Ὁριοθέτηση Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως – Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς
Καθηγητὴς Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης
Τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῶν αἱρέσων. Τὸ ἰδιαίτερο ἱστορικὸ γεγονός, ποὺ ἀποτέλεσε τὴν βάση καὶ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ ἑορτασμοῦ αὐτοῦ, ἦταν ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ εἰκονομάχοι πρέσβευαν ὅτι ἡ χρήση τῶν εἰκόνων εἶναι ἀντιχριστιανική. Δὲν δέχονταν τὴν προσκύνηση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων. Ἡ τοποθέτησή τους αὐτὴ δὲν ἦταν ἐπιφανειακή, ἀλλὰ προχωροῦσε βαθύτερα ὡς τὴν ἄρνηση τῆς ἀπεικονίσεως τοῦ Χριστοῦ, πράγμα ποὺ ὁδηγεῖ τελικὰ στὴν ἄρνηση τῆς σαρκώσεώς του καὶ τῆς παρουσίας του ὡς ἀληθινοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν κόσμο. Ἡ ἀπόληξη αὐτὴ τῆς εἰκονομαχίας φανερώνει καὶ τὸν αἱρετικὸ χαρακτήρα της· μαρτυρεῖ ὅτι ἦταν πραγματικὴ αἵρεση.
Αἵρεση δὲν ἡ κάθε λανθασμένη θεολογικὴ ἀντιληψη· δὲν εἶναι ἀκόμα ἡ παρερμηνεία κάποιων σημείων τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἡ τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Αἵρεση, ὅπως δηλώνει καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως, εἶναι ἡ ἐπιλογὴ κάποιου μέρους τῆς θεολογικῆς ἀλήθειας καὶ ἡ ἀπολυτοποίησή του. Ἡ αἵρεση δηλαδὴ τεμαχίζει τὴν ἀλήθεια, ἐπιλέγει κάποιο μέρος της, τὸ ἀπολυτοποιεῖ, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν παραποιεῖ καὶ προσβάλλει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια. Ὅταν π.χ. ὁ Ἄρειος δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας τέλειος ἄνθρωπος, δὲν ἔλεγε ψέματα· ἀλήθεια ἔλεγε. Δὲν ἔλεγε ὅμως ὅλη τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μόνο ἕνα μέρος της· δὲν ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ τέλειος Θεός. Ἔτσι παραποιοῦσε καὶ προσέβαλλε ὁλόκληρη τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια. Δὲν ἀναγνώριζε τὴν ἕνωση τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιό της ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ τῆς σωτηρίας καὶ τῆς θεώσεώς του. Προσέβαλλε τὰ θεμέλια τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ δημιουργοῦσε αἵρεση.
Ἡ οὐσία λοιπὸν τῆς αἱρέσεως γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ἔγκειται ἀκριβῶς στὴν προσβολὴ τῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θεμελιώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ αἵρεση δηλαδὴ προσβάλλει τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν θέωσή του.
Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὸν σκοπὸ τῆς δημιουργίας του. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό του νὰ τὸν ὁμοιάσει· νὰ γίνει θεός, ὄχι βέβαια κατὰ τὴν οὐσία του ἀλλὰ κατὰ χάριν, ὅπως λέγεται στὴν θεολογικὴ γλώσσα. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ μετὰ τὴν ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ὑποταγή του στὴν ἁμαρτία. Ἡ ἐπαναφορά του στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» ἡ τὴν θέωση, εἶναι ἡ σωτηρία του.
Ὁλόκληρη ἡ ἱερὰ ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ κορυφώνεται μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, φανερώνει τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ πνευματικὸς χῶρος, μέσα στὸν ὁποῖο μυσταγωγεῖται ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ αἱρέσεις ὡς προσβολὲς τῆς σωτηρίας αὐτῆς παρουσιάστηκαν στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας σὲ δύο ἐπιπεδα· α) στὸ ἐπίπεδό τῆς ἴδιας τῆς σωτηρίας ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Δοκητισμό, τὸν Ἀρειανισμό, τὸν Νεστοριανισμό, τὸν Μονοφυσιτισμὸ κ.α., καὶ β) στὸ ἐπίπεδό τοῦ τρόπου οἰκειώσεως τῆς σωτηρίας αὐτῆς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Βαρλααμιτισμό, ποὺ πολέμησε ἡ Ἐκκλησία μὲ πρωτοστάτη τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.
Οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις προσέβαλαν τὴν σωτηρία στὸ πρῶτο ἐπίπεδο, δηλαδὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς προσφορᾶς της ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἂν δὲν εἶχε δηλαδὴ πραγματικὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀλλὰ φαινομενικό, ὅπως διατείνονταν οἱ ἀρχαιότεροι αἱρετικοί, οἱ λεγόμενοι Δοκῆτες, ποὺ πολεμήθηκαν ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἤ ἂν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, ὅπως ὑποστήριζαν ἀργότερα οἱ Ἀρειανοί, ἤ μόνο Θεός, ὅπως δίδασκαν οἱ Μονοφυσίτες, ἤ ἂν ἦταν καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὡς δύο ξεχωριστὲς φύσεις ποὺ δὲν ἑνώθηκαν σὲ ἕνα πρόσωπο, ὅπως ἔλεγαν οἱ Νεστοριανοί, ἡ ἀκόμα ἂν ἦταν μόνο τέλειος Θεὸς ὄχι ὅμως καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ Ἀπολιναριστές, δὲν θὰ εἶχε πραγματοποιηθεῖ στὴν πληρότητά του τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως διδάσκουν οἱ Γραφὲς καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σώζεται, ὅταν προσλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν ἀνασυνδέεται καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς του. Ὅλες οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις ἀρνοῦνταν μερικῶς ἡ ὁλικῶς τὴν πίστη καὶ τὴν διδασκαλία αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι προσέβαλλαν τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχαν ἐξαρχῆς τὰ μέλη της, ὅτι ἡ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, ἡ μετοχή τους στὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, μετοχὴ στὴν θεία ζωή.
Κάποιο εἶδος συνόψεως ἡ ἀνακεφαλαιώσεως τῶν ἀρχαίων αἱρέσεων ἦταν ἡ εἰκονομαχία. Ἔτσι κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ποὺ διήρκεσε περισσότερο ἀπὸ ἕναν αἰώνα (726-843), ἐπανῆλθαν στὸ προσκήνιο μὲ κάποια παραλλαγὴ πολλὲς πλάνες τῶν προηγουμένων αἱρέσεων. Γι’ αὐτὸ κατὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας γίνεται μνεία τῆς καταδίκης ὅλων τῶν αἱρέσεων καὶ διακηρύσσεται ἡ ἀταλάντευτη πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀδιάσπαστη πράδοσή της: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν…οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν» (Συνοδικὸν Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ἡ εἰκονομαχία ἀποτελοῦσε ἕνα εἶδος θρησκευτικῆς ἰδεολογίας, ἡ ὁποία ἀμφισβητοῦσε καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀπέρριπτε τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ κόσμου καὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξεικονίζεται, σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δηλώνει καὶ ὑπογραμμίζει τὴν ἀλήθεια τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Προβάλλει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ φανερώθηκε μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
Ὅλες οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις, ποὺ ἐμφανίστηκαν κατὰ τὴν πρώτη μετὰ Χριστὸν χιλιετία, ἀντιμετωπίστηκαν ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Καὶ ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προβάλλεται ὡς νίκη ἐναντίον τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, ποὺ ἀμφισβήτησαν τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἐπίπεδό της προσφορᾶς της ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ δεύτερη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἔρχεται ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴν Κυριακὴ αὐτὴ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν νίκη τῆς ἐναντίον μίας ἄλλης μορφῆς αἱρέσεως· μίας αἱρέσεως ποὺ ἀμφισβήτησε τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου στὸ δεύτερο ἐπίπεδο, στὸ ἐπίπεδό του τρόπου οἰκειώσεώς της ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ στὸν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως αὐτῆς πρωτοστάτησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γεννήθηκε τὸ 1296. Εἶχε εὐλαβέστατους καὶ εὐκατάστατους γονεῖς. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ὁ Γρηγόριος ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἀνέλαβε τὴν φροντίδα τῶν σπουδῶν του ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ τὸν προόριζε καὶ γιὰ ὑψηλὰ κρατικὰ ἀξιώματα. Παράλληλα ὅμως γνώρισε καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ ἤδη μέσα στὸ πλαίσιο τῆς οἰκογενείας του καὶ μυήθηκε στὴν νοερὰ προσευχὴ ἀπὸ τὸν ἁγιορείτη μοναχὸ καὶ ἀκολοὺθως μητροπολίτη Φιλαδελφείας Θεόληπτο. Ἐνῶ ὅμως ὁ αὐτοκράτορας τὸν προόριζε γιὰ ὑψηλὰ κρατικὰ ἀξιώματα, αὐτὸς προτίμησε τὴν μοναχικὴ ζωή.
Τὸ Φθινόπωρο τοῦ 1316 σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ξεκίνησε μαζὶ μὲ τοὺς δύο μικρότερους ἀδελφούς του Μακάριο καὶ Θεοδόσιο γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Κατὰ τὰ τρία πρῶτα χρόνια της ἐκεῖ παραμονῆς του ἔζησε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ἀσκητοῦ Νικοδήμου στὰ ὅρια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Νικοδήμου μετέβη στὸ κοινόβιο τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ ἀκολούθως ἀποσύρθηκε σὲ ἐρημητήριο.
Τὸ 1325 ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων ἀνάγκασαν τὸν Παλαμᾶ, ὅπως καὶ ἄλλους ἁγιορεῖτες νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Τότε πῆγε σὲ ἐρημητήριο τῆς Σκήτης τῆς Βεροίας, ὅπου παρέμεινε πέντε περίπου χρόνια μὲ ἐντονότατη ἄσκηση. Τὸ 1331 ἐπιδρομὲς τῶν Σέρβων τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψει τὴν περιοχὴ τῆς Βέροιας καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου συνέχισε τὴν ἐρημική του ζωὴ στὸ ἡσυχατήριο τοῦ ἁγίου Σάββα. Ἐκεῖ πληροφορήθηκε τὶς ἀντιλήψεις τοῦ Βαρλαάμ, θεολόγου καὶ φιλοσόφου ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Νοτίου Ἰταλίας.
Ὁ Βαρλαὰμ ἦταν ὀρθόδοξος καὶ δεχόταν ὅλα τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶχαν διατυπωθεῖ ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἑπομένως δὲν παρουσίαζε αἱρετικὲς ἀντιλήψεις στὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δύο ἐπίπεδα ποὺ ἀναφέραμε, ἀλλὰ στὸ δεύτερο· στὸ ἐπίπεδο τοῦ τρόπου οἰκειώσεως τῆς σωτηρίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἔλεγε ὁ Βαρλαὰμ ὅτι ὁ Χριστὸς ἤ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κτίσμα, ὅπως ὑποστήριζαν οἱ Ἀρειανοὶ ἡ οἱ Πνευματομάχοι, ἀλλὰ ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ χάρη του, μὲ τὴν ὁποία σώζεται ὁ ἄνθρωπος, εἶναι κτιστή. Αὐτὸ ὅμως σήμαινε καὶ πάλι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρχεται σὲ ἄμεση προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἑνώνεται μαζί του, ἀλλὰ μὲ κάποιο κτίσμα. Καὶ ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἦταν γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑποστήριζαν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ Πνευματομάχοι.
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὀντολογικὸ γεγονός. Εἶναι δηλαδὴ γεγονὸς ποὺ καλύπτει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἄμεση προσωπικὴ κοινωνία καὶ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ μετάδοση τῆς θείας ζωῆς ποὺ ἔχασε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀποστασία του ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος δὲν σώζεται μαθαίνοντας ὁρισμένες ἀλήθειες ἡ ἀποκτώντας κάποιες θεωρητικὲς γνώσεις γιὰ τὸν Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο μεταδίδοντάς του πληροφορίες γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τὸν σώζει ἐρχόμενος ὡς ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός. Τὸν σώζει μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατό του, μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάστασή του.
Ὁλόκληρο τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου συνοψίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο μὲ μία φράση: «Μέγα ἐστι τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ». Τὸ μυστήριο αὐτὸ βιώνεται στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Οὐσιαστικὰ τὸ μυστήριο αὐτὸ ταυτίζεται μὲ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ μυσταγωγεῖ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ὡς «κοινωνία τῆς θεώσεως».
Κοινωνία τῆς θεώσεως σημαίνει κοινωνία ποὺ προετοιμάζει καὶ ἀναδεικνύει θεούς· θεοὺς κατὰ χάρη. Αὐτὸ ἄλλωστε ἦταν καὶ τὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως δηλώνεται μὲ τὸ «καθʼ ὁμοίωσιν»· νὰ ἀναδειχθεῖ ὁ ἄνθρωπος θεὸς μετέχοντας στὴν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ πραγματοποίηση ὅμως τοῦ σχεδίου αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ τὴν συγκατάθεση καὶ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς προίκισε τὸν ἄνθρωπο μὲ ἐλευθερία καὶ τίποτε δὲν τοῦ ἐπιβάλλει μὲ τὴν βία. Γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ σκοπὸς ποὺ ἔθεσε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο πραγματοποιεῖται μόνο μὲ τὴν αὐτεξούσια συνεργασία του. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος διαστράφηκε μὲ τὴν ἀποστασία του ἀπὸ τὸν Θεό, χρειάζεται νὰ ἀγωνιστεῖ, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν πραγματικὸ ἑαυτό του καὶ νὰ προχωρήσει στὸν κατὰ Θεὸ σκοπό του. Σὲ αὐτὸν τὸν ἀγώνα καλεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸν καθένα ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἄριστος ὁδηγὸς γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ διεξαγωγὴ τοῦ ἀγώνα αὐτοῦ εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὁ μεγάλος αὐτὸς θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει πρὶν ἀπὸ ὅλα, πόσο ἀπαραίτητο εἶναι νὰ ξαναβρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸν πραγματικὸ ἑαυτό του, νὰ τὸν κατευθύνει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ οἰκειωθεῖ τὴν μεγάλη δωρεὰ τῆς σωτηρίας ποὺ προσφέρει ὁ Θεός. Μᾶς διδάσκει, πόσο πουδαῖο εἶναι νὰ στραφεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό του, νὰ ἐπαναφέρει τὸν διασκορπισμένο νοῦ του μέσα στὴν καρδιά του καὶ νὰ ἀκούσει τὸ κάλεσμα ποὺ τοῦ ἀπευθύνει ὁ Χριστός: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐὰν τὶς ἀκούση τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξη τὴν θύραν, εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετʼ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετʼ ἐμοῦ» . Αὐτὲς τὶς ἀλήθειες καὶ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς ὑπερασπίστηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπέναντι στὸν Βαρλαάμ. Αὐτὲς οἱ ἀλήθειες καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς ἀμφισβητήθηκαν καὶ πολεμήθηκαν ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τοὺς ὁμόφρονές του.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Βαρλαὰμ δὲν εἴχαμε μία ἁπλὴ αἵρεση, ἀλλὰ πλήρη ἀνατροπὴ καὶ καθαίρεση τῆς δωρεᾶς τῆς θείας οἰκονομίας. Καὶ χρησιμοποιώντας τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου γιὰ κάποιο ἀνάλογο φαινόμενο τῆς ἐποχῆς του, πρόκειται γιὰ διδασκαλία, ἡ ὁποία «πᾶσαν ἀνατρέπει τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὴν οἰκονομίαν καὶ φανερῶς ἀπαρνεῖται τὴν ἀνακαίνισιν τῆς φθαρείσης εἰκόνος…» .
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προασπίστηκε τὴν αὐθεντικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἦταν ἐξαρχῆς κοινὴ στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἄρση τῶν ἀποκλίσεων ποὺ δημιούργησε τὸ σχίσμα. Καταπολέμησε τὴν διδασκαλία τοῦ Βαρλαὰμ ὅτι ἡ ἐνεργεία ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, καὶ τόνισε ὅτι ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἄκτιστη χάρη του ἔρχεται σὲ προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἑνώνεται μαζί του καὶ τὸν θεοποιεῖ. Ἔτσι πρόβαλε ἀπαραχάρακτο τὸν Χριστιανισμό, στήριξε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ διατήρησε ἀνοικτὴ τὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀποσύνδεση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ σημειώθηκε κατὰ τοὺς νεώτερους χρόνους, παραμόρφωσε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ εὐνόησε τὴν ἐκκοσμίκευση. Κι ἐπειδὴ ἡ ἐκκοσμίκευση καθιερώθηκε καὶ ἐμπεδόθηκε πρῶτα στὴν Δύση, γιὰ νὰ διαδοθεῖ ὡς εἰσαγόμενη καὶ στὴν Ἀνατολή, ἡ ὑπεροχὴ τῶν δυτικῶν στὴν κατάσταση αὐτὴ ἦταν εὐνόητη. Γιʼ αὐτὸ οἱ ἐκκοσμικευόμενες κοινωνίες τῆς Ἀνατολῆς εἶναι φυσικὸ νὰ μειονεκτοῦν ἀπέναντι στὶς ἐκκοσμικευμένες κοινωνίες τῆς Δύσεως καὶ νὰ χρειάζονται νὰ τὶς ἀκολουθοῦν διαρκῶς ὡς οὐραγοὶ κατευθυνόμενοι σὲ ἀδιέξοδο. Περιφρονήσαμε τὶς αὐθεντικές μας ρίζες, ἀπαρνηθήκαμε τὸν πνευματικό μας πλοῦτο, λησμονήσαμε τὸν ὑπερβατικὸ προσανατολισμό μας καὶ θελήσαμε νὰ ἐκσυγχρονιστοῦμε περπατώντας ξιπόλητοι στὰ ἀγκάθια τῆς ἐκκοσμικεύσεως.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σὲ μία κρίσιμη καμπὴ τῆς ἱστορίας πρόσφερε μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία του τεράστιο πλοῦτο γιὰ τὴν στήριξη τοῦ γένους καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας ὄχι μόνο στὴν ἐποχή του, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν σκοτεινὴ περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ποὺ ἐπακολούθησε. Ἀλλὰ καὶ σήμερα τὸ πρόσωπο καὶ ἡ διδασκαλία του ἀποτελοῦν πολυτιμότατο κεφάλαιο, ποὺ προσφέρεται γιὰ τὴν στήριξη καὶ τὴν δημιουργικὴ πορεία μας πρὸς τὸ μέλλον. Γιὰ τὴν πορεία μας μέσα στὴν ἱστορία, γιὰ τὸν διάλογό μας μὲ τὸν χριστιανικὸ ἀλλὰ καὶ τὸν μὴ χριστιανικὸ κόσμο τῆς παγκοσμιοποιούμενης καὶ διαλυόμενης κοινωνίας μας.
Τελειώνοντας θὰ ἤθελα νὰ κάνω δύο ἐπισημάνσεις, ποὺ ἔχουν κάποια ἰδαίτερη σπουδαιότητα καὶ ἐπικαιρότητα σήμερα. Ἡ μία συνδέεται μὲ τὴν ζωὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἡ ἄλλη μὲ τὴν διδασκαλία του.
Ὅταν ὁ Παλαμᾶς χειροτονήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸν θρόνο του, βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἐπανάσταση τῶν Ζηλωτῶν, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν ἐμπόδισαν νὰ εἰσέλθει στὴν πόλη. Ὁ Παλαμᾶς ἀποσύρθηκε εἰρηνικὰ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀσκητεύντας, ὅπως πρίν, ἐπὶ ἕνα περίπου χρόνο. Τότε ὁ βασιλιὰς τῶν Σέρβων Στέφανος Δουσάν, ποὺ ἐξαιτίας τῶν ἐμφύλιων ταραχῶν καὶ τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ζηλωτῶν βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπεκτείνει τὴν κυριαρχία του σὲ σημαντικὸ μέρος τῆς Μακεδονίας, ἐπισκέφτηκε τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ προσπάθησε νὰ προσεταιριστεῖ τὸν ἀποκλεισμένο ἀπὸ τὴν ἕδρα του ἱεράρχη μὲ κολακευτικὲς ὑποσχέσεις γιὰ πολιτικὴ ἐξουσία, μεγάλες δικαιοδοσίες καὶ ἄφθονα χρήματα. Στὶς προτάσεις του αὐτὲς ὁ ἐμπερίστατος ἱεράρχης ἔδωσε τὴν ἀκόλουθη ἀρχοντικὴ ἀπάντηση:
«Δὲν ἔχω καμία ἀνάγκη ἀπὸ ἐξουσίες, δικαιοδοσίες καὶ ἄφθονα χρήματα. Ἂν πάρει κάποιος ἕναν σπόγγο ποὺ χωράει ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ τὸν ρίξει μέσα στὸ Αἰγαῖο, δὲν θὰ ἀπορροφήσει ποτὲ τὸ ἀχανὲς πέλαγος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ πάρει μόνο ἕνα ποτήρι νερό, ὅσο δηλαδὴ ἀντιστοιχεῖ στὴν φυσική του χωρητικότητα, καὶ θὰ ἐγκαταλείψει ὡς ἀδιάφορο ὅλον ἐκεῖνο τὸν ὑγρὸ ὄγκο. Ἔτσι καὶ ἐγώ, ἔμαθα ἀπὸ παλιὰ καὶ μοῦ ἔγινε σχεδὸν φυσικό, νὰ ζῶ μὲ λίγα καὶ νὰ ἀρκοῦμαι μόνο στὰ ἀπαραίτητα. Γιὰ αὐτό, καὶ ἂν ἀκόμα μου προσφέρεις ὅλο τὸ χρυσάφι ποὺ βρίσκεται ἐπάνω στὴν γῆ καὶ μέσα στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, καὶ ἂν ἀκόμα μὲ πάρεις καὶ μὲ βουτήξεις ὁλόκληρο μέσα στὸ ρεῦμα τοῦ μυθικοῦ Πακτωλοῦ, δὲν θὰ πάρω ἀπὸ ἐκεῖ τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὴν καθημερινὴ τροφὴ καὶ τὰ ἀναγκαῖα. Συνεπῶς δὲν χρειάζεται οὔτε μὲ ἐνδιαφέρει καθόλου ἡ συζήτηση γιὰ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες δωρεὲς καὶ τὶς χρηματικὲς παροχές σου» .
Ἡ ἄλλη ἐπισήμανση συνδέεται, ὅπως εἴπαμε, μὲ τὴν διδασκαλία του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὡς «κῆρυξ τῆς χάριτος» τόνισε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἤ ἡ χάρη του, μὲ τὴν ὁποία καὶ σώζεται ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι κτιστή. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο μὲ κάποιο κτιστὸ στοιχεῖο ποὺ μεσολαβεῖ ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἔρχεται ὁ ἴδιος σὲ ἄμεση προσωπικὴ κοινωνία καὶ ἕνωση μαζί του. Ἀντίστοιχα λοιπὸν καὶ ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ προσεγγίσει τὸν Θεὸ ἄμεσα καὶ προσωπικά. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχή, ποὺ βρέθηκε στὸ ἐπίκεντρο τῆς διενέξεώς του μὲ τὸν Βαρλαάμ, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἤ ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ πρὸς τὸν Θεό, ὅπως ὑποστήριζε ὁ Βαρλαάμ, ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ αὐτόν, ποὺ κορυφώνεται στὴν θεία Κοινωνία.
Προσευχὴ σημαίνει ἀναφορὰ σὲ πρόσωπο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται πραγματικὰ νιώθει τὴν παρουσία τοῦ προσώπου πρὸς τὸ Ὁποῖο ἀπευθύνει τὴν προσευχή του. Ἰδιαίτερα μάλιστα ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ποὺ ὑποστήριζε ὁ Παλαμᾶς ὅτι πρέπει νὰ ἔχει διαρκῶς στὰ χείλη του κάθε πιστός, ἀποτελεῖ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας τὴν κυριότερη σύσταση καὶ προτροπὴ του· σύσταση καὶ προτροπὴ γιὰ τὴν ἀνόρθωσή του καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου