Ἄνοιξα τὰ μάτια μπροστὰ σὲ μιὰ εἰκόνα
Georghiou Virgil
Τὸ πρῶτο πρόσωπο ποὺ ἀντίκρισαν τὰ μάτια μου, σὰν τὰ πρωτάνοιξα στὴ ζωή, ἦταν ὁ πατέρας μου. Πάντοτε φανταζόμουνα τὸ ἀνθρώπινο μνημονικὸ σὰν μία ταινία φωτογραφική, ποὺ ἀποτυπώνει ὅλες τὶς εἰκόνες τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν κούνια ἴσαμε τὸν τάφο. Τὸ μάτι μοιάζει μὲ μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ καταγράφει αὐτόματα ὅλα ὅσα ἀγκαλιάζει ὁ φακός της. Ἡ μνήμη δὲν κρατάει παρὰ τὶς εἰκόνες καὶ τὶς σκηνὲς ποὺ παρουσιάζουν ἐνδιαφέρον. Τὴν ὑπόλοιπη ταινία τὴν πετάει, σὰν ἄχρηστη, στῆς λησμονιᾶς τὸ ἀπόμερο. Ὅπως πετᾶμε τὰ σκουπίδια.
Στὴν ταινία λοιπὸν τῆς μνήμης μου, πρώτη τῆς ζωῆς μου εἰκόνα, σὰν μία μεγέθυνση ποὺ ἡ θύμησή μου εὐλαβικὰ διατήρησε, καὶ ποὺ ὁ χρόνος θαυμαστὰ ὀμόρφηνε, ἀντὶ νὰ τὴ σβήσει, ἡ εἰκόνα τοῦ πατέρα μου. Ἐγὼ θὰ βρισκόμουνα στὴν κούνια μου. Καὶ κεῖνος γερμένος ἀπὸ πάνω. Κοιταζόμασταν, ὁ πατέρας μου κι ἐγώ, γεμάτοι θαυμασμὸν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο. Μόλις εἶχα βγεῖ ἀπὸ τὴ νύχτα τῆς ἀνυπαρξίας κ’ ἡ περιέργειά μου, μπρὸς στὴν πρώτην εἰκόνα τοῦ κόσμου, ἤτανε δικαιολογημένη. Πρὶν ἀντικρίσω τὸν πατέρα μου δὲν εἶχα δεῖ τίποτε ἄλλο. Ἡ κόρη τῶν ματιῶν μου ἤτανε παρθένα. Κι ὅλα γύρω μου στὸν κόσμο ἤτανε καινούρια. Ἡ ἔκπληξη τοῦ πατέρα μου, μπρὸς στὴ μικρὴ κι ὁλοκαίνουρια ὑπαρξή μου, ἤτανε κι αὐτὴ δικαιολογημένη. Δὲν εἶχε κλείσει τὰ εἴκοσί του χρόνια. Βρισκόταν ἀκόμα στὰ μαγιάπριλα τῆς ζωῆς του. Τὸ κορμὶ του μέστωνε, τὰ κόκκαλά του ἀκόμα πήζανε, καλὰ-καλὰ δὲν εἶχε γίνει ἄντρας. Τοῦ φαινότανε λοιπὸν ἀπίστευτο πὼς γίνηκε κιόλας πατέρας. Μ’ ἔβλεπε σὰν κάτι τὸ ἀναπάντεχο, καὶ σὰν πεσμένο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Κ’ οἱ δυό μας εἴμασταν λοιπὸν γεμάτοι ἔκπληξη.
Πόσο περήφανος εἶμαι στὴ σκέψη πὼς ἡ πρώτη μου εἰκόνα τοῦ ἐπίγειου σύμπαντος ἦταν ἒν’ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Βλέποντας τὸ πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου, εἶδα τὸ Θεό. Κι ὅποιος βλέπει τὸ Θεό, βλέπει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὴν ἀνθρώπινη ὄψη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς τὸ λέει ὁλοκάθαρα: «Ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν Πατέρα» ( Ἰω. 14,9). Ἡ καλύτερη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι κι ἕνας δεύτερος λόγος ποὺ μὲ κάνει περήφανο γιατί τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ εἶδα στὸν κόσμο ἤτανε ἡ ὄψη τοῦ πατέρα μου. Σὲ λίγο καιρὸ τὰ μάτια μου θὰ κλείσουν καὶ δὲν θὰ βλέπουν πιὰ τὶς εἰκόνες τῆς ζωῆς. Εἶναι τυφλοὶ στὰ ἐπίγεια οἱ νεκροί. Μ’ ἐπιμέλεια κάνω τὶς ἑτοιμασίες μου γιὰ τὸ μισεμό μου ἀπὸ τὴ γῆ. Τὰ περισσότερά μου χρόνια τὰ ἔζησα. Τἄχω ξοδέψει. Ὅπως ξοδεύεται ἕνα μάτσο χρήματα. Τὰ πολλὰ τἄχω σπαταλήσει, τἄχω ζήσει, κι ὅσα μοῦ μένουν εἶναι μετρημένα. Λοιπόν, σ’ ὅλη μου τὴ ζωή, δὲν εἶδα ποτέ, πουθενά, καὶ σὲ καμμιὰ εὐκαιρία, οὔτε κἄν στὰ ὄνειρά μου, μίαν εἰκόνα ὀμορφότερη ἀπὸ τὴν πρώτη ποὺ κατάγραψε ἡ μνήμη μου, τὴν εἰκόνα τοῦ πατέρα μου. Οὔτε τῶν ζωγράφων τὰ χρώματα, οὔτε τῆς φύσης τ’ ἀξιοθαύμαστα, οὔτε τῶν ὡραίων γυναικῶν ἡ ἀκτινοβολία, οὔτε τῶν παιδικῶν προσώπων ἡ ἀγγελικὴ ὀμορφιά, δὲν μπόρεσαν νὰ ξεπεράσουν στὰ μάτια μου τὴν ὀμορφιὰ τῆς πρώτης ἀνθρώπινης ὄψης ποὺ ἀντίκρισα στὴ γῆ: τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα μου.
Πρέπει νὰ ἐξηγήσω πὼς τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα μου δὲν ἤτανε παρόμοιο μὲ τ’ ἄλλα πρόσωπα, μὲ τὶς ἄλλες ἀναρίθμητες εἰκόνες ποὺ ἡ μνήμη μου ἀποτύπωσε, ὅπως συμβαίνει μὲ κάθε φωτογραφικὴ ταινία. Ἤτανε διαφορεπκὴ πολύ, ἡ πρώτη ἐκείν’ εἰκόνα: ἦταν ἕνα εἰκόνισμα. Στὸ λεξικὸ διαβάζουμε πὼς ἡ λέξη εἰκόνισμα, ἑλληνικὰ θὰ πεῖ εἰκόνα.
Ἕνα εἰκόνισμα εἶναι ἀληθινὰ μία εἰκόνα• ὅμως μία εἰκόνα ποὺ δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ ἐπίγεια. Μία εἰκόνα θεανδρική, οὐράνια κι ἐπίγεια μαζί. Ποὺ συγκερνάει τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τὸ δείχνουν οἱ δυὸ λέξεις ποὺ συνθέτουν αὐτὸ τὸ ἐπίθετο: Θεὸς καὶ ἀνήρ.
Μία φωτογραφία, ποὺ εἶναι μία ἐπίγεια εἰκόνα, ἀκόμα κι ὅταν εἰκονίζει ἕναν ἅγιο, δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμέψει σὰν εἰκόνισμα. Οἱ κανόνες τῆς ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας τὸ ἀπαγορεύουν κατηγορηματικά. Ἂν καμμιὰ μέρα βροῦν τὴ φωτογραφία κάποιου πολυσέβαστου ἁγίου, δὲν θὰ μπορέσουν ν’ ἀντικαταστήσουν μ’ αὐτὴν τὸ εἰκόνισμά του. Γιατί ἡ φωτογραφία εἶναι ἀποκλειστικὰ ἡ ἐπίγεια εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ ἀντίθετα τὸ εἰκόνισμα εἶναι ἡ ἁγνὴ κι ὁλοκληρωτική τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνα, μ’ ὅλες τὶς ἐπίγειες καὶ οὐράνιες διαστάσεις του.
Μέσα σ’ ἕνα εἰκόνισμα ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε οὐσία βαρειὰ καὶ φθαρτή, ποὺ περιέχει στὴ ζωή. Κι εἶναι σωστὸ ν’ ἀπογυμνώνεται ἔτσι, νὰ περιορίζεται στὶς ἀρχικές της γραμμές. Γιατί οἱ ἅγιοι, ποὺ τὸ εἰκόνισμα παρισταίνει, εἶναι ἄντρες ἀπὸ σάρκα καὶ ὀστᾶ, ποὺ τὴ ζωὴ τους ὅμως τὴ ζήσανε ἀγγελικὰ• καὶ οἱ ἄγγελοι δὲν εἶναι καμωμένοι ἀπὸ ὕλη. Σ’ ἕνα εἰκόνισμα, λοιπόν, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι γυμνωμένα, ἀλαφρωμένα, ἐξαγνισμένα, καθαρισμένα ἀπὸ κάθε λάσπη, ἀπὸ κάθε σκόνη, κι ἀπ’ ὅλα τὰ ἐπίγεια ὑλικά, βαριὰ κι ἐφήμερα. Μέσα στὸ εἰκόνισμα ἡ ἀνθρώπινη ὄψη παριστάνεται ἁγνὴ καὶ παρόμοια μὲ τὸ πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἐπίγεια ζωὴ του ὁ ἅγιος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τέτοιος ποὺ τὸν παρουσιάζει τὸ εἰκόνισμα. Ἀπαράλλακτα ὅπως καὶ στὴ φύση δὲν βρίσκεται νερὸ ἀπόλυτα ἁγνό. Καὶ τὸ πιὸ κρυσταλλένιο νερὸ κλείνει μέσα του ἅλατα, γκάζια κι ἄλλες οὐσίες ξένες στὴ φύση του. Τ’ ὁλοκάθαρο νερό, ἀπὸ ὑδρογόνο καὶ ὀξυγόνο, ὅπως ὁ τύπος τῆς χημείας, δὲν ὑπάρχει παρὰ στὴ θεωρία. Κι ἂν ἀκόμα τὸ γνήσιο νερὸ βρισκότανε στὴ φύση, δὲ θὰ ἤτανε πόσιμο: τὸ γνήσιο, τὸ ἁγνὸ χημικὰ νερό, δὲν πίνεται. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἐπίγεια ζωή του δὲν εἶναι καθάρια, ὅπως δὲν εἶναι καθάριο καὶ τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε. Εἶναι βαρειὰ καὶ μολυσμένη ἀπὸ σωρὸν ἀκαθαρσίες, ποὺ προστέθηκαν στὴν ἀρχική της φύση, καὶ δὲν ἔχουν μαζί της καμμιὰ σχέση.
Στὸ ὀρθόδοξο εἰκόνισμα ὁ ἄνθρωπος παρασταίνεται τέτοιος ποὺ ἤτανε στὴν προέλευσή του, ὅπως ἤτανε στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Κάθε εἰκόνισμα ἀνταποκρίνεται στὸ ἀρχέτυπο, στὸ πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ εἰκόνισμα μέσα, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐλευθερώνεται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς ὕλης, τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου. Ἡ ἀνθρώπινη παράσταση, περιορισμένη ἔτσι στὸ πρῶτο της σχῆμα, καὶ στὶς ἀρχικές της ἰδιότητες, γίνετ’ αἰώνια, καὶ παρόμοια μὲ τὸ Θεό, εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του.
Ἕνα εἰκόνισμα, λοιπόν, δὲν παρισταίνει μία πραγματικότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἐδῶ κάτω. Κάθε εἰκόνισμα εἶναι κι ἕνα παράθυρο, ποὺ ἀνοίγει πρὸς τὸν οὐρανό. Κ’ ἡ ζωγραφιὰ ποὺ βλέπουμε στὸ εἰκόνισμα μέσα εἶναι μία πραγματικότητα ἀπὸ κεῖ ψηλά. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ ὄψη τοῦ ἁγίου εἴτε τῆς ἁγίας ποὺ τὸ εἰκόνισμα παρασταίνει, εἶναι αὐτὲς ποὺ ζήσανε πάνω στὴ γῆ, κι εὔκολα εἶναι νὰ τὶς ἀναγνωρίσουμε. Ἀλλὰ ὄχι κατὰ τοὺς νόμους τῆς σάρκας. (Β’ Κόρ. 5,16). Γιατί τώρα γίναμε ὑπάρξεις ἐπουράνιες, καὶ κανεὶς δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μὲ τὸ σάρκινο περίβλημά του. Τὸ ἔργο αὐτῶν ποὺ ζωγραφίζουν εἰκονίσματα, τῶν εἰκονογράφων, εἶναι πολὺ δύσκολο. Γιατί εἶναι πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, σ’ ἕνα θνητὸ χέρι νὰ ζωγραφίσει, μὲ φθαρτὰ ὑλικὰ — λάδι, μελάνι, χρώματα — πραγματικότητες ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό, καὶ ποὺ εἶν’ αἰώνιες. Ὁ ζωγράφος ποὺ θέλει νὰ φτάσει ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ κοντὰ στὸ θεϊκὸ καὶ οὐράνιο πρότυπο, ζωγραφίζοντας μία εἴκονα, ἔχει ἕνα μόνο τρόπο: νὰ μεταχειριστεῖ σύμβολα. Νὰ παρουσιάσει δηλαδὴ μία πραγματικότητα ὑπέρτατη, μ’ ἕνα τρόπο πλάγιο, γιατί μία τέτοια πραγματικότητα δὲ συλλαμβάνεται κατὰ τρόπο ἄμεσο. Ἕνα μόνο εἰκόνισμα τέλειο ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία, καὶ εἶναι ἀχειροποίητο, δηλαδὴ δὲν τὸ δούλεψε ἀνθρώπινο χέρι. Παρισταίνει τὴν ὄψη τοῦ Χριστοῦ τυπωμένη ἀπὸ κάποια δύναμη θαυματουργό, δίχως τὴ βοήθεια ἀνθρώπινου χεριοῦ, καὶ εἶναι γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα «Τὸ Πανάγιο Πρόσωπο». Ἂν ἑξαιρέσουμε τούτη τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα, ὅλες οἱ ἄλλες εἰκονίζουν, μὲ ὑλικὰ ἐπίγεια καὶ μὲ τῶν συμβόλων τὴ βοήθεια, τὴ θεία πραγματικότητα τ’ οὐρανοῦ.
Ἀπ’ ὅλα τὰ εἰκονίσματα ποὺ εἶδα, ὀμορφότερο μοῦ φαίνεται τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα μου, τέτοιο ποὺ τυπώθηκε στὴ μνήμη μου, τὴν πρώτη μέρα ποὺ ἄνοιξα τὰ μάτια στὴ ζωή, μέσα στὴν κούνια μου. Ἤτανε ἀπόλυτα σύμφωνο μὲ τοὺς αὐστηροὺς κανόνες τῆς βυζαντινῆς εἰκονογραφίας, ὅπως κατάλαβα ἀργότερα. Μὲ τὸ ν’ ἀνοίξω τὰ μάτια μου μπρὸς σ’ ἕνα εἰκόνισμα τόσο πανέμορφο, ἡ γραμμὴ τῆς ζωῆς μου χαράχτηκε ἀπὸ τότε μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Ἀπὸ κάποιαν ἄποψη τὰ εἰκονίσματα μοιάζουν μὲ τὶς ἀφίσες ποὺ βλέπουμε στὰ τουριστικὰ γραφεῖα, καὶ ποὺ μᾶς δείχνουν εἰκόνες ἐξαίσιες ἀπὸ χῶρες ποὺ μᾶς καλοῦν νὰ ἐπισκεφθοῦμε. Κάθε τουριστικὴ ἀφίσα εἶναι λοιπὸν μία πρόσκληση νὰ ταξιδέψουμε σ’ ἕνα θαυμάσιο τόπο. Τὸ εἰκόνισμα εἶναι κι αὐτὸ μία πρόσκληση γιὰ τὸ ταξίδι τοῦ Ὑπερπέραν, γιὰ τὸ ταξίδι στὸν οὐρανό. Τὸ εἰκόνισμα, ὅπως καὶ οἱ τουριστικὲς ἀφίσες, μᾶς δείχνει μίαν εἰκόνα: τὴν πραγματικότητα τ’ οὐρανοῦ. Ἀνοίγοντας τὰ μάτια μπρὸς σ’ ἕνα εἰκόνισμα, πῆρα ταυτόχρονα καὶ μία πρόσκληση γιὰ τὸν Οὐρανό. Αὐτὴ ἡ πρόσκληση μπορεῖ νὰ συνέτεινε ὥστε ἡ μόνη φροντίδα τῆς ζωῆς μου νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ ταξίδι στὸν οὐρανό. Ξέροντας πὼς εἶμαι καλεσμένος ἐκεῖ, δέχτηκα χωρὶς ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση τ’ ἀξιώματα πού μοῦ προσφέρανε δῶ κάτω. Ἤξερα πὼς εἶναι ἀνάξια καὶ προσωρινά. Ἤξερα πὼς «οὐρανὸς μοι ὁ θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου» (Πράξ. 7,49).
Γιὰ ὅσους γνωρίσανε ἀκόμα κι ἕνα ἐλάχιστο κομματάκι τῆς οὐράνιας πραγματικότητας — ποὺ τὸ ξανανοίξανε μὲς ἀπὸ τὸ παράθυρο ἑνὸς εἰκονίσματος — ἡ γῆς καταντάει, καὶ πολὺ σωστά, μικρή, ἀσήμαντη κι ἀνάξια. Γι’ αὐτοὺς ἡ ἐπίγεια ζωὴ δὲν ἔχει σκοπὸ παρὰ νὰ χρησιμέψει σὰν σκαμνί, γιὰ ν’ ἀνέβουν ἐκεῖ ψηλά. Αὐτὸ κι ἔκαμνα ἀνέκαθεν. Ἔζησα ψάλλοντας: «Ἑνώσου μὲ τοὺς ἀγγέλους… Πρόσταξε τὶς πύλες νὰ σηκώσουνε τὸ ἀνώφλι τους γιὰ νὰ γίνουν ψηλότερες» (Ἅγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός). Ἔτσι συνέβηκαν τὰ πράγματα. Ὅπως ἄλλα παιδιὰ πηγαίνουν ναῦτες γιατί τὰ τρυφερά τους χρόνια γνωρίσανε τὶς εἰκόνες τῆς θάλασσας, ἔτσι τὸ δικό μου ἐνδιαφέρον τὸ τράβηξε ὁ οὐρανός. Αὐτὸς γίνηκε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μου. Γιατί τοῦ πατέρα μου τὸ εἰκόνισμα, ποὺ ἀντικρυσα μόλις πρωτάνοιξα τὰ μάτια, ἦταν ἕνα θέαμα φερμένο ἀπὸ ψηλά. Ἕνα οὐράνιο θέαμα. Καὶ χάραξε τὴν κατεύθυνση τῆς ζωῆς μου.
Τούτη ἡ κατεύθυνση ποὺ τράβηξα γίνηκε ἀστείρευτη πηγὴ δοκιμασιῶν γιὰ μένα. Οἱ σύγχρονοί μου — ἄνθρωποι τοῦ ἐπιστημονικοῦ καὶ ὑλιστικοῦ αὐτοῦ αἰώνα, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς νὰ μετρήσουν, νὰ λογαριάσουν καὶ νὰ προσδιορίσουν τὰ πάντα — προσπαθήσανε νὰ ἐξακριβώσουν ἐπιστημονικὰ τὸ δρόμο ποὺ τραβᾶν ἡ ζωή μου, οἱ σκέψεις μου, οἱ γνῶμες καὶ τὰ ἔργα μου. Ὅπως κάνουν γιὰ κάθε πολίτη. Καὶ γιὰ νὰ ἐξακριβώσουν ἀλάθευτα τὴν κατεύθυνση ποὺ παίρνει ἕνας πολίτης μεταχειρίζονται, φυσικά, τὴν πυξίδα. Γιὰ κακὴ τύχη ὅμως, τῆς πυξίδας ὁ δείχτης δείχνει μόνο τὶς ἐπίγειες διευθύνσεις. Οἱ σύγχρονοί μου διαπιστώσανε, μὲ τὴν πυξίδα στὸ χέρι, καὶ πολὺ ἐπιστημονικά, πὼς δὲν κατευθύνομαι οὔτε δεξιὰ ἡ πρὸς δυσμάς, οὔτε ἀριστερὰ ἡ πρὸς ἀνατολάς, κι οὔτε μπροστὰ πηγαίνω, οὔτε πίσω.
Ἐπιστημονικὰ συμπεράνανε τότε πὼς δὲν ἔχω κατεύθυνση καμμία. Πὼς πορεύομαι στὴν τύχη. Ὅπως ὁ ἄνεμος. Καὶ τοῦτο τοὺς φάνηκε τόσο ὕποπτο καὶ τόσο ἐπικίνδυνο, ποὺ μὲ καταδικάσανε σὲ τρομερὲς δοκιμασίες. Κατὰ βάθος τοὺς δικαιολογῶ. Τὴ θέση καὶ τὴ διεύθυνση τοῦ κάθε ἀτόμου θέλουν νὰ ξέρουν γιὰ νὰ τὸν ἐπισκοποῦνε. Νὰ τὸν ὑποστηρίξουν ὅταν βρίσκεται στὴ γραμμὴ ποὺ οἱ ἀρχὲς ἐγκρίνουν, εἴτε νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν ἂν ἀκολουθεῖ ἄλλη γραμμή. Ἐμένα, μὴ μπορώντας νὰ ἐξακριβώσουν, μὲ τὴν πυξίδα τους, ποὺ βαδίζω, δὲν μποροῦν οὔτε νὰ μὲ βοηθήσουν γιὰ νάχουν ἕνα ὀπαδὸ περισσότερο, οὔτε καὶ νὰ μὲ ἐξαφανίσουν γιὰ νάχουν ἕνα ἐχθρὸ λιγότερο. Σ’ ὅλη τὴ ζωὴ τους εἶχαν ἐξ’ αἰτίας μου μεγάλες δυσαρέσκειες. Γιατί βρισκόμουνα πάντα ἐκεῖ ποὺ δὲ μὲ περιμένανε. Ἡ πυξίδα δὲν ἔδειχνε ποτὲ τὴ σωστὴ διεύθυνσή μου.
Ὡστόσο, μ’ ὅλες τὶς δυσαρέσκειες ποὺ προκάλεσα στοὺς σύγχρονούς μου, ἔχω τὴ συνείδησή μου ἥσυχη. Δικό τους εἶναι τὸ λάθος, καὶ μόνο δικό τους. Γιατί ἄραγε μεταχειρίζονται ὄργανα, σὰν τὴν πυξίδα, ποὺ δὲν δείχνουμε παρὰ τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ ποτὲ τὸν οὐρανό; Καὶ καθὼς οἱ συσκευές τους δὲν δείχνουνε τὸν οὐρανό, φτάσανε στὸ συμπέρασμα πὼς ὁ οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει. Τόσο τὸ χειρότερο γι’ αὐτούς. Ἴσα ἴσα, ὁ οὐρανὸς εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ μὲ τραβάει, καὶ σ’ αὐτὸ κατευθύνομαι.
Γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τοὺς συνανθρώπους μου θὰ μοῦ ἦταν δυνατό, ἀπὸ ὑπερβολικὴ νὰ ποῦμε καλωσύνη, ν’ ἀπαρνηθῶ τὸν οὐρανό, ὅμως δὲν τόχω σκοπό. Μπορῶ νὰ ὑποχωρήσω σ’ ὀ,τιδήποτε ἄλλο, ὄχι ὅμως στὸ σημεῖο αὐτό. Εἶμαι καλεσμένος στὸν οὐρανό. Εἶναι ἡ πρώτη πρόσκληση ποὺ ἔλαβα, μὲς ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ πατέρα μου, μόλις πρωτάνοιξα τὰ μάτια. Ἀπ’ ὅλες τὶς προσκλήσεις ποὺ ἔλαβα στὴ ζωή μου, εἰν’ αὐτὴ ἡ μόνη ποὺ θέλω νὰ τιμήσω, ἀπαραίτητα, μὲ τὴν παρουσία μου.
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀπὸ τὴν 25η ὤρα στὴν αἰώνια ὥρα, ἐκδόσεις Ἔλαφος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου