ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Ένας αποτυχημένος εραστής του Παραδείσου. (Κυριακή ΙΓ΄Λουκά)


Το σημερινό Ευαγγέλιο αναφέρεται στη γνωστή περίπτωση του πλούσιου Νεανίσκου, που πλησίασε τον Χριστό με άλλα ενδιαφέροντα από τους πολλούς. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους έρχονταν στον Χριστό να του ζητήσουν πράγματα γήϊνα και φθαρτά, ως επί το πλείστο τη θεραπεία του σώματος, για να συνεχίσουν με υγεία τη φυσική ζωή τους. Όμως ο σημερινός νέος ενδιαφερόταν για κάτι βαθύτερο, πνευματικό και αιώνιο. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο στον ουρανό. Ποθούσε την αιώνια ζωή. Ήθελε να γίνει «κοινωνός θείας φύσεως», να δεχθεί δηλαδή τον Θεό μέσα του, να γίνει «κατά χάριν» θεός. Γι’ αυτό τον σκοπό πλησίασε τον Χριστό.
Ο προσανατολισμός του νέου ήταν μια έκπληξη για τους πολλούς, όπως είναι και σήμερα. Θεωρείται, δυστυχώς, παράδοξο να εγκαταλείπει ένας νέος τα όνειρα για τη ζωή αυτή, που ανοίγεται μπροστά του και να ασχολείται με πράγματα αβέβαια και ανύπαρκτα για τους πολλούς, όπως είναι η Βασιλεία των ουρανών. Και εάν υποτεθεί ως υπάρχουν, θα πρέπει ο άνθρωπος να ασχοληθεί μ’ αυτά, λίγο πριν αναχωρήσει απ’ αυτό τον κόσμο, ποτέ όμως να θυσιάσει γι’ αυτά την απόλαυση του κόσμου αυτού. Έτσι σκέφτεται ο κοσμικός άνθρωπος. Ας δούμε όμως την περικοπή του Ευαγγελίου.
Η «αιώνιος ζωή»
Τί είναι λοιπόν η «αιώνιος ζωή», για την οποία ενδιαφερόταν ο πλούσιος νεανίσκος; Είναι μήπως μια άλλη ζωή, που ξεκινά μετά το πέρας της φυσικής ζωής; Όχι! Είναι ο ίδιος ο Χριστός και η ένωση μαζί του. Όταν ο πιστός γίνει κατοικητήριο του Χριστού, τότε φέρει μέσα του την «αιώνιον ζωήν». «Ούτος έστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Α’ Ιω. 5, 20) μαρτυρεί με την εμπειρία του ο Μαθητής της αγάπης. Το μυστήριο αυτό της αιώνιας ζωής το ζούμε από τώρα, εάν δεν ζούμε «κατά κόσμον» και δεν κάνουμε τα «θελήματα της σαρκός», όπως λέγει ο απ. Παύλος.
Ο άγιος Ισαάκ ερωτά: «Τί είναι η αθάνατος ζωή;» Και απαντά: «Αίσθησις εν Θεώ». Είναι αυτό το «υπέρ αίσθησιν» που βιώνει ο άνθρωπος, «πνεύματι» (Ρωμ. 8, 13) όταν ζει μέσα του ο Θεός.
Αυτός που θα απολαύσει την εμπειρία της θείας γνώσεως -συνεχίζει ο άγιος Ισαάκ- νοιώθει στην καρδιά του τέτοια γλυκύτητα, που δεν υπάρχει παρόμοια στον κόσμο. Επομένως είναι εμπειρία ζωής, της «αθανάτου».
Γιατί, τίποτε δε μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα της «επιγνώσεως του Θεού». Αυτή είναι η «αιώνιος ζωή», που ξεκινά από δω, την ζουν όλοι οι Άγιοι και βρίσκει την πληρότητά της στους ουρανούς. Και καταλήγει ο αββάς Ισαάκ: «Κύριε πλήρωσον την καρδίαν μου ζωής αιωνίου». Είναι ο «δριμύς» πόθος κάθε Αγίου, να μη λήξει αυτή η εμπειρία.
Η τήρηση των αγίων εντολών
Όταν ο νέος ρώτησε τον Χριστό για τον τρόπο κληρονομιάς της αιωνίου ζωής. ο Χριστός του απάντησε: Ξέρεις τις εντολές του Θεού: «Μη μοιχεύσεις, μη φονεύσεις, μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Τον καθοδηγεί δηλαδή στην τήρηση του θελήματος του Θεού, αφού θυσιάσει το δικό του. Αυτό σημαίνει πως στα θέματα, που αναφέρονται οι θείες εντολές, ο αμαρτωλός άνθρωπος έχει διαφορετική άποψη απ’ αυτό που εντέλλεται ο Θεός.
Τον καλεί ο Χριστός να θυσιάσει τη δική του γνώμη, που είναι το «φρόνημα της σαρκός», ο «νόμος της αμαρτίας» και να αποδεχθεί αυτό που εντέλλεται ο Θεός. Η θυσία του δικού του θελήματος χάριν των θείων εντολών, είναι μια γεύση θανάτου μέσα στο ίδιο το σώμα του, που οδηγεί στη ζωή. Είναι μια άσκηση, ένας κόπος, ένας πόνος, που κατευθύνουν τον νέο να πάρει μια γεύση της αιωνίου ζωής. Θα αρχίσει να γεύεται τον μεγάλο θησαυρό, που θα του πει παρακάτω ο Χριστός: «και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ».
Όπως ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες, οι εντολές του Θεού δεν είναι νεκρές προσταγές, αλλά μέσα σ’ αυτές υπάρχει «μυστικώς» (μυστηριακά) ο ίδιος ο Θεός. Και οποίος αγωνίζεται να δεχθεί μέσα του και να εφαρμόσει μια εντολή του Θεού, δέχεται τον ίδιο τον Θεό, που είναι ζωή αιώνιος. Αυτό το νόημα έχει ο λόγος του: «οίδα (= γνωρίζω) ότι η εντολή αυτού (του Πατρός Του) ζωή αιώνιος έστι» (Ιω. 12, 50).
Αρχίζοντας λοιπόν ο πλούσιος Νεανίσκος, αλλά και ο κάθε άνθρωπος, να τηρεί τις θείες εντολές, με τη Βοήθεια της Χάριτος του Θεού, με αγάπη και πίστη και αφοσίωση στον Θεό, ξεκινά την πορεία της κληρονομιάς της αιωνίου ζωής. Είναι δρόμος θυσίας, «σταυρού και ταφής» των επιθυμιών της φύσης μας, που οδηγεί στην άντληση ζωής από τη σχέση αγάπης και κοινωνίας με τον Θεό, που είναι ζωή αιώνιος.
Στη συνέχεια ο νέος ισχυρίζεται, πως τήρησε τις εντολές του Θεού στο παρελθόν και ζητά από τον Χριστό να του υποδείξει, αν υπάρχει κάποιο κενό, κάποια παράλειψη, που θα πρέπει να προσέξει.
Η άρνηση του νέου
Ο νέος αρνήθηκε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Χριστού. Του φάνηκαν βαριά όσα του είπε ο Κύριος. Επιθυμούσε «σφόδρα» την αιώνια ζωή, αλλά αγαπούσε «σφόδρα» και τον επίγειο πλούτο. Και όταν κανείς έχει πολλά, ο «έρως των χρημάτων γίνεται τυραννικότερος» (Χρυσόστομος.). Ήταν υποδουλωμένος στο πάθος του πλούτου. Και όταν του είπε ο Χριστός, «πάντα όσα έχεις πώλησον…», ήθελε να ελέγξει τη φιλαργυρία του και να του υποδείξει την ανάγκη να ελευθερωθεί από το πάθος, για να προσφερθεί στον Χριστό, δηλαδή στην αιώνια ζωή.
Ο άνθρωπος της Βασιλείας του Θεού δεν μπορεί να είναι διχασμένος. Να αντλεί ζωή από δυό πηγές: Από τη σχέση με τον Θεό, που είναι η αιωνιότητα και συγχρόνως να αναμένει ζωή από την προσκόλληση της ψυχής στον υλικό κόσμο, που οδηγεί στον θάνατο. Όταν παραδίδεται στον κόσμο, χωρίζεται από τον Θεό, που είναι η αιώνια ζωή. Και όταν χωρίζεται από τη ζωή, πεθαίνει. Ενώ αν μένει δοσμένος στον Χριστό, όσους θανάτους και αν του προξενήσει ο κόσμος, δεν μπορούν να του στερήσουν την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό τονίσαμε προηγουμένως πως η νέκρωση για τον κόσμο και τα αγαθά του είναι νέκρωση ζωηφόρος.
Η τελική κατάληξη: Εγκατέλειψε τον Χριστό, γιατί υπερίσχυσε ο κόσμος. «Ην γαρ πλούσιος σφόδρα». Με τη θέλησή του νέκρωσε την όντως ζωή, την αιώνιο. Έγινε αιχμάλωτος του θανάτου, αφού εγκατέλειψε την πηγή της ζωής. Προτιμώντας τα πλούτη, προτιμά τον θάνατο. Νέκρωσε και την αγάπη στους πτωχούς, γιατί δε μπόρεσε να υπερβεί τη φιλαυτία του. Αρνήθηκε τις εντολές του Θεού, γιατί αρνήθηκε την πρώτη εντολή, που είναι η αγάπη στον Θεό, «εξ όλης της ψυχής, της ισχύος, της διανοίας…», καθώς και τη δεύτερη, που είναι η αγάπη στον πλησίον.
Η αμαρτία που γίνεται με την πρόθεσή μας, λένε οι Πατέρες, είναι προδοσία του Θεού. Η δε παραίτησή μας από τη διάπραξη του αγαθού, είναι άρνησή Του. Όταν καταφεύγει ένας στον Χριστό και τον ρωτά για ένα πρόβλημα που τον απασχολεί, πρέπει να έχει την ταπείνωση και την προθυμία να κάνει αυτό που θα του πει. Ο νέος δεν το έκανε, γιατί ήταν υποδουλωμένος στη φιλαργυρία και την πλεονεξία, αλλά και γιατί τον Χριστό δεν τον θεωρούσε Θεό. Τον πλησίαζε, ως να ήταν απλός άνθρωπος. Τον ονομάζει «διδάσκαλον αγαθόν», αλλά δεν τον θεωρούσε Θεό. Γι’ αυτό και ο Χριστός του αποκάλυψε: Αφού δεν με θεωρείς Θεό, γιατί με ονομάζεις αγαθόν; Αφού αγαθός είναι μόνο ο Θεός.
(Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου, «Διήρχετο διά των σπορίμων», τ. Β΄, εκδ. Ι.Μητροπ. Λεμεσού, σ. 145-148, 150-151)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου