«Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ…» (Ι)
Βασίλειος Όσμπορν Επίσκοπος Σεργκίεβο
Μάρκ. 9, 17-31
Οι δύο περικοπές που διαβάσαμε από την Αγία Γραφή -το απόσπασμα από την Προς Εβραίους επιστολή (6, 13-20) και το απόσπασμα από το ευαγγέλιο του Μάρκου- έχουν ένα κοινό σημείο που είναι σημαντικό: μιλούν και οι δύο για το θάνατο του Χριστού και την Ανάσταση, σαν να επρόκειτο για ένα είδος ταξιδιού. Αυτό το ταξίδι εκφράζεται από τον ευαγγελιστή Μάρκο, τοποθετημένο μέσα στη συνάφεια της πορείας του Ιησού από τα Ιεροσόλυμα προς τη Γαλιλαία. Η Προς Εβραίους επιστολή το εκφράζει πιο έμμεσα, κάνοντας λόγο για την είσοδο του Χριστού «στα ενδότερα του καταπετάσματος… όπου μπήκε ως παντοτινός αρχιερέας όπως ο Μελχισεδέκ».
Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ… (Ι)
Μέσα από τα αποσπάσματα αυτά εμφανίζεται ο Χριστός ως «πρόδρομος». Περπάτησε το μονοπάτι προς την Ιερουσαλήμ. Διάβηκε το παραπέτασμα εκ του θανάτου προς τη ζωή, πριν από μας για μας. Σκοπός της ζωής μας δεν είναι άλλος από το να Τον ακολουθήσουμε και να συνυπάρξουμε μαζί Του στο δικό Του τόπο. Και στον αγώνα μας αυτό, δεν μένουμε αβοήθητοι. Ο Χριστός, ακόμα κι από την άλλη όχθη του θανάτου, είναι, -για να χρησιμοποιήσουμε μια εβραϊκή εικόνα- η άγκυρα πάνω στην οποία μπορούμε να κρατηθούμε· η άγκυρα στην οποία είμαστε με ασφάλεια δεμένοι με το σκοινί της πίστης. Εκείνος είναι η ελπίδα μας, η μόνη μας ελπίδα· κι αυτό σημαίνει πως κάθε ελπίδα που έχουμε στη ζωή, αν δεν σχετίζεται με την Ανάσταση, τότε δεν σχετίζεται με το Χριστό και τη νίκη Του καταπάνω στο θάνατο
Η πίστη στο Θεό, η πίστη στο Χριστό είναι, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελπίδα. Να έχεις πίστη σημαίνει, να έχεις ελπίδα. Να έχεις ελπίδα σημαίνει να έχεις πίστη. Ο ίδιος ο Ιησούς είναι που συνδέει αυτά τα δύο, όταν λέει στον πατέρα του δαιμονισμένου νέου της σημερινής ευαγγελικής περικοπής: «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει». Με άλλα λόγια, ακόμα και η ελπίδα είναι δυνατή για κάποιον πού πιστεύει, για κάποιον που πιστεύει στο Θεό και στη δύναμή Του.
Όμως αυτό που θέλω σήμερα να πω, δεν αφορά συγκεκριμένα σ’ αυτό, στη σύνδεση δηλαδή της πίστης με την ελπίδα -τουλάχιστον όχι άμεσα. Καταρχάς θα ήθελα να τονίσω πως υπάρχει πιθανότητα να κρύβεται ένα λάθος στην ορολογία που χρησιμοποιούμε για την πίστη και την ελπίδα. Λέμε συνήθως, σαν να επρόκειτο για κάτι τελείως φυσιολογικό, πως έχουμε πίστη, έχουμε ελπίδα. Όμως κατά μία έννοια αυτό δεν είναι αλήθεια και δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Ούτε η πίστη, ούτε η ελπίδα είναι απόκτημα· δεν είναι πράγμα ή αντικείμενο, κάτι δηλαδή πάνω στο οποίο μπορούμε να προσκολληθούμε και να μείνουμε προσηλωμένοι,. Με ορούς θεολογικούς η πίστη και η ελπίδα δεν ανήκουν στην περιοχή της φύσης, αλλά στην περιοχή του προσώπου· ανήκουν στη χώρα της ελευθερίας, όχι στη χώρα της αναγκαιότητας.
Και τίποτα δεν κάνει πιο σαφή την αλήθεια αύτη, από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: «Πιστεύω Κύριε! Αλλά βοήθησε με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή». Στα λόγια αυτά κρύβεται μια πνευματική αλήθεια. Ο πατέρας, δακρυσμένος, λέει αυτό που όλοι γνωρίζουμε, ότι δηλαδή η πίστη και η ελπίδα δεν είναι κάτι στο όποιο έχουμε τη δύναμη να προσκολληθούμε, ούτε κάτι πού με σιγουριά κατέχουμε. Η πίστη και η ελπίδα είναι τύποι σχέσεων· μας προσηλώνουν σε κάτι, μα δεν είναι αυτά το αντικείμενο της προσήλωσής μας. Είναι, για να χρησιμοποιήσουμε την εικόνα της Προς Εβραίους επιστολής, το καραβόσκοινο που μας συναρμόζει στην άγκυρα – όχι η ίδια η άγκυρα
Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, η ορολογία που χρησιμοποιούμε για την αγάπη είναι καλύτερη. Στη γλώσσα μας, τα αγγλικά, δεν λέμε συνήθως «έχω» αγάπη» (having love), αλλά «υπάρχω ἐν ἀγάπῃ» (being in love). Κατά τον ίδιο τρόπο, ίσως θα ήταν πιο ακριβές να λέγαμε ότι «υπάρχουμε ἐν πίστει», «υπάρχουμε ἐν ἐλπίδι», μιας και η πίστη και η ελπίδα είναι μορφές σχέσης με κάποιον άλλο.
Αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν έχουμε ακόμα εδραιωθεί στην πίστη, την ελπίδα και την αγάπη. Πρέπει όλοι να προσθέσουμε στο λυγμό του πατέρα της σημερινής περικοπής: «Ελπίζω, Κύριε! Αλλά βοήθησε με γιατί η ελπίδα μου δεν είναι δυνατή», ή «Αγαπώ, Κύριε! Αλλά βοήθησε με γιατί η αγάπη μου δεν είναι δυνατή». Κι όμως, η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας διδάσκει πως το έλεος του Χριστού είναι τέτοιο που μπορεί να πάρει την απιστία μας και να τη μεταχειριστεί σαν να ήταν το πλήρωμα της πίστης· μπορεί να πάρει την απελπισία μας, ή την έλλειψη αγάπης, και να τη μεταχειριστεί σαν να ήταν το πλήρωμα της ελπίδας, ή της αγάπης· φτάνει να είμαστε με δάκρυα στραμμένοι απέναντι Του και να του ομολογούμε την ένδεια μας και τη λαχτάρα μας για πληρότητα και ολοκλήρωση.
Αύτη την έννοια έχει για μας το ταξίδι: να είμαστε στραμμένοι προς τον προορισμό και να ξέρουμε πως δεν έχουμε ακόμα φτάσει· να προσδοκούμε το τέρμα, αλλά να έχουμε επίγνωση της απόστασης που ακόμα μας χωρίζει απ’ αυτό.
Μακάρι η πίστη, καθώς ταξιδεύουμε προς τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα, να κρατήσει την ψυχή μας δεμένη στην άγκυρα, δηλαδή στον Ιησού Χριστό, Εκείνον που στάθηκε πρόδρομος μας και μας καλεί μέσα από το θάνατο, στη χαρά και την πληρότητα της αιώνιας ζωής.
Βασίλειος Όσμπορν Επίσκοπος Σεργκίεβο, Φως Χριστού: Στο μονοπάτι της Μ. Σαρακοστής, επιμέλεια-μετάφραση Βασίλης Αργυριάδης, 3η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου