Η Κυριακή της εκδιώξεως των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο
Γέροντας Πετρώνιος Τανάσε
Ευρισκόμεθα στο κατώφλι της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Κυριακή της εκδιώξεως των Πρωτοπλάστων από τον παράδεισο, σαν τελευταίος σταθμός των πνευματικών παλαισμάτων, μας επαναφέρει πίσω, στην αρχή της αμαρτωλής μας ζωής επί της γη. Διωχθήκαμε από τον παράδεισο της ευφροσύνης εξ αιτίας της παρακοής, της υπερηφανείας και της ακρατείας. Η ζωή με τους ιδρώτες, τα βάσανα, τις θλίψεις, τα δάκρυα, είναι ο μισθός του ανθρώπου μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων.
Η κατάστασις του διωχθέντος Αδάμ, που είναι και κατάστασις δική μας, αντικατοπτρίζεται στο γεμάτο από ταπείνωση τροπάριο αυτής της Κυριακής: «Ἐκάθισεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο… Οἴμοι, τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ! Μίαν ἐντολὴν παρέβην… καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι. Παράδεισε ἁγιώτατε… ἱκέτευε τῷ σὲ ποιήσαντι, κᾀμὲ πλάσαντι, ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσωμαι» (Εσπερινός).
«Ὁ Ἀδὰμ ἐν θρήνῳ κέκραγεν ὅτι ὄφις καὶ γυνή, θεϊκῆς παρρησίας με ἔξωσαν, καὶ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ξύλου βρῶσις ἠλλοτρίωσεν. Οἴμοι… ὁ ποτὲ βασιλεὺς τῶν ἐπιγείων πάντων κτισμάτων Θεοῦ, νῦν αἰχμάλωτος ὤφθην, ὑπὸ μιᾶς ἀθέσμου συμβουλῆς, καὶ ὁ ποτὲ δόξαν ἀθανασίας ἠμφιεσμένος, τῆς νεκρώσεως τὴν δοράν, ὡς θνητὸς ἐλεεινῶς περιφέρω. Οἴμοι! τίνα τῶν θρήνων συνεργάτην ποιήσομαι; Ἀλλὰ σὺ Φιλάνθρωπε, ὁ ἐκ γῆς δημιουργήσας με, εὐσπλαγχνίαν φορέσας, τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ, ἀνακάλεσαι καὶ σῷσόν με».
Γι’ αυτό η άσκησις, η λύπη και το πένθος στην περίοδο της Νηστείας είναι και μία λύπη για τον χαμένο παράδεισο, τον οποίο με πολύ κόπο πρέπει να αποκτήσουμε πάλι (Πράξ. 14, 22).
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής στην Θεία Λειτουργία, μας υπενθυμίζει πάλι τα εξής δύο μεγάλα έργα: την ταπείνωση και την αγάπη, οι οποίες είναι το θεμέλιο για όλες τις αρετές.
H νηστεία με την προσευχή και όλες οι ασκήσεις που συνοδεύονται με αυτήν, εάν δεν έχουμε μεγάλη προσοχή, ίσως να γίνονται κατά το θέλημα του πονηρού. Γι’ αυτό μας διδάσκει ο Σωτήρ: «Ὅταν νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί… ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες… σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων…» (Ματθ. 6, 16-18).
Να μην ξεχνάμε το μάθημα που επήραμε από την παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου, όταν νηστεύουμε. Να επιτελούμε με αγάπη τις ασκήσεις της νηστείας, αλλά και να τις καλύπτουμε για να παραμένει μέσα μας η ταπείνωσις. Τον φυσικό μαρασμό του σώματος να τον στολίζουμε με την ευθυμία της καρδιάς και του προσώπου μας, σκεπτόμενοι πάντοτε την μεγάλη ωφέλεια που προέρχεται από την νηστεία. Η άλειψις της κεφαλής και η πλύσις του προσώπου δεν πρέπει να εννοούνται κατά γράμμα, αλλά με πνευματική έννοια. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μας εξηγεί ότι πρόσωπο είναι η μορφή ολοκλήρου της ζωής μας και κεφαλή είναι το σύμβολο του νου μας. Οπότε λοιπόν, πλύσις του προσώπου σημαίνει να καθαρίσουμε την ζωή μας απ’ όλες τις μορφές της αμαρτίας, ενώ άλειψις της κεφαλής σημαίνει να φωτισθεί ο νους με το φως της θείας γνώσεως.
Οι κοσμικές φροντίδες συνήθως απορροφούν σχεδόν όλο τον χρόνο της ζωής του ανθρώπου και δεν απομένει πλέον καιρός για την πνευματική του ανάπαυση. Αλλά οι φροντίδες πρέπει να αποβλέπουν κυρίως στην σωτηρία. Γι’ αυτό μας προτρέπει πάλι ο Σωτήρ «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει… θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ… ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6, 19-21). Τα επίγεια αγαθά, που ευρίσκονται παντού σ’ όλο τον κόσμο, δεν αξίζουν τίποτε μπροστά στον ανεκτίμητο θησαυρό της ψυχής, και μάταια φροντίζουμε τόσο πολύ γι’ αυτά. Βέβαια δεν ημπορούμε να αδιαφορήσουμε τελείως για τις σωματικές φροντίδες, αλλά η επιμέλεια για την ψυχή πρέπει να κατέχει πρωτεύουσα θέση. Συνεπώς ο χρόνος της νηστείας, ως περίοδος για την ψυχική μας σωτηρία, δεν πρέπει να σπαταλάται με υπερβολικές κοσμικές μέριμνες.
Με εμφανέστατο τρόπο μας οδηγεί το ιερό Ευαγγέλιο την προσοχή πιο ψηλά, σ’ ένα άλλο σκέλος της αγάπης προς τον πλησίον, που είναι η πνευματική ελεημοσύνη, και μάλιστα η συγχώρησις των συνανθρώπων μας, που είναι ένα μεγάλο και ευάρεστο έργο μπροστά στον Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν τόσο πολύ επιμένει ο Χριστός για την συγχώρηση των πλησίον μας, ώστε χωρίς αυτήν ούτε Αυτός δεν θα συγχωρήσει τα αμαρτήματά μας. «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6, 14-15).
Έτσι λοιπόν κάθε αμαρτία είναι ενάντια προς τον Θεό και μόνο απ’ Αυτόν ημπορούμε να λάβουμε την συγχώρηση. Το ίδιο και κάθε αμαρτία που κάνουμε εναντίον του συνανθρώπου μας, δεν μας την συγχωρεί ο Θεός, χωρίς να ζητήσουμε συγχώρηση από τον παθόντα. Γι’ αυτό, όταν ζητάμε συγχώρηση από κάποιον που ελυπήσαμε, αυτός μας απαντά: «Ο Θεός να σε συγχωρήσει». Δηλαδή, «ιδού εγώ σε συγχώρησα· τώρα πλέον ημπορεί και ο Θεός να σε συγχωρήσει». Μόνο έτσι μας συγχωρεί αληθινά ο Θεός. Και τούτο διότι, για την ψυχική μας αναγέννηση, πρώτα απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την συγχώρηση των αμαρτιών μας υπό του Θεού και κατόπιν ακολουθούν οι αγώνες της νηστείας. Ο Θεός, λόγω της μεγάλης φιλανθρωπίας Του, ζητεί και από εμάς κάτι ως αντάλλαγμα για την συγχώρηση των αμαρτιών μας. Είναι ωσάν να μας λέγει: «Θέλεις να συγχωρηθούν οι πολλές σου αμαρτίες; Εγώ σου τις συγχωρώ, αλλά υπό τον όρο να συγχωρήσεις κι εσύ τα πταίσματα του αδελφού σου, του κάθε πλησίον σου». Αλλά κι εμείς, όταν λέγουμε κάθε ημέρα την Κυριακή προσευχή, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση ενώπιον του Θεού να κάνουμε αυτό το έργο: «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Χωρίς αυτή την προς τον πλησίον συγχώρηση, ούτε και ημάς συγχωρεί ο Θεός. Όχι μόνο δεν μας συγχωρεί, αλλά ούτε και τα άλλα καλά έργα, που ίσως κάνουμε, τα δέχεται. Μας το λέγει καθαρά πάλι ο Σωτήρ: «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου».
Οι κόποι για την αρετή, η νηστεία και οι άλλες ασκήσεις είναι βέβαια αναγκαίες για την σωτηρία μας, και ο Χριστός τις δέχεται όχι μόνο σαν ένα οφειλόμενο έργο, αλλά και σαν προσφορά. Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν ακόμη την νηστεία Δεκάτη, μία Δεκάτη των καλών έργων τα οποία προσφέρουμε στον Θεό καθ’ όλο το διάστημα του έτους. Αλλά η προσφορά αυτή για να γίνει ευπρόσδεκτη, πρέπει να εκπληρώνει τους όρους της ευαγγελικής χάριτος, δηλαδή να έχουμε συμφιλιωθεί με τους συνανθρώπους μας. Απ’ αυτή την ανάγκη προήλθε και η ωραία τάξις της ομαδικής συγχωρήσεως, η οποία γίνεται αυτή την Κυριακή, προ της μεγάλης Νηστείας και γι’ αυτό ονομάζεται και Κυριακή της Συγχωρήσεως. Στο τέλος του Εσπερινού, όλοι οι πατέρες και αδελφοί, καθώς και οι χριστιανοί μεταξύ τους, ζητούν συγχώρηση ο ένας από τον άλλον: «Συγχώρησέ με, αδελφέ μου». «Ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ».
Έτσι πρέπει να κάνουν όλοι οι χριστιανοί, συγχωρούμενοι μεταξύ τους μέσα στην οικογένεια και κατόπιν με τους γείτονές τους και προπαντός μ’ εκείνους που έχουν κάποια κακία και εχθρότητα. Έτσι, αποβάλλοντας όλη την κακία από την καρδιά μας, ημπορούμε να προσφέρουμε με ειρήνη και αγαθή ελπίδα στον Θεό τα δώρα των αγώνων της νηστείας και των άλλων έργων.
Η συγχώρησις του πλησίον όμως προσφέρει κι ένα άλλο ακόμη δώρο. Επειδή η ζωή μας είναι μία ατελείωτη σειρά από αμαρτίες, γι’ αυτό και η μετάνοιά μας και η συγχώρησις των αδελφών και κάθε καλό έργο δεν θα πρέπει να έχουν τέλος, για να ημπορούμε έτσι μ’ αυτά να λαμβάνουμε την πλήρη συγχώρηση. Ο Θεός, λόγω του απείρου πελάγους της ευσπλαχνίας Του, μας εχάραξε την πιο εύκολη και βολική για την σωτηρία μας οδό: την συγχώρηση του αδελφού μας. Το παράδειγμα του οκνηρού μοναχού που αναφέρει το Γεροντικό, είναι πολύ εύγλωττο σ’ αυτή την περίπτωση. Κάποτε κοντά σ’ ένα Γέροντα ζούσε ένας τεμπέλης στα καθήκοντά του μοναχός. Όταν ήλθε η ώρα του θανάτου του, στάθηκαν κοντά του οι άλλοι μοναχοί. Τότε ό Γέροντας θέλοντας να ωφελήσει τούς αδελφούς, όταν είδε τον αδελφό να τελειώνει την ζωή του εύθυμος και χαρωπός, τον ερώτησε:
– Αδελφέ, εμείς εδώ όλοι γνωρίζουμε ότι δεν ήσουν πολύ επιμελής στα μοναχικά σου καθήκοντα και πώς τώρα φεύγεις από την ζωή τόσο χαρούμενος;
Και ο αδελφός του απήντησε:
– Γνώριζε, πάτερ, ότι, αφ’ ότου έγινα μοναχός, δεν θυμάμαι να κατέκρινα ή να εσκέφθηκα κάτι εναντίον κάποιου, αλλά και αν συνέβη κάποιος μικρός παροξυσμός με κάποιον, την ίδια στιγμή συμφιλιώθηκα μαζί του. Οπότε λοιπόν, θα ειπώ στον Θεό: «Δέσποτα, εσύ τί είπες; Δεν είπες: “Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε” και “ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος”; » Τότε ο Γέροντας του είπε:
– Ειρήνη σε σένα, παιδί μου, διότι χωρίς κόπους εσώθηκες!
Ιδού πόσα δώρα προέρχονται από την συγχώρηση της αμαρτίας των συνανθρώπων μας:
– Μας παρέχεται από τον Θεό η συγχώρησις των αμαρτιών μας.
– Δέχεται ό Θεός με καλοσύνη ό,τι καλά έργα εκάναμε στην ζωή μας.
– Κερδίζουμε με ευκολία την σωτηρία μας.
Και πολύ σωστά, διότι η συγχώρησις χαρίζει ειρήνη στους ανθρώπους, παραμερίζει την διχόνοια, για την οποία έπρεπε να σαρκωθεί ο ίδιος ο Υιός του Θεού.
Με όσα μέχρι τώρα είπαμε, είμεθα έτοιμοι για τους αγώνες της αγίας Τεσσαρακοστής. Ο καιρός της προετοιμασίας ήτο μακρός και έτσι μας προσέφερε με άνεση όλα τα αναγκαία γι’ αυτό το ταξίδι των αρετών. Λοιπόν είμεθα:
– Ντυμένοι με τον μανδύα της ταπεινώσεως,
– με την ράβδο της καλής ελπίδος,
– με τα μάτια μας ορθάνοικτα στην ώρα της Κρίσεως,
– με την σκέψη μας στην ώρα του θανάτου,
– ενδυναμωμένοι με το παράδειγμα μεγάλων αγωνιστών του Πνεύματος,
– με την ελπίδα στην απόλαυση των αιωνίων αγαθών,
– συγχωρημένοι και συμφιλιωμένοι με τον πλησίον μας.
«Ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ νίκη κατά τῶν δαιμόνων, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία…».
«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς νηστείας ἀγῶνα. Οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται, καὶ ἀναλαβόντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τὴν πίστιν, καὶ ὡς θώρακα τὴν προσευχήν, καὶ περικεφαλαίαν τὴν ἐλεημοσύνην, ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπὸ καρδίας πᾶσαν κακίαν…».
«Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου Κύριε, ἔλαμψεν ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν ἡμῶν. Ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ καιρὸς μετανοίας. Ἀποθώμεθα τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, ὅπως διαπλεύσαντες τὸ τῆς νηστείας μέγα πέλαγος εἰς τὴν τριήμερον Ἀνάστασιν καταντήσωμεν, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ σώζοντος τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Γέροντας Πετρώνιος Τανάσε, Οι Πύλες της Μετανοίας – Στοχασμοί στο Τριώδιο, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου