ΚΑΤΗΧΗΣΗ Ε´
Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
Γιά τούς Φωτιζόμενους, πού ἔγινε στά Ἱεροσόλυμα καί ἀναφέρεται στό θέμα τῆς Πίστεως. Γίνεται καί ἀνάγνωση ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, στό χωρίο· «῾Η πίστη εἶναι ἡ ὕπαρξη αὐτῶν πού ἐλπίζουμε, χωρίς τώρα νά τά βλέπουμε, ἀλλά ἡ πίστη τά κάνει στήν ψυχή μας φανερά, σάν νά τά βλέπουμε. Μ᾿ αὐτήν οἱ προπάτορές μας ἀπέκτησαν τήν καλή μαρτυρία» (῾Εβρ. 11, 1-2) καί ὅσα σχετικά ἀκολουθοῦν.
Α´ . Πόσο μεγάλο ἀξίωμα σᾶς χαρίζει ὁ Κύριος, μεταθέτοντάς σας ἀπό τήν τάξη τῶν Κατηχουμένων στήν τάξη τῶν Πιστῶν! Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρίσκεται ἀνάμεσά μας καί λέει· «Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος σᾶς κάλεσε γιά νά γίνετε συμμέτοχοι τῆς ἔνδοξης ζωῆς τοῦ Υἱοῦ Του Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας, εἶναι ἀξιόπιστος καί τηρεῖ ὅλες τίς ὑποσχέσεις Του» (Α´ Κορ. 1, 9). Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεός ἀποκαλεῖται Πιστός καί Δίκαιος, παίρνεις καί ἐσύ πλέον τήν ἴδια ὀνομασία, ἀποκτώντας ἔτσι μεγάλο ἀξίωμα. Δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεός ἀποκαλεῖται Ἀγαθός, Δίκαιος, Παντοκράτορας, Δημιουργός ὅλων τῶν κτιστῶν, ἔτσι ὀνομάζεται καί Πιστός. Ἀναλογίσου λοιπόν, σέ ποιό ἀξίωμα ἀνεβαίνεις τώρα πού μέλλεις νά ἀποκτήσεις τό ἴδιο ὄνομα μέ τόν Θεό.
Β´ . Στήν παρούσα λοιπόν περίσταση, ἐκεῖνο πού σᾶς ζητεῖται εἶναι νά βρεθεῖ καθένας σας συνειδητά πιστός (πρβλ. Α´ Κορ. 4, 2). Τό νά βρεῖς ὅμως ἕναν ἄνθρωπο πιστό στά λόγια καί στά ἔργα, εἶναι πολύ δύσκολο (πρβλ. Παρμ. 20, 6). Δέν τό λέω αὐτό βέβαια γιά νά ἐπιδείξεις σέ μένα τή συνείδησή σου —γιατί δέν πρόκειται νά λογοδοτήσετε σέ κάποιον ἄνθρωπο (πρβλ. Α´ Κορ. 4, 3)— ἀλλά γιά νά φανερώσεις τήν ἄδολη πίστη σου στόν Θεό, «ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τόν ἔσω ἄνθρωπο μέ τά συναισθήματα καί τίς ἐπιθυμίες του» (πρβλ. Ψαλμ. 7, 10) καί «ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τούς διαλογισμούς τῶν ἀνθρώπων» (πρβλ. Ψαλμ. 93, 11). Εἶναι πολύ μεγάλο πράγμα ὁ πιστός ἄνθρωπος. Αὐτός εἶναι πλουσιότερος καί ἀπό τόν πιό βαθύπλουτο ἄνθρωπο. Στόν πιστό μπορεῖ κανείς νά ἐμπιστευθεῖ ὅλου τοῦ κόσμου τά πλούτη (πρβλ. Παρμ. 17, 6α), γιατί τά ἔχει ξεπεράσει καί τά ἔχει καταπατήσει. Γιατί, ὅσοι φαινομενικά εἶναι πλούσιοι καί πολυκτήμονες, εἶναι φτωχοί στήν ψυχή. Καί ὅσο πιό πολλά μαζεύουν, τόσο κατακαίγονται ἀπό τήν ἐπιθυμία αὐτῶν πού τούς λείπουν. Μέ τόν πιστό ὅμως ἄνθρωπο συμβαίνει αὐτό τό παράδοξο. Εἶναι πλούσιος μέσα στή φτώχεια του1. Διότι, γνωρίζοντας ὅτι αὐτό πού τοῦ χρειάζεται εἶναι νά ἔχει τροφή καί σκεπάσματα καί μέ τό νά εἶναι αὐτάρκης σέ αὐτά (πρβλ. Α´ Τιμ. 6, 8), ἔχει καταπατήσει τήν ἀνάγκη καί τήν ἐπιθυμία τοῦ πλούτου.
Γ´ . Καί δέν εἶναι μόνο γιά τούς χριστιανούς τό μεγάλο ἀξίωμα τῆς πίστεως. Ἀλλά καί ὅ,τι ἄλλο γίνεται στόν κόσμο καί αὐτά πού γίνονται ἀπό τούς ἀνθρώπους, πού δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, συντελοῦνται μέ τήν πίστη. Βασισμένοι στήν πίστη, οἱ νόμοι πού διέπουν τό γάμο συναρμόζουν τούς μέχρι τό γάμο ξένους καί ἀγνώστους μεταξύ τους ἀνθρώπους. Καί ἄνθρωπος πού πρίν δέν εἶχε καμιά σωματική ἤ οἰκονομική σχέση μέ τόν ἄλλο, μέ τήν ἐμπιστοσύνη του στό συζυγικό συμβόλαιο, γίνεται τώρα κοινωνός μέ τόν ἄλλο σέ ὅλα. Στήν πίστη βασίζεται καί ἡ γεωργία. Γιατί ἐκεῖνος πού δέν πιστεύει ὅτι θά συνάξει καρπούς, δέν ὑπομένει καί τούς βαρεῖς κόπους τῆς καλλιέργειας. Στήν πίστη βασίζονται ἐκεῖνοι πού ταξιδεύουν στή θάλασσα καί, δίνοντας ἐμπιστοσύνη σέ ἕνα μικρό κομμάτι ξύλου, ἀνταλλάσσουν τήν ἀσφάλεια τῆς στεριᾶς μέ τήν ἀστάθεια τῶν κυμάτων. Καί ἐγκαταλείπουν τούς ἑαυτούς τους σέ ἄδηλες ἐλπίδες, θεωρώντας τήν πίστη μεγαλύτερη σιγουριά καί ἀπό τήν πιό ἀσφαλή ἄγκυρα. Τά περισσότερα λοιπόν ἀνθρώπινα πράγματα ἔχουν οἰκοδομηθεῖ μέ θεμέλιο τήν πίστη. Αὐτό βέβαια δέν συμβαίνει μόνο σέ μᾶς τούς χριστιανούς, ἀλλά καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Καί ἄν ἀκόμα δέν παραδέχονται τήν ἁγία Γραφή καί παρουσιάζονται νά πιστεύουν σέ μερικά διδάγματα δικά τους καί αὐτά ὅμως τά παραδέχονται μέ βάση τήν πίστη.
Δ´ . Στήν ἀληθινή πίστη καλεῖ καί σᾶς σήμερα τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού σᾶς ἔδειξε τό δρόμο καί τόν τρόπο νά εὐαρεστήσετε καί σεῖς στόν Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι «χωρίς πίστη εἶναι ἀδύνατο νά εὐαρεστήσουμε στόν Θεό» (῾Εβρ. 11, 6). Γιατί ποιός θά δείξει προθυμία νά ὑπηρετήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν εἶναι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός θά τοῦ δώσει τόν καρπό τῆς πίστεώς του;2 Πῶς θά κρατήσει τήν παρθενία μιά κόρη καί θά σωφρονήσει ἕνας νέος, ἄν δέν εἶναι βέβαιος ὅτι θά τοῦ δοθεῖ γιά τήν ἁγνότητά του ἀμάραντο στεφάνι; (πρβλ. Α´ Πέτρ. 5, 4). ῾Η πίστη εἶναι μάτι πού φωτίζει τή συνείδηση καί τροφοδοτεῖ τή σύνεση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ προφήτης ῾Ησαΐας λέει· «῎Αν δέν πιστέψετε, δέν θά ἐννοήσετε» (῾Ησ. 7, 9). Καί ὅπως συνέβη μέ τόν προφήτη Δανιήλ, «ἡ πίστη φράζει στόματα λιονταριῶν» (πρβλ. ῾Εβρ. 11, 33). ῾Η ἁγία Γραφή λέει σχετικά μέ αὐτόν, ὅτι σύρθηκε ἔξω ἀπό τό λάκκο καί δέν εἶχε πάθει τό παραμικρό (πρβλ. Δαν. 6, 23), γιατί εἶχε ἐμπιστευθεῖ τόν ἑαυτό του στόν Θεό του. ῾Υπάρχει τίποτα φοβερότερο καί χειρότερο ἀπό τό διάβολο; Ἀλλά καί ἐναντίον αὐτοῦ δέν ἔχουμε κανένα ἄλλο ὅπλο ἀπό τήν πίστη (πρβλ. Α´ Πέτρ. 5, 9), ἡ ὁποία εἶναι ἀσώματη ἀσπίδα ἐναντίον ἀοράτου ἐχθροῦ. Διότι ὁ διάβολος τοξεύει μέ διάφορα βέλη, ὕπουλα καί δόλια, ὅσους δέν ἔχουν νήψη (πρβλ. Ψαλμ. 10, 2). Ἐπειδή ὅμως ὁ ἐχθρός εἶναι ἀόρατος, ἔχουμε ἰσχυρό περίβλημα τήν πίστη, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Μαζί μέ ὅλα αὐτά νά πάρετε πάνω σας, σάν ἄλλη ἀσπίδα, τήν πίστη, μέ τήν ὁποία θά μπορέσετε νά σβήσετε ὅλους τούς καυστικούς πειρασμούς τοῦ πονηροῦ, πού μοιάζουν μέ βέλη πύρινα» (Ἐφεσ. 6, 16). Πολλές φορές στέλνεται ἀπό τό διάβολο πυρακτωμένο βέλος ἐπιθυμίας γιά αἰσχρή ἡδονή. Ἀλλά ἡ πίστη φέρνει στό νοῦ τήν Κρίση, τοῦ καταστέλλει τούς ἡδονικούς λογισμούς καί μ᾿ αὐτό τόν τρόπο μαραίνεται ἡ σαρκική ἐπιθυμία, δηλαδή ἐξουδετερώνεται τό σατανικό βέλος.
Ε´ . Μιλήσαμε πολύ γιά τήν πίστη, ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν ἡμέρα ἄν μιλούσαμε δέν θά ἦταν ἀρκετός ὁ χρόνος γιά νά ὁλοκληρώσουμε τή διήγησή μας. Γιά τώρα ὅμως ἄς ἀρκεστοῦμε, ἀπό τά πρότυπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μόνο στόν Ἀβραάμ, ἐπειδή μέ τήν πίστη γίναμε δικά του παιδιά (πρβλ. Ρωμ. 4, 11. Γαλ. 3, 7). Ἐκεῖνος δέν δικαιώθηκε μόνο ἀπό τά ἔργα του (Ἰακ. 2, 21), ἀλλά καί ἀπό τήν πίστη του (πρβλ. Γέν. 15, 6. Ρωμ. 4, 3. Ἰακ. 2, 23). Γιατί κατόρθωσε πολλά. Δέν ὀνομάστηκε ὅμως ποτέ ἄλλοτε φίλος τοῦ Θεοῦ, παρά μόνο ὅταν πίστεψε. Κάθε ἔργο πού ἔκανε τό ἔκανε μέ τήν πίστη3. Ἐγκατέλειψε τούς γονεῖς του γιά τήν πίστη. Ἐγκατέλειψε τήν πατρίδα του, τή χώρα του καί τό σπίτι του γιά τήν πίστη (πρβλ. ῾Εβρ. 11, 8-10). ῞Οπως ἀκριβῶς λοιπόν αὐτός πίστεψε καί δικαιώθηκε καί σύ πίστεψε γιά νά δικαιωθεῖς. ῏Ηταν δηλαδή νεκρωμένη ἡ σωματική του ἱκανότητα γιά τεκνογονία, γιατί ἦταν γέρος καί ἡ γυναίκα του καί αὐτή γριά καί δέν τούς ἀπέμενε καμιά ἐλπίδα γιά νά κάνουν παιδιά. Ὁ Θεός ὑπόσχεται στό γέροντα ὅτι θά κάνει παιδιά. Καί ἐπειδή δέν ἀσθένησε κατά τήν πίστη ὁ Ἀβραάμ (Ρωμ. 4, 19) —παρόλο πού αἰσθάνθηκε τό σῶμα του ἤδη νεκρωμένο— δέν συγκέντρωσε τήν προσοχή του στήν ἀδυναμία τοῦ σώματός του, ἀλλά στή δύναμη Ἐκείνου πού τοῦ ὑποσχόταν. Διότι θεώρησε ἀξιόπιστο Αὐτόν πού τοῦ ἔστελνε τήν τόσο χαρούμενη εἴδηση (πρβλ.῾Εβρ. 11, 11). Καί ἔτσι σάν ἀπό δυό νεκρά σώματα (πρβλ. ῾Εβρ. 11, 12), ἐντελῶς παράδοξα, ἀπέκτησε τό παιδί. Καί μετά, ἀφοῦ τό ἀπέκτησε, ὅταν πῆρε τήν ἐντολή νά προσφέρει τό γιό του —ἄν καί εἶχε ἀκούσει τό «ἀπό τόν Ἰσαάκ θά ἀποκτήσεις ἀπογόνους» (Γέν. 21, 12)— πρόσφερε τό μοναχοπαίδι του στόν Θεό (πρβλ. Γέν. 22, 2), πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός μποροῦσε καί νά τό νεκραναστήσει (πρβλ. ῾Εβρ. 11, 19). Καί ἀφοῦ ἔδεσε τό παιδί καί τό ἔβαλε πάνω στά ξύλα, τό πρόσφερε κατά τήν προαίρεσή του στόν Θεό. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ, τό παρέλαβε πίσω ζωντανό, γιατί ὁ Θεός τοῦ χάρισε ἀρνί γιά νά θυσιάσει ἀντί γιά τό παιδί του (πρβλ. Γέν. 22, 9-13). Τέλος, ἐπειδή ἀποδείχτηκε πιστός σ᾿ ὅλες αὐτές τίς δοκιμασίες, πῆρε τή σφραγίδα τῆς δικαιοσύνης μέ τήν περιτομή· καί ἡ πίστη πού ἔδειξε, πρίν ἀπό τήν περιτομή, ἐπισφραγίστηκε μέ τή νέα ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν, ὅτι θά γίνει πατέρας πολλῶν ἐθνῶν (πρβλ. Γέν. 17, 5).
Ϛ´ . ῎Ας δοῦμε λοιπόν πῶς εἶναι πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, ὁ Ἀβραάμ. ῞Ολοι μας, ἀβίαστα, ὁμολογοῦμε ὅτι εἶναι πατέρας τῶν Ἰουδαίων γιά τό λόγο τῆς φυλετικῆς κατά σάρκα διαδοχῆς. ῎Αν ὅμως στρέψουμε τήν προσοχή μας καί θεμελιώσουμε τή σκέψη μας στήν κατά σάρκα διαδοχή, τότε θά ἀναγκαστοῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ εἶναι ψεύτικη. Διότι μέ αὐτή τή βάση δέν εἶναι δυνατόν νά θεωρηθεῖ πατέρας ὅλων μας. Ἐκεῖνο ὅμως πού μᾶς κάνει ὅλους μας παιδιά του εἶναι ἡ ὑποδειγματική πίστη του στόν Θεό (πρβλ. Ρωμ. 4, 12). Πῶς καί μέ ποιό τρόπο γίνεται αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά πιστέψουν ὅτι μπορεῖ ποτέ ὁ ἄνθρωπος νά ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν. ῞Οπως δέν εἶναι δυνατόν νά πιστέψουν ὅτι μπορεῖ νά τεκνογονήσουν νεκρωμένα ἀπό τά γηρατειά ἄτομα. Ἀλλά ἐμεῖς πιστεύουμε στόν Χριστό, πού τώρα κηρύσσεται, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε μέν καί πέθανε, ἀλλά καί ἀναστήθηκε. Μέ τήν ὁμοιότητα τῆς πίστεως γινόμαστε παιδιά τοῦ Ἀβραάμ. Καί ἔτσι, ἀφοῦ πιστέψουμε, δεχόμαστε ὅμοια μ᾿ ἐκεῖνον τήν πνευματική σφραγίδα. Διά τοῦ Βαπτίσματος περιτεμνόμαστε μέ τή Χάρη καί τή δύναμη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὄχι κατά τό σῶμα, ἀλλά κατά τήν καρδιά, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἱερεμίας· «Νά περιτμήσετε, γιά χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἀκροβυστία τῆς καρδιᾶς σας» (πρβλ. Ἱερ. 4, 4). Καί ὅπως λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Κατά τήν περιτομή πού δεχτήκατε ἀπό τόν Χριστό, ὅταν ταφήκατε μαζί Του κατά τό Βάπτισμα» (Κολ. 2, 11-12) καί ὅσα ἄλλα σχετικά ἀκολουθοῦν.
Ζ´ . ῎Αν κρατήσουμε αὐτή τήν πίστη, δέν θά κατακριθοῦμε καί θά στολιστοῦμε μέ κάθε εἴδους ἀρετή. Γιατί τόση δύναμη ἔχει ἡ πίστη, ὥστε νά δίνει τή δυνατότητα νά περπατᾶνε οἱ ἄνθρωποι καί πάνω στή θάλασσα. ῎Ανθρωπος ἴδιος μ᾿ ἐμᾶς ἦταν ὁ Πέτρος, πού εἶχε σάρκα καί αἷμα καί μεγάλωσε καί ἀνδρώθηκε, τρώγοντας τίς ἴδιες μ᾿ ἐμᾶς τροφές. Ἀλλά ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε «ἔλα», ἐπειδή πίστεψε4, περπάτησε πάνω στά νερά (Ματθ. 14, 29), ἔχοντας τήν πίστη πιό σίγουρο θεμέλιο καί ἀπό τήν προκυμαία καί κινώντας ἀνάλαφρα τό βαρύ σῶμα του, χάρη στήν ἐλαφρότητα πού τοῦ χάριζε ἡ πίστη. ῞Οσο βέβαια εἶχε τήν πίστη, πατοῦσε γερά πάνω στό νερό. ῞Οταν ὅμως δίστασε, τότε ἄρχισε νά καταποντίζεται (πρβλ. Ματθ. 14, 30). Γιατί ὅσο ἔχανε λίγο-λίγο τήν πίστη, τόσο βούλιαζε καί τό σῶμα. Γνωρίζοντας ὅμως τό πάθημά του, τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς πού γιατρεύει τά πάθη τῶν ψυχῶν μας· «᾿Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;» (Ματθ. 14, 31). Καί πάλι, παίρνοντας δύναμη ἀπό τόν Χριστό, πού τόν κράτησε ἀπό τό δεξί χέρι, ἀφοῦ πάλι πίστεψε μέ τή χειραγωγία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἔκανε τήν ἴδια καί πάλι διαδρομή, περπατώντας στή θάλασσα. Αὐτό τό γεγονός, ὅτι δηλαδή περπάτησε πάλι, τό ἀναφέρει ἔμμεσα τό Εὐαγγέλιο πού λέει· «ἀφοῦ ἀνέβηκαν πάλι στό πλοῖο» (Ματθ. 14, 32). Διότι δέν εἶπε ὅτι κολυμπώντας ὁ Πέτρος ἀνέβηκε, ἀλλά ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὅσο διάστημα ἔκανε, περπατώντας στά κύματα πρός τόν Ἰησοῦ, τόσο περπάτησε καί ἐπιστρέφοντας μαζί Του, γιά νά ἀνέβη πάλι στό πλοῖο.
Η´ . Τόση δύναμη ἔχει ἡ πίστη, ὥστε δέν σώζεται μονάχα ἐκεῖνος πού πιστεύει, ἀλλά καί πολλοί σώθηκαν, χάρη στήν πίστη τῶν ἄλλων. Δέν ἦταν πιστός ὁ Παραλυτικός τῆς Καπερναούμ, ἀλλά ἐκεῖνοι πού τόν βάσταζαν καί πού χάλασαν τή σκεπή πίστευαν. Διότι μαζί μέ τό σῶμα ἦταν ἄρρωστη καί ἡ ψυχή τοῦ Παραλυτικοῦ. Καί μή νομίσεις ὅτι τόν κατηγορῶ ἐγώ ἄδικα. Αὐτό τό λέει τό Εὐαγγέλιο· «῞Οταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε», ὄχι τήν πίστη ἐκείνου, ἀλλά «τήν πίστη ἐκείνων, λέει στόν Παραλυτικό» (Ματθ. 9, 2)· «σήκω ἐπάνω» (Ματθ. 9, 6). Ἐκεῖνοι πού τόν βάσταγαν πίστευαν καί ὁ Παραλυτικός ἀπόλαυσε τή γιατρειά5.
Θ´ . Καί θέλεις νά βεβαιωθεῖς ὅτι μέ τήν πίστη ἄλλων σώζονται ἄλλοι; Πέθανε ὁ Λάζαρος (πρβλ. Ἰωάν. 11, 14). Πέρασε ἡ πρώτη, ἡ δεύτερη καί ἡ τρίτη ἡμέρα. Διαλύθηκαν τά νεῦρα του καί τό σῶμα του ἄρχισε νά σαπίζει. Πῶς μποροῦσε νά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος πού ἦταν τέσσερις ἡμέρες πεθαμένος καί νά παρακαλέσει γιά τόν ἑαυτό του τό Λυτρωτή; Ἀλλά αὐτό πού δέν μποροῦσε νά κάνει ὁ πεθαμένος τό ἔκαναν ἐκ μέρους του οἱ πραγματικές ἀδελφές του. ῞Οταν ἦρθε λοιπόν ὁ Κύριος, ἔπεσε στά πόδια του ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου (πρβλ. Ἰωάν. 11, 32) καί ὅταν ὁ Ἰησοῦς ρώτησε «ποῦ τόν θάψατε;» (Ἰωάν. 11, 34) καί ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε «Κύριε, ἤδη βρωμάει, ἔχει τέσσερις ἡμέρες πεθαμένος» (Ἰωάν. 11, 39), ὁ Κύριος εἶπε· «῎Αν πιστέψεις, θά δεῖς τή δόξα τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 11, 40). Καί αὐτό ἦταν σάν νά ἔλεγε. Ἐσύ ἀναπλήρωσε τήν πίστη πού δέν μπορεῖ νά ἔχει ὁ νεκρός6. Τόση λοιπόν δύναμη εἶχε ἡ πίστη τῶν ἀδελφῶν, ὥστε ξανάφερε τό νεκρό στή ζωή ἀπό τίς πύλες τοῦ ῞Αδη. Σκέψου καί κάπως ἀλλιῶς· ῎Αν ἄλλοι ἄνθρωποι, πού κατέθεσαν τήν πίστη τους γιά λογαριασμό ἄλλων, μπόρεσαν νά χαρίσουν τήν ἀνάσταση σέ νεκρούς, ἐσύ πού θά πιστέψεις εἰλικρινά γιά χάρη τοῦ ἑαυτοῦ σου, δέν θά ὠφεληθεῖς πολύ περισσότερο; Ἀλλά, καί ἄν ἀκόμα εἶσαι ἄπιστος ἤ ὀλιγόπιστος, ὁ Κύριος εἶναι φιλάνθρωπος καί δέχεται τή μετάνοιά σου. Μόνο καί σύ πές Του μέ εὐγνωμοσύνη· «Πιστεύω Κύριε, βοήθησε τήν ἀπιστία μου» (Μάρκ. 9, 24). Καί ἄν νομίζεις ὅτι εἶσαι πιστός, ὅμως δέν ἔχεις ἀκόμα τήν τέλεια πίστη. ῎Εχεις ἀνάγκη ὅπως καί οἱ Ἀπόστολοι νά πεῖς· «Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη» (Λουκ. 17, 5). ῞Ενα μέρος λοιπόν πίστεως ἔχεις ἐσύ καί τό ἄλλο, τό πολύ, θά τό πάρεις ἀπό Ἐκεῖνον.
Ι´ . ῾Η πίστη ἔχει ἕνα ὄνομα, ἀλλά μέ τό ὄνομα αὐτό φανερώνει δύο πράγματα. Τό ἕνα εἶδος πίστεως εἶναι τό δογματικό, πού φανερώνει τή συγκατάθεση τῆς ψυχῆς γιά μιά συγκεκριμένη διδασκαλία ἤ ἀλήθεια. Καί αὐτό ὠφελεῖ τήν ψυχή, ὅπως εἶπε καί ὁ Κύριος· «Ἐκεῖνος πού ἀκούει τό λόγο μου καί πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον πού μέ ἀπέστειλε, θά ἔχει ζωή αἰώνια καί δέν θά περάσει ἀπό Κρίση» (Ἰωάν. 5, 24). Καί πάλι· «Ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Υἱό, δέν θά κριθεῖ» (πρβλ. Ἰωάν. 3, 18), ἀλλά «θά μεταβεῖ ἀπό τό θάνατο στή ζωή» (Ἰωάν. 5, 24). ῎Ω! Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ! Οἱ δίκαιοι ἐργάστηκαν πνευματικά πολλά χρόνια καί εὐαρέστησαν στόν Θεό. Καί αὐτό πού ἐκεῖνοι κατόρθωσαν νά πετύχουν μέ τήν εὐαρέστηση πολλῶν ἐτῶν, αὐτό τό χαρίζει τώρα ὁ Κύριος σέ μᾶς γιά προσπάθεια μιᾶς ὥρας. «῎Αν λοιπόν πιστέψεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τοῦ κόσμου καί ὅτι ὁ Θεός Τόν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, θά σωθεῖς» (Ρωμ. 10, 9) καί θά μετατεθεῖς στόν Παράδεισο ἀπό Ἐκεῖνον πού ἔβαλε τό ληστή στόν Παράδεισο (πρβλ. Λουκ. 23, 43). Καί νά μήν ἀπιστήσεις ὅτι αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει. Διότι Ἐκεῖνος πού ἔσωσε τό ληστή σέ μιά ὥρα, σ᾿ αὐτόν τόν ἅγιο τόπο τοῦ Γολγοθᾶ, Αὐτός θά σώσει καί σένα, ἅμα βέβαια πιστέψεις.
ΙΑ´ . Τό δεύτερο εἶδος τῆς πίστεως εἶναι ἐκεῖνο πού θά τό λέγαμε ἐνεργητική πίστη, δηλαδή χαρισματική καί βιωματική λειτουργία τῆς πίστεως, γιατί δωρίζεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ7. «Σέ ἄλλον δίνεται ἀπό τό Πνεῦμα λόγος σοφίας, σέ ἄλλον λόγος γνώσεως, σύμφωνα μέ τή χορηγία τοῦ ῎Ιδιου ῾Αγίου Πνεύματος. Σέ ἄλλον χάρισμα πίστεως ἀπό τό ῎Ιδιο τό Πνεῦμα. Σέ ἄλλον χάρισμα θεραπείας διαφόρων ἀσθενειῶν» (Α´ Κορ. 12, 8-9). Αὐτή λοιπόν ἡ πίστη, πού δωρίζεται ἀπό τή Χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, δέν ἔχει σχέση μόνο μέ τό δόγμα, ἀλλά εἶναι ἐκείνη πού ἐνεργεῖ καί τά θαυμαστά πράγματα πού ξεπερνοῦν τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. ῞Οποιος λοιπόν ἔχει αὐτή τήν πίστη, θά πεῖ σ᾿ αὐτό τό ὄρος «πήγαινε ἀπό ἐδῶ ἐκεῖ, καί αὐτό θά πάει» (Ματθ. 17, 20). Γιατί, ὅταν μέ πίστη πεῖ κάποιος κάτι, πιστεύοντας ὅτι θά γίνει καί δέν ἔχει δισταγμό ἤ ἀμφιβολία μέσα του, τότε θά λάβει τή σχετική Χάρη. Γι᾿ αὐτή τήν πίστη ἔχει εἰπωθεῖ τό «ἄν ἔχετε πίστη ὅσο ἕνας σπόρος σιναπιοῦ» (Ματθ. 17, 20). Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ εἶναι μικρός στό μέγεθος, ἀλλά ἔχει μέσα του πολλή δύναμη καί ὅταν τόν σπείρουν παίρνει ἐλάχιστο μέρος γῆς, ὅταν ὅμως μεγαλώσει ἁπλώνει μεγάλα κλαδιά καί μπορεῖ νά σκεπάσει μέσα στό φύλλωμά του ἀκόμα καί πλῆθος ἀπό πουλιά (πρβλ. Ματθ. 13, 32), ἔτσι εἶναι καί ἡ πίστη στήν ψυχή. ῞Οταν εἶναι δυνατή, κατορθώνει πολύ μεγάλα πράγματα. Αὐτή λογίζεται περί τοῦ Θεοῦ καί τόν Θεό θεωρεῖ, ὅσο βέβαια τή χαριτώνει, τήν ἐνισχύει ὁ φωτισμός τοῦ Θεοῦ. Αὐτή περιδιαβαίνει τά πέρατα τοῦ κόσμου καί βλέπει, καί πρίν ἀκόμα τελειώσει αὐτή ἡ ζωή, τή μέλλουσα Κρίση καί τήν ἀνταπόδοση ὅσων μᾶς ἔχει ὁ Θεός ὑποσχεθεῖ. Νά ἔχεις λοιπόν τήν πίστη πού χρειάζεται ἀπό μέρους σου πρός τόν Θεό, γιά νά λάβεις ἀπό Ἐκεῖνον τήν ἐνεργητική πίστη πού ξεπερνάει τήν ἀνθρώπινη δύναμη.
ΙΒ´ . Σάν προσωπική πίστη σου λοιπόν, πού θά τήν μάθεις καί θά τήν ἀπαγγέλλεις, πρέπει νά ἀποκτήσεις καί νά τηρήσεις μόνο αὐτή πού ἡ Ἐκκλησία τώρα σοῦ παραδίδει καί πού εἶναι κατοχυρωμένη μέ τίς αὐθεντικές ἀλήθειες τῆς ἁγίας Γραφῆς. Ἐπειδή ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά διαβάζουν ὅλοι τίς ἅγιες Γραφές —ἀφοῦ ἄλλοι εἶναι ἄνθρωποι μικρῆς ἀντιλήψεως καί ἄλλοι ἐμποδίζονται ἀπό τίς διάφορες ἀσχολίες τους νά μελετήσουν καί νά μάθουν— περιλαμβάνουμε ὅλη τή δογματική διδασκαλία τῆς πίστεώς μας σέ λίγους στίχους, γιά νά μή χαθοῦν οἱ ψυχές ἀπό τήν ἀμάθεια. Αὐτούς τούς στίχους θέλω νά τούς ἀποστηθίσετε καί νά τούς ἀπαγγέλλετε μέ πολλή προσοχή, γράφοντάς τους ὄχι σέ χαρτί, ἀλλά χαράζοντάς τους στή μνήμη καί στήν καρδιά σας. Καί νά φυλαγόσαστε ὅταν τούς μελετᾶτε, νά μήν ἀκούσει κανείς Κατηχούμενος αὐτά πού τώρα ἐδῶ σᾶς παραδίνουμε. Αὐτή τήν πίστη νά τήν ἔχετε γιά ἐφόδιο σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς σας καί νά μή δεχτεῖτε πέρα ἀπό αὐτή ποτέ καμιά ἄλλη. Οὔτε καί ἄν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀλλάξουμε γνώμη καί ἔρθουμε σέ ἀντίθεση μέ ἐκεῖνα πού τώρα σᾶς διδάσκουμε. Οὔτε ἄν ὁ διάβολος μετασχηματιστεῖ σέ φωτεινό ἄγγελο (πρβλ. Β´ Κορ. 11, 14) καί θελήσει νά σᾶς πλανήσει. Γιατί, κι ἄν ἀκόμα ἐμεῖς ἤ κάποιος ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό σᾶς εὐαγγελιστεῖ κάτι ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού παραλάβατε, νά εἶναι ἀναθεματισμένος (Γαλ. 1, 8-9). Καί τώρα μέν, ἀκούγοντας μιά λέξη, νά φέρνεις στό νοῦ σου τήν πίστη, νά περιμένεις ὅμως τήν κατάλληλη στιγμή νά διδαχτεῖς ἀπό τήν ἁγία Γραφή γιά τό πλῆρες περιεχόμενο κάθε ἄρθρου. Γιατί οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως δέν συντάχθηκαν κατά τήν ἀνθρώπινη γνώμη καί ἐπιθυμία, ἀλλά ἀφοῦ συλλέχθηκαν τά κυριότερα σημεῖα ὅλων τῶν Γραφῶν, συντάχθηκε περιληπτικά ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς πίστεως. Καί ὅπως ἀκριβῶς ὁ μικρός σπόρος τοῦ σιναπιοῦ περιέχει δυναμικά ὅλο τό φυτό στήν πλήρη ἀνάπτυξή του, ἔτσι καί αὐτό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως συγκέντρωσε, μέσα σέ λίγα λόγια, ὅλη τή γνώση τῆς εὐσέβειας, πού περιέχεται σ᾿ ὁλόκληρη τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη8. Προσέχετε λοιπόν, ἀδελφοί, καί κρατεῖτε τίς παραδόσεις (πρβλ. Β´ Θεσ. 2, 15), τίς ὁποῖες τώρα παραλάβατε καί γράψτε τες βαθιά μέσα στήν καρδιά σας (πρβλ. Παρμ. 7, 3).
ΙΓ´ . Κρατῆστε τες μέ εὐλάβεια νηπτική, ὥστε νά μήν τίς φθείρει ὁ ἐχθρός δολίως μέσα στίς ψυχές μερικῶν ἀπό σᾶς. Προσέξτε μήπως κάποιος αἱρετικός ἀλλοιώσει κάτι ἀπό αὐτά πού σᾶς παραδίδουμε. Γιατί ἡ πίστη μοιάζει μέ τήν κατάθεση χρημάτων στήν Τράπεζα (πρβλ. Λουκ. 19, 23), πράγμα πού τώρα κάναμε κι ἐμεῖς. Ὁ Θεός θά μᾶς ζητήσει λόγο γι᾿ αὐτή τήν παρακαταθήκη. «Σᾶς ἐξορκίζω», καθώς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος ζωοποιεῖ τά πάντα καί ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μαρτύρησε τήν ἐποχή τοῦ Πόντιου Πιλάτου, νά τηρήσετε αὐτή τήν καλή ὁμολογία καί τήν πίστη πού σᾶς παραδόθηκε, ἄσπιλη, μέχρι τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Α´ Τιμ. 5, 21 καί 6, 13-14). Τώρα σοῦ παραδόθηκε θησαυρός ζωῆς καί ὁ Δεσπότης, ὅταν ἔρθει πάλι, θά σοῦ ζητήσει αὐτό πού σοῦ παρέδωσε. Αὐτή θά τήν κάνει σέ ὅλους φανερή, κάποια ὁρισμένη στιγμή, ὁ μακάριος καί μόνος δυνάστης, ὁ Βασιλιάς τῶν βασιλιάδων καί Κύριος τῶν κυρίων. Ὁ μοναδικός κάτοχος τῆς ἀθανασίας, Ἐκεῖνος πού κατοικεῖ σέ ἀπρόσιτο φῶς καί τόν Ὁποῖο δέν εἶδε ποτέ κανένας ἄνθρωπος, οὔτε θά μπορέσει ποτέ νά δεῖ (πρβλ. Α´ Τιμ. 6, 15-16). Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα ἡ τιμή καί ἡ δύναμη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ῾Η ἁγία καί Ἀποστολική πίστη πού παραδόθηκε στούς Φωτιζόμενους σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσή μας πρός αὐτούς.
Α´ . Πιστεύουμε σέ ῞Ενα Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα· δημιουργό τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὅλων τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων.
Β´ . Καί σέ ῞Εναν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ τό Μονογενή. Σ᾿ Αὐτόν πού γεννήθηκε προαιώνια ἀπό τόν Πατέρα καί ὁ Ὁποῖος εἶναι Θεός ἀληθινός καί διά τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τά πάντα.
Γ´ . Σ᾿ Αὐτόν πού προσέλαβε σάρκα καί ἔγινε ἄνθρωπος (ἀπό τήν Παρθένο καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα).
Δ´ . Σ᾿ Αὐτόν πού σταυρώθηκε καί θάφτηκε.
Ε´ . Σ᾿ Αὐτόν πού ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα.
Ϛ´ . Σ᾿ Αὐτόν πού ἀνέβηκε στούς οὐρανούς καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ-Πατέρα.
Ζ´ . Σ᾿ Αὐτόν πού θά ἔρθει μέσα σέ δόξα, νά κρίνει ζωντανούς καί νεκρούς καί τοῦ Ὁποίου ἡ Βασιλεία δέν θά τελειώσει ποτέ.
Η´ . Πιστεύουμε καί σέ ῞Ενα ῞Αγιο Πνεῦμα, τόν Παράκλητο, Αὐτό πού μίλησε μέ τή γλώσσα τῶν Προφητῶν.
Θ´ . Πιστεύουμε καί σέ ῞Ενα Βάπτισμα μετάνοιας, μέ τό ὁποῖο συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες μας.
Ι´ . Πιστεύουμε καί σέ Μία, ῾Αγία, Καθολική Ἐκκλησία.
ΙΑ´ . Πιστεύουμε καί στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων.
ΙΒ´ . Πιστεύουμε καί στήν αἰώνια ζωή.
Σχόλια εἰς τήν Ε΄Κατήχηση
1. Γιά τή νοοτροπία τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ «κατά σάρκα», μονάδα μετρήσεως τοῦ πλουτισμοῦ εἶναι τά αἰσθητά, ὅσα ἐξασφαλίζουν τήν ἐπιβίωση, ὅσα μποροῦν νά μετρηθοῦν στίς τρεῖς τους διαστάσεις (μῆκος, πλάτος, ὕψος). Μέ ἁπλά λόγια εἶναι ἡ μυωπική, ὑλόφρων ἐκτίμηση τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτόν πού ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» τά πράγματα εἶναι ἀντιστρόφως ἀνάλογα. Ἀπόλυτο ἀγαθό εἶναι ὁ Θεός καί τό θέλημά Του καί μονάδα μετρήσεως τοῦ πλουτισμοῦ, τό ποσοστό τῆς ταύτισης τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θέλημα τοῦ «ἐν οὐρανοῖς Πατρός». Αὐτός ὁ πλουτισμός πορίζεται ἀπό τήν ἐπιτυχή ἔκβαση τῆς πάλης τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν τριμέτωπο πειρασμό μιᾶς ἐρήμου (Ματθ. 4, 1), πού, στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀφετηρία της ἔχει τήν ἴδια τή «φύση» του καί τίς «ἀνάγκες» της. Ὁ πλοῦτος τοῦ πιστοῦ πολλές φορές ἀπαιτεῖ τήν «κατά σάρκα» πτωχεία, τό μή «ἔχειν ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι» (Ματθ. 8, 20), τή γυμνότητα τοῦ Σταυροῦ καί τήν ἀφάνεια ἑνός τάφου. Μέσα ἀπό τήν πτωχή μηδαμινότητα ὅμως φανερώνεται ἡ δόξα τῶν «κρίνων τοῦ ἀγροῦ» καί ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία τῶν «πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ» (Ματθ. 6, 26). Ὁ πιστός «ὁρᾷ τὸν ῎Οντα» ἀοράτως καί θυσιάζοντας τό λίγο, τό ἐπί μέρους, γεύεται τό «πᾶν», τό «καθ᾿ ὁλοκληρίαν» ἀγαθό. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ἡ πίστη προϋπόθεση ἔχει τό «λυθῆναι τῆς ὕλης» καί συνέπεια ἔχει τό «συνδεθῆναι τῷ Θεῷ» (Λόγ. ΚΓ´). Καί τρόπος ζωῆς τοῦ πιστοῦ εἶναι τό «διατρίβειν ἐν πτωχείᾳ» (Λόγ. Α´). ῾Η Λειτουργική ἐμπειρία τῆς «πτωχείας» τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, φτάνει σέ κάποια ἀπόλυτη ἔκφανση, τή στιγμή πού ἀκούγεται ἡ εὐχή· «Σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα, Δέσποτα». Αὐτή ἡ ἀπέκδυση ὅμως τοῦ «βίου παντός» καί ἡ κάθοδος στό «οὐδέν» βεβαιώνει τό χωμάτινο ἄνθρωπο ὅτι «υἱὸς Θεοῦ γέγονε». Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὀνομάζει τήν πίστη «ἀγωγέα» (ἅγ. Ἰγνάτ. Πρός Ἐφεσ. 9, 1) τοῦ ἀνθρώπου στόν οὐρανό. Δι᾿ αὐτῆς ὁ «κατά χάριν» Θεός «ἐποπτεύει» τούς οὐρανούς καί ὄντας τέλεια πτωχός «κατ᾿ ἄνθρωπον» «πλουτεῖ ἐν Θεῷ» (Λουκ. 12, 21) καί «πλουτίζει» πολλούς (Β´ Κορ. 6, 10). Εἶναι «ὁ μηδὲν ἔχων καὶ τὰ πάντα κατέχων», γιατί «κατέχει ἐν ἑαυτῷ τόν Συνοχέα τοῦ παντός».
2. ῾Η πίστη στή δεδηλωμένη ἤ ἄδηλη ἐλπίδα τῆς ἀνταμοιβῆς εἶναι τό στοιχεῖο πού χαρακτηρίζει καί προσδιορίζει τίς σχέσεις τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τό συνάνθρωπο. Τό «δοῦναι καί λαβεῖν» εἶναι ὁ δεσμός πού κρατάει σέ ἐπαφή τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους καί σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἀπό τότε πού τό «ἄτομο» πῆρε τή θέση τοῦ «προσώπου», ὁ ἄλλος —Θεός ἤ συνάνθρωπος— ἔγινε «ἀλλότριος». ῞Οταν ὁ Ἀδάμ ἔπαψε νά ζεῖ τήν ἀγαπητική κοινωνία τοῦ «Προσώπου» τοῦ Θεοῦ, σμικρύνθηκε τόσο καί ἀπωλέστηκε καί ὁ ἴδιος ὡς πρόσωπο, ὥστε ἄρχισε νά ἀντιμετωπίζει τόν Θεό ὡς δόλιο δυνάστη, πού ἐπεδίωκε τήν ἐκμετάλλευση τῆς ὑπακοῆς τοῦ Πρωτόπλαστου, γιά νά διακρατεῖ τήν ἰσχύ καί τήν ἐπιβολή του στόν ἄνθρωπο καί στή δημιουργία. ῾Η ἀρρώστια ἔκτοτε μεταδόθηκε «φυσικά» σ᾿ ὅλους τούς ἀπογόνους τοῦ γενάρχη τῆς ἀνθρωπότητας. Ἀκόμα καί οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ζοῦν καί σκέπτονται μέ βάση τίς ἴδιες κατηγορίες καί προσδιορίζουν «ἐπ᾿ ἀμοιβῇ» τίς διαπροσωπικές σχέσεις τους· «Ἐγενήθη ῥῆμα Κυρίου πρὸς ῎Αβραμ ἐν ὁράματι, λέγων· Μὴ φοβοῦ ῎Αβραμ· ἐγὼ ὑπερασπίζω σου· ὁ μισθός σου πολὺς ἔσται σφόδρα. Λέγει δὲ ῎Αβραμ· Δέσποτα, τί μοι δώσεις;» (Γέν. 15, 1). ῾Η τήρηση τῆς συμφωνημένης ἀμοιβῆς ἦταν γιά τόν Παλαιοδιαθηκικό ἄνθρωπο ταυτόσημη μέ τήν πλήρωση τῆς δικαιοσύνης. ῞Οταν ὁ Θεός-Λόγος ἐνανθρώπησε, κάλεσε ἐκ νέου τόν ἄνθρωπο στήν παραδείσια ἀγαπητική σχέση τῶν προσώπων, χρησιμοποιώντας «τό ἀγκίστρι» τῆς ἀνταμοιβῆς γιά ὅσους καταλάβαιναν μονάχα αὐτή τή γλώσσα (Ματθ. 5, 3-11) καί τό ἀναλλοίωτο τῆς Πατρικῆς Ἀγάπης (Λουκ. 15, 11-32) γιά ἐκείνους πού εἶχαν διαβεῖ τό κατώφλι τῆς αὐτοεξουδένωσης καί εἶχαν φτάσει στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» τῆς δικῆς Του ταπείνωσης. Γιατί, πραγματικά, μόνο αὐτοί γνώρισαν «ἐν αἰσθήσει» τό «σεσιγημένον μυστήριον» τῆς «ἐν Χριστῷ» σωτηρίας. Αὐτή ἡ «ὑπέρ ἄνθρωπον» γνώση τούς δίδαξε ὅτι εἶναι τό «οὐδέν», ἔξω ἀπό τό ζωηφόρο χῶρο αὐτῆς τῆς Ἀγάπης. Αὐτή τούς δίδαξε νά κινοῦνται «παράλογα», προσφέροντας «ἀλάβαστρον μύρου» τά δάκρυά τους (Λουκ. 7, 37) ἤ νά ἐκζητοῦν τήν αἰώνια θέα τοῦ Προσώπου Του (Λουκ. 23, 42), ἐνῶ δέν εἶχαν τίποτε τό ἀγαθό, γιά τό ὁποῖο μποροῦσαν νά ἐλπίσουν ἀπολαβή. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ τή σάρκωσή Του, ὡς καλός Παιδαγωγός καί Ἰατρός, κατῆλθε στίς ἐσχατιές κάθε ψυχῆς, στόν ξεχωριστό «ἅδη» τοῦ κάθε πλάσματός Του, στό ἐπίπεδο πού ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νά Τόν «καταλάβει», ἄλλοτε προκαλώντας τον, μέ τήν ὑπόσχεση τῆς ἀνταποδόσεως καί ἄλλοτε προσκαλώντας τον μέ τήν «ἄρση τοῦ περικαλύμματος τῆς σαρκός», στή θέα καί τήν κοινωνία τοῦ Θεανδρικοῦ Εἶναι Του. ῞Ωστε ὁ ἄνθρωπος μέ τά βιώματα πότε τοῦ μισθωτοῦ καί πότε τοῦ υἱοῦ, νά μπορέσει νά κατανοήσει ὅτι, περιμένοντας ἀμοιβή γιά τά ἔργα του, θάβεται στό «ἐπί μέρους»· καί ζητώντας «ἀδιάκριτα» τή θέα τοῦ «Ἀρρήτου κάλλους Του», κάθεται «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός», ἀδελφός καί συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ στούς αἰῶνες. Ὁ ἅγιος Κύριλλος δέν θέτει ὡς βασικό θέμα τήν ἀνταμοιβή στήν πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Τό θέμα πού θέτει εἶναι ἡ ἀντιστοιχία μεταξύ φρονήματος καί βουλήσεως. Λειτουργεῖται καθημερινά στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ θέλησή μας διαλέγει τό δρόμο της σύμφωνα μέ τά φρονήματά μας. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ἄλλες πραγματικότητες τίς γνωρίζει μέ τά αἰσθητήρια καί ἄλλες πραγματικότητες τίς προσδιορίζει καί τίς ἀντιλαμβάνεται μέ τήν πίστη. ῾Η πίστη δέν λειτουργεῖται μόνο μέσα στή θρησκευτική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπωσδήποτε ὅμως ἄλλο εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς πίστεως μέσα στό θρησκευτικό ἤ χριστιανικό χῶρο καί ἄλλο στόν κοινωνικό ἤ ἐπαγγελματικό ἤ ἐμπορικό. «Ἐν Χριστῷ πιστεύοντες», ζοῦμε τίς ἐγκόσμιες πραγματικότητες συσχετισμένες καί ἀποτιμημένες μέ βάση τίς ὑπερκόσμιες πραγματικότητες, πού μᾶς ἀποκαλύπτονται μέσα στή βιωματική λειτουργία τῆς πίστης μας καί χάρη στήν κοινωνία πού ὁ Χριστός μᾶς χαρίζει μέ τήν «ἐν οὐρανοῖς Βασιλεία Του». ῾Η ἐπίγνωση τῆς ἀνάστασης μᾶς κάνει νά στέργουμε τό σταυρό, μά ἡ ἀνάσταση δέν εἶναι μισθαποδοσία γιά τό σταυρό. Καί τό νά σηκώσει κανείς τό σταυρό του εἶναι θεϊκό δῶρο. Δέν πληρώνει κανείς μισθό σέ κάποιον πού δέχεται τά δῶρα του. Μπαίνω σέ ἕνα ἀεροπλάνο πού γνωρίζω τόν προορισμό τῆς πτήσεώς του. Τό νά φτάσω στόν προορισμό δέν εἶναι ἀνταμοιβή γιά τήν εἴσοδό μου σ᾿ αὐτό· εἶναι ἕνα ἀποτέλεσμα φυσικό καί φυσικά προσδοκώμενο, γιά τό ὁποῖο ἔχω καταθέσει τή θέλησή μου. Ἐφόσον μέ τή θέλησή μου γίνομαι «σύμφυτος» μέ τόν Χριστό, ἡ μετά τήν ἁγία κολυμβήθρα ζωή μου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς «σύμφυτης» ὕπαρξής μου «ἐν Χριστῷ» καί δέν εἶναι μισθός κάποιων ὑπηρεσιῶν πού προσφέρω στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ὁ ἠθικισμός, πού στή βάση του εἶναι δεϊστικός, ἴσως δικαιώνεται, ὅταν ἀναζητεῖ σχέση μισθαποδοσίας. ῾Η «ἐν Χριστῷ» ζωή, δέν λειτουργεῖται μισθωτικά καί ἠθικά, ἀλλά μυστικά, ὑπαρκτικά καί πραγματικά· μόνο πού ἡ πραγματικότητα αὐτή εἶναι κατανοητή καί βιώσιμη «ἐν Χριστῷ». «Ἐν Χριστῷ» σταυρός καί ἀνάσταση, ἀτιμία καί δόξα, χαρμολύπη, εἶναι «φυσικές» πραγματικότητες, ὑπέρβαση τῆς μεταπτωτικῆς κακοδαιμονίας τοῦ ἀνθρώπου.
3. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης «πίστις ἐστὶ ἀπράγμων συναίνεσις» (Ρ. G. 37, 432Α). Εἰκόνα καί ὑπόδειγμα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς πίστεως εἶναι ὁ Ἀβραάμ. ῞Οταν ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά ἐγκαταλείψει τήν πατρίδα του, ὑπάκουσε καί ἀφήνοντας τά πάντα ἐξῆλθε «ἐκ τῆς γῆς καὶ τῆς συγγενείας του» (Γέν. 12, 1). Δέν ρώτησε τόν Θεό «γιατί»; Δέν ἐξασφάλισε πρῶτα «προϋποθέσεις», δέν ἔθεσε «ὅρους». Εἶχε ἀφεθεῖ πλήρως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἦταν ὁ νόμος, ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξής του. Δέχτηκε φυσικά καί ἀναντίρρητα τήν κλήση τοῦ Θεοῦ, ὡς καρπό καί συνέπεια τοῦ «διαλόγου» πού εἶχε μαζί Του καί σήκωσε τίς συνέπειες τῆς ὑποταγῆς του στό θεῖο θέλημα, «χωρὶς γογγυσμῶν καὶ διαλογισμῶν» (Φιλιπ. 2, 14). ῞Οταν στή συνέχεια τοῦ ζητήθηκε νά θυσιάσει τόν Ἰσαάκ, ἡ πατρική του καρδιά ἐνήργησε σύμφωνα μέ τήν «ὑπέρ νοῦν» ἀντινομία τῆς πίστεως· «Πίστις ἐστίν, ἀνενδοίαστος ψυχῆς στάσις, ὑπ᾿ οὐδεμιᾶς ἐναντιότητος κλονουμένης», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης (Λόγ. ΚΖ´, λγ´). (Δέν θά πρέπει ἀσφαλῶς, νά παρανοηθεῖ ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἀβραάμ καί ἡ δική μας ἀναφορά πού γίνεται στό προηγούμενο σχόλιο τῆς παρούσας Κατήχησης, τό ὁποῖο βεβαίως ἀφορᾶ ἀποκλειστικά στή γενική, περί ἀντιμισθίας, Παλαιοδιαθηκική νοοτροπία). ῎Ετσι ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ δίδαξε ἔμπρακτα ὅτι ἡ πίστη εἶναι μιά σταυρωτική πρόκληση, ἕνα «ἔλλογο» ξεπέρασμα τῆς λογικῆς, πού κάνει τό ἀόρατο πιό σίγουρο καί πιό οἰκεῖο ἀπό τό ὁρατό καί πού χαρίζει στήν ψυχή τήν «πρώτη ἀνάσταση» ἀπό τά πάθη καί τούς δεσμούς τῆς ὕλης. Γιατί ἡ πίστη εἶναι «ὦτα τῆς ψυχῆς» (Κλήμ. Στρωμ. Ρ. G. 9, 9Β) πού μυστικά καί ἀδιάκοπα «ἐνωτίζονται» τό θέλημα τοῦ Πατρός. ῞Οσοι ἔζησαν αὐτή τήν πίστη βροντοφωνάζουν στούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων· «Εἷς πλοῦς, μία ὁδός, εἷς λιμήν, ἡ πίστις» (Ἰωάν. Χρυσοστ. «Ὁμιλία στούς Μάρτυρες»).
4. Μέ τήν οἰκείωση τῆς πίστεως ἀρχίζει ἡ θεραπεία καί ἡ ἀνάρρωση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Μέ τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται «ἐκ τῶν ἔσω» καί ἀποβάλλει «τίς σκιές τοῦ θανάτου», πού τοῦ κυκλώνουν τό νοῦ «ὥσπερ μέλισσαι κηρίον», ἐνῶ ταυτόχρονα ἀποκτάει «θεμέλιο ἔμφρονος προαιρέσεως» (Κλήμ. Στρωμ. Ρ. G. 8, 940ΑΒ) γιά καθετί ἀγαθό. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος πίστευε στόν Χριστό καί γνώριζε ἐμπειρικά ὅτι ὁ λόγος Του εἶναι καί «Θεοῦ δύναμις» (Α´ Κορ. 1, 18), πού μποροῦσε νά τοῦ δώσει ὁποιαδήποτε χαρισματική ἱκανότητα, ἀκόμα καί τό νά βαδίσει «ἐπί τῶν κυμάτων». Εἶχε τήν πίστη ἐκείνη ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τή γνώση· «Πίστις ἐστί, γνῶσις ἀληθὴς ἀναποδείκτους ἔχουσα τὰς ἀρχάς, ὡς τῶν ὑπὲρ νοῦν… ὑπάρχουσα πραγμάτων ὑπόστασις», λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (Ρ. G 90, 1085). Πίστη καί γνώση, σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, εἶναι χάρη στήν ψυχή, ἴαση στή διάνοια, ῾Αγίου Πνεύματος «πληροφορία ἐν αἰσθήσει» στόν ὅλο ἄνθρωπο, δωρεά χαρισματική, «ἐξ ἀναποδείκτων εἰς τὸ καθόλου ἀναβιβάζουσα τὸ ἁπλοῦν» (Κλήμ. Στρωμ. Ρ. G. 8, 945Α). Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση ἡ πίστη δέν εἶναι παράγωγο τῆς γνώσης καί τῆς ἐπιστημονικῆς πειθοῦς, ἀλλά ἀντίστροφα «ἡ πίστη εἶναι πηγή καί κριτήριο τῆς γνώσης» (Κλήμ. Στρωμ. 2, 4). Γιατί ἡ πίστη δέν εἶναι στεγανή διανοητική βεβαιότητα, ἀλλά πρωτίστως βουλητική συγκατάθεση καί ταπεινή παράδοση τοῦ πεπερασμένου πλάσματος στόν ἄπειρο καί προαιώνιο Δημιουργό Του. Ὁλόκληρη ἡ παράγραφος Ζ´ θά μποροῦσε νά ἔχει τίτλο τήν πρώτη πρότασή της· «Ταύτην ἐὰν τηρήσωμεν τὴν πίστιν, ἀκατάγνωστοι ἐσόμεθα, καὶ παντοίοις ἀρετῶν εἴδεσι κοσμηθησόμεθα». Μέ σκοπό νά ἀποδείξει τήν ἀλήθεια αὐτῆς τῆς θέσεως ὁ ἅγιος Κύριλλος παρουσιάζει καί σχολιάζει θεολογικά τό περπάτημα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου πάνω στή θάλασσα. ῾Η πίστη στόν Ἰησοῦ καί στό θέλημά Του μᾶς μεταφέρει πραγματικά καί βιωματικά σέ μιά ὑπερφυσική πραγματικότητα καί αὐτή γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τούς ἀπίστους ὡς «θαῦμα». ῾Η μείωση ἤ ἡ διαστροφή τῆς πίστης μᾶς ξαναγυρίζει στή φυσική πραγματικότητα. ῾Η ἐπαναφορά μας στή «φυσική» πραγματικότητα, γίνεται ἀφορμή ταπεινώσεως καί ἐπαναλήψεως τῆς πορείας πρός τήν «ὑπερφυσική» πραγματικότητα, πού πηγάζει μόνο ἀπό τήν «ἐν Χριστῷ» ἀναγέννησή μας. Αὐτή τή στέρηση ἤ τήν καθυστέρηση τῆς ἀναγεννήσεως ἔχουν ὡς βάση τοῦ ὑπαρκτικοῦ θρήνου τους οἱ ἅγιοι ἤ οἱ πρός τήν ἁγιότητα φερόμενοι.
5. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (ΕΠΕ 9, 262) —ὅπως καί πολλοί ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας— ἑρμηνεύει τήν περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἀναφέρεται στή θεραπεία τοῦ Παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ, τονίζοντας ἰδιαίτερα τό γεγονός τῆς ἀναγκαιότητας τῆς βουλητικῆς συμμετοχῆς τοῦ πάσχοντος στήν ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους. Δικαιολογεῖ δέ τήν ἐκπροσώπησή τους ἀπό ἄλλους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μόνο στήν περίπτωση πού οἱ πάσχοντες εἶναι καί ψυχοδιανοητικά ἀνίκανοι νά ἐκφραστοῦν καί νά αὐτενεργήσουν. (Πρβλ. Ματθ. 8, 5. 13 καί 9, 2. Μάρκ. 5, 22 καί 7, 25, ὅπου ὁ Χριστός ἀναφέρεται στήν πίστη τῶν ἀνθρώπων τοῦ περιβάλλοντος τοῦ πάσχοντος).
6. Ἐδῶ ὁ ἱερός Πατέρας ὑπαινίσσεται τό μυστήριο τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων. ῾Η «ἐν Χριστῷ» πίστη καί ζωή καταλύει τά χρονικά καί τά τοπικά πλαίσια τῆς καθημερινότητας, μεταβάλλοντας τή γῆ σέ οὐρανό καί μετατρέποντας τό «ροώδη» χρόνο σέ λειτουργικό χρόνο. Συμμετέχοντας ὁ ἄνθρωπος στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνεῖ φυσικά μέ τά ἄλλα μέλη τοῦ Σώματος, τούς ἐν πνεύματι ἀδελφούς καί συναρμολογεῖται ὀργανικά μέ αὐτά καί μέ τήν Κεφαλή τοῦ Σώματος, τόν Χριστό. Αὐτή ἀκριβῶς τή λειτουργική ἐμπειρία ἐκφράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει· «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία» (Κολ. 1, 24). Μ᾿ αὐτή ἀκριβῶς τή «λογική», ἡ Ἐκκλησία εὔχεται ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων παιδιῶν της, κάνει ἐλεημοσύνες γι᾿ αὐτούς καί ἔτσι «ἀνταναπληροῖ τά, λόγῳ τῆς ἐκ τῆς σαρκός ἐκδημίας τους, ὑστερήματά τους».
7. Τήν ἀμφίπλευρη αὐτή ὄψη τῆς πίστεως τονίζει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός· «῎Εστι γὰρ πίστις ἐξ ἀκοῆς· ἀκούοντες γὰρ τῶν θείων Γραφῶν πιστεύομεν τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Πνεύματος. Αὐτὴ δὲ τελειοῦται πᾶσι τοῖς νομοθετηθεῖσιν ὑπὸ Χριστοῦ, ἔργῳ πιστεύουσα, εὐσεβοῦσα καὶ τὰς ἐντολὰς πράττουσα τοῦ ἀνακαινίσαντος ἡμᾶς… ῎Εστι δὲ πάλιν, ‘πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων’ (῾Εβρ. 11, 1) ἢ ἀδίστακτος καὶ ἀδιάκριτος ἐλπὶς τῶν τε ὑπὸ Θεοῦ ἡμῖν ἐπηγγελμένων καὶ τῆς τῶν αἰτήσεων ἡμῶν ἐπιτυχίας. ῾Η μὲν οὖν πρώτη τῆς ἡμετέρας γνώμης ἐστίν, ἡ δὲ δευτέρα τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος» (ΕΠΕ Ι, 448). Τήν ἴδια θέση στό θέμα τῆς πίστεως παίρνει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυστόστομος· «Τὸ γὰρ τῆς πίστεως ὄνομα διπλῆν ἔχει τὴν σημασίαν… λέγεται τοίνυν πίστις ἡ τῶν σημείων… ποιητική. Λέγεται δὲ πίστις καὶ τῆς εἰς τὸν Θεὸν γνώσεως παρασκευαστική, καθ᾿ ἣν ἕκαστος ἡμῶν πιστός ἐστι» (εἰς τήν Β´ Κορ. 4, 13). Καί ἀλλοῦ· «Πιστεύω, οὐκ ἐρευνῶ· πιστεύω, οὐ διώκω τὸ ἀκατάληπτον· πιστεύω, οὐ μετρῶ τὸ ἀμέτρητον. Ἐὰν πιστεύσω, φωτίζομαι τὴν ψυχήν· ἐὰν περιεργάζωμαι, σκοτίζω μου τοὺς λογισμούς· ἐὰν πιστεύσω καλῶς, ἀνυψοῦμαι πρὸς οὐρανόν· ἐὰν ζητήσω περιέργως, καταφέρομαι πρὸς βυθὸν» (εἰς τό κατά Ματθαῖον 20, 1). «῾Η Χάρις καὶ ἡ Ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. 1, 17). ῞Οταν γινόμαστε «σύμφυτοι» μέ τόν Χριστό, μέ τήν ἐπισφράγιση τῆς πίστεώς μας σ᾿ Αὐτόν ἀπό τό ἅγιο Βάπτισμα, «δυνάμει» μᾶς χαρίζεται καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Χάρις. Διαρκῶς πλουτιζόμαστε σέ θεογνωσία, κοσμογνωσία καί αὐτογνωσία καί διαρκῶς αὐξάνεται ἡ χαρισματική δυναμικότητα καί λειτουργία τοῦ προσώπου μας. ῎Ετσι φανερώνεται αὐτός ὁ διφυής χαρακτήρας τῆς πίστεως.
8. Ὁ Κύριος μετά τήν Ἀνάσταση, στέλνοντας τούς Μαθητές Του νά εὐαγγελιστοῦν τήν «ἐν Χριστῷ» σωτηρία, τούς ἔδωσε τήν ἐντολή· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. 28, 19-20). Αὐτή ἡ ἐντολή ἀποτέλεσε τήν πιό σύντομη δογματική διατύπωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, περί τοῦ «῾Ενός ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὡς ἀπεκαλύφθη Οὗτος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» καί τήν πρώτη βάση καί ἀφετηρία τοῦ Τριαδικοῦ Συμβόλου τῆς χριστιανικῆς πίστεως, πού ἀναπτύχθηκε ἀργότερα. ῏Ηταν ἐπίσης τό κέντρο τοῦ κηρύγματος καί ἡ βαπτιστήρια ὁμολογία τῶν Νεοφωτίστων, οἱ ὁποῖοι ὄφειλαν πρό πάντων νά πιστεύσουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Χριστός (Φιλιπ. 2, 11. Πράξ. 16, 31. Α´ Κορ. 12, 3) καί νά βαπτίζονται στό ῎Ονομά Του ἤ, ὅπως ἀργότερα ἐπικράτησε, στό ῎Ονομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος. Εἰδικότερα τή σύνταξη τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἐπέβαλαν οἱ ἀνάγκες· Τῆς Κατηχήσεως, τῆς βαπτιστήριας ὁμολογίας, τῆς Θείας Λατρείας, καί τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν κακοδοξιῶν καί τῶν αἱρέσεων. ῎Ετσι οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες διαμόρφωσαν βαθμηδόν σύντομες καί ἐλαφρῶς διαφέρουσες φραστικά μεταξύ τους ὁμολογίες ἤ βαπτιστήρια σύμβολα, πού περιεῖχαν μέ συντομία τά κυριότερα ἄρθρα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Αὐτό ἄρχισε νά γίνεται ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῆς συγγραφῆς τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπου γίνεται λόγος περί φυλάξεως τῆς «παραθήκης» ἤ τῆς «καλῆς παραθήκης» (Α´ Τιμ. 6, 20. Β´ Τιμ. 1, 14) ἤ τῆς «ὑγιαινούσης διδασκαλίας» (Β´ Τιμ. 1, 13 καί 4, 3. Τίτ. 1, 9) ἤ τῆς «ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις πίστεως» (Ἰούδ. 3). Μέ αὐτό ὡς κέντρο καί βάση ἔγινε ἀργότερα ἡ διαμόρφωση τῶν βαπτιστηρίων συμβόλων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, ἀνάλογα μέ τίς εἰδικές ἀνάγκες τους, μέ τήν προσθήκη, κατά τούς μεταπαυλείους χρόνους, τῶν γνωστῶν χριστολογικῶν διδασκαλιῶν, περί γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, περί Πάθους ἐπί Ποντίου Πιλάτου, περί Ἀναλήψεως καί καθέδρας ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καί Δευτέρας Παρουσίας καί περί Κρίσεως ζώντων καί νεκρῶν. ῎Ετσι δημιουργήθηκε καί τό Ἱεροσολυμιτικό Σύμβολο, πού ἐκθέτει ἐδῶ ὁ ἅγιος Κύριλλος. ῾Η τελειοποίηση ὅλων τῶν συμβόλων ἔγινε διά τῆς συντάξεως τοῦ Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (325 μ.Χ. καί 381 μ.Χ.), τό ὁποῖο εἶναι σέ χρήση ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη Ἐκκλησία μέχρι σήμερα, ἐνῶ παραχαράχτηκε ἀπό τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, μέ τήν προσθήκη τοῦ filioque. Γιά τήν ᾿Ορθόδοξη Ἐκκλησία, ἐφόσον τοῦτο τό Σύμβολο ἀποτελεῖ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶναι ἀλάνθαστο, ἀμετάβλητο καί ἀνεπίδεκτο ἄλλης ὑποτυπώσεως καί βελτιώσεως. Ἐπιπλέον θεωρεῖται ἰσότιμο τῆς ἁγίας Γραφῆς καί ἐπιτομή τῶν ἀληθειῶν της.
Ἀπό το βιβλίο: «ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ»
Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου