Το εμπόδιο του ανθρώπινου εγωκεντρισμού
π. Φιλόθεος Φάρος
Η αγάπη προϋποθέτει άρνηση του εγώ. Η δυνατότητα του ανθρώπου να αγαπήσει το συνάνθρωπό του εξαρτάται από την ικανότητά του να καταστείλει τα πάθη του. Για να μπορέσει να πει ο άνθρωπος ναι στις ανάγκες του άλλου θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λέει όχι στις δικές του επιθυμίες. Ο άνθρωπος που ασχολείται αποκλειστικά με τον εαυτό του και με την ικανοποίηση των δικών του επιθυμιών στερείται της δυνατότητας να αισθανθεί αγάπη για το συνάνθρωπό του και σαν αποτέλεσμα στερείται της δυνατότητας να ενωθεί με το Θεό· έτσι χάνει τον παράδεισο της τρυφής.
Γι’ αυτό, αμέσως μετά την προβολή της αγάπης ως απαραίτητης προϋποθέσεως για τη συνάντηση του ανθρώπου με τον αναστημένο Χριστό «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ».
Με την ανάμνηση αυτή οι άγιοι Πατέρες θέλησαν να δείξουν πόσο καταστρεπτική είναι η υποδούλωση του ανθρώπου στις αυτοκαταστρεπτικές του επιθυμίες και πόσο σωστική είναι η ανάπτυξη της δυνατότητάς του να αντιστέκεται σ’ αυτές. Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν το κακό που έπαθε ο Αδάμ για να μη μπορεί να αναβάλει για λίγο την ικανοποίηση μιας επιθυμίας και πόσο διέφθειρε έτσι την ανθρώπινη φύση μας και υπογραμμίζουν ότι η αντίσταση στην αμαρτωλή τάση για άμεση ικανοποίηση όλων μας των επιθυμιών είναι μια βασική εντολή του Θεού.
Ο Αδάμ παρήκουσε το Θεό γιατί μόνο στις επιθυμίες του και τον εγωκεντρισμό του υπάκουε και έτσι αποκόπηκε από το Θεό, γιατί μόνο δια της αγάπης μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με το συνάνθρωπο και το Θεό ενώ ο εγωκεντρισμός τον αποκόπτει και από τον ένα και από τον άλλο.
εμπόδιο του ανθρώπινου εγωκεντρισμού
Ο Ιησούς Χριστός με την τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του, δηλαδή την άρνηση στην επιθυμία Του για τροφή, αναπτύσσει τη δυνατότητα να λέει όχι στο δικό Του θέλημα για να μπορεί να λέει ναι στο θέλημα του Θεού και δείχνει το δρόμο της αντίστροφης πορείας από εκείνη του Αδάμ. Για τον ίδιο λόγο θεσπίσθηκε η νηστεία της Σαρακοστής, για να δίνεται η ευκαιρία στον άνθρωπο δια της νηστείας να κατανικάει το δικό του θέλημα, που πολύ συχνά είναι αυτοκαταστροφικό, για να μπορεί να κάνει το θέλημα του Θεού που είναι πάντοτε σωτήριο και έτσι να μπορεί να καλλιεργεί τη δυνατότητα της αγάπης που τον ενώνει με το Θεό και που ο Αδάμ έχασε εξαιτίας της υποδουλώσεώς του στη δική του επιθυμία.
Ο διάβολος εδελέασε τον Αδάμ με την υπόσχεση μιας ευχάριστης και γλυκιάς εμπειρίας, όπως δελεάζει πάντα τον άνθρωπο όταν του προτείνει μια εγωκεντρική ικανοποίηση των αυτοκαταστροφικών, στην ουσία, επιθυμιών του σε βάρος των συνανθρώπων του. Η γεύση όμως της βρώσεως του απαγορευμένου καρπού ήταν πικρή και όχι γλυκιά. Απαγορεύει ο Θεός τη χρησιμοποίηση του συνανθρώπου για την ικανοποίηση της δικής μας επιθυμίας και ο διάβολος διατείνεται ότι ο Θεός από φθόνο μας στερεί μια ευχάριστη εμπειρία. Κάθε φορά όμως που πέφτουμε σ’ αυτή την παγίδα του διαβόλου και επιδιώκουμε την εγωκεντρική μας ικανοποίηση σε βάρος των άλλων, δοκιμάζουμε την πίκρα της αποκοπής από τους άλλους, που δεν θέλουν φυσικά να τους χρησιμοποιούμε, και την τυραννία της μοναξιάς, μιας μοναξιάς που έχει υπαρξιακές διαστάσεις, γιατί η αποκοπή από το συνάνθρωπο συνεπάγεται και την αποκοπή από το Θεό. Ο εγωκεντρισμός, όπως εχώρισε «Θεοῦ τῆς δόξης» τον Αδάμ, χωρίζει «Θεοῦ τῆς δόξης» κάθε άνθρωπο. «Γλυκὺς εἰς γεῦσιν καρπὸς τῆς γνώσεως ἐν τῇ Ἐδὲμ ἐφάνη μοι, πλησθέντι τῆς βρώσεως, εἰς χολὴν δὲ γέγονε τὸ τέλος αὐτῆς» λέει ο Αδάμ σ’ ένα τροπάριο της ενάτης ωδής του κανόνος αυτής της τετάρτης Κυριακής του Τριωδίου.
Ο άνθρωπος με την επανάληψη εθίζεται στη χωρίς αναβολή ικανοποίηση όλων των επιθυμιών του χωρίς διάκριση, έτσι που να μην μπορεί τελικά να αντισταθεί στις αυτοκαταστροφικές του επιθυμίες και τελικά οδηγείται στο θάνατο. Ο εθισμός σκοτίζει τόσο πολύ την κρίση του, ώστε να μην μπορεί να δει ότι πολύ συχνά αυτό που θέλει κι αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη όχι μόνο δεν συμπίπτουν αλλά είναι εντελώς αντίθετα, και τελικά εκείνο που ο άνθρωπος θέλει για τον εαυτό του είναι αντίθετο με εκείνο που ο Θεός θέλει γι’ αυτόν γιατί ο άνθρωπος καταντάει να θέλει την αυτοκαταστροφή του ενώ ο Θεός θέλει την ολοκλήρωση του ανθρώπου, την πραγμάτωση των ανεξάντλητων δυνατοτήτων του, και τη θέωσή του.
Έτσι, όσο ο άνθρωπος κάνει αυτό που εκείνος θέλει και όχι αυτό που ο Θεός θέλει γι’ αυτόν, αυτοκαταστρέφεται. Είναι επομένως επιτακτική ανάγκη να αναπτύξει τη δυνατότητα να λέει όχι σ’ αυτό το αυτοκαταστροφικό του θέλημα και γι’ αυτό η Εκκλησία αντιτάσσει στον εθισμό της άμεσης ικανοποιήσεως κάθε επιθυμίας την άσκηση και τη νηστεία.
Η άσκηση και η νηστεία επιδιώκουν μια συμπεριφεριολογική αλλαγή των αυτοκαταστροφικών τάσεων του ανθρώπου που όμως δεν είναι αυτοσκοπός, γιατί τότε θα ήταν ευσεβισμός, αλλά που αποβλέπει στην εσωτερική αλλαγή. Ασκείται ο άνθρωπος να μπορεί να δίνει κάτι από τον εαυτό του στο συνάνθρωπό του όχι για να αισθανθεί ότι είναι καλός άνθρωπος, αλλά για να μπορέσει με τη χάρη του Θεού μ’ αυτή την άσκηση να αλλάξει την εσωτερική εγωκεντρική του διάθεση σε μια εσωτερική διάθεση προσφοράς και αγάπης για το συνάνθρωπο.
Η άσκηση για την ανάπτυξη της δυνατότητάς του ανθρώπου να αντιστέκεται στις επιθυμίες του αρχίζει από το σώμα και την επιθυμία της τροφής. Ο άνθρωπος π.χ. που δεν μπορεί να αντισταθεί στην επιθυμία της τροφής δεν θα μπορέσει ασφαλώς να αντισταθεί στην επιθυμία να παραγνωρίσει το συνάνθρωπό του για να επιτύχει τη δική του επαγγελματική ή κοινωνική τακτοποίηση.
Στο ποσοστό που εξουσιάζεται ο άνθρωπος από την αγάπη της σάρκας, λέει ο Ισαάκ ο Σύρος, δεν μπορεί να αντισταθεί στις πιέσεις που τον εμποδίζουν να καλλιεργήσει μέσα του την αγάπη.[1]
Ο κορεσμός του στομαχιού προκαλεί φλόγα λαγνείας.[2] Εκείνοι που τρέφουν το σώμα αφειδώς δημιουργούν τις προϋποθέσεις, λέει ο αββάς Ευάγριος, για την ικανοποίηση και όλων των άλλων παθών.[3]
Πραγματικά, είναι γενική η πεποίθηση των Πατέρων της Εκκλησίας, και ιδιαίτερα των νηπτικών, ότι η υποχώρηση στο πάθος της λαιμαργίας αποκλείει από τον άνθρωπο τη δυνατότητα να αντισταθεί σε οποιοδήποτε άλλο εγωκεντρικό και αυτοκαταστροφικό πάθος. Οι απολαύσεις προκαλούν συχνά ζημιά και πόνο, και το πολύ φαγητό προκαλεί ανησυχία, αδυναμία και τον ξεπεσμό της ψυχής.[4] Η πολυτέλεια και η καλοπέραση προσβάλλουν και διαφθείρουν τα πάντα.[5]
Εκείνος που χορταίνει διαρκώς το στομάχι του και ικανοποιεί την όρεξη και την επιθυμία του και φροντίζει διαρκώς για την άνεση του σώματός του, χάνει τον παράδεισο.[6]
Όπως το σύννεφο κρύβει το φως του φεγγαριού έτσι και οι αναθυμιάσεις του γεμάτου στομαχιού απομακρύνουν τη θεία σοφία από την ψυχή.[7]
Η εγκράτεια είναι η ευπρέπεια των αγγέλων, «ἡ πρὸς Θεόν παρρησία». Δι’ αυτής ο Μωυσής έγινε “τῷ κτίστῃ συνόμιλος, καὶ φωνὴν ἀοράτως, ἀν ταῖς ἀκοαῖς ὑπεδέξατο» (δοξαστικό Όρθρου Τυρινής). Με τη νηστεία επιτυγχάνουμε εκείνο που είναι καλύτερο και από τη νηστεία, την αποχή από το κακό.[8]
Πολλά επιτυγχάνονται με τη νηστεία γιατί η εντολή της νηστείας απαιτεί να νηστεύουμε όχι μόνο με το σώμα αλλά και με την ψυχή. Οι αρετές και οι κακίες είναι η τροφή της ψυχής και η ψυχή μπορεί να φάει οποιαδήποτε απ’ αυτές τις δύο τροφές και να διατεθεί ανάλογα. Γι’ αυτό θα προετοιμασθούμε κατάλληλα για την Ανάσταση του Χριστού τηρώντας τη νηστεία του σώματος στα εξωτερικά πράγματα και τρέφοντας την ψυχή με τη Θεία Τροφή του Λόγου και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.[9]
Πολλοί άνθρωποι στις ημέρες μας ισχυρίζονται ότι η παράδοση της νηστείας είναι αναχρονιστική σήμερα και επιδιώκουν την κατάργηση των κανόνων της νηστείας, ενώ άλλοι θεωρούν τους κανόνες αυτούς απόλυτους νόμους που η τήρησή τους είναι απαραίτητη για όσους θέλουν να είναι «καλοί» χριστιανοί. Οι πρώτοι, ενώ αισθάνονται εκσυγχρονισμένοι, δεν έχουν συλλάβει την παθολογία της εποχής μας, γιατί θα ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε μια άλλη εποχή για την οποία η νηστεία θα είχε τόση χρησιμότητα, όση έχει για την εποχή μας. Η αφθονία στις ημέρες μας έχει γίνει αφορμή περισσότερο από κάθε άλλη εποχή να υποδουλωθεί ο άνθρωπος ολοκληρωτικά στον εαυτό του και στις επιθυμίες του, γι’ αυτό έχει ανάγκη περισσότερο από τον άνθρωπο κάθε άλλης εποχής την άσκηση της νηστείας. Οι νεώτεροι, που και η σωματική τους ακόμη υγεία κινδυνεύει εξαιτίας του διαιτολογίου της αφθονίας που τους επέβαλαν οι παλαιότεροι, που μαστίζονται από το σύμπλεγμα του πεινασμένου, του παιδιού της κατοχής, αισθάνονται την ανάγκη μιας παραδόσεως νηστείας και αγνοώντας τη δική τους παράδοση καταφεύγουν στις παραδόσεις της Άπω Ανατολής και των “health foods”.
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, που είναι πραγματικά «εκσυγχρονισμένος» και που γνωρίζει καλά την ανθρώπινη φύση, λέει τα εξής σχετικά με τη νηστεία στις Διδαχές του:
«Ένας άνθρωπος πλούσιος πηγαίνει εις ένα πνευματικόν να ξομολογηθή. Τι κανόνα πρέπει ο πνευματικός να του δώσει; Πρέπει να του ειπή εις τρεις ημέρες να τρώγη μίαν φορά την ημέραν ψωμί και νερό και να κάμη τρεις χιλιάδες μετάνοιες και νηστείες. Λέγει ο πλούσιος: φωτιά να την κάψη την αμαρτία, καλύτερα να μην την είχα κάμει. Διατί να του ειπή να δώση ελεημοσύνην, εκείνος έχει και δίνει και δεν διορθώνεται. Εξομολογάται και ένας πτωχός. Τι κανόνα πρέπει ο πνευματικός να του δώση; Να του ειπή να δώσει πεντακόσια γρόσια ελεημοσύνη. Αυτός δεν έχει να τα δώση και έτσι λέγει: Φωτιά να κάψη την αμαρτία, καλύτερα ας λείψω από δαύτην. Διατί αν του ειπή ο πνευματικός να νηστεύη, εκείνος είναι πτωχός και πάντοτε νηστεύει. Να του ειπεί να κάνει μετάνοιες; Εκείνος σκάπτει και όλο μετάνοιες κάμνει και δεν διορθώνεται. Αλλά χρειάζεται το εναντίον τόσον εις τον πλούσιον ωσάν και εις τον πτωχόν”.[10]
Η εποχή μας, που είναι εποχή αφθονίας, έχει πιο πολύ ανάγκη τη νηστεία από τις εποχές των στερήσεων. Ιδιαίτερα τα παιδιά της εποχής μας, που τα μεγαλώνουμε σήμερα έτσι ώστε να μην μπορούν για κανένα λόγο να αναβάλουν την ικανοποίηση μιας επιθυμίας τους προετοιμάζοντάς τα με τον τρόπο αυτό για τον αναπότρεπτο χαμό τους, έχουν μεγάλη ανάγκη της νηστείας, που θα βάλει κάποιο χαλινάρι στην τρυφερή ηλικία τους και από τη λιτή δίαιτα, που θα συγκρατήσει τις ανυπότακτες ορέξεις με ένα όχι πολύ οδυνηρό τρόπο.[11]
Τόσο εκείνοι που επιζητούν την κατάργηση της νηστείας όσο και εκείνοι που την απολυτοποιούν, υποφέρουν από το ίδιο πουριτανικό σύνδρομο για το οποίο η τήρηση κάποιου νόμου, και στην προκειμένη περίπτωση του νόμου της νηστείας, είναι απαραίτητη για να θεωρείται κανείς χριστιανός και «καλός» άνθρωπος. Εκείνοι τώρα που δεν θέλουν να τηρήσουν το «νόμο» της νηστείας ζητούν την καθιέρωση ενός «νόμου» που να είναι στα μέτρα τους, για να μπορούν έτσι να συμπεριληφθούν στους «καλούς» ανθρώπους, χωρίς να ξεβολευτούν.
Η νηστεία πρέπει να είναι άμεση και έμμεση έκφραση αγάπης. Άμεση από τη μια, γιατί πρέπει με τη λιτή δίαιτα να αποβλέπει στον περιορισμό των δαπανών συντηρήσεως του ανθρώπου, έτσι που να μπορεί να βοηθήσει άλλους, που βρίσκονται σε ανάγκη, έμμεση από την άλλη, γιατί περιορίζοντας τον εγωκεντρισμό του ανθρώπου κάνει δυνατή την ανάπτυξη της αγάπης.
Η νηστεία λοιπόν είναι φάρμακο, αλλά ένα φάρμακο μπορεί να γίνει άχρηστο αν δεν χρησιμοποιηθεί σωστά. Για τη σωστή χρησιμοποίηση του φαρμάκου πρέπει να ξέρουμε το χρόνο που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί, την απαιτούμενη ποσότητα, την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που το χρησιμοποιεί, τη φύση του τόπου, την εποχή του χρόνου και πολλές άλλες λεπτομέρειες, που η παράβλεψη κάθε μιας τους μπορεί να αλλοιώσει όλες τις άλλες. Αν απαιτείται τόση ακρίβεια λοιπόν από μέρους μας όταν πρόκειται για τις ανάγκες του σώματος, πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν πρόκειται για τη φροντίδα της ψυχής και όταν προσπαθούμε να θεραπεύσουμε τις αρρώστιες τις πνευματικές.[12]
Ο άγγελος που έδωσε οδηγίες στον Παχώμιο για την καθοδήγηση των μοναχών, του είπε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Συγχωρήσεις ἑκάστω κατὰ τὴν δύναμιν φαγεῖν καὶ πιεῖν. Καὶ πρὸς τὰς δυνάμεις τῶν ἐσθιόντων ἀνάλογα καὶ τὰ ἔργα αὐτῶν ἐγχείρησον καὶ μήτε νηστεῦσαι κωλύσῃς μήτε φαγεῖν. Οὕτω μέντοι τὰ ἰσχυρὰ τοῖς ἰσχυροτέροις καὶ ἐσθίουσιν ἐγχείριζε ἔργα, τὰ ἄτονα δὲ καὶ ἐλαφρά τοῖς ἀνασκητικωτέροις καὶ ἀσθενεστέροις».[13]
Ωστόσο, στην παράδοση της Ανατολής που διατηρεί αμόλευτη τη διδασκαλία του Χριστού, αν και δεν καταργείται η μοναδικότητα του κάθε χριστιανού, όπως γίνεται στο νομικό χριστιανισμό της Δύσεως, η πνευματική προσπάθεια του ανθρώπου δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ατομιστική, όπως γίνεται στον αναρχοκρατούμενο χριστιανισμό της Δύσεως. Η εμπειρία της νηστείας, αν και προσαρμόζεται στη μοναδικότητα του κάθε πιστού, είναι βασικά μια εμπειρία που βιώνεται απ’ όλο το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, όταν ενωμένο προπαρασκευάζεται για να δει το ανέσπερο φως της Αναστάσεως ή για οποιαδήποτε άλλη συνάντηση με τον αναστημένο Κύριο.
Ακόμη, η ασκητική προσπάθεια του ανθρώπου είναι απαραίτητο να αυξομειώνεται σε ένταση και οι περίοδοι χαλαρώσεως είναι αναγκαίες και όσον άφορα τα επιμέρους άτομα και όσον αφορά το σύνολο του λαού του Θεού.
Κάποτε κάποιος κυνηγός αγρίων θηρίων είδε τον Μ. Αντώνιο να χαριεντίζεται με τους αδελφούς. Θέλοντας ο Μ. Αντώνιος να του διδάξει να έχει συγκατάβαση για τους ανθρώπους, του είπε: Βάλε το βέλος στο τόξο σου· και αυτός το έβαλε. Του λέει τότε: Τέντωσέ το· και αυτός το τέντωσε. Τέντωσε το περισσότερο, του λέει ο Αντώνιος. Αν το τεντώσω υπέρμετρα, λέει ο κυνηγός, θα σπάσει. Τότε του λέει ο Αντώνιος: Έτσι γίνεται και στο έργο του Θεού, αν εντείνουμε τις προσπάθειες των αδελφών πάνω από το μέτρο πολύ γρήγορα. Γι’ αυτό πρέπει πότε-πότε να συγκαταβαίνεις στους αδελφούς. Όταν τα άκουσε αυτά ο κυνηγός κατενύγη και ωφεληθείς πολύ από το γέροντα έφυγε· και οι αδελφοί έφυγαν για τον τόπο τους ενθαρρημένοι.[14]
Είναι αξιοσημείωτο ότι τη δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου γίνεται κατάλυση κάθε είδους τροφής, ακόμη και την Τετάρτη και την Παρασκευή που είναι μόνιμα ημέρες νηστείας. Συμβαίνει και άλλοτε, αμέσως πριν από μια περίοδο νηστείας να επιτρέπεται μια ιδιαίτερη χαλάρωση της γενικής ασκητικής προσπάθειας μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Ίσως αυτή την αρχή εκφράζει η μακραίωνη λαϊκή παράδοση, που καθιέρωσε για την περίοδο του Τριωδίου έθιμα που καλλιεργούν μια ατμόσφαιρα διονυσιακή.
Με αυτές τις προϋποθέσεις η ασκητική προσπάθεια και η νηστεία είναι απαραίτητες, για να μπορέσει ο άνθρωπος να συναντήσει τον αναστημένο Χριστό. Ο άνθρωπος, τα μάτια της ψυχής του οποίου είναι τυφλωμένα από τον εγωκεντρισμό, δεν μπορεί να γίνει θεόπτης.
«Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου διώκεται, τροφῆς μεταλαβὼν ὡς παρήκοος. Μωϋσῆς θεόπτης ἐχρημάτισε, νηστείᾳ τὰ ὄμματα, τῆς ψυχῆς καθηράμενος· διὸ τοῦ Παραδείσου οἰκήτορες γενέσθαι ἐπιποθοῦντες, ἀπαλλαγῶμεν τῆς ἁλυσιτελοῦς τροφῆς καὶ Θεὸν καθορᾷν ἐφιέμενοι, Μωσαϊκῶς τὴν τετράδα, τῆς δεκάδος νηστεύσωμεν· προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει, εἰλικρινῶς προσκαρτεροῦντες, κατευνάσωμεν τῆς ψυχῆς τὰ παθήματα, ἀποσοβήσωμεν τῆς σαρκὸς τὰ οἰδήματα· κοῦφοι πρὸς τὴν ἄνω πορείαν μετιῶμεν, ὅπου αἱ τῶν Ἀγγέλων χορεῖαι, ἀσιγήτοις φωναῖς, τὴν ἀδιαίρετον ἀνυμνοῦσι Τριάδα, καθορῶσαι τὸ ἀμήχανον κάλλος, καὶ δεσποτικόν» (ιδιόμελο αίνων Κυριακής Τυρινής).
[1] Early Fathers from the Philokalia, σελ. 184.
[2] ο.π., σελ. 208.
[3] ο.π., σελ. 101
[4] Κλήμεντος Αλεξανδρείας, The Instructor, Ante Nicene Fathers, V, II, σελ. 242.
[5] ο.π., σελ. 276.
[6] Ιωάννου Κλίμακος, λόγος ζ΄ § λη΄.
[7] Ισαάκ Σύρου, ο.π., σελ. 240.
[8] Χρυσοστόμου, Ομιλία IV εις την Β΄ Κορινθίους, § 6.
[9] Αθανασίου, Επιστολή Ι Πάσχα 329, Nicene and Post Nicene Fathers, IV, σελ. 508.
[10] ο.π., σελ. 233
[11] Αμβροσίου, Concerning Virgins, book III, chap. II, § 5.
[12] Χρυσοστόμου, Εις Αδράντας Ομιλ. ΙΙΙ, § 8.
[13] Παλλαδίου, Migne 34.
[14] Αποφθέγματα Πατέρων, Migne 65, σ. 80.
π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου