμελήθηκαν τό πνεῦμα καί ἡ θεϊκή του προέλευση, φτάνοντας στό ἐπίπεδό της φαρισαϊκῆς τήρησής του.
Σ’ αὐτό τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός φέρνει τό σωτήριο μήνυμά Του, πού δέν εἶναι πλέον τό γράμμα τοῦ Νόμου, ἀλλά ἡ ἐν πνεύματι ὁλοκληρωτική ἀνακαίνιση, ὁ φωτισμός τῆς διανοίας του, πού ἐπιτυγχάνονται μέ τήν ὑπακοή καί μίμηση τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς Του, τήν ἀποδοχή τῶν Λόγων Του, μέ τήν ἀγάπη ἀκόμη καί στούς ἐχθρούς, μέ τήν ἐν «Πνεύματι καί Ἀληθεία» λατρεία στό Θεό.
Ἡ ἄφεση χαρίζεται πλέον ἀπό τό Χριστό στόν ἄνθρωπο ὄχι ἐπειδή τηρεῖ μηχανικά κάποιες διατάξεις, οὔτε ἐπειδή ὑπακούει σέ στεῖρα νομοθετήματα. Τούτη ἡ ἄφεση πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός προϋποθέτει τήν ὁλοκληρωτική μεταστροφή τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, χαρίζεται ὡς δῶρο ζωῆς ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τό Θεό «ἐξ ὅλης της καρδίας του καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς του, καί ἐξ ὅλης της ἰσχύος του καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του καί τόν πλησίον του ὡς σεαυτόν» (Λουκ. 10,27). Ἡ Θυσιαστική πράξη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Σταυρός τοῦ Μαρτυρίου, εἶναι λύτρο γιά ὅλους, εἶναι Ἄφεση, εἶναι Λύτρωση, εἶναι Ἀπαλλαγή, εἶναι Ἀποκατάσταση στήν ἀρχέγονη πρότερη θέση πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος κατά τή δημιουργία του ἀπό τό Θεό.
Ὅλα αὐτά ὅμως, ἀγαπητοί, δέ θά γίνουν μέσα σέ μία ἡμέρα, ὡς ἀστραπή, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά νά καταδικάσει, γιά νά ἀπολέσει καί νά ἀπειλήσει τόν πάσχοντα καί πονεμένο ἄνθρωπο μέ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν ἦλθε γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά  τόν σώσει˙ «οὐ γάρ ἦλθον ἵνα κρίνω τόν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τόν κόσμον» (Ἰωάν.12,47).
Κηρύττει «ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν», δηλαδή μία περίοδο χάριτος καί μετανοίας, καί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού δέν στέκει ἀπόμακρος καί ἀπροσμέτρητος στό ὕψος τῆς Θεότητάς Του, ἀλλά εἶναι ὁ ἀπό αἰώνων «κρούων τή θύρα» περιμένοντας τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου πού τόσο «ἠγάπησεν ὁ Θεός, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀποληται ἀλλ’ ἔχη ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ἀμήν.
 ΚΥΡΙΑΚΗ Ι ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥΤι είπε ο Ιησούς Χριστός στο πρώτο Του κήρυγμα στη Ναζαρέτ;

Όταν ο Ιησούς, μετά την νικηφόρα αντιμετώπιση των πειρασμών του διαβόλου, εισήλθε στην ιδιαίτερη πατρίδα Του, τη Ναζαρέτ, ζήτησε στη Συναγωγή το ειλητάριο των Γραφών, και αφού το ξετύλιξε, διάβασε από τον προφήτη Ησαΐα τα κυριότερα σημεία που θα έκανε ο Μεσσίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Ύστερα τύλιξε το χειρόγραφο, το έδωσε στον υπηρέτη και κάθισε. Τα μάτια όλων στη Συναγωγή ήταν προσηλωμένα πάνω του. Άρχισε τότε να τους λέει: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε». Όλοι τότε θαύμαζαν για τα γεμάτα χάρη λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, και ρωτούσαν: «Μα αυτός δεν είναι ο γιος του Ιωσήφ;»

Στην παρούσα ευαγγελική περικοπή, ο ευαγγελιστής Λουκάς απαντά στο σπουδαιότερο ερώτημα: Ποιο ήταν το έργο που είχε να κάνει ο Ιησούς και ποιος ήταν πραγματικά; Το κείμενο που διάβασε ο Ιησούς ήταν βαθύτατα προφητικό και αναφερόταν στο απελευθερωτικό έργο του Μεσσία, όταν θα ερχόταν με τη δύναμη του Θεού στη γη. Ο Ιησούς αποκαλύπτει ειλικρινώς και χωρίς υπεκφυγές στους ακροατές Του, ότι ο ίδιος είναι ο Μεσσίας, που γεννήθηκε επιτέλους στον κόσμο για να γιατρέψει τις πληγές των ανθρώπων, να ξαναδώσει τη χαμένη ελπίδα, να απελευθερώσει ψυχοσωματικούς αιχμαλώτους, να προσφέρει όραση θείου φωτός στους πνευματικά τυφλούς, να μοιράσει το θάρρος στους πονεμένους και αδικημένους, να αποκαλύψει πως η σωτηρία ήρθε σε όλους δια του Υιού και Λόγου του Πατρός.

Οι Ναζαρηνοί, οι συμπατριώτες του, δεν μπορούσαν να εννοήσουν στη συνέχεια πώς ξαφνικά ο Ιησούς είχε τέτοιες αξιώσεις και θεωρούσε εαυτόν Μεσσία. Ο Ιησούς, ναι, είχε χάρη Θεού, ναι, έκανε πολλά θαύματα, ναι, ήταν πολύ ταλαντούχος ομιλητής, αλλά πώς απαιτούσε, έλεγαν, για τον εαυτό του τέτοια τιμή και αξίωση; Δεν ήταν εξάλλου ο γιος της Μαρίας, με αδελφούς και αδελφές -παιδιά βέβαια του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του- που ζούσαν ανάμεσά τους; Ο ίδιος δεν ήταν μαραγκός και οικοδόμος τόσα χρόνια; Σκανδαλίζονταν λοιπόν και βρισκόντουσαν σε σύγχυση. Γιατί; Επειδή εκείνοι περίμεναν έναν πολεμιστή εξ ουρανού, αρχηγό του λαού και του στρατού, ο οποίος θα τους απελευθέρωνε από τους Ρωμαίους και θα εγκαθίδρυε κοσμικά τη βασιλεία του Θεού, ενώ ακόμη και το χωριό του Ιησού, η φτωχή Ναζαρέτ, ήταν άσημη.

Ο πρώτος θαυμασμός λοιπόν των Ναζαρηνών μετατράπηκε σε οργισμένη αντίδραση και φανερή απέχθεια, γιατί ο Ιησούς αποκάλυψε, έφερε στο φως, την αιτία των αντιρρήσεών τους, και τους ρώτησε ευθέως: Θέλετε θαύματα να κάνω μπροστά σας για να πιστέψετε, όπως έκανα και στην Καπερναούμ; Μα εκεί οι άνθρωποι έχουν πίστη αληθινή, ενώ εδώ, που είναι και η πατρίδα μου, δεν πιστεύετε σε μένα. Το ίδιο έγινε δυστυχώς και με τον προφήτη Ηλία και το μαθητή του Ελισαίο, τους είπε. Και αυτοί έδρασαν μακριά από την πατρίδα τους και η χάρη του Θεού δόθηκε στους ξένους. Τότε οι Ναζαρηνοί, φανερά εξοργισμένοι, προσπάθησαν να ρίξουν τον Ιησού στο γκρεμό, από την κορυφή του βουνού έξω από την πόλη. Αυτός όμως πέρασε από ανάμεσά τους, με πλήρη αυτοσυνειδησία για το ποιος ήταν και με αγιοπνευματική γαλήνη στο πρόσωπο του. Αφού επομένως έτσι τους αφόπλισε, έφυγε απ’ αυτούς.

Οι Ναζαρηνοί και πολλοί άνθρωποι, ακόμη και χριστιανοί, αρνούνται να πιστέψουν πραγματικά, για τρεις κυρίως λόγους:

Καταρχάς, περιμένουν από το Θεό: μεγάλα και τρανταχτά έργα, δύναμη, καλοπέραση, υγεία και άμεσα αποτελέσματα. Ο Θεός όμως αποκαλύπτεται στους ταπεινούς και στην απλότητα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη και μέσα από την ασθένεια ανακαλύπτουν οι άνθρωποι τον χαμένο τους Θεό και τη γνήσια πίστη τους. Κατά δεύτερον, πολλοί άνθρωπο αρνούνται, γιατί δειλιάζουν, να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, δηλαδή να μετανοήσουν. Όπως και οι Ναζαρηνοί, δεν έχουν διάθεση να συμμορφωθούν με το θέλημα του Θεού. Δεν κάνουν έτσι τα απαραίτητα βήματα για να συναντηθούν με τη Χάρη του Θεανθρώπου και τελικά να σωθούν. Θέλουν να αλλάξει ο κόσμος, αλλά δεν προσπαθούν, και περιμένουν μαγικά την ατομική και κοινωνική αλλαγή. Ο Χριστός όμως κήρυττε πρωτίστως την μετάνοια ως προϋπόθεση του ερχομού του νέου κόσμου της βασιλείας του Θεού. Και τρίτον, αρκετοί χριστιανοί, όπως και οι συμπατριώτες του Ιησού, δεν εντρυφούν στον εσωτερικό τους κόσμο, ώστε δια της προσευχής και των μυστηρίων να βρουν τον Θεό μέσα τους, αλλά μένουν σε μια επιφανειακή και εξωτερική κυρίως εικόνα περί της Εκκλησίας, του μεγαλείου, του σπουδαίου τυπικού, της τάξης, του απαστράπτοντος περιβάλλοντος, των ποιοτικών δια του άμβωνος κηρυγμάτων. Όλα χρειάζονται και όλα είναι απαραίτητα, αλλά το άκρως απαραίτητο για τη σωτηρία μας είναι η προσωπική μας συνάντηση και σχέση με τον Κύριο, η αγάπη προς το πρόσωπό του, η λαχτάρα της καθημερινής αναζήτησης.

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν και σήμερα τον Ιησού, όπως και στην εποχή Του συνέβαινε, σαν ένα μεγάλο μεταρρυθμιστή, ένα μοναδικό προφήτη, ένα σπουδαίο διδάσκαλο ή φιλόσοφο. Δεν προχωρούν όμως παραπέρα, και δεν τον αναγνωρίζουν ως Κύριο και Θεό. Αυτό οφείλεται στους τρεις κυρίως λόγους που ειπώθηκαν προηγουμένως. Χωρίς ταπείνωση, μετάνοια και αγνή καρδιά είναι αδύνατον σε κάποιον να αποκαλυφθεί ο Θεός, ενώ μόνο μέσω της προσευχής, της μυστηριακής ζωής και της αγάπης κατοικεί αληθινά στις καρδιές των πιστών, και μετατρέπει τις ψυχές των ανθρώπων σε θρόνους της χάριτός Του.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Π.Ν. Τρεμπέλα: “Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον”, εκδ. ο Σωτήρ, Αθ. 1995
Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθ. 2003
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Σάββα Αγουρίδη – Σωκράτη Νίκα, βιβλίο Β΄ Γυμνασίου, έκδ. Θ΄, 1993
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, αρχιμ. Τιμοθέου Κιλίφη, Α΄ τόμος, Αθ. 1999
Κυριακή I’ Ματθαίου

(Η θεραπεία του νεανίσκου)

(Ματ. ιζ', 14-23)

του Ιωάννη Δήμου Θεολόγου - Φιλολόγου

Η θεραπεία του νεανίσκου από το πονηρό πνεύμα που τον βασάνιζε μας δίνει την αφορμή να αναφερθούμε σήμερα στην ύπαρξη πονηρών πνευμάτων. Όλοι οι λαοί της γης πίστευαν στο Θεό και στην ύπαρξη  πονηρών πνευμάτων, ιδιαίτερα όμως ο Ισραηλιτικός λαός.  Αρκεί να αναφέρουμε ότι   στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζεται ο διάβολος ως φίδι που παρασύρει με απάτη τους πρωτόπλαστους στην πτώση. Ομοίως και οι Πέρσες με τον Ζωροαστρισμό δέχονται την ύπαρξη του πνεύματος του καλού και του κακού, του φωτός και του σκότους, του Αχουραμάσδα και του Αριμάν, μεταξύ των οποίων γίνεται άσπονδος πόλεμος. Τελικά όμως θα νικήσει το πνεύμα του αγαθού θεού, διότι εκείνος είναι ο οικοδεσπότης του σύμπαντος.

Αλλά και ο χριστιανισμός διδάσκει   την   ύπαρξη  του  πονηρού  πνεύματος  το οποίο  ονομάζεται σατάν, βεελζεβούλ, βελίαρ ή διάβολος. Ο ίδιος ο Χριστός μας πληροφορεί για την πτώση του σατανά  με  τα  εξής  λόγια, « εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα ».

Ο Παύλος ομιλεί για τον βελίαρ που εκπροσωπεί το ηθικό σκοτάδι και τον πνευματικό αντίπαλο του ανθρώπου. Ο Ιάκωβος λέει στους χριστιανούς, αντισταθείτε στο διάβολο που σας δελεάζει και θα φύγει μακριά από σας νικημένος. Ο Πέτρος λέει στους πιστούς,  «νήψατε, γρηγορήσατε˙ ο αντίδικος υμών διάβολος  ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη». Ο δε Ιωάννης στην Αποκάλυψη περιγράφει το πονηρό πνεύμα ως δράκοντα πολυκέφαλο και όφι μέγα, ο οποίος μάχεται την Εκκλησία του Χριστού την οποία όμως τελικά δεν πρόκειται να νικήσει.

Έτσι λοιπόν δεν πρέπει να παραξενεύονται μερικοί στο άκουσμα της λέξης σατανάς ή διάβολος, αλλά ούτε και να αμφισβητούν την ύπαρξη του, γιατί η άρνηση της ύπαρξης των πονηρών πνευμάτων δεν καταργεί την πραγματικότητα του πονηρού, ο οποίος πολεμά συνεχώς τους ανθρώπους. Μία δε μαρτυρία της δράσης των πονηρών πνευμάτων είναι και αυτό που είπε ο ίδιος ο Χριστός ότι, όταν το ακάθαρτο πνεύμα εξέλθει από τον άνθρωπο πλανάται σε έρημους τόπους, όπου όμως δεν βρίσκει ανάπαυση, γι' αυτό επιστρέφει στο σπίτι του, δηλαδή στον άνθρωπο από τον οποίον βγήκε και ευρίσκει το σπίτι σκουπισμένο. Τότε παίρνει άλλα εφτά πνεύματα πονηρότερα από αυτό και κατοικούν στον άνθρωπο εκείνον και έτσι η κατάστασή του γίνεται χειρότερη από την προηγούμενη.

Η δυσμενής αυτή επίδραση του πονηρού πνεύματος φαίνεται καθαρά στο δαιμονιζόμενο των Γεργεσηνών. Αυτός έφερε μέσα του ολόκληρο λεγεώνα πονηρών πνευμάτων, τα οποία τον είχαν αποκόψει από την εξωτερική πραγματικότητα και προσπαθούσαν να λυγίσουν την ψυχή του και να την οδηγήσουν στην απώλεια. Παρά ταύτα όμως δεν κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν το έργο τους, γιατί η επέμβαση του Κυρίου διέλυσε τα σχεδία τους και τον ελευθέρωσε από τα δεσμά του δαίμονα.

Η έλευση του Χριστού στον κόσμο  είχε και έχει σκοπό να διαλύσει τα έργα του διαβόλου και να ελευθερώσει τους ανθρώπους από την τυραννία και δουλεία του. Κατά την επίγεια διαδρομή Του ο Κύριος ελευθέρωσε πολλούς δαιμονισμένους, όπως και τον νεανίσκο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Είχε κυριευθεί  από πονηρό πνεύμα που ούτε οι μαθητές του Χρίστου μπόρεσαν να το βγάλουν. Και στάθηκε αυτό αδύνατο να γίνει, όπως ο Ίδιος ο Κύριος τους είπε, εξ αιτίας της απιστίας τους.

Όσοι λοιπόν γνωρίζουν τον κίνδυνο που προέρχεται από το σατανά πρέπει να πιστεύουν στο Θεό και να συμμορφώνονται στο θέλημα Του. Πρέπει να επικαλούνται τη θεϊκή δύναμη και να αποστρέφονται την αμαρτία σε όλες τις μορφές της, με τις οποίες αυτή παρουσιάζεται. Τότε το γνωστό, «αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού» θα έχει αποτέλεσμα. Αμήν.
 ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Κυριακή 1η Σεπτεμβρίου 2013 (Α΄ Τιμ. β΄, 1 -7)Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Κυριακή 1η Σεπτεμβρίου 2013
(Α΄ Τιμ. β΄, 1 -7)

Σήμερα πρώτη Σεπτεμβρίου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νέου Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ὅπως σημειώνει τό Ἐκκλησιαστικό ἡμερολόγιο. Τά τροπάρια πού ψάλλονται στήν Ἐκκλησία μας σήμερα εἶναι σχετικά μέ τήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους καί τήν ἐπίκληση στό Θεό νά εὐλογήση τόν «νέον ἐνιαυτόν» τῆς χρηστότητός Του.

Ὁ ἱερός ὑμνῳδός, μέ ἀφορμή τό νέο χρόνο, ἀνάγεται στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί ἔρχεται νά ὑμνήση τόν Χριστό σάν τόν προαιώνιο Λόγο τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος τήν σύμπασα κτίσι ἐδημιούργησε, «παραγαγών ἐκ μή ὄντων εἰς τό εἶναι» καί νά Τόν παρακαλέση νά εὐλογήση καί τή νέα χρονική περίοδο, τήν ὁποία βλέπει ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.

Τό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἔρχεται νά μᾶς βοηθήση νά δοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά περαιώσουμε μέ τρόπο ὠφέλιμο γιά μᾶς τόν χρόνο πού ὁ Θεός ἔχει δώσει στόν καθένα μας.

Στό ἀνάγνωσμα αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στόν Τιμόθεο καί μέσῳ αὐτοῦ στούς πιστούς νά προσεύχωνται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καθώς, ἐπίσης, καί γιά τούς ἄρχοντες καί γενικότερα αὐτούς πού βρίσκονται σέ ὑψηλές θέσεις, γιά νά ζοῦν καί οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι βίο ἤρεμο καί ἥσυχο μέ κάθε εὐσέβεια καί σεμνότητα. Τονίζει μάλιστα ὅτι αὐτή ἡ προσευχή εἶναι πολύ ἀρεστή στό Θεό, ὁ Ὁποῖος θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια.

Ὁ ἱερός Ἀπόστολος καί σέ ἄλλο σημεῖο παραγγέλλει στούς πιστούς νά ἐξαγοράσουν τόν καιρό τους, γιατί οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρές. Ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς ἐξαγορᾶς, προκειμένου ὁ χρόνος νά γίνει μέσο σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ καθημερινή, ζωντανή καί ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ὁ κατ’ἐξοχήν τρόπος καθαγιασμοῦ τοῦ χρόνου καί φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἐπίγεια πορεία του. Μάλιστα ἡ παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου γιά προσευχή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους προσανατολίζει τόν πιστό γιά τήν κατεύθυνση τῆς ζωῆς του.

Κατ’ ἀρχήν ἡ προσευχή διατηρεῖ ζωντανή τήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό. Ἡ προσευχή εἶναι δρόμος ἑνώσεως, κοινωνίας καί παραμονῆς στόν Θεό. Δέν προσευχόμεθα μόνο καί μόνο γιά νά ζητήσουμε κάτι ἀπό τό Θεό. Προσευχόμεθα γιατί θέλουμε τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θεωρεῖ τήν προσευχή σάν τήν ἀναπνοή τῆς ψυχῆς καί τονίζει ὅτι εἶναι πιό ἀπαραίτητο νά προσευχώμεθα παρά νά ἀναπνέουμε.

Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τό Θεό προσεύχεται καί μάλιστα προσεύχεται πολύ. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ ζωή του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ ἄλλο σημεῖο παραγγέλει «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται προσευχή καί δέν ἐμποδίζεται ἀπό τήν καθημερινότητα ἡ προσευχή του. Ὅταν ἡ προσευχή μᾶς κουράζει, ὅταν τήν θεωροῦμε καθῆκον ἤ καί κατά κάποιον τρόπο «ἀγγαρεία», αὐτό φανερώνει ὅτι ἔχει παγώσει ἡ ἀγάπη μας γιά τόν Χριστό. Ἄν μᾶς κουράζει ἡ προσευχή, ἄν τήν ἀντιμετωπίζουμε ὡς ὑποχρέωση, αὐτό φανερώνει ὅτι μᾶς λείπει καί ἡ ἀγάπη γιά τό Θεό καί ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωϊστής ἄνθρωπος δέν νιώθει τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ καί πιστεύει ὅτι εἶναι ἀρκετός ὁ ἑαυτός του.

Ἡ προσευχή εἶναι τό ὅπλο γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη, τό μέσο γιά τήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ, τό μέσο τῆς συνεχοῦς παραμονῆς μας στό Θεό.

Γιά τό πῶς θά πρέπει νά προσευχώμεθα, νά θυμηθοῦμε ὅσα οἱ Πατέρες καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λέγουν. Πρῶτα – πρῶτα εἶναι ἡ προσπάθεια καί ὁ ἀγώνας μας νά εἶναι ζωντανή ἡ προσευχή μας, νά εἴμεθα παρόντες στήν προσευχή μας. Ὁ νοῦς μας εὔκολα διασπᾶται. Πολλές φορές διαπιστώνουμε ὅτι ἐνῶ προσευχόμεθα, ὁ νοῦς μας ἔχει φύγει μακρυά. Νά μήν ἀποκάνουμε, νά μαζεύουμε καί πάλι τό νοῦ μας.

Ἀνάγκη ἀκόμα νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ προσευχή εἶναι πρῶτα τρόπος καί μετά λόγος. Νά ἀφήσουμε στήν ἄκρη ὅλα τά ἄλλα, νά σταματήσουμε ἀπό τίς ποικίλες, ἀκόμα καί τίς καλές, ἀσχολίες μας, νά εἰσέλθουμε στό «ταμιεῖον» μας, στό νοῦ μας, ἀφήνοντας ἔξω ὅλα τά ἄλλα καί νά ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε μόνοι «μόνῳ Θεῷ».

Πρακτικότερα γιά τήν ἀτομική μας προσευχή, πού καταχρηστικά τή λέμε ἀτομική γιατί τίποτα μέσα στήν ἐκκλησία δέν εἶναι ἀτομικό, οἱ προσευχές τῆς Ἐκκλησίας μας προσφέρονται σέ καθημερινή χρήση. Ἡ χρησιμοποίηση, ἐπίσης, τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» εἶναι ἕνα ἰσχυρότατο πνευματικό ὅπλο, γι’αὐτό καί οἱ Ἅγιοί μας μᾶς συμβουλεύουν ۠ «ὀνόματι Ἰησοῦ μάστιζε πολεμίους». Ὅμως ὁ κάθε πιστός γιά νά μήν πλανηθῆ, ἐπειδή ὁ πονηρός χρησιμοποιεῖ τεχνάσματα, ἔχει ἀνάγκη ἀπό πνευματικό πατέρα, πού θά παρακολουθῆ συστηματικά τήν πνευματική του πορεία καί θά τοῦ δώση καί τόν κατάλληλο κανόνα προσευχῆς.

Ἡ προσευχή εἶναι βασική λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Γι’αὐτό ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει πάθος κατά τοῦ ἀδελφοῦ του, δέν μπορεῖ νά προσευχηθῆ μέ καθαρότητα στό Θεό. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀληθινή προσευχή χωρίς ἀγάπη, ἀλλά καί ἡ οὐσιαστικότερη ἔκφραση τῆς ἀγάπης γιά τόν ἀδελφό εἶναι ἡ προσευχή γι’αὐτόν. Ἡ προσωπική προσευχή δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή λειτουργική τῆς Θ. Λειτουργίας καί τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ὅπως καί ἡ λειτουργική προσευχή δέν καταργεῖ τήν προσωπική προσευχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος πού στό χρόνο τῆς ζωῆς του βάζει τήν προσευχή σάν τό κύριο συστατικό του, θά μπορέση νά διαφυλάξη τή ζωή του καί νά ἐξαγοράση τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ΑΜΗΝ!
 Σκέψεις στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής της Ινδίκτου εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου

Ευαγγέλιο: Λουκά Δ΄16-22
«Πάντες εμαρτύρουν αυτώ και εθαύμαζον επί τοις λόγοις της χάριτος τοις εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού.»
 Από σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, πρώτη Σεμπτεμβρίου, αρχίζει το εκκλησιαστικό έτος, η Πρωτοχρονιά, δηλαδή, κατά την εκκλησιαστική τάξη. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, κατά τη σημερινή Θεία Λειτουργία, διαβάζει το μέρος εκείνο του Ιερού Ευαγγελίου, στο οποίο αναφέρεται σε περίληψη το σωτήριο για το ανθρώπινο γένος, έργο του Σωτήρος Χριστού, που άρχισε από την ημέρα που ήλθε στη γη και θα διαρκέσει μέχρι την Δευτέρα Παρουσία Του. Όλη αυτή η περίοδος, χαρακτηρίζεται από τον Προφήτη Ησαΐα, «ως ενιαυτός Κυρίου δεκτός» (Ησ. ΞΑ΄,2). Δηλαδή χαρακτηρίζεται σαν ένα νέο, μεγάλο, μακρύ σε διάρκεια αιώνιο έτος, που εκδηλώνεται πλήρης, τέλεια και αμέριστη η ευσπλαχνία του Θεού προς τους αμαρτωλούς ανθρώπους και προσφέρεται η Θεία Χάρη του Κυρίου, προς μετάνοια και σωτηρία.

 Κι έτσι, το νέο έτος που αρχίζει από σήμερα, είναι έτος αφέσεως για τον καθένα μας και έτος προσφοράς της ψυχικής μας σωτηρίας, από μέρους του Πανοικτίρμονος Θεού, με την προϋπόθεση βέβαια ότι και από μέρους μας το έτος αυτό θα καταστεί έτος μετάνοιας και επιστροφής. «Πάντες εμαρτύρουν αυτώ και εθαύμαζον», μας λεει ο ιερός Ευαγγελιστής, «επί τοις λόγοις της χάριτος τοις εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού». Δηλαδή, όλοι συμφωνούσαν μαζί Του και θαύμαζαν για τα γεμάτα Χάρη λόγια που έβγαιναν από το στόμα Του. Με την ευκαιρία αυτή, ας δούμε κι εμείς σήμερα σε ποιους χαρίζεται η Θεία Χάρη και τι χαρίζει αυτή η Θεία Χάρη, στον καθένα μας.
Η Χάρη του Θεού χαρίζεται σ’ όσους πιστεύουν στον Ιησού Χριστό. Η σωτήρια αυτή Θεία Χάρη φάνηκε και εκδηλώθηκε στον κόσμο, δια μέσου του Μονογενούς Υιού του Θεού, που δέχτηκε τη σταυρική θυσία για μας. Με τη θυσία Του αυτή ο Κύριος ίδρυσε επί της γης την Εκκλησία, με τα Ιερά της Μυστήρια, για να συνεχίζει το έργο Του στους αιώνες. Γι’ αυτό και  για να λάβει κάποιος τη Θεία Χάρη, πρέπει πρώτιστα να έχει πίστη στον Εσταυρωμένο Κύριο Ιησού. Η πίστη αυτή όμως δεν πρέπει να είναι διανοητική και θεωρητική, αλλά πίστη καρδιακή και ζωντανή. Πίστη που δια μέσου των Ιερών Μυστηρίων της Εκκλησίας μας, να δημιουργεί σχέση προσωπική και σύνδεσμο ουσιαστικό με τον Σωτήρα Κύριο. Δεν είναι επομένως τυχαίο το γεγονός, ότι κατά τη βάπτιση και την ένταξή μας στους κόλπους της Εκκλησίας, ζητείται πρώτα να συντασσόμαστε με το Χριστό και να πιστεύουμε σ’ Αυτό. Τότε μόνο γινόμαστε μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας και έχουμε δικαίωμα συμμετοχής στο θεόσδοτο θησαυρό, που εκείνη κατέχει και διαχειρίζεται και ο οποίος λέγεται Θεία Χάρη.
Βέβαια η πίστη είναι η πρώτη και βασική προϋπόθεση. Δεν είναι όμως αρκετή μόνη η πίστη. Χρειάζεται να υπάρχει και ταπεινό φρόνημα στον άνθρωπο, που πλησιάζει στην πηγή της Θείας Χάρης. Όπου υπάρχει περηφάνια, εγωισμός και ψηλό φρόνημα είναι αδύνατο να εκχυθεί και να εκδηλωθεί η Θεία Χάρη. Ο εγωισμός, σαν άλλο φράγμα, ανακόπτει και εμποδίζει την Χάρη του Θεού, να κατέλθει από τους ουρανούς και να πλημμυρίσει την ύπαρξή μας. Η βαθιά και αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι ο απαραίτητος αγωγός, δια μέσου του οποίου διοχετεύεται ανεμπόδιστα στην ψυχή το σωστικό νερό της Θείας Χάρης. Οσοδήποτε μεγάλοι κι αν είμαστε δεν παύουμε από του να είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες και ασθένειες, που έχουμε ανάγκη βοήθειας  και στηριγμού.
Όλοι ανεξαίρετα έχουμε ανάγκη επείγουσα να παίρνουμε δυνάμεις από τη Χάρη του Χριστού, την οποία το Άγιο Πνεύμα μας φέρει στην ψυχή, γιατί όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδύνατοι. Η δύναμη που έχουμε είναι ασθενής. Μπορεί να νομίζουμε ότι είμαστε ισχυροί και ότι διαθέτουμε πολλές δυνάμεις, ώστε να μπορούμε να τα καταφέρνουμε μόνοι μας στον πνευματικό μας αγώνα. Όμως η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Οι άνθρωποι μοιάζουμε με καλάμι σαλευόμενο από τον άνεμο. (Ματθ. ΙΑ΄,7). Πολλές φορές ένας μικρός πειρασμός μας ρίχνει στο έδαφος αμέσως. Άλλοτε δυσκολευόμαστε να υπερνικήσουμε τις αμαρτωλές κλίσεις της ψυχής μας. Και άλλοτε μας τραβά τόσο εύκολα ο κόσμος της αμαρτίας που δεν μπορούμε να του αντισταθούμε. Και στις μεγάλες δοκιμασίες δεν αντέχουμε σχεδόν καθόλου.
Και είναι αλήθεια ότι η Θεία Χάρη μας χαρίζει δώρα ύψιστα και σωτήρια. Χαρίζει την άφεση των παραπτωμάτων μας, κατακαίει τα  αγκάθια των αμαρτημάτων και καθαρίζει την ύπαρξη μας από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος. Δίνει νέο και ουσιαστικό περιεχόμενο στις σκέψεις και τις επιθυμίες μας. Μας στρέφει προς τα πνευματικά και αιώνια και μας αποσπά από τα πρόσκαιρα, τα φθαρτά και υλικά θέματα της παρούσας ζωής. Χαρίζει διάθεση για προσευχή και ακρόαση και μελέτη του λόγου του Θεού. Μας κάμνει να ζούμε, όχι για να τρώγουμε, αλλά να ζούμε σαν άνθρωποι με ψηλό και ιερό προορισμό. Μας τονώνει στον αγώνα κατά της αμαρτίας και μας προφυλάσσει από τις προσβολές του πονηρού. Ότι όλα αυτά δεν είναι θεωρία, φαίνεται ολοκάθαρα από πολλά παραδείγματα ανθρώπων, που από την στιγμή που τους επισκέφθηκε η Θεία Χάρη, έγιναν τελείως διαφορετικοί από πριν, αληθινά άγιοι.
Μαζί δε με το δώρο αυτό του αγιασμού, η Θεία Χάρη ανοίγει μπροστά μας και την πύλη του Παραδείσου. Του Παραδείσου του ουρανού, που είναι ασύγκριτα ανώτερος από τον Παράδεισο της Εδέμ, που χάσαμε με την παράβαση των πρωτοπλάστων. Αν δεν άπλωνε το Πανάγιο χέρι Του ο Χριστός, για να μας ελκύσει κοντά Του, θα ήταν τελείως αδύνατο, να εισέλθει κάποιος άνθρωπος στον Παράδεισο. Η σωτηρία από την αμαρτία και η κληρονομιά της μακαριότητας των ουρανών, δεν είναι κατόρθωμα δικό μας. Είναι δώρον ουράνιο, που μας το πρόσφεραν τα τρυπημένα χέρια του Εσταυρωμένου Ιησού. Η σωτήρια Χάρη του Εσταυρωμένου, που έκαμε το ληστή, πρώτον πολίτη του Παραδείσου, εκείνη είναι που οδηγεί από τότε συνεχώς, κάθε μετανοημένο άνθρωπο, στο γαλήνιο λιμάνι της Βασιλείας των Ουρανών.
Αδελφοί μου! Ο κόσμος μας σήμερα περνά δύσκολες μέρες. Όλα τα σημάδια είναι απογοητευτικά. Πνευματική αδιαφορία, ανηθικότητα, κατήφορος, διάλυση. Ας μιμηθούμε κι εμείς τον απόστολο Παύλο, ο οποίος λεει, ότι «χάριτι Θεού ειμι ό ειμι»  δηλαδή με τη Χάρη του Θεού έγινα αυτό που έγινα (Κορ. Α΄,10) και ότι τη δύναμή του δεν την οφείλει στον εαυτό του, αλλά στη Χάρη του Θεού, που τον δυνάμωσε για να μείνει σταθερός στις δυσκολίες και τους πειρασμούς και να νικήσει τον πονηρόν και τις μηχανουργίες του. Θα ήταν παραλογισμός, αν λέγαμε ότι θα μπορούσαμε μόνοι μας, χωρίς τη Χάρη του Χριστού να νικήσουμε στους πνευματικούς αγώνες και μάλιστα εναντίο των εχθρών της πίστης μας. Γι’ αυτό, όλοι  μας ανεξαίρετα θα πρέπει να κατανοήσουμε πόσο αδύνατοι είμαστε και πόσο έχουμε ανάγκη τη Χάρη του Χριστού, για να κατορθώσουμε να φτάσουμε στον ουρανό και να κερδίσουμε τη Βασιλεία του Θεού. Όταν αυτό γίνει φρόνημά μας και συνεχώς επικαλούμαστε τη Χάρη του Θεού, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα νικήσουμε και εμείς για να γίνουμε μέτοχοι της ουρανίου Βασιλείας του Θεού.

 † Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης κ. Διονύσιος –Μητρόπολη Πάφου
 Του αρχιμανδρίτη π. Σπυρίδωνα Πετεινάτου «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ»

Μολονότι φαίνεται παράξενον, εν τούτοις μέγας ευεργέτης του ανθρώπου είναι η θλίψις και ο πόνος. Ο πόνος κάμνει τον άνθρωπον να αισθανθή την αδυναμίαν του, να ταπεινωθή, να μετανοήση, να καταφύγει εις τον Θεόν τον ελεήμονα, να ζητήση με πόθον και να εύρη την θείαν βοήθειαν και προστασίαν. Καθαρά το βλέπομεν αυτό εις τον δυστυχή πατέρα του δαιμονισμένου παιδιού του σημερινού ευαγγελίου.
Πράγματι ο πατέρας αυτός είναι δυστυχής και ο πόνος καθημερινώς σπαράσσει την πατρικήν του καρδίαν. Φαίνεται από χρόνια πολλά να τον μαστίζη η θλίψις. Αλλά τώρα το κακόν έχει κορυφωθή. Δι’αυτό ταπεινωμένος έρχεται προς τον Χριστόν, γονατίζει εμπρός του και με πόνον εκφράζει την βαθείαν του θλίψιν. Του λέγει «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ». Το ταλαίπωρο παιδί! Κυριευμένο από πνεύμα πονηρόν περνά φοβερές κρίσεις. Με του πονηρού την επενέργειαν τυραννείται, βασανίζεται, υποφέρει πολύ. Και το πλέον επικίνδυνον είναι ότι το δαιμόνιον τον ρίχνει συχνά εις την φωτιάν ή εις το νερόν δια να τον θανατώση. Συμφορά μεγάλη και δι ‘αυτό, κυρίως όμως δια τον πατέρα. Ακριβώς δε η συμφορά αυτή τον οδηγεί προς τον Χριστόν. –Προηγουμένως είχε προσφύγει ο πατέρας αυτός εις τους μαθητάς του Κυρίου. Αυτοί όμως δεν μπόρεσαν να το θεραπεύσουν. Το αναφέρει τώρα και ζητεί του Χριστού την επέμβασιν προς θεραπείαν του παιδιού του. Ο Κύριος ελέγχει τότε την απιστίαν της γενεάς εκείνης, που έστεκε εμπόδιον δια να θαυματουργή εις πολλούς ο Χριστός και να τους θεραπεύη. Έπειτα, δίνει εντολήν να φέρουν το παιδί εμπρός του, «φερετέ μοι αυτόν ώδε». Μόλις του παρουσίασαν τον νεαρόν δαιμονισμένον, «επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς, και εξήλθεν απ‘ αυτού το δαιμόνιον, και ιάθη ο παίς από της ώρας εκείνης». Έτσι, κοντά εις τον Χριστόν και με την χάριν του Χριστού, εσώθη το δαιμονισμένο παιδί και ξαναβρήκε ο δυστυχής πατέρας την χαράν και την ειρήνην του σπιτιού του.
Άλλ ‘εκείνο, που είπεν ο Χριστός εις τον πατέρα αυτόν, το λέγει και εις όλους τους Χριστιανούς γονείς, που υποφέρουν εξ αιτίας της κακής ζωής των παιδιών των. «Φέρετέ μοι αυτά ώδε». Φέρετε εις εμέ τα παιδιά σας. Φέρετέ τα εις τον ναόν μου, εις το Κατηχητικόν μου, εις την εξομολόγησιν και την θείαν Κοινωνίαν. Εκεί θα διδαχθούν την αλήθειαν και θα λάβουν την σωτήριον χάριν μου. Εκεί θα φωτισθούν, θα αλλάξουν, θα αγιασθούν. Κακά παιδιά, θυμώδη, πεισματάρικα, ανυπάκουα, με ψεύδη και λόγια πικρά εις το στόμα είναι τώρα. Άλλ ‘ όταν τα φέρετε εις εμέ και δεχθούν την χάριν μου, τα κακά θα γίνουν καλά, ενάρετα, τίμια, σωφρονισμένα, άγια παιδιά. Με την ιδικήν μου χάριν θα εξαγιασθή και η ψυχή και η ζωή των. Δεν θα βασανίζεσθε τότε, δεν θα εντρέπεσθε, διότι έχετε τέτοια παιδιά. Θα τα χαίρεσθε και θα τα καμαρώνετε, θα τα ζηλεύη δε όλη η γειτονιά και όλη η κοινωνία διότι αυτά θα είναι το στήριγμα και η χαρά του σπιτιού σας και το καύχημα της Πατρίδος. Λοιπόν, γονείς, λέγει ο Χριστός, μη στέκεσθε ψυχροί και αδιάφοροι και μην αφίνετε τα παιδιά σας να τα παρασύρει ο πονηρός εις τον δρόμον τον κακόν και να τα βασανίζουν οι κακίες των. Φέρετέ τα εις εμέ, δια να σωθήτε και σεις και εκείνα.
Αλλά, δια να γίνη αυτό, δηλαδή η προσαγωγή των παιδιών εις τον Χριστόν και η ψυχική των θεραπεία, χρειάζεται εις τους γονείς πρωτίστως πίστις μεγάλη και θερμή. Είπαμε  προτήτερα, ότι οι μαθηταί δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιον και να θεραπεύσουν τον νεανίαν. Όταν το έβγαλεν ο Κύριος, οι μαθηταί ερωτούν τον Διδάσκαλον των: «Διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτώ;» Ο Κύριος τους απαντά: «Διά την απιστίαν υμών». Δεν είχατε και σεις και ο πατέρας του παιδιού όσην εχρειάζετο πίστιν. Δι’ αυτό και δεν έγινεν από σας το θαύμα. Και τους επρόσθεσεν ο Σωτήρ, εάν έχετε πίστιν ζωντανήν, θερμήν, καίουσαν πίστιν, που να υπενθυμίζη την θερμότητα, την οποίαν έχει ο σπόρος του σιναπιού, αν δηλαδή έχετε φλόγα πίστεως εις την ψυχήν σας, θα λέγετε εις το βουνό αυτό –έδειξε το βουνό που ήτο εκεί επάνω –πήγαινε από εδώ εκεί και θα γίνεται, και εις σας δεν θα είναι τίποτε αδύνατον. Δηλαδή, και τα αδύνατα θα γίνωνται δυνατά, εύκολα, κατορθωτά.
Και πράγματι. Η ιστορία της πίστεως είναι ιστορία θαυμάτων. Και η ιστορία των θαυμάτων είναι ιστορία της πίστεως. Πίστις και θαύμα, είναι αιτία και αποτέλεσμα, ρίζα και καρπός, Θεού και ανθρώπου πλήρης συμμαχία, δια να γίνωνται τα αδύνατα δυνατά και ο μικρός και αδύνατος άνθρωπος να απολαμβάνη του Θεού τα μεγάλα και υπερθαυμαστά έργα. Δια τον Χριστιανόν, όχι τον ολιγόπιστον και χλιαρόν, αλλά τον πιστόν που αισθάνεται εις την ψυχήν του τον Χριστόν, είναι όλα δυνατά. Πίστευε, Χριστιανε. Πίστευε ακλονήτως. Πίστευε με όλην σου την ψυχήν. Και εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς της ζωής σου, εις τους τρομερωτέρους σου πειρασμούς, μένε ακλόνητος, σταθερός, με πλήρη εμπιστοσύνην εις τον Χριστόν και την βοήθειάν του. Και τότε μεγάλα θαύματα, θαύματα αληθινά θα δής εις την ζωήν σου, που θα τα κάμνει ο Θεός προς σωτηρίαν ιδικήν σου.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

 Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΥΝΕΧΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής Ι' Ματθαίου (Α' Τιμ. β' 1-7) Aρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΥΝΕΧΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής
Ι' Ματθαίου
(Α' Τιμ. β' 1-7)

Ο Απόστολος των εθνών, γράφει την ποιμαντική του επιστολή στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο. Στον ποιμένα της Εφέσου.
Μεταξύ των άλλων συμβουλών του, βλέπουμε στο Αποστολικό αυτό ανάγνωσμα, να γίνεται λόγος και να δίνονται οδηγίες για την προσευχή.
Για το μεγάλο αυτό κεφάλαιο της Ορθοδόξου πνευματικής ζωής, χωρίς την οποία, είναι αδύνατον να επέλθει στον πιστό η πνευματική προκοπή.
Βεβαίως, το κεφάλαιο περί προσευχής είναι τόσο μεγάλο και πολύπτυχο, ώστε περιλαμβάνει όχι απλώς γνώσεις από βιβλία, αλλά κυρίως υπαρξιακή συμμετοχή και βιώματα ολοκλήρου ζωής αυτού που ξεκινά ν΄ανέρχεται στην προσευχητική κλίμακα.
Εκείνο πάντως που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, όχι μόνο για την εποχή που το γράφει ο Απ. Παύλος, αλλά για το διάστημα ολοκλήρου του βίου της ανθρωπότητας, είναι η οδηγία και εντολή υπέρ προσευχής όλου του κόσμου γενικώτερα αλλά και αυτών που βρίσκονται στην κορυφή της εξουσίας, ειδικώτερα.
Αλλ' ας δούμε το ευαίσθητο αυτό θέμα περισσότερο αναλυτικά, και τούτο διότι τα Αποστολικά συμπεράσματα κάνουν τον πιστό να αισθάνεται ότι τον πλημμυρίζει το χρέος της αγάπης και η διάθεση της σωτηρίας για όλο τον κόσμο.
Το να προσεύχεται κανείς, τόσο εντός του ενοριακού του ναού, όσο και σε μία ιερά μονή ή κάποιο προσκύνημα ή και σ' αυτήν την οικία του, και γενικώς «εν παντί τόπω της δεσποτείας» του Κυρίου, για τους ανθρώπους που αγαπά, αλλά και που εισπράττει την αγάπη τους, τούτο, όχι μόνο επιβάλλεται, αλλά γίνεται και μια πολύ εύκολη υπόθεση σε τελευταία ανάλυση.
Το να ψελλίζει ο πιστός δοξολογίες και ικεσίες και δεήσεις για τους ομόπιστους αδελφούς, αυτό είναι κάτι, επιβεβλημένο μεν, αλλά που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία, αφού επιτέλους η ψυχολογική αυτή τακτική, παρατηρείται σε όλες τις ανθρώπινες θρησκείες και σε όλες τις ανθρώπινες φιλίες και συνεργασίες.
Το να ξεκινήσει όμως ο πιστός να πραγματοποιεί αυτή την Αποστολική εντολή (που εξωτερικώς φαίνεται μεν απλή, στην πράξη όμως αποδεικνύεται πολύ δύσκολη), τούτο είναι δείγμα ότι ο Χριστιανός έχει ήδη αρχίσει να ωριμάζει και να συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να δέχεται την προσέγγιση της χάριτος του Θεού, παρά μέσω του προσωπικού του, λευκού μαρτυρίου της συνειδήσεως.
Και το τονίζουμε αυτό, διότι όσοι άγγιξαν τα κράσπεδα της προσευχής και μάλιστα αυτής των «εν υπεροχή όντων», βιώνουν με ό,τι αυτό συνεπάγεται την ταπείνωση και την αγάπη των αδελφών... (στο κεφάλαιο αυτό, εκτός των Αγίων μας, προσωπικότητες όπως ο Ντοστογιέφσκι, έχουν πολλά να μας διδάξουν...).
Ο λόγος του Θεού, θεωρεί ως δεδομένη την αγάπη προς όλους τους ανθρώπους. Και τούτο διότι Ιησούς Χριστός ήλθε να σώσει όλο το γένος των ανθρώπων. Δηλ. όλους εμάς τους αμαρτωλούς. Στη βάση λοιπόν αυτή θεμελιώνεται και η Αποστολική διδαχή γι' αυτό και ευθύς εξ' αρχής ο Απ. Παύλος προτρέπει τον μαθητή του αλλά και τους λοιπούς αδελφούς, πρώτα απ' όλα να γίνονται δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις και ευχαριστίες για όλους τους ανθρώπους.
Όταν μάλιστα βλέπει κανείς την πολιτική εν γένει ατμόσφαιρα της εποχής κατά την οποία γραφόταν η προτροπή - εντολή του Παύλου, δηλ. τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, η οποία εξ' αρχής φάνηκε εχθρική προς το Ευαγγέλιο, με αποκορύφωμα τους σκληρότατους και ανομολόγητους εκείνους διωγμούς που ακολούθησαν, όταν μελετά κανείς τις κατάμαυρες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, τότε δεν μπορεί παρά να τον κατακλύσει ιερά συγκίνηση και δέος μπροστά στην προσευχητική αυτή πράξη της Εκκλησίας.
Να προσεύχονται δηλ. τα τέκνα της στρατευομένης Εκκλησίας υπέρ «των βασιλέων», «ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάσι ευσεβεία και σεμνότητι» (Α' Τιμ. β' 2).
Και τονίζουμε αυτή την παράμετρο της επίσημης εκκλησιαστικής ευχής και προσευχής, διότι κατά την διάρκεια της ιστορίας και όσο οι αιώνες, ο ένας διαδεχόταν τον άλλο, το Σώμα του Χριστού, αισθανόταν για τα καλά τους ταλανισμούς και τους κραδασμούς, όταν η πολιτεία έβλεπε την Εκκλησία ως θεραπαινίδα των πολιτικών και πολιτειακών της σκοπιμοτήτων...
Εννοείται δε, ότι αυτή η προτροπή η οποία εφαρμοζόταν από τον Αποστολικό χορό, συνεχίζει να εφαρμόζεται και σήμερα και φυσικά θα συνεχίζει για πάντα να την εφαρμόζει η Εκκλησία στις λειτουργικές της συνάξεις και γενικώτερα στις ιερές της ακολουθίες.
Αυτό γίνεται και για το λόγο ότι η εξουσία, ανεξαρτήτως εάν εξασκείται σωστά ή λάθος από τους εκπροσώπους της, αποτελεί θεσμό. Και ως θεσμός υπάρχει, πρέπει να υπάρχει για την συνοχή και το καλό της κοινωνίας.
Και πάλι ξεκάθαρος ο λόγος του Θεού και γι αυτή την αλήθεια. Στην προς Ρωμαίους επιστολή, γράφει ο Απόστολος επί του θέματος: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω, ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν» (Ρωμ. ΙΓ' 1).
Επομένως, όταν οι πιστοί ακούουν να ψάλλονται ύμνοι και τροπάρια και ν' αναμέλπονται αιτήσεις που περιλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο δεν θα πρέπει να σκανδαλίζονται και να θεωρούν ότι αυτό αποτελεί υποταγή της Εκκλησίας στον Καίσαρα, αλλά υπακούοντας στην εντολή του Αγίου Πνεύματος, να συμμετέχουν καρδιακώ τω τρόπω, ακριβώς διότι η κοινωνία σε κάθε εποχή το έχει απόλυτη ανάγκη. Και ας προστεθεί και τούτο. Εάν δεν προσευχηθούν οι πιστοί υπέρ του Έθνους και των εξουσιών, στην μορφή βεβαίως που είδαμε, τότε ποιοι θα προσευχηθούν και ποιοι θα πυρπολήσουν με δεήσεις και ικεσίες τον ουρανό για την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου και κατ' επέκτασιν για την εσωτερική αλλά και εξωτερική ειρηνική εκκλησιαστική μας ζωή;
Πόσο όμορφα και κατανυκτικά η Εκκλησία μας, διά των Αγίων Πατέρων έχει θέσει τις λειτουργικές αιτήσεις; Και πόσο συγκινούνται οι καρδιές όταν πράγματι θεωρούν την ελεύθερη πατρίδα και τη σωστή λειτουργία των θεσμών ως ευλογία ουράνια, για την ειρηνική συμπόρευση των προσώπων και των κοινωνιών! «Υπερ του ευσεβούς ημών Έθνους...», «Υπέρ του κατά ξηράν θάλασσαν και αέρα φιλοχρίστου ημών στρατού...»!
Ας μην υφίσταται λοιπόν το σκάνδαλο, αλλά η ειρηνική συνείδηση και η συνειδητή προσευχή, διότι «οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών, θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; το αγαθόν ποίει και έξεις έπαινον εξ' αυτής» (Ρωμ. ΙΓ' 3). Οι άρχοντες δηλ. προκαλούν φόβο σ΄ όποιον κάνει το κακό. Θέλεις εσύ να μη φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό, και η εξουσία θα σε επαινέσει.
Βεβαίως, στη συνέχεια ο μεγάλος Απόστολος κάνει λόγο Χριστολογικό – Σωτηριολογικό, που τον συνδέει με τις προηγούμενες προτροπές. «Ο Θεός θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων. Όχι μόνο ενός Έθνους. Ένας είναι ο Θεός και ένας ο Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, που πρόσφερε τη ζωή του λύτρο για χάρη όλων των ανθρώπων. Έτσι στον προσδιορισμένο καιρό, έδωσε ο Θεός τη μαρτυρία του ότι θέλει να σώσει τον κόσμο. Αυτής της μαρτυρίας με έταξε ο Θεός κήρυκα και Απόστολο - την αλήθεια λέω ενώπιον Του Χριστού, δεν ψεύδομαι – για να διδάξω την πίστη και την αλήθεια στους εθνικούς» (Α΄Τιμ.2 στ. 5,6,7).
Οπωσδήποτε αδελφοί μου, η σκέψη και η πραγματικότητα ότι οι θεοφόροι πατέρες και οι ιεροί υμνογράφοι (που με θεία έμπνευση συνθέτουν τα υπέροχα υμνολογικά μας κείμενα), αλλά και η ίδια η Εκκλησία μας που τα ενέταξε στην λειτουργική μας ζωή, πραγματώνουν την Αποστολική επιταγή για προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Και φυσικά, μακριά από υποκειμενικές ερμηνείες ή άλλες ξένες καταστάσεις, η λατρευτική κοινότητα, σε υψηλό πάντοτε λειτουργικό επίπεδο, συνεχίζει να βιώνει αυτή την αποστολική παράδοση η οποία, άνευ αντιρρήσεως, ευεργετεί τόσο τους εγγύς, όσο και τους μακράν.
Η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου και συγκεκριμένα υπέρ των «εν υπεροχή όντων», αποτελεί τον μυστικό πνεύμονα, διά του οποίου, παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες, η κοινωνία συνεχίζει ευεργετικά να αναπνέει.
Όσοι βιώνουν την αποστολική εντολή, εννοούν αυτή την πραγματικότητα.
Φυσικά η προσευχή υπέρ του κόσμου, στην οποία, όπως τονίζει ο Απόστολος, ευαρεστείται ο Θεός, είναι η πλέον δύσκολη και «αδιέξοδος», υπό την έννοια ότι το πνεύμα μας ουδέποτε επιτυγχάνει τελείως τον σκοπό του (τουλάχιστον στο ανθρώπινο και φαινομενικό επίπεδο).
Εάν όμως απουσίαζαν αυτές ακριβώς οι προσευχές, εάν δηλ. καθ' υπόθεσιν έπαυε να τελείται η Θεία Λειτουργία με τις τόσες ιερές αιτήσεις, και αν σταματούσαν να προσεύχονται οι άγιοι και οι Ιεροί ησυχαστές που συνέχουν τον κόσμο, τότε, αλλοίμονο, η «εξουσία του σκότους» (Λουκ. ΚΒ' 53), θα εντεινόταν με μεγάλη δύναμη και θα κατέστρεφε τα πάντα.
Όμως, αυτό ουδέποτε θα γίνει, ακριβώς γιατί ποτέ δεν θα παύσει η λειτουργική και η προσωπική προσευχή πάνω στη γη.
Είθε να δώσει ο Θεός «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», ώστε να αυξάνει ολοένα και περισσότερο το στρατόπεδο των προσευχών στους ναούς και τις ενορίες μας και ταυτοχρόνως να ενισχύονται ποιοτικώς και ποσοτικώς τα «προκεχωρημένα φυλάκια» της ιεράς ησυχαστικής-καρδιακής προσευχής, από τις ψυχές αυτών «ων ουκ έστιν άξιος ο κόσμος».
Αμήν

Η έννοια της πίστης (Κήρυγμα Κυριακής Ι΄ Ματθαίου 21-08-11)

Μπροστά σε ένα ανθρώπινο δράμα βρίσκεται ο Κύριός μας, αδελφοί μου Χριστιανοί, όπως διηγείται το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ένας τραγικός πατέρας πλησιάζει και Τον παρακαλεί να θεραπεύσει το παιδί του, το οποίο υποφέρει, ευρισκόμενο υπό την επήρεια δαιμονικών δυνάμεων. Ο άνθρωπος αυτός εκφράζει το παράπονό του για το γεγονός ότι οδήγησε το παιδί του και ενώπιον των Μαθητών, οι οποίοι, όμως, δε μπόρεσαν να το λυτρώσουν από την δύναμη του σατανά. Ο Κύριος ήλεγξε την ελλειμματική πίστη τόσο του πατέρα, όσο και των Μαθητών και αφού επετίμησε το δαιμονικό πνεύμα ελευθέρωσε το παιδί και το παρέδωσε υγιές στην οικογένειά του. Οι Μαθητές εξέφρασαν την απορία τους για την αδυναμία τους να θεραπεύσουν το δαιμονισμένο παιδί και ο Κύριος την απέδωσε στην προβληματική τους πίστη, ενώ επεσήμανε πως η αληθινή και απόλυτη πίστη είναι ικανή να επιτελέσει σημεία θαυμαστά και υπέρλογα.

Ο προβληματικός χαρακτήρας της πίστης των Μαθητών μάς δίδει την ευκαιρία να προσεγγίσουμε το γεγονός της πίστης και να το εξετάσουμε υπό το πρίσμα της σημερινής πραγματικότητας, να το
φέρουμε στα μέτρα της δικής μας πίστης, ως Ορθοδόξων Χριστιανών, μελών της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, «Πιστεύω» σημαίνει εμπιστεύομαι, αποδέχομαι, συναινώ. Αποδέχομαι ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι η εγγύηση της προσωπικής μου καταξίωσης, δικαίωσης και λύτρωσης. Εμπιστεύομαι σ’ Εκείνον τη ζωή μου όλη, με τις χαρές και τις λύπες της, με τα πάθη και τα προβλήματά της και αγωνίζομαι, με τη δική Του βοήθεια, με το δικό Του λόγο, να βρω την ελπίδα και να κατακτήσω την σωτηρία.

Η πίστη, στη γλώσσα του Αποστόλου Παύλου, ξεπερνά την έννοια της πιστότητας στο Θεό και της εμπιστοσύνης στο θέλημά Του. Αναλαμβάνει την έννοια της αξιοπιστίας εκείνου που δηλώνει άνθρωπος
του Θεού, έναντι των άλλων κι έναντι του Θεού. Η αξιοπιστία είναι αγαθό δυσεύρετο σήμερα, ενώ, συχνά, απουσιάζει και από τη ζωή και τους λόγους και των ανθρώπων της Εκκλησίας. Πόσο δύσκολο είναι να
βρεθεί σήμερα άνθρωπος που ο λόγος του να είναι συμβόλαιο, να ταυτίζεται και με τις προθέσεις του αλλά και με τις πράξεις του, να μη λειτουργεί ως επικάλυμμα υποκρισίας και κακότητας; Η αξιοπιστία είναι
ίδιον των ταπεινών ανθρώπων εκείνων που όντως έγιναν φορείς του Πνεύματος του Θεού, όντας ειλικρινείς διάκονοί του και όχι αδίστακτοι υπηρέτες του άκρατου εγωισμού, της φιλαυτίας και της κενότητάς τους,
στο βωμό των οποίων είναι ικανοί να θυσιάσουν σχέσεις αγάπης και αλληλεγγύης, αλλά και να προδώσουν δεσμούς πνευματικούς.

Άραγε, αγαπητοί μου, πιστεύουμε στην εποχή μας; Είμαστε αξιόπιστοι έναντι Θεού και ανθρώπων, εμείς που δηλώνουμε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που εκκλησιαζόμαστε και τηρούμε με ευλάβεια τα θρησκευτικά σχήματα και τις συμβατικές προς την Εκκλησία μας υποχρεώσεις; Πιστεύουμε πραγματικά και πώς εκφράζουμε την πίστη μας αυτή;

Προ ετών,. δημοσιεύθηκε μια πρωτότυπη δημοσκόπηση, με γενικό τίτλο «Σε ποιόν Θεό πιστεύουμε;»1. Τα προϊόντα της έρευνας αποκαλύπτουν την αληθινή εικόνα της Ελληνικής κοινωνίας, όσον αφορά στον τρόπο και στην έκφραση της θρησκευτικής πίστης. Το συντριπτικό ποσοστό των ερωτηθέντων, για την ακρίβεια το 91,6%, δήλωσε ότι πιστεύει στο Θεό. Την ίδια στιγμή το 57,8% αποδέχεται την ύπαρξη των ψυχών και το 57% την ύπαρξη του σατανά. Στην μετά θάνατον ζωή πιστεύει το 46,7% και ακόμη μικρότερο, 45,5%, στην Δευτέρα Παρουσία και στη μέλλουσα κρίση. Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό πιστεύει, τέλος, στην μετεμψύχωση, στα φαντάσματα, στην αστρολογία και στα μέντιουμ.

Τα αποτελέσματα της έρευνας αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, ότι οι νεοέλληνες χαρακτηριζόμαστε από βαθιά και ανησυχητική σύγχυση όσον αφορά στο τί και πώς πιστεύουμε. Παρατηρείται το φαινόμενο ν’
αποδεχόμαστε είτε αυτά που μπορούν να δικαιολογηθούν και να ερμηνευτούν από την κρησάρα της λογικής μας, είτε αυτά που μπορεί να αντέξει η ασθενής και αδύναμη φύση μας. Αντί να προσαρμόζουμε τη
ζωή μας στο θέλημα του Θεού, προσαρμόζουμε τον Θεό στα μέτρα της δικής μας αδυναμίας, φτιάχνοντας, τελικά, τόσους Θεούς όσοι είμαστε κι εμείς. Αυτό, όμως, δε συνιστά γνήσια και αυθεντική πίστη, αλλά έναν
ιδιότυπο και επικίνδυνο πολυθεϊσμό.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς: να πιστεύουμε τα πάντα χωρίς έλεγχο; Την απάντηση δίδει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας: «Τί χρηστότερο από τις εντολές ή τί αληθέστερο από τις αλήθειες που νομοθέτης τους ήταν ο
ίδιος ο Θεός; Αυτός και καθοδηγητής, αφού Αυτός μόνος είναι η αλήθεια, Αυτός ο μόνος αγαθός»2.

Η γνήσια και αυθεντική πίστη, αδελφοί μου, είναι αυτή που πραγματώνεται χωρίς όρους και προϋποθέσεις, χωρίς τους κανόνες που υπαγορεύει η ατελής ανθρώπινη λογική που απαιτεί να δει για να πιστέψει. Μια πίστη που, όταν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχει ως αμοιβή να δει, τελικά, αυτό που προσδοκά.

ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.
1 Ταχυδρόμος, 19/3/2005
2 «Περί της εν Χριστώ ζωής», σελ. 219

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 21-08-2011
(Ματθ. ιζ΄ 14-23).
Ἡ ἀδυναμία τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ νὰ θεραπεύσουν τὸν νέο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διαβόλου ἐπάνω του, κρύβεται στὴν ἔλλειψη δύο βασικῶν παραγόντων· τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.

Ἐτοῦτοι οἱ παράγοντες εἶναι καθοριστικοὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ πιστοποιοῦν τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀγῶνος γιὰ ἀναγέννηση. Ὁ ἕνας παράγων στηρίζεται στὸν ἄλλο καὶ ἡ σύνδεσή τους εἶναι τόσον ἀρραγής, ὥστε ἡ ἔλλειψη τοῦ ἑνὸς ἀδυνατίζει τὴν παρουσία τοῦ ἄλλου.

Γιατί, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ζῶσα καὶ διαρκὴς προσευχή, ὅταν λείπει ἡ νηστεία. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν αἰσθάνεται βάρος ἀπὸ τὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτὰ; Εἶναι δυνατὸν νὰ σηκωθεῖ γιὰ προσευχὴ καὶ νὰ συμμετέχει στὸν προσευχητικὸ λόγο, ὅταν δὲν ἔχει προηγηθεῖ ἡ νηστεία;

Ὁ Ζιγαβηνός, σχολιάζοντας, ἀναφέρει σχετικά πὼς «ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ ἀπερίσπαστα, ὅταν δὲν βαρύνεται ἀπὸ τὸ φορτίο τοῦ στομάχου, βιαιότερα ὅμως ἀπὸ τὸ πῦρ καὶ φοβερώτερο παντὸς ἀνέρχεται ἡ προσευχή, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ συνυπάρχουν καὶ οἱ δύο πάντοτε».

Καὶ πάλι, ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε μόνο τὴν ἐναλλαγὴ τῶν τροφίμων, μήτε πάλι τὴν ποσότητά τους ἀλλὰ τὴν ἐγκράτεια τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κρατᾶ τὸν ἑαυτόν του, νὰ γίνεται δηλαδὴ αὐτοκράτοράς του καὶ νὰ τὸν ὁδηγεῖ ἐκεῖ ποὺ πρέπει καὶ ὅσο πρέπει.

Ἔτσι, ἡ ἐγκράτεια εἶναι μιὰ βασικὴ ἀρχὴ πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ ἐκφράζει μιὰ ποιότητα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ποιότητα ὁ ἄνθρωπος, ξεπερνώντας κάθε εἴδους ποσότητες καὶ τὶς ἐναλλαγὲς τῶν τροφίμων, αἰσθάνεται καὶ ἐλεύθερος καὶ αὐτεξούσιος. Μπορεῖ μὲ τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴν αὐτοκυριαρχία νὰ καθοδηγεῖ τὴν ὕπαρξή του στὸ δρόμο τῆς ὑπέρβασης, πλησιάζοντας βῆμα μὲ βῆμα καθημερινῶς πρὸς τὴν τελειότητα καὶ τὴ θέωση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὅλη αὐτὴ ἡ διαδρομὴ, ποὺ ἐκφράζει μιὰ προσπάθεια καὶ ἕναν ἀγώνα πνευματικῆς συγκρότησης, ἔχει ὡς βοηθὸ καὶ στήριγμα τὴν προσευχή. Ἀλλιῶς θὰ ἔμενε ἀνεκπλήρωτη καὶ στὴ διαδρομὴ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐκάμπτετο.

Τώρα ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρος πὼς τίποτε δὲ θὰ μείνει στὴ μέση, δίχως νὰ ἐκπληρωθεῖ. Ἐπειδὴ γνωρίζει πὼς «αὐτὸ τὸ γένος τῶν δαιμόνων δὲν ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο... παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία».

Προτάσσοντας δὲ ὁ Χριστὸς τὴν προσευχή, δηλώνει πώς ἀποτελεῖ φοβερὸ ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ παίρνει δύναμη ἀπὸ τὴ νηστεία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προσθέτει τὰ ἀκόλουθα: «ὄχι μόνο ἡ νηστεία, ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ προσευχὴ καὶ μάλιστα πρωταρχικά». Ὁ δὲ ἱερὸς ὑμνωδὸς τοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, μεταξὺ τῶν ὑπέροχων ὕμνων του, γράφει γιὰ τὴ νηστεία: «σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ χρόνου ἡ νηστεία εἶναι ὠφέλιμη σ᾿ αὐτοὺς βεβαίως ποὺ τὴν προτιμοῦν καὶ σηκώνουν τὸ βάρος της. Καὶ ἔτσι στὸ νηστεύοντα δὲν τολμάει νὰ ἐπιδράσει ὁ διάβολος, ἀλλὰ ἀντιθέτως οἱ φύλακες τῆς ζωῆς μας Ἄγγελοι μοχθοῦν καὶ κοπιάζουν γι᾿ αὐτόν».

Ὥστε ἡ ἀξία καὶ ἡ σημασία τῆς νηστείας εἶναι πολὺ μεγάλη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὠφέλιμη καὶ ὑποβοηθητικὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς· ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν οἰνοποσία ἢ τὴν πολυφαγία, μήτε συμβαδίζει μὲ τὴν ἀκράτεια καὶ τὴν ἀχαλίνωτη ζωή.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μὴ νομίσουμε πὼς μιλώντας σήμερα γι᾿ αὐτὰ τὰ θέματα, μπορέσαμε νὰ τὰ ἐξαντλήσουμε. Κάθε ἄλλο, γιατί τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι καὶ μεγάλα καὶ πλούσια. Μόνο λίγα λόγια εἴπαμε καὶ ἐκεῖνα ἀδύναμα.

Ὅμως, ἀξίζει τελειώνοντας γιὰ σήμερα, ν᾿ ἀκούσουμε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὶ λέγει διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐα ἰδιαίτερα γιὰ τὴ νηστεία: «Ἐγώ, λέγει ὁ Θεός, δὲν ἐπεθύμησα τέτοιου εἴδους νηστεία, νὰ διέρχεται δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἡμέρα του ταλαιπωρημένος... Ἐκεῖνο ποὺ διέταξα, συνεχίζει ὁ Θεός, εἶναι νὰ σπάσεις τὰ δεσμὰ τῆς βίας καὶ τῆς καταπίεσης, νὰ ἐλευθερώνεις ἀνθρώπους συντετριμμένους, ἕνεκα τῆς καταπιέσεως καὶ ἐκμεταλλεύσεως. Νὰ κόβεις ἀπὸ ἐσένα τὸν ἄρτο σου καὶ νὰ τὸ δίνεις στοὺς πεινώντας πτωχούς. Νὰ εἰσάγεις στὸ σπίτι σου τοὺς ἀστέγους. Ἂν δεῖς κάποιο δίχως ἐνδύματα, νὰ τὸν ἐνδύσεις. Μὴν παραβλέψεις αὐτοὺς ποὺ πονοῦν καὶ δυστυχοῦν...».

Σ᾿ αὐτὸν λοιπὸν ποὺ βλέπει τὴ νηστεία ὡς τύπο καὶ ἀποφυγὴ κάποιων τροφίμων καὶ τίποτε ἄλλο, τί θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε; Ἆραγε ἀρκεῖ μονάχα αὐτό; Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ζητεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς; Βεβαίως, οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὰ ἰσχύει. Γιατὶ καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο βρίσκονται ἔξω καὶ πέραν τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
  ΚΥΡΙΑΚΗ Ι' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (12-08-2012)

Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,

Βρισκόμαστε στή δέκατη Κυριακή τῶν Εὐαγγελικῶν Περικοπῶν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, τήν μεθέορτη Κυριακή τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας, καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τήν ἱερή μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Φωτίου καί Ἀνικήτου.

Ἡ σημερινή μεθέορτη αὐτή Κυριακή βρίσκεται ἀνάμεσα σέ δύο μεγάλες ἑορτές τῆς Χριστιανοσύνης : Τή Δεσποτική γιορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας, τή γιορτή τοῦ θείου Θαβωρίου φωτός, τοῦ ἐκθαμβωτικοῦ ἐκείνου καί Παραδεισένιου θείου φωτός καί τήν Θεομητορική ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς μεταστάσεως εἰς τά οὐράνια «τῆς Θεοτόκου καί Μητέρας τοῦ Φωτός», «τῆς ὑψηλοτέρας τῶν Οὐρανῶν καί καθαρωτέρας λαμπηδόνων ἡλιακῶν».

Καί οἱ δυό αὐτές μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας παρουσιάζουν μέ μεγάλη εὐκρίνεια καί μᾶς παραπέμπουν στήν μακάρια καί τρισευδαίμονα ζωή τῆς αἰωνιότητος, στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στήν ἐπουράνια Βασιλεία τοῦ Θείου Φωτός. Μᾶς ὁδηγοῦν καί μᾶς ἀποκαλύπτουν τά Μυστήρια τῆς ἀτέρμονης καί πανευτυχισμένης ζωῆς τοῦ ἐπουρανίου Παραδείσου, τῆς μακαρίας ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πού προσδοκοῦμε σύμφωνα μέ τό ἱερό Σύμβολο τῆς πίστεώς μας.

Τό θεῖο καί ἄκτιστο φῶς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, πού φανερώθηκε σέ ὥρα προσευχῆς στούς ἁγίους Μαθητές καί Ἀποστόλους καί μέ τήν παρουσία καί χάρι του ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἐνδύματα αὐτοῦ ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς, προεικόνιζε τήν πανευφρόσυνη καί ἀπερίγραπτη ζωή τοῦ Παραδείσου, τή φωτόλουστη καί πάντερπνη.

Μέσα σ' αὐτή τήν οὐράνια καί φωτοπλημμυρισμένη πραγματικότητα οἱ παρευρεθέντες συνομιλητές τοῦ μεταμορφωθέντος Κυρίου μας, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, συνομιλοῦσαν γιά τόν σταυρικό Του θάνατο, πού σέ λίγες ἡμέρες θά συνέβαινε στά Ἱεροσόλυμα καί γιά τά Μυστήρια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Ἡ Θεοτόκος καί Μητέρα τοῦ Φωτός, ἡ Παναγία μας, ἀφοῦ ἔζησε στόν κόσμο αὐτό μιά ἁγία καί ἄμεμπτη ζωή, ἁγνή καί παρθενική, μέ βαθειά ταπείνωσι καί ὑπακοή, μιά ζωή φωτόλουστη στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ζωή προσευχῆς καί ἁγιότητος, ἔλαβε τό μήνυμα τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας της τρεῖς μέρες ἐνωρίτερα ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, προετοιμάσθηκε μέ σκιρτήματα χαρᾶς καί εὐφροσύνης γιά τό αἰώνιο καί οὐράνιο ταξίδι της καί γιά τήν συνάντησι καί αἰώνια συνδιαγωγή στά οὐράνια δώματα μέ τόν ἠγαπημένο Υἱό της καί Θεό, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.

Εὐπρέπισε καί ἑτοίμασε ὅπως ἔπρεπε τήν κατοικία της. Ἑτοίμασε τήν νεκρική της κλίνη καί, ἀφοῦ προηγουμένως εἰδοποίησε τούς συγγενεῖς καί γνωστούς, ἐσχημάτισε τό ἅγιο σῶμα της ἐπάνω στήν νεκρική κλίνη, ὅπως τό βλέπουμε στίς βυζαντινές εἰκονογραφίες, παρέδωσε τό πνεῦμα της στόν ἀγαπημένο Υἱό της καί Θεό.

Τήν ὥρα ἐκείνη τῆς ἐκδημίας πρός τόν Θεόν τῆς ψυχῆς τῆς Παναχράντου Θεοτόκου οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Ἱεράρχαι ἀπό τά πέρατα τοῦ κόσμου μέ θεῖο νεῦμα συναθροίσθησαν, φερόμενοι ὑπό νεφελῶν, στή Γεσθημανῆ, ὅπου καί ἐνεταφιάσθη τό ἱερό σκῆνος τῆς Παναγίας Θεομήτορος.

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Ἱεράρχες, ὅπως οἱ Ἐπίσκοποι Τιμόθεος Ἐφέσου, Ἱερόθεος Ἀθηνῶν καί Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ἔψαλαν συγκινημένοι βαθύτατα τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία, ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μέ μυριάδες Ἀγγέλων καί χιλιάδες Ἀρχαγγέλων παρελάμβανε τήν παναγία ψυχή της καί τήν ἀνέβαζε στά οὐράνια ἀνακτόρια.

Εἶναι αὐτό πού συγκινητικά περιγράφει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, λέγοντας : «Εἰς τά οὐράνια ἡ νοερά σου ψυχή, εἰς τόν Παράδεισον, ἡ καθαρά σου σκηνή, μετατεθεῖσα ἐκ φθορᾶς ἀγάλλεται Παναγία...».

Καί οἱ δυό, λοιπόν, αὐτές μεγάλες γιορτές τῆς πίστεώς μας ὁμιλοῦν εὔγλωττα γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τίς ἀσύλληπτες καί ἀνέκφραστες χαρές καί τό πανεφρόσυνο θεῖον φῶς τοῦ Παραδείσου. Αὐτά πού ἀποτελοῦν τή γλυκειά ἀπαντοχή καί τήν ἐλπίδα τῶν πιστῶν καί ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.                      

Μέ τό καλό, ἀδελφοί μου, νά γιορτάσωμε μεθαύριο τήν μεγάλη Θεομητορική γιορτή τοῦ καλοκαιριοῦ, τήν Κοίμησι τῆς Παναγίας μας.Ἀμήν.-    



† Ὁ Κ.Σ.
 Κυριακή Ι΄ Ματθαίου - Η ευθύνη για την ανατροφή

Η ευθύνη για την ανατροφή
«Φέρετέ μοι αυτόν ώδε»

Ο σεληνιαζόμενος νέος υπέφερε από μικρό παιδί. Στα δίκτυα του σατανά είχε καταντήσει ερείπιο και σωματικά αλλά και ψυχικά. Από τη στιγμή όμως που επενέργησε θαυματουργικά πάνω του η αγάπη του Κυρίου, ένα καινούργιος, υπέροχος κόσμος αναδύθηκε μέσα του. Ο κόσμος της χαράς και της γαλήνης. Του θάρρους και της αισιοδοξίας. Της υγείας και της ευτυχίας.

Οι γονείς
Το παράγγελμα του Χριστού «φέρετέ μοι αυτόν ώδε», απευθύνεται κυρίως στους γονείς που έχουν μεγάλη ευθύνη για τη σωστή ανατροφή των παιδιών τους. Το μέλλον της κοινωνίας πλάθεται μέσα στη θαλπωρή της οικογένειας. Το σπίτι είναι το μοσχομύριστο φυτώριο των πιο ωραίων λουλουδιών. Σ’ αυτό θεμελιώνεται η αγωγή, με αρχιτέκτονες και οικοδόμους τους γονείς. Όταν όμως οι γονείς παραμελούν την αγωγή και την ανατροφή των παιδιών τους, γκρεμίζουν αντί να χτίζουν. Για τη σωματική ασφάλεια και υγεία των παιδιών τους φροντίζουν τόσο πολύ, αλλά η ηθική τους προκοπή, τούς αφήνει σχεδόν αδιάφορους. Παραμέληση της ανατροφής των παιδιών, «την οικουμένην ανατρέπει πάσαν», επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος, για να προσθέσει ο ίδιος χρυσορρήμων πατέρας: «της των παίδων αμελούντες σωτηρίας, την εσχάτην τίσομεν δίκην».

Κοντά στο Χριστό
Τεράστια, λοιπόν, είναι η ευθύνη των γονέων να ανταποκριθούν στην προτροπή του Κυρίου και να οδηγήσουν τα παιδιά τους κοντά Του. Γιατί κοντά στον Χριστό και μέσα στην αλήθεια του Ευαγγελίου Του, τα παιδιά μεγαλώνουν σαν σε θερμοκήπιο, στην αρχή, προφυλαγμένα από τους σκληρούς βοριάδες και τις καταστρεπτικές καταιγίδες της φουρτουνιασμένης κοινωνίας μας. Και αφού, βέβαια σταθεροποιηθούν και αποκτήσουν γερές βάσεις, είναι ύστερα ικανά να αποκρούσουν τις πολύμορφες επιθέσεις του κακού και να εξέρχονται νικητές από αυτές.

Ο Χριστός και το Ευαγγέλιό Του εκπέμπουν στις συχνότητες της πιο αυθεντικής παιδαγωγίας. Γιατί Αυτός είναι ο τρυφερότερος φίλος. Ο δυνατότερος Προστάτης. Κοντά Του, στο γαλήνιο λιμάνι Του, μπορεί να προσαράζουν με ασφάλεια οι νεανικές ψυχές. Κοντά Του μπορούν να αναπτύξουν τις πιο ισχυρές δυνάμεις και τις πιο αποτελεσματικές αντιστάσεις και ακλόνητες αντοχές. Να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Να χτίσουν την πραγματική ευτυχία της ζωής.

Ο Χριστός είναι η συνισταμένη όλων των ωραίων ιδανικών. Είναι ο μόνος Αρχηγός που δεν απογοητεύει. Θα πρέπει όμως να τον ψάξουμε για να τον βρούμε και να τον συναντήσουμε.

Όσοι λύγισαν κάτω από το βάρος των παθών, όσοι είναι «κοπιώντες και πεφορτισμένοι» από το άγχος και τον πόνο της ζωής, σ’ Εκείνον ας στρέψουν το βλέμμα της ελπίδας.

Αγαπητοί αδελφοί, η χριστιανική ζωή των γονιών είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για μια σωστή αγωγή. Τα λόγια και οι συμβουλές πρέπει να συνοδεύονται με ακηλίδωτο παράδειγμα. Τελικά, η όλη ανατροφή που δίνεται θα πρέπει να έχει σαν κέντρο το θέλημα του Θεού, με βάση και τη διακήρυξη του θεόπνευστου αποστόλου Παύλου «εκτρέφετε τα τέκνα υμών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

Του Θεολόγου Χριστάκη Ευσταθίου
 ΚΥΡΙΑΚΗ Ι´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη…Φέρετέ μοι αυτόν ώδε»

 Ο Κύριος κατερχόμενος μαζί με τους τρεις μαθητές Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη,  από το όρος Θαβώρ όπου είχε συμβεί η θεοφάνεια της Μεταμορφώσεώς Του, έρχεται αντιμέτωπος με δύο θλιβερά και τραγικά γεγονότα: την αγωνία ενός πατέρα που έψαχνε απελπισμένα να βρει θεραπεία για το δαιμονισμένο παιδί του, την απιστία των μαθητών Του, που φανερώνεται με την αδυναμία τους να θεραπεύσουν το παιδί. Θα έλεγε κανείς ότι η εναλλαγή αυτή, από το φως του Θεού στο σκοτάδι των συνεπειών της αμαρτίας, αποτελεί μία εικόνα της καθόδου του Χριστού στον κόσμο: «Θεός ων εκένωσεν εαυτόν ευρεθείς ως άνθρωπος». Κι ο Κύριος αφενός θεραπεύει το παιδί, δηλαδή βγάζει το δαιμόνιο που το διακατείχε, παραδίδοντάς το υγιές στον πατέρα του, αφετέρου ελέγχει με πόνο τους μαθητές Του για την απιστία και τη διαστροφή και αυτών, αλλά και ολόκληρης της γενεάς εκείνης.

 1. Καταρχάς, δεν ξέρει κανείς ποιο από τα δύο γεγονότα να χαρακτηρίσει τραγικότερο: τον δαιμονισμό του παιδιού που προκαλεί την απελπισία του πατέρα του, ή την απιστία των μαθητών του Χριστού που τους συνειδητοποιεί τη μικρότητά τους και τους «προσγειώνει» στα παράλυτα μέτρα τους; Όποιο από τα δύο κι αν επιλέξει κανείς ως τραγικότερο, σημασία έχει ότι ο Κύριος τα θέτει κάτω από κοινό παρανομαστή: συνιστούν και τα δύο εκφράσεις και αποτελέσματα της απιστίας και της διαστροφής της ανθρώπινης γενιάς. Συνεπώς και τα δύο είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους: η έλλειψη πίστεως στον Θεό οδηγεί τον άνθρωπο σε διαστροφή της αληθινής ύπαρξής του, άρα στην εύκολη υποδούλωσή του στην κυριαρχία του Πονηρού. Κι η κυριαρχία αυτή του Πονηρού φανερώνεται και από την παραλυσία που προκαλεί στον άνθρωπο – ο άνθρωπος, έστω στη φάση εκείνη και μαθητής του Χριστού κι αν είναι, δεν έχει τη δύναμη να επιβληθεί στον Πονηρό – και από την κατοχή την οποία έχει κάνει στο συγκεκριμένο παιδί.

2. Ο χαρακτηρισμός του Κυρίου για την ανθρώπινη γενιά ως άπιστη και διεστραμμένη δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιπολαιότητα. Ποιος λόγος άλλωστε του Κυρίου μπορεί να αντιμετωπιστεί έτσι; Ο κάθε λόγος Του συνιστά και μία αποκάλυψη, η οποία φωτίζει και το ποιος είναι ο Θεός, αλλά και το ποιος είναι πραγματικά ο άνθρωπος. Εν προκειμένω λοιπόν ο Κύριος μάς φωτίζει και μας «καθρεπτίζει»: είμαστε άπιστοι και διεστραμμένοι. Ήλθε δηλαδή σ’  έναν κόσμο, ο οποίος είχε διαγράψει από τη ζωή του τον αληθινό Θεό – μόνον το «λείμμα» της Παλαιάς Διαθήκης κρατούσε ως «μαγιά» την αλήθεια του Θεού, δηλαδή  οι λίγοι γνήσιοι Ισραηλίτες, σαν τους προφήτες, σαν την Παναγία, σαν τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο – γι’  αυτό και ήταν βουτηγμένος μέσα στη διαστροφή. Διότι η πίστη, όταν είναι αληθινή, κάνει τον άνθρωπο να ζει με σωστό τρόπο τη ζωή του, διότι ζει την παρουσία του ζωντανού Θεού. Διαγραφή λοιπόν της αληθινής πίστεως σημαίνει και τη διαγραφή του αληθινού τρόπου ζωής, άρα διαστροφή και σαπίλα. «Και επειδή ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν ο Θεός αυτούς εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα», δηλαδή επειδή οι άνθρωποι δεν προσπάθησαν να έχουν επίγνωση του Θεού, ο Θεός τούς παρέδωσε σε αδόκιμο νου, ώστε να κάνουν αυτά που δεν πρέπει, σημειώνει θεόπνευστα ο απόστολος Παύλος. Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που ο Κύριος φώτισε την πραγματική κατάσταση των ανθρώπων. Στην επί του Όρους ομιλία, για παράδειγμα, μεταξύ των άλλων θα περιγράψει την κατάσταση των ανθρώπων ως κατάσταση πονηρίας. «Ει δε και υμείς, πονηροί υπάρχοντες, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο Πατήρ ημών ο Ουράνιος;»

3. Ποια καύχηση λοιπόν μπορεί να υπάρξει στο ανθρώπινο γένος; Τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο, όπου γης και όποιας εποχής, να υψώσει κεφάλι και να υπερηφανευθεί; «Πάντες ήμαρτον και πάντες υστερούνται της δόξης του Θεού» θα σημειώσει οριστικά και αξιωματικά, αλλά και πικρόχολα για τις ανθρώπινες υπερβάσεις, ο απόστολος Παύλος. Η μόνη αποδεκτή στάση του ανθρώπου, αν θέλει να «πατάει» στο έδαφος και να μην υπερίπταται, είναι η στάση της ταπείνωσης. Και μπορεί ο άνθρωπος της απιστίας, λόγω ακριβώς ελλείψεως φωτισμού στο νου του, να μην έχει επίγνωση  εαυτού και να κινείται αλαζονικά, νομίζοντας ότι είναι κάτι – ο χωρίς Θεό άνθρωπος δεν έχει μέτρο σύγκρισης πλήν του εαυτού του και γι’ αυτό νομίζει ότι αυτός είναι ο Θεός: αισθάνεται τέλειος και αυτάρκης -, ο άνθρωπος όμως της πίστεως, αυτός που αποδέχτηκε τον Χριστό ως σωτήρα της ζωής του, δεν έχει καμμία δικαιολογία. Ο Χριστός, τον Οποίο πιστεύει, του άνοιξε τα μάτια και του είπε: είσαι πονηρός, είσαι άπιστος, είσαι διεστραμμένος. Κι ακόμη πιο πολύ: του είπε πως ακόμη κι αν τηρήσει όλο τον νόμο του Θεού, αν εφαρμόσει όλες τις άγιες εντολές Του, άρα αν φτάσει σ’  επίπεδα ακόμη θέωσης, δεν παύει να είναι ένας αχρείος δούλος, που απλώς έκανε αυτό που έπρεπε ως δούλος του Θεού να κάνει. «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα ημίν, λέγετε, αχρείοι δούλοί εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν». Γι’  αυτό και η ταπείνωση για τον Χριστιανό δεν είναι μία πολυτέλεια, που ενδεχομένως εύκολα μπορεί να την ξεπεράσει. Συνιστά το βάθρο της πίστεώς του, το έδαφος πάνω στο οποίο περπατάει. Παρέκκλιση από το δρόμο αυτό σημαίνει αυτομάτως και απώλεια του Θεού, όπως  και τραγικό δαιμονισμό του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος πρόβαλε ως τύπο του αγίου ανθρώπου τον μετανοημένο άσωτο της ομώνυμης παραβολής, όπως και τον μετανοημένο τελώνη: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», είναι η προσευχή του αληθινού πιστού, είναι η προσευχή της Εκκλησίας.

4. Στην τραγικότητα της απιστίας και της διαστροφής του ανθρώπου, λόγω της αμαρτίας στην οποία είχε περιπέσει, η λύση βεβαίως είναι μία: η στροφή προς τον Κύριο και η αληθινή πίστη προς Αυτόν. Ο Κύριος ήλθε να μας δώσει πρώτα από όλα την αληθινή όραση του Θεού, η οποία κάνει τον άνθρωπο να ζει μέσα στο φως Εκείνου, άρα και να έχει τη δύναμη Εκείνου: «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν». Η αληθινή πίστη δηλαδή αποτελεί  συμμετοχή στον ίδιο τον Κύριο και κάνει τον άνθρωπο που την αποκτά, με τη χάρη του Θεού, να ζει στον κόσμο ως παντοδύναμος. «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (απ. Παύλος). Και βεβαίως ο Κύριος, δίνοντας την αλήθεια της πίστεως στον Θεό, καταργεί «και τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστιν τον διάβολον». Ο Κύριος «ήλθεν, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Ένταξη στον Θεό, δια της εντάξεως του ανθρώπου στον Εαυτό Του, κατάργηση του διαβόλου: να το έργο του Κυρίου, με το οποίο σωθήκαμε και σωζόμαστε. Αν ο διάβολος και μετά τον ερχομό του Χριστού βλέπουμε ότι έχει ακόμη δύναμη, είναι γιατί εμείς οι άνθρωποι του δίνουμε τέτοιο δικαίωμα. Δεν πιστεύουμε όπως πρέπει, δηλαδή συνεχίζουμε να είμαστε «γενεά άπιστος και διεστραμμένη», γι’  αυτό και βρίσκει συνεχείς διόδους ο Πονηρός για να αλώνει δυστυχώς την ψυχή και τη ζωή μας. Κι αυτή είναι η τραγικότερη κατάσταση όλων: να έχει έλθει ο Ελευθερωτής, να μην υπάρχουν πια δεσμά φυλακής, κι εμείς να είμαστε ακόμη δέσμιοι και φυλακισμένοι.

 Ο Κύριος πάντοτε μας καλεί. Το «φέρετέ μοι αυτόν ώδε», είναι η πρόσκληση που απευθύνει στον καθένα μας. Να πάμε κοντά Του. Και πλησίασμα στον Χριστό σημαίνει, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, ένταξη στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Τον Χριστό στην Εκκλησία Τον βλέπουμε και Τον ζούμε. Κι ακόμη: εκεί Τον τρώμε «υπό τα είδη του άρτου και του οίνου», στη Θεία Ευχαριστία, και γινόμαστε ένα μαζί Του. Η εκκλησιοποίησή μας συνιστά τη χριστοποίησή μας, κι είναι κρίμα να μην το καταλαβαίνουμε. Και αυτό όχι μόνο για εμάς, αλλά και για τους άλλους: να φέρνουμε τα παιδιά μας, τους συγγενείς μας, τους συνεργάτες μας, τους εχθρούς μας, στον Χριστό. Πώς; Μέσω της προσευχής μας. Είναι η μεγαλύτερη ευεργεσία που μπορούμε να  προσφέρουμε και σε εμάς και σε εκείνους.
 Κυριακὴ Ι' Ματθαίου
(Μάτθ. Ιζ΄ 14-23)
Γράφει ὁ πατὴρ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ διαφωνεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ ζωὴ κρύβει περιπέτειες καὶ δυσκολίες μεγάλες. Ὑπάρχουν ὅμως ὁρισμένες περιπτώσεις ποὺ ὁ ἄνθρωπος (ἐπιστήμη, νόμος, πολιτεία...), δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει ἀπολύτως τίποτε γιὰ νὰ μὴν ὑποστηρίξουμε ὅτι μὲ τὴν παρέμβασή του, ὑφίσταται κίνδυνος τὰ πράγματα νὰ καταλήξουν στὸ χειρότερο.
Μία τέτοια τραγικὴ ὄντως περίπτωση, μᾶς περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὴν περικοπὴ τῆς Κυριακῆς.
Ὁ δύστυχος πατέρας “γονυπετών” παρακαλεῖ τὸν Ἰησοῦ νὰ τοῦ θεραπεύσει τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο “σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει, πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ”.
Καὶ φυσικά, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔλεγξε τὴν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων, ἐπετίμησε τὸ φοβερὸ δαιμόνιο καὶ “ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης”.
Ἐπιτελέστηκε λοιπὸν ἕνα θαῦμα ποὺ συγκλόνισε τοὺς παρισταμένους καὶ ποὺ ἀπέδειξε τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ!
Εἶναι δὲ πολὺ χαρακτηριστικό, ὅτι στὴν συνέχεια, καὶ μέσα στὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν, ὁ Κύριος ἐπεξηγεῖ τόσο τὴν αἰτία ποὺ οἱ μαθητὲς δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐκβάλλουν τὸ δαιμόνιο (διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν), ὅσο καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν...
ὁποῖον “ἐκπορεύεται τὸ γένος αὐτὸ τῶν δαιμόνων”. Καὶ ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ κακοῦ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ στηρίζεται στὴν Πίστη, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή.
Ἕνα σημεῖο ποὺ συγκινεῖ στὴν Εὐαγγελικὴ Περικοπὴ εἶναι καὶ ἡ ταπείνωση τοῦ ἴδιου του πατέρα μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ.
Φυσικά, ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, εἶχε ἀπευθυνθεῖ πρῶτα στοὺς μαθητές. Ὅμως, οὔτε ἐκεῖ μπόρεσε νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Καὶ ὁπωσδήποτε, πρὶν φθάσει στοὺς μαθητές, θὰ εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ ὁποιονδήποτε στὴν εὐρύτερη περιοχὴ ποὺ ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ θεραπεύσει τὸ παιδί του.
Ἂς προσπαθήσουμε ἔστω καὶ γιὰ λίγο νὰ φανταστοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε τὸν πόνο τοῦ πατέρα, καὶ γενικῶς τὰ βάσανα τῶν γονεῶν σὲ παρόμοιες περιπτώσεις. “Θέε μού”, ἔλεγε μία πονεμένη ψυχή, “ἀπάλλαξε τὸ σπλάχνο μου ἀπὸ τὸν πόνο, καὶ ρίξε σ' ἐμένα τὴν ἀρρώστια τού”!
Καὶ ὁπωσδήποτε, σὲ τέτοιες καταστάσεις ὁ γονέας ὑποφέρει πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ παιδί του. Εἶναι δὲ τόσες οἱ αἰτίες. Ἀσθένειες σωματικές, ἀδυναμίες ψυχικές, καταστάσεις ἐπώδυνες ποὺ πραγματικὰ σύρουν ὁλόκληρη τὴν οἰκογένεια. Ὅταν μάλιστα συνυπάρχει μὲ τὸ σταυρὸ τῆς ἀσθένειας καὶ αὐτὸς τῆς οἰκονομικῆς δυσχέρειας, τότε χρειάζονται τεράστια ἀποθέματα ὑπομονῆς.
Ὑπομονῆς ποὺ καρποφορεῖ στὸ ὀργωμένο ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία (τοῦ πόνου) χωράφι τῆς πίστεως καὶ ἀνθοφορεῖ ἀπὸ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή.
Συγκινεῖ πάντως τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πατέρας τῆς περικοπῆς, ἔκανε τὴν κίνηση ποὺ ἔπρεπε. Ἀπευθύνθηκε στὸν μόνο Ἰατρό, στὸν Θεάνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ δώσει τὶς λύσεις σὲ ὅλα τὰ προβλήματα καὶ τὴ θεραπεία σὲ ὅλες τὶς παθήσεις. Εἶναι αὐτὸς ποὺ καὶ μόνο στὴν Παρουσία Του, τὰ δαιμόνια “σπαράσσουν” καὶ ἐξερχόμενα ὁμολογοῦν ὅτι “αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεού”!
Ἀλλά, προβάλλει τώρα μπροστά μας καὶ ἕνα ἄλλο καταλυτικὸ ἐρώτημα.
Σήμερα, ὑφίστανται τέτοιες καταστάσεις; Ὑπάρχουν νέοι οἱ ὁποῖοι “κακῶς σεληνιάζονται”;
Θὰ βρισκόμασταν ἐκτὸς πραγματικότητας, ἐὰν ὑποστηρίζαμε τὸ ἀντίθετο. Μᾶλλον τονίζουμε ὅτι ἐὰν στοὺς περασμένους καιροὺς ὑπῆρχαν σπάνιες περιπτώσεις νέων ποὺ βασανίζονταν, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο, σήμερα τὰ πράγματα ἔχουν φθάσει νὰ εἶναι σὲ πολὺ χειρότερη μορφή.
Γιατί, ναὶ μέν, σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ τόπο ὑπῆρχαν καὶ πάντα θὰ ὑπάρχουν κρούσματα “σεληνιασμού”, ἀλλὰ ἡ ἐποχὴ μᾶς κατέχει τὸ “προσόν” οἱ νέοι νὰ χάνουν τὸν ἠθικό τους προσανατολισμὸ καὶ τὴν πνευματική τους ἰσορροπία “πέφτοντας εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ” τῶν παθῶν καὶ τῶν ποικίλων διαστροφῶν.
Ὑπάρχει χειρότερο πῦρ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ φωτιὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν ποὺ ἡ ἐποχή μας καὶ ἡ κοινωνία μας, ὄχι ἁπλῶς ἀναζωπυρώνουν, ἀλλὰ καὶ ἐπιμένουν μάλιστα νὰ τὰ παρουσιάσουν ὡς φυσιολογικὸ τρόπο ζωῆς; Καὶ ὑπάρχει χειρότερο ὕδωρ ἀπὸ τὸ μολυσμένο νερὸ τῆς ἀθείας, τῆς ἀπιστίας καὶ τῶν καταστροφικῶν αἱρέσεων καὶ τῆς παραθρησκείας;
Ἀπὸ τὴν ἄποψη λοιπὸν αὐτή, σήμερα, πολλὲς νέες καὶ ὄχι μόνο, ψυχές, σπαράσσουν καὶ βασανίζονται σὲ πολὺ χειρότερη μορφὴ ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο νέο της Εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Καὶ ναὶ μέν, ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς νέος, εἶχε τὸν πατέρα του, ποὺ τελικῶς τὸν ὁδηγεῖ ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε γιὰ νὰ θεραπευτεῖ.
Τὰ δικά μας παιδιὰ ὅμως σήμερα, μέσα στὴν παραζάλη τοῦ δικοῦ τους παραλογισμοῦ, ποιοὺς ἔχουν ἄραγε ὥστε νὰ τὰ ὁδηγήσουν στὴν θεραπεία;
Τὴν πολιτεία; Μά, γιὰ ποιὰ πολιτεία, φίλοι μου κάνουμε λόγο, ὅταν οἱ ἴδιες οἱ κυβερνήσεις καὶ τὰ ἴδια τὰ καθ' ὕλην ἁρμόδια ὑπουργεῖα (παιδείας ;;; ), ὡς Μήδεια στραγγαλίζουν τὰ παιδιά μας; Καὶ ποιὸ πνεῦμα ἀθλητισμοῦ, φερ' εἰπεῖν, μποροῦμε νὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἐλευθερώνει καὶ ἀναδεικνύει τὴν προσωπικότητα, ὅταν ἀποκλείονται ἐκ τῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων ταλαντοῦχες προσωπικότητες , γιὰ δῆθεν “ρατσιστικὰ” ἀνέκδοτα; (ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν “κουνιέται φύλλο” γιὰ τὰ ποντιακὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τοὺς εὐαίσθητους αὐτοὺς ἀντιρατσιστές;).
Μήπως πάλι ὑφίσταται ἡ οἰκογένεια ποῦ θὰ ὁδηγήσει τοὺς νέους σὲ δρόμους ὀρθοὺς κι εὐλογημένους; Κάποτε σ' ἕναν τόπο ποὺ ἀνθοῦσε ἡ Ρωμιοσύνη, μποροῦσες νὰ θαυμάσεις καὶ νὰ δεῖς τί ἐστὶ Ἑλληνοχριστιανικὴ οἰκογένεια, δήλ. Κατ' οἶκον ἐκκλησία”.
Μήπως πάλι εἶναι δυνατὸν ὁρισμένοι γονεῖς ν' ἀπευθυνθοῦν σὲ πρόσωπα καὶ σὲ χώρους ποὺ κανονικὰ θὰ 'πρεπε νὰ “ἐκδιώκονται τὰ δαιμόνια” καὶ νὰ ἐπέρχεται ἡ θεραπεία; Ἀλλ' ἂς κλείσουμε ἀμέσως τὴν παρένθεση αὐτή, διότι κινδυνεύουμε γιὰ κάποιες περιπτώσεις νὰ ἀκούσουμε καὶ πάλι τὸν ἐλεγκτικὸ λόγο τοῦ Ἰησοῦ... “οὺ δύνασθε θεραπεῦσαι, διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμών”...
Ἑπομένως, τί γίνεται; Ποιὸς θ΄ἀναλάβει νὰ παίξει τὸν ρόλο τοῦ τραγικοῦ πατέρα καὶ ποιὸς στὴ συνέχεια θὰ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια; Ποιὸς θὰ πονέσει; Ποιὸς θὰ θρηνήσει τὴν κατάσταση τῆς κοινωνίας μας καὶ μάλιστα τῶν νέων; Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ “γονυπετών” καὶ ἐκ βαθέων θὰ κράξει : “Κύριε, σῶσον ἠμᾶς. Κύριε, σῶσον τὸν τρυφερὸ ἀνθὸ τοῦ Ἔθνους μας, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει”;
Ναί, φίλοι μου. Ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε. Ἂς μὴν πέφτουμε στὴν χειρότερη παγίδα τοῦ διαβόλου ποὺ εἶναι ἡ ἀπογοήτευση. Θὰ ζοῦμε μὲν μὲ ρεαλισμὸ καὶ θὰ βλέπουμε τὰ πρόσωπα καὶ τὶς κατατάσεις στὴ σωστή τους διάσταση, ταυτοχρόνως ὅμως ὡς πιστοὶ καὶ μάλιστα Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, μέσα στὶς καρδιές μας θὰ ψάλλουμε ἀκαταπαύστως τὴ συμφωνία τῆς ἐλπίδας.
Οὐδέποτε ἔπαυσαν νὰ ὑπάρχουν οἱ αὐθεντικές, οἱ καθοδηγητικὲς μορφές, οἱ πατέρες ποὺ νυχθημερὸν δέονται στὸν Ἰησοῦ ὑπὲρ τῶν τέκνων τους. Οὐδέποτε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἀφήσει ὀρφανούς, παρὰ τὰ βάσανα καὶ τὶς ἀστοχίες μας.
Καὶ ἂς μὴ λησμονοῦμε ποτέ, ὅτι τὸν τελευταῖο λόγο δὲν τὸν ἔχει ἡ ἀδυναμία καὶ ἡ ἀπιστία, ἀλλ' Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, ὁ μεγάλος Ἰατρὸς καὶ Σωτήρας μας ὁ ὁποῖος σὲ κάθε ψυχὴ καὶ μάλιστα νεανικὴ καὶ πονεμένη τονίζει:“Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἂν θέλεις ἐγώ, μηδενὸς ἐν χρεία καταστῆς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω. Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὗ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος, καὶ μέλος, καὶ κεφαλή, καὶ ἀδελφός, καὶ μήτηρ, πάντα ἐγώ. Μόνο οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ, καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ. Ἄνω ὑπέρ σου ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σου παραγέγονα παρὰ τοῦ πατρός. Πάντα μοὶ σύ, καὶ ἀδελφός, καὶ συγκληρονόμος, καὶ φίλος, καὶ μέλος.
Τί πλεὸν θέλεις;”
Ἀμήν.
Ὦ ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΕ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΥ (Ἁγ. Γερμανοῦ Κων/πόλεως, Λόγος στὴν Ἁγία Ζώνη) 
«Ὅταν κάποιο ἀγγεῖο ἔλθει γιὰ λίγο σὲ ἐπαφὴ μὲ εὐωδιαστὸ μύρο καὶ ὅταν ἀκόμη ἀδειάσει, ξέρουμε ὅτι κρατᾶ τὴν εὐωδία γιὰ πολὺ καιρό. Τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος γιὰ τὴ Ζώνη, ποὺ περιτύλιγε τὸ καθαρώτατο καὶ παναμώμητο σῶμα τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἦταν πραγματικὰ ἀκένωτο καὶ θεῖο μύρο;»

Λόγος στὴν κατάθεση καὶ προσκύνηση τῆς σεπτῆς καὶ Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας

Ἅγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 (Ἀπόδοση στὴ νεοελληνική: Ἀλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος)

.             «Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ ἡ Πόλις τοῦ Θεοῦ», μᾶς ἔψαλλε ὁ Προφήτης καὶ Βασιλέας Δαβὶδ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πραγματικὰ φανερώνοντας Πόλη τοῦ Μεγάλου Βασιλέα ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία εἰπώθηκαν πολλὰ λαμπρά, ἔπαινοι καὶ ὕμνοι. Μὰ ποιά ἆραγε νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Πόλη; Μοῦ φαίνεται νὰ τὸ λέει αὐτὸ ὁ θεῖος Δαβὶδ σαφέστατα καὶ ἀναμφίβολα γι’ αὐτὴν τὴν πραγματικὰ ἐκλεγμένη καὶ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες· ὄχι ὅτι εἶναι ὑπερτέρα οἰκοδομημάτων, ἀλλ’ οὔτε ψηλότερη ἀπὸ τοὺς πιὸ ψηλοὺς λόφους καὶ ὄρη τῆς γῆς. Εἶναι ψηλότερη λόγῳ τῶν μεγάλων ἐνθέων ἀρετῶν καὶ ὑπερέχει στὴν καθαρότητα αὐτὴ ἡ ὑπέραγνη καὶ ὑπεράμωμη Θεοτόκος.
.             Σ’ αὐτὴν κατοίκησε ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, καλύτερα δὲ θὰ λέγαμε, σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον Ἀπόστολο, ὅτι κατοίκησε σ’ αὐτὴν ὅλο «τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».
.             Ἡ Δέσποινα Θεοτόκος εἶναι ἡ πραγματικὰ δοξασμένη πόλη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ νοητὴ Σιών. Γι’ αὐτὴν νομίζω μίλησε προφητικὰ ὁ Δαβίδ. Ἐὰν δὲ κάποιος θελήσει νὰ ὀνομάσει καὶ τὸ ναό της δοξασμένη πόλη, δὲν θὰ ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ἐὰν διασώζονται στὴ μνήμη τῶν πολλῶν καὶ γιὰ πολὺ χρόνο τὰ ὀνόματα αὐτῶν ποὺ εἶναι χαραγμένα πάνω στὶς πλάκες τῶν τάφων καὶ ἐὰν ὑψώνονται στῆλες καὶ μνημεῖα μέχρι σήμερα γι’ ἀνθρώπους, ποὺ δὲν εἶναι δίκαιο οὔτε τὰ ὀνόματά τους νὰ προφέρουμε, ἂν καὶ ὑπάρχει ἡ φήμη τους ἀνάμεσα στοὺς ἀφελέστερους, τί πρέπει νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δοξασμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πανύμνητη Κόρη, τὴν Πανάχραντη καὶ Παναμώμητη Θεοτόκο; Διότι ἂν αὐτὴ ὑπῆρξε ἔμψυχη πόλη τοῦ βασιλέως Χριστοῦ, δίκαια καὶ ὁ πανάγιος ναός της, ποὺ ἑορτάζομε τὰ ἐγκαίνια καὶ τὴν κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνης της σήμερα, εἶναι καὶ ὀνομάζεται καὶ αὐτὸς πόλη δοξασμένη τοῦ Θεοῦ. Πόλη, ἡ ὁποία δὲν καταγράφει τὰ ὀνόματα τῶν ὑπηκόων της ποὺ ἀνήκουν σὲ βασιλέα θνητὸ καὶ ἐπίγειο, ἀλλὰ στὸν οὐράνιο Βασιλέα, ὁ ὁποῖος τοὺς παραπέμπει στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ χαρίζει σὲ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν, τὴ Βασιλείαν Του.
.             Τίμιοι καὶ εὐσεβεῖς ἀκροατές, ὅταν ἀκοῦτε γιὰ τὰ σημερινὰ ἐγκαίνια, μὴ πηγαίνει τὸ μυαλό σας σὲ νεόκτιστες οἰκοδομὲς καὶ κατασκευὲς χτισμάτων, ποὺ μόλις τελείωσαν, ἄλλα στὰ πνευματικὰ ἐγκαίνια, κατὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος, βγάζει τὸ παλαιὸ καὶ σχισμένο ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας φορώντας τὸ καινούριο ἔνδυμα τῆς εὐσέβειας καὶ ζεῖ τὴ νέα ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐτὰ τὰ ἐγκαίνια χαίρεται καὶ ἡ Πανάμωμη Θεοτόκος. Ἔχοντας τὶς κατάλληλες ἀρετὲς καὶ ζώντας τὴ νέα κατὰ Θεὸν ζωὴ ἂς ἐντρυφήσουμε μὲ καθαρότητα στὰ καθαρὰ ἐγκαίνια τῆς καθαρῆς καὶ Ἁγνῆς. Καὶ σὰν νὰ βρίσκεται παροῦσα ἂς πλησιάσουμε στὸν σεβάσμιο ναό της βάζοντας σὲ τάξη ὅλα τὰ νοήματα καὶ τὶς πράξεις μας καὶ ὅλα νὰ τὰ μεταβάλλομε πρὸς τὸ καλύτερο. Νὰ μὴ κάνομε κάτι ἀνάξιο τῆς ἡμέρας τῶν ἐγκαινίων, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, οὔτε στὸ περπάτημά μας, οὔτε στὸ γέλιο μας· ἀλλὰ οὔτε ὁ στολισμὸς τῶν ἐνδυμάτων νὰ δείχνει ἀπρέπεια. Καὶ τί λέγω; Ὄχι μόνον αὐτὰ ἀλλὰ καὶ αὐτὲς τὶς σκέψεις μας ἂς τακτοποιήσουμε. Σὲ ὅλα αὐτὰ ἂς προπορεύεται ἡ ἐλεημοσύνη, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται καὶ ἀναπαύεται, ὥστε νὰ ἑορτάσουμε ἀνανεωμένοι στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τὴν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῆς Παναχράντου κατὰ σάρκα Μητέρας τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
.             Ἑορτάζεται λοιπὸν ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα ἡ Κατάθεση καὶ προσκύνηση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Δέσποινάς μας Θεοτόκου. Τῆς Ζώνης ἐκείνης, ποὺ τύλιξε τὸ πανάγιο σῶμα καὶ σκέπασε αὐτὸν τὸν κρυπτόμενο Θεὸ στὴν κοιλιά της. Τῆς Ζώνης ἐκείνης, ποὺ ὡραία καὶ σεμνὰ στόλιζε τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν Μαρία. Ἐκείνης τῆς Ζώνης, ἡ ὁποία πολλὲς φορὲς βρεχόταν ἀπὸ τὶς καθαρὲς σταλαγματιὲς τοῦ γάλακτος τῆς Πανάχραντης Θεοτόκου. Καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς μεμψίμοιρους ἂς μὴ θεωρήσει ἀνάρμοστο ποὺ θὰ μιλήσουμε καὶ θὰ ὑμνήσουμε τὰ ἄψυχα, ὅπως εἶναι ἡ Τιμία Ζώνη, σὰν ἔμψυχα. Ὅταν κάποιο ἀγγεῖο ἔλθει γιὰ λίγο σὲ ἐπαφὴ μὲ εὐωδιαστὸ μύρο καὶ ὅταν ἀκόμη ἀδειάσει, ξέρουμε ὅτι κρατᾶ τὴν εὐωδία γιὰ πολὺ καιρό. Τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος γιὰ τὴ Ζώνη, ποὺ περιτύλιγε τὸ καθαρώτατο καὶ παναμώμητο σῶμα τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἦταν πραγματικὰ ἀκένωτο καὶ θεῖο μύρο; Δὲν θὰ διατηροῦσε αἰωνίως τὴν εὐωδία τῶν ἰαμάτων καὶ θὰ γέμιζε μὲ αὐτὴν ὅσους θὰ τὴν πλησίαζαν μὲ πίστη καὶ πόθο; Ὄχι εὐωδία γάλακτος, ἀλλὰ εὐωδία θεία καὶ πανσεβάσμια· εὐωδία ποὺ γρήγορα ἀπομακρύνει τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Καὶ ἂν τὸ ἄψυχο ἀγγεῖο, ὅπως εἴπαμε, ποὺ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἄψυχο μύρο, παίρνει ἀπὸ τὴν ποιότητά του, τί θὰ ποῦμε, γιὰ τὴ Ζώνη, ποὺ ἀκούμπησε τὴν ἔμψυχη κατοικία τοῦ Θεοῦ Λόγου, δηλαδὴ τὴν Θεοτόκο; Δὲν πρέπει νὰ τρέξουμε; Δὲν πρέπει νὰ προσκυνήσουμε; Δὲν πρέπει νὰ ζητήσουμε ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὁλοκληρωτικὴ κάθαρση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος; Δὲν πρέπει νὰ μιλήσουμε μαζί της σὰν νὰ εἶναι ζωντανὴ καὶ νὰ τῆς προσφέρουμε δοξολογικοὺς ὕμνους; Αὐτὸ ἂς κάνουμε τώρα.
.          Ὦ Ζώνη, ποὺ περιέζωσες τὴν Πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ παρέχεις αἰώνια ζωὴ σ’ ὅσους σὲ τιμοῦν.
.           Ὦ Ζώνη, ποὺ πάντοτε χαρίζεις σ’ ὅσους προσέρχονταν σὲ σένα τὴ νέκρωση τῶν παθῶν, ἀνδρεία καὶ δύναμη γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν ἀρετῶν.
.           Ὦ Ζώνη, ποὺ ἀναστέλλεις καὶ δυναμώνεις τὴν ἀσθένεια τῆς φύσεώς μας καὶ ἐμποδίζεις τοὺς ἀοράτους καὶ ὁρατοὺς ἐχθρούς μας. Καὶ δὲν εἶναι ἄξιον θαυμασμοῦ. Διότι ὅταν δοξάζεται ἡ Μητέρα, καὶ ὁ Υἱός, ποὺ τὴν ἀγαπᾶ, χαίρεται. Ἀλλὰ ὑπακούοντας στὸν νόμο τῆς φύσεως, ἂν καὶ τὰ πράγματα εἶναι ὑπερφυσικά, στὴ Μητέρα θὰ ἀφιερώσουμε τὸ ἐγκώμιο. Καὶ δὲν θὰ τὸ ἀπορρίψει ὁ ὑπεράγαθος Κύριος. Γιατί ὅπως ἀληθινὰ θέλησε νὰ γεννηθεῖ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτὴν καὶ δέχθηκε νὰ ὀνομάζεται Υἱός της, θὰ δεχθεῖ ὁ πολυεύσπλαχνος τὴν ἀνθρώπινη τόλμην τοῦ ἐγκωμίου.
.            Ὦ Ζώνη σεπτή, δῶσε τὸν ἁγιασμό, τὴ θεραπεία, τὴ συγχώρηση, τὴν ὑγεία σὲ μᾶς ποὺ ἤλθαμε μὲ πίστη καὶ πόθο νὰ προσκυνήσουμε τὸν σεβάσμιο ναό σου.
.            Ὦ Ζώνη σεπτή, ποὺ περικυκλώνεις καὶ φρουρεῖς τὴν πόλη καὶ τὸν λαό σου καὶ τὸν διασώζεις ἀπὸ κάθε βαρβαρικὴ ἐπιδρομή.
.               Ὦ Ζώνη τιμία, ποὺ περιτύλιξες τὸν Θεὸν Λόγον, ποὺ βρισκόταν στὴ κοιλία τῆς Παρθένου, καὶ ποὺ ἀπ’ ἐκεῖ γέμισε μὲ τὴν εὐλογία τῶν ἰαμάτων, ποὺ τώρα σκορπίζονται σέ μας.
.            Ὦ Ζώνη φαιδρά, ποὺ πλησίασες μὲ σεβασμὸ τὸ ὑπέρσεμνο σῶμα τῆς ἄφθαρτης Μητέρας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ντύθηκες τὴν ἀφθαρσία, ἂν καὶ παρέμεινες ἄφθαρτη, ὅπως φανερώνει ὁ ἀληθινὸς λόγος ποὺ ἔφθασε μέχρι σὲ μᾶς.
.             Ἀλλὰ γιατί ἐπιχειροῦμε κάτι ποὺ δὲν μποροῦμε καὶ βιαζόμαστε νὰ πετύχουμε τὸ ἀκατόρθωτο, δηλαδὴ προσπαθοῦμε νὰ τὴν τιμήσουμε μὲ λόγια ἄξια, πράγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο καὶ στοὺς ἀγγέλους; Ἀλλ’ ὦ Τιμία Ζώνη τῆς ὑπερτίμου Μητέρας τοῦ Θεοῦ μας, περίζωσέ μας μὲ ἀλήθεια, δικαιοσύνη, καὶ πραότητα. Κάνε μας κληρονόμους τῆς αἰώνιας καὶ μακαρίας ζωῆς καὶ διατήρησε τὴν πρόσκαιρη ζωή μας μακριὰ ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν. Διαφύλαξε σταθερὴ καὶ εἰρηνικὴ τὴν πίστη· ὦ Πανάχραντε Ζώνη τῆς Παναχράντου, τὴν κληρονομίαν σου, τὸ ὄρος αὐτὸ τὸ Ἅγιον καὶ σεπτό, τὴν Ἱερά σου καὶ περίβλεπτη αὐτὴ Μονὴ καὶ ὅλον τὸ λαό σου, διάσωζε μὲ σωστὴ πίστη, σώους στὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν, ἀβλαβεῖς ἀπὸ κάθε πειρασμό· καὶ εἴθε νὰ σὲ ἔχουμε δύναμη καὶ βοήθεια, τεῖχος καὶ προπύργιο, λιμάνι καὶ σωτήρια καταφυγή.
.            Σὺ δέ, Πάναγνε καὶ Πανάγαθη καὶ Πολυεύσπλαγχνη Δέσποινα, ἡ παραμυθία τῶν Χριστιανῶν, ἡ θερμὴ παρηγοριὰ τῶν θλιβομένων, τὸ ἕτοιμο καταφύγιο τῶν ἁμαρτωλῶν, μὴ μᾶς ἐγκαταλείπεις ὀρφανοὺς χωρὶς τὴ θεία σου βοήθεια. Γιατί, ἂν ἐσὺ μᾶς ἐγκαταλείψεις, ποῦ ἄραγε θὰ προστρέξουμε; Καὶ τότε τί θὰ γίνουμε, ὦ Παναγία Θεοτόκε, σὺ ποὺ εἶσαι ἡ πνοὴ καὶ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν; Ὅπως τὸ σῶμα μας ἔχει τὴν ἀναπνοὴ ὡς ἀπόδειξη τῆς ζωῆς, ἔτσι καὶ τὸ πανάγιον ὄνομά σου προφερόμενο συνεχῶς ἀπὸ τοὺς δούλους σου κάθε στιγμή, σὲ κάθε τόπο καὶ μὲ κάθε τρόπο, δὲν θὰ εἶναι μόνο ἀπόδειξη, ἀλλὰ θὰ προκαλεῖ τὴ ζωὴ καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴ βοήθεια. Σκέπασέ μας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγαθότητάς σου. Φρούρησέ μας μὲ τὶς μεσιτεῖες σου. Δῶσε μας τὴν αἰώνια ζωή, σὺ ποὺ εἶσαι ἡ μόνιμη καὶ ἀδιάψευστη ἐλπίδα τῶν Χριστιανῶν. Διότι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε φτωχοὶ στὰ θεῖα ἔργα καὶ τοὺς τρόπους, βλέποντας τὸν πλοῦτο τῆς καλωσύνης ποὺ μᾶς ἔδωσες θὰ ποῦμε: «Τοῦ ἐλέους Κυρίου πλήρης ἡ γῆ» δηλαδή, ὅλη ἡ γῆ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἐμεῖς ποὺ λόγῳ τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μας φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν ζητήσαμε καὶ τὸν βρήκαμε μὲ τὴ βοήθειά σου. Καὶ ἀφοῦ τὸν βρήκαμε, σωθήκαμε. Ἐπειδὴ εἶναι δυνατὴ γιὰ τὴ σωτηρία ἡ βοήθειά σου, Θεοτόκε, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν χρειάζεται κανένας ἄλλος μεσίτης πρὸς τὸν Θεόν. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε καὶ ἐμεῖς ἀλλὰ καὶ ἡ πείρα μᾶς δίδαξε. Σ’ αὐτὰ ποὺ πολλὲς φορὲς ζητήσαμε ἀπὸ σένα, ποὺ εἶσαι γρήγορη βοήθεια, παίρνουμε σὰν ἀπάντηση τὶς πλούσιες δωρεές σου. Καὶ τώρα προσφεύγουμε σὲ σένα, ὁ δικός σου λαός, ἡ δική σου κληρονομιά, τὸ δικό σου ποίμνιο, δηλ. οἱ χριστιανοί, ποὺ φέρουν τιμητικὰ τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ σου. Πράγματι δὲν ἔχει τέλος τὸ μεγαλεῖο σου. Δὲν ὑπάρχει χορτασμὸς τῆς βοήθειάς σου. Εἶναι ἀναρίθμητες οἱ εὐεργεσίες σου. Κανένας δὲν σώζεται παρὰ μόνο μὲ τὴ βοήθειά σου Παναγία. Κανένας δὲν λυτρώνεται ἀπὸ τὰ βάσανα παρὰ μόνο ἀπὸ σένα Πανάμωμε. Κανένας δὲν παίρνει δωρεὰν τὴ συγχώρηση παρὰ μόνο ἀπὸ σένα Πάνσεμνε. Ποιός δὲν θὰ σὲ μακαρίσει γιὰ ὅλα αὐτά; Ποιός δὲν θὰ σὲ δοξάσει; Ὄχι ὅπως σοῦ ἀξίζει, ἀλλὰ μὲ μεγάλη προθυμία. Ἐσένα ποὺ εἶσαι δοξασμένη, ποὺ εἶσαι γεμάτη μακαριότητα, ποὺ σοῦ ἔδωσε μεγαλεῖα ὁ Υἱός σου καὶ Θεὸς σπουδαῖα καὶ ἀξιοθαύμαστα, ποὺ γι’ αὐτὰ ὅλες οἱ γενεὲς τῶν ἀνθρώπων θὰ σὲ ὑμνοῦν καὶ θὰ σὲ μακαρίζουν.
.             Ποιός ἄλλος μετὰ τὸν Υἱό σου φροντίζει τὸ ἀνθρώπινο γένος ὅπως ἐσύ; Ἢ ποιός μὲ τέτοιο τρόπο μετέχει στὶς δικές μας θλίψεις; Ποιός μὲ τόση ταχύτητα μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τοὺς ἐπερχόμενους πειρασμούς; Ποιός τόσο πολὺ ἀκούει τὶς ἱκεσίες καὶ ὑπερασπίζεται τοὺς ἁμαρτωλούς; Ποιός ὑποστηρίζει τόσο πολύ τους ἀδιόρθωτους; Ἐπειδὴ ἐσὺ ἔχεις μητρικὴ παρρησία καὶ δύναμη πρὸς τὸν Υἱό σου, ἐμᾶς τοὺς καταδικασμένους λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας, ποὺ δὲν τολμοῦμε νὰ κοιτάξουμε πρὸς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς μεσιτεῖες σου, καὶ μᾶς σώζεις καὶ μᾶς λυτρώνεις ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση. Γι’ αὐτὸ ὁ θλιμμένος πρὸς Σὲ καταφεύγει, ὁ ἀδικημένος τρέχει Σὲ σένα· ὅποιος πιέζεται ἀπὸ συμφορὲς ζητᾶ τὴ βοήθειά Σου. Ὅ,τι εἶναι δικό σου δὲν τὸ χωράει ἀνθρώπινος νοῦς.
.              Ὅλα εἶναι ὑπερφυσικά, ὅλα εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ δύναμη γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προστασία σου εἶναι ἀκατάληπτη. Γιατὶ τοὺς ἀπομακρυσμένους, τοὺς διωγμένους, τοὺς κατατρεγμένους συμφιλίωσες μὲ τὸν Υἱό σου καὶ τοὺς ἔκανες υἱοὺς καὶ κληρονόμους. Σὺ σ’ αὐτοὺς ποὺ πνίγονται καθημερινὰ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ἁπλώνεις χέρια βοηθείας καὶ τοὺς σώζεις ἀπὸ τὴν τρικυμία. Σὺ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ ἐναντίον τῶν δούλων σου ἀπομακρύνεις καὶ τοὺς σώζεις μόνο μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Σου. Σὺ Πανάμωμε ὅσους σὲ ἐπικαλοῦνται τοὺς γλυτώνεις ἀπὸ κάθε ἀνάγκη καὶ πειρασμό. Γι’ αὐτὸ μὲ πόθο προστρέχουμε στὸ ναό σου καὶ βρισκόμενοι σ’ αὐτὸν νομίζουμε ὅτι εἴμαστε στὸν οὐρανό. Μέσα σ’ αὐτόν, ὅταν σὲ δοξολογοῦμε, νομίζουμε ὅτι σὲ ἀνυμνοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους.
.              Ποιό ἄλλο γένος ἀνθρώπων ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἀπόλαυσε τόσο μεγάλη δόξα, κέρδισε τόσο μεγάλη βοήθεια καὶ τόσο μεγάλη προστασία; Ποιός κοιτάζοντας μὲ πίστη τὴν Τιμία σου Ζώνη, Θεοτόκε δὲν γεμίζει ἀμέσως μὲ χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση; Ποιός ποὺ μὲ πόθο τὴν προσκύνησε ἔφυγε χωρὶς ἀπάντηση στὸ αἴτημά του; Ποιός βλέποντας τὴν εἰκόνα σου δὲν ξέχασε ἀμέσως κάθε θλίψη του; Ὅσοι δὲ προσέρχονται στὸν σεπτὸ ναό σου, στὸν ὁποῖον θέλησες νὰ βρίσκεται ἡ Τιμία σου Ζώνη, ποὺ τὴν κατάθεσή της σήμερα ἑορτάζουμε, δὲν μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τὴ μεγάλη χαρά, τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴν ἀπόλαυση ποὺ ἀξιώνονται.
.              Ἀλλ’ ὦ Θεοτόκε, σὺ εἶσαι ἡ στάμνα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἤπιαμε τὸ δροσιστικὸ μάννα ὅλοι οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὰ δεινά! Θεοτόκε, σὺ εἶσαι ἡ τράπεζα, ἀπὸ τὴν ὁποία χορτάσαμε μὲ τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς ὅλοι οἱ πεινασμένοι. Ὦ Θεοτόκε, σὺ εἶσαι ἡ λυχνία, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὅσοι καθόμασταν στὸ σκοτάδι γεμίσαμε ἀπὸ τὸ μεγάλο φῶς! Σὺ Θεοτόκε ἔχεις ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸν ἔπαινο ποὺ σοῦ ἀξίζει καὶ σοῦ ἁρμόζει. Μὴν ἀπορρίψεις καὶ τὸν δικό μας ἀνάξιο ἔπαινο, τὸν ὁποῖον ὅμως μὲ πόθο σου προσφέρουμε. Μὴν ἀποστραφεῖς τὸν ἱκετευτικὸ λόγο ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀνάξια χείλη. Ἀλλά, Θεοδόξαστε, ἀφοῦ ὑπολογίσεις τὸν πόθο δῶσε μας τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, τὴν ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τὴ λύτρωση ἀπὸ κάθε βλάβη.
.              Κοίταξε Θεοτόκε, ἀπὸ τὸ ἅγιο κατοικητήριό σου τὸν λαό σου, ποὺ σὲ θεωρεῖ Κυρία καὶ προστάτιδα καὶ Δέσποινα, ποὺ μαζεύτηκε γιὰ νὰ σὲ ὑμνήσει ὁλόψυχα καὶ ἀφοῦ ρίξεις τὸ θεῖο σου βλέμμα, ἀπάλλαξέ τον ἀπὸ κάθε συμφορὰ καὶ θλίψη, κάθε ἀσθένεια καὶ βλάβη καὶ γλύτωνέ τον ἀπὸ κάθε πειρασμό. Γέμισέ τον μὲ κάθε χαρά, θεραπεία καὶ χάρη. Καὶ κατὰ τὴν ἔλευση τοῦ Υἱοῦ σου, τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ μας, ὅταν πρόκειται ὅλοι νὰ κριθοῦμε, μὲ τὴν ἰσχυρὴ δύναμή σου, καὶ τὴν παρρησία ποὺ ἔχεις ὡς Μητέρα, γλύτωσέ μας ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση καὶ ἀξίωσέ μας νὰ κερδίσουμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ σένα, στὸν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.

ΠΗΓΗ: pemptousia
24 Αὐγούστου 2008
Κυριακὴ Ι’ Ματθαίου
(Ἀπόστ. Α’ Κορινθ. 4, 9-16)

Εἰς τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀγωνιστὴς τῆς ἀληθείας, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς προτρέπει: «Παρακαλῶ ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε». Αὐτὸ βέβαια ἀκούγεται σὰν παράδοξο, ὅταν μάλιστα ὁ ἄλλος πρῶτος καὶ κορυφαῖος, ὁ ἀπόστολος Πέτρος, μᾶς προβάλλει τὸ αἰώνιο πρότυπο πρὸς μίμηση, τὸν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος «ἔπαθε ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α’ Πέτρ. 2-11). Δὲν ὑπάρχει ὅμως καμμιὰ διαφωνία ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους, ἀδελφοί μου· οὔτε ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρασιωπᾶ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ αὐτὸ γίνεται κατανοητό, ὅταν ἀκούσουμε καί μελετήσουμε τὴν συνέχεια τῆς προτροπῆς καὶ ὑποδείξεώς του· «καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ». Καὶ μὲ μεγάλη εἰλικρίνεια καὶ ἁπλότητα ἀναφέρει τοὺς ἐξευτελισμούς, τὶς περιπέτειες, τὶς ἀντιδράσεις ποὺ ὑπέστησαν οἱ Ἀπόστολοι, ἰδιαιτέρως ὁ ἴδιος, ἀπὸ τοὺς ἀρνητὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζητεῖ, μὲ ὅλο το δικαίωμα ποὺ ἔχει ὡς πνευματικὸς πατέρας τῶν Κορινθίων, νὰ τὸν μιμηθοῦν ὅσοι φωτίσθηκαν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ ἀντιγράψουν τὸ παράδειγμά του.

Ὅμως ἡ προτροπὴ καὶ ἐντολή του ἀφορᾶ καὶ μᾶς. Ἂς ἐρευνήσουμε σὲ τί μᾶς καλεῖ νὰ τὸν μιμηθοῦμε: καὶ πρῶτα-πρῶτα: στὶς θυσίες χάριν τῶν ἄλλων, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἀπὸ τότε ποὺ ἐβγῆκαν στὸ κήρυγμα καὶ περιέρχονταν πόλεις καὶ χωριά, γιὰ νὰ διαδώσουν τὴν νέα πίστη, ὑπέφεραν ἀπὸ ἀφάνταστες ταλαιπωρίες καὶ περιπέτειες· «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί». Καὶ ὅμως χάριν τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, ὅλα τὰ ὑπομένουν καὶ τὰ ὑφίστανται ἀδιαμαρτύρητα, γιὰ νὰ ἁπλωθῆ τὸ σωτήριο μήνυμα τοῦ Θεοῦ παντοῦ! Νὰ σημεῖο ἄξιο προσοχῆς καί μιμήσεως. Ἐμεῖς πόσες θυσίες κάνουμε γιὰ τὴν εὐτυχία ἢ τὴν προκοπὴ τῶν γύρω μας; Θυσιάζουμε κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ τοὺς ἀνακουφίσουμε;

Δεύτερον μᾶς καλεῖ νὰ τὸν μιμηθοῦμε στὴν ἀνοχή: Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι δὲν ὑπέμειναν ἁπλᾶ τὶς ὅποιες περιπέτειες καὶ δυσκολίες· κυρίως τὶς ἀντιμετώπισαν μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀνοχή: «Λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν». Μᾶς βρίζουν, λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, καὶ ἐμεῖς εὐχόμαστε ἀγαθὰ ὑπὲρ αὐτῶν· μᾶς καταδιώκουν, καὶ ἐμεῖς δείχνουμε ἀνοχὴ καὶ ὑπομονή· μᾶς συκοφαντοῦν καὶ ἐμεῖς ἀπευθύνουμε λόγια καλωσύνης. Αὐτὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνώτερου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ ὑπομονὴ ἀποδεικνύεται ὡς ὁ καλλίτερος τρόπος συμπεριφορᾶς, γιατὶ ἔτσι καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται καὶ τὴν ψυχική μας γαλήνη ἐξασφαλίζουμε.

Τρίτον, ἀδελφοί, μᾶς προτρέπει ὁ θεῖος Παῦλος νὰ περιφρονοῦμε τὶς εἰρωνεῖες. Ὑπάρχουν γύρω μας ἄνθρωποι πρόθυμοι νὰ εἰρωνευθοῦν Ἐκκλησία, κλῆρο καὶ πιστούς. Ὅπως τότε, τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, ποὺ ἐθεωροῦντο περίγελως καὶ καθάρματα καὶ περίψημα. Ὅμως ἐκεῖνοι δὲν ἐγκατέλειψαν τὸν ἀγῶνα. Περιφρόνησαν τὶς εἰρωνεῖες. Ἐκράτησαν γερὰ τὸν θησαυρό τους «μὲ καύχησιν ἐν Κυρίῳ».

Ἀδελφοί μου, ἐπειδὴ ἕνα εἶδος παραφροσύνης βασιλεύει παντοῦ σήμερα «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». Εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ χαρακτηρισθοῦμε ὀπισθοδρομικοί, καθυστερημένοι, ἀκοινώνητοι, ἀνόητοι κ.λπ., ἐπειδὴ δὲν συμπορευόμαστε μὲ τὸ νέο πνεῦμα, ἐπειδὴ ἐκκλησιαζόμαστε, κοινωνοῦμε, ἐξομολογούμαστε, πιστεύουμε, ζητᾶμε τὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ἂς μείνουμε σταθεροὶ στὴ πίστη καὶ τὴν χριστιανικὴ ζωὴ καὶ θὰ λάβωμε τὸν «στέφανον τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.

Κυριακὴ 5 Αὐγούστου, Ι´ Ματθαίου
(Ματθ. ιλ´ 14-23)
«Κύριε ἐλέησον» παρακαλεῖ, ἀδελφοί μου, γονυπετῶν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πατέρας τῆς σημερινῆς
εὐαγγελικῆς περικοπῆς τὸν ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ καὶ θαρρεῖς
πὼς μὲ τὴν φράση του αὐτὴ ἐκφράζει τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ μὲ ταπείνωση ἀναγνωρίζει τὴν
ἀναξιότητά του. Ὁ πονεμένος πατέρας ἐξηγεῖ στὸν Χριστὸ ὅτι τὸ παιδὶ του «κακῶς πάσχει» καὶ τὰ
πρακτικὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς κρίσεως εἶναι νὰ κινδυνεύη ἢ νὰ καῆ ἢ νὰ πνιγῆ
«πολλάκις πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ».
Γιατί ἆραγε ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς ἐσιώπησε καὶ δὲν μᾶς ἀναφέρει καὶ τὰ λοιπὰ δεινὰ καὶ πάθη,
μὲ τὰ ὁποῖα τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ἐβασάνιζε τὸν δυστυχῆ νέο τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως;
Δυὸ εἶναι οἱ πηγὲς ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων: ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία. Ὅποια ἁμαρτία καὶ νὰ
σκεφθῆς ἢ ἐκ τοῦ θυμοῦ ἢ ἐκ τῆς ἐπιθυμίας θὰ γεννηθοῦν. Ἡ φιλονικία, ἡ ἔχθρα, ἡ ἀσπλαγχνία, ἡ
συκοφαντία, ἡ βλασφημία καὶ τόσες ἄλλες κακίες πατέρα ἔχουν τὸ θυμό. Παιδιὰ δὲ τῆς ἐπιθυμίας
εἶναι ὁ φθόνος, ἡ μέθη, ἡ ἁρπαγή, ἡ ἀδικία, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καὶ τόσα ἄλλα ἔργα τοῦ σκότους.
Ὅποιον λοιπὸν ὑποδουλώση ὁ διάβολος, αὐτόν, ἄλλοτε μὲν τὸν βάλλει εἰς τὸ πῦρ, τὴ φωτιά, δηλαδὴ
τὸν ὁδηγεῖ στὰ φοβερὰ ἁμαρτήματα τοῦ θυμοῦ, καὶ ἄλλοτε στὸ ὕδωρ, δηλαδὴ στὰ παραπτώματα τῆς
κακῆς ἐπιθυμίας.
Ἐπίκαιρος ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἡμέρας ὁ ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, οὐδὲ ἡ σελήνη τὴν νύκτα»
(ψαλμ. 120-6) ὑπονοῶν διὰ τῆς συγκαύσεως τοῦ ἥλιου τὴν φλόγα τοῦ θυμοῦ καὶ μὲ τὴ νυχτερινὴ σελήνη
τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡδονές. Ἀδελφοί μου, μετὰ τὸ πάθος καὶ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Σωτῆρος,
τῶν δαιμόνων ἡ τυχὸν δύναμη ἐξαφανίσθηκε «νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου· νῦν ὁ ἄρχων τοῦ
κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» ἔλεγε ὁ Δεσπότης τῶν ἁπάντων καὶ ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου ποὺ
ἦταν «κεκλεισμένη» ἄνοιξε, τὸ στόμα τοῦ Ἅδη ἔκλεισε. Τί ἔμεινε εἰς τὸν πονηρό; Μόνο ἡ ἐξουσία νὰ
πειράζη. Γι ̓αὐτὸ ἔκτοτε «περιπατεῖ ὡς λέων ὠρυόμενος, ζητῶν τίνα καταπίῃ», ἀλλὰ οἱ μεθοδεῖες
του, οἱ παγίδες του, τὰ πεπυρωμένα βέλη του βρίσκουν ἀσπίδα ἀκαταμάχητη τὴν πίστη, τὴ νηστεία
καὶ τὴν προσευχή. Ἀρετὲς ποὺ ἀναδεικνύονται ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Πίστη σημαίνει θαῦμα.
«Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως... οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν» διαβεβαιώνει ὁ Σωτήρας μας. Ἐνῶ
ἡ ἀπιστία σημαίνει διαστροφὴ καὶ περιπλάνηση μακριὰ ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ ἀδυναμία νὰ
ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀσθένεια καὶ τὴν φθορά. Ἡ θερμὴ πίστη μεταβάλλει σὲ βέλη
νηπίων, τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ καὶ τὰ μεταμορφώνει σὲ δῶρα ψυχωφελῆ καὶ σωτήρια.

Ἀδελφοί μου, «τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἴμη ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Σαφὴς ὑπόμνηση
καὶ τοῦ Εὐαγγελίου ὑπόδειξη ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν δαιμόνων ἀπαιτεῖ, πλὴν τῆς θερμῆς πίστεως,
τὴν πρωτότοκη θυγατέρα της, τὴν ἐκτενῆ προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία, ποὺ εἶναι θεόσδοτος καὶ
θεοπαράδοτος. Ἡ νηστεία μαραίνει καὶ καταδαμάζει τὶς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός, χαλιναγωγεῖ τὸ
σῶμα, καταστέλλει τὶς ἐπαναστάσεις του. Μὲ τὴν νηστεία βιώνουμε τὴν προπτωτικὴ κατάσταση,
τότε ποὺ ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε παραβῆ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὴν προσευχὴ ἀπολαμβάνουμε
τὴν «νηφάλιο μέθη». Μὲ τὴν θερμὴ προσευχή μας εἶναι δυνατὸν νὰ χριστοποιηθεῖ ὁ κόσμος, νὰ
ἀπελευθερωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀσθένεια, ἀφοῦ «πάντα ὅσα ἂν αἰτήσητε ἐν
τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε». Προσ-ευχόμενοι· στὸν ὅποιο κίνδυνο μᾶς ἐπισκεφθῆ ἔχουμε
ἀσπίδα καὶ προστασία, στὴν ὅποια ἀσθένεια μᾶς βρῆ ἐνισχυμένη εἶναι ἡ ὑπομονή μας, στὶς τυχὸν
δυστυχίες καὶ θλίψεις βρίσκουμε τὴν δύναμη νὰ λέμε «Κύριε Ἐλέησον».
Ἡ προσευχὴ κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος εἶναι «σύστασις καὶ διατήρησις τοῦ κόσμου,
συμφιλίωσις μὲ τὸν Θεόν, μητέρα τῶν δακρύων, συγχώρησις ἁμαρτημάτων, γέφυρα ποὺ σώζει ἀπὸ
τοὺς πειρασμούς, τεῖχος πού μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις, ἐργασία ποὺ δὲν τελειώνει, πηγὴ τῶν
ἀρετῶν, πρόξενος τῶν χαρισμάτων, ἐμφανὴς πρόοδος, τροφὴ τῆς ψυχῆς, φωτισμὸς τοῦ νοῦ, πέλεκυς
ποὺ χτυπᾶ τὴν ἀπόγνωση, ἀπόδειξις τῆς ἐλπίδος, διάλυσις τῆς λύπης, μείωσις τοῦ θυμοῦ, καθρέπτης
τῆς πνευματικῆς προόδου». Ἀκόμη ἡ προσευχή, ἀγαπητοί μου, εἶναι «δικαστήριο καὶ κριτήριο καὶ
βῆμα τοῦ Κυρίου πρὶν ἀπὸ τὸ μελλοντικὸ βῆμα».
Ἡ νηστεία ἐπίσης εἶναι ὠφέλιμος λένε οἱ πατέρες γιὰ ὅσους «ποιοῦσιν αὐτήν». Ὄχι μόνον οἱ
δαίμονες δὲν τολμοῦν νὰ ἐπηρεάσουν ἢ νὰ πειράξουν τοὺς νηστεύοντες, ἀλλὰ καὶ οἱ φύλακες τῆς
ζωῆς μας ἄγγελοι «φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διὰ νηστείας κεκαθαρμένοις».
Στῶμεν λοιπὸν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου, νηστεύοντες καὶ προσευχόμενοι, γιὰ νὰ μὴν
«εἰσέλθωμεν εἰς πειρασμόν».