ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ (Ματθ. κεʹ 31 ‐ 46)
19 Φεβρουαρίου 2023
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα σήμερα κάνει λόγο οὐσιαστικὰ γιὰ τήν φιλανθρωπία. Δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀρετὴ τοῦ νὰ ἀγαπᾶ κανείς, νὰ νοιάζεται καὶ νὰ φροντίζει τὸν συνάνθρωπό του. Συνάνθρωπός μας εἶναι βέβαια ὁ κάθε ἄνθρωπος, συγγενής ἢ ξένος, ὁ πάσχων, ὁ καταφρονημένος τῆς κοινωνίας, ὁ περιθωριακός, καὶ γενικὰ ὁ κάθε ἕνας ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Ἡ ἀγάπη ποὺ ἐπιδεικνύουμε ἢ ποὺ ἀρνιόμαστε στοὺς συνανθρώπους μας, ἀποτελεῖ τὸ κριτήριο τῆς αἰωνιότητας μας στὸν Παράδεισο ἤ στὴν Κόλαση.
Κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, ὅταν ὁ Κύριος ἔλθει ξανὰ ὄχι ὡς ἄσημος καὶ ταπεινός, ἀλλὰ ἔνδοξος ἐπὶ θρόνου καὶ ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ νὰ κρίνει τὸν κάθε ἕνα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του, θὰ χωρίσει τοὺς δίκαιους καὶ φιλάνθρωπους ἀπὸ ὅσους ἀρνήθηκαν νὰ βοηθήσουν τοὺς πάσχοντες. Τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης τῶν δικαίων πρὸς τοὺς ἀδυνάτους καὶ πτωχοὺς θὰ τὰ θεωρήσει ὅτι ἔγιναν στὸν Ἴδιο «πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω», μᾶς λέει στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός, «δίψασα καὶ μοῦ φέρατε νερὸ νὰ πιῶ, ἤμουν ξένος καὶ μὲ φιλοξενήσατε στὸ σπίτι σας, ἤμουν γυμνὸς καὶ μοῦ δώσατε ροῦχα νὰ φορέσω. Ὅταν ἀρρώστησα ἤρθατε καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε. Ἤμουν στὴ φυλακὴ καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε».
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ φροντίδα πρὸς ὅλους ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, εἶναι ἡ αἰτία μετοχῆς μας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὸ συγκερασμὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς αὐτὴ καμία πράξη τῶν ἀνθρώπων καὶ κανένα ἀσκητικὸ ἀγώνισμα δὲν ἔχει νόημα ἀπὸ μόνο του. Αὐτὴ νοηματοδοτεῖ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ μὴν γίνονται φαρισαϊκά. Ὅπου αὐτὴ ὑπάρχει, ὑπάρχουν παράλληλα ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πραότητα, ἡ μακροθυμία, ἡ σεμνότητα, ὁ ἀλληλοσεβασμὸς καὶ ἡ θυσία ὑπὲρ τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ ἀποτελεῖ καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε», μᾶς λέει ὁ Κύριος, «ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».
Βέβαια τὰ ἔργα ἀγάπης εἶναι δύσκολα καὶ ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσπάθεια. Ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, ὁ Ἰωάννης ὁ θεολόγος, γράφει ἀπευθυνόμενος σὲ ὅλους μας: «τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ, μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾽ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ». Ὁ δὲ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος παρατηρεῖ: «ἐὰν σὲ ἕνα γυμνὸ καὶ πεινασμένο πεῖ κάποιος: “Ὁ Θεὸς μαζί σου. Εὔχομαι νὰ βρεῖς ροῦχα νὰ φορέσεις καὶ φαγητὸ γιὰ νὰ χορτάσεις”, τότε ποιὸ τὸ ὄφελος ἐφόσον δὲν τοῦ δώσει τὰ ἀπαραίτητα ποὺ χρειάζεται;». Ἄρα ἐὰν μείνουμε Χριστιανοὶ τῶν λόγων, χωρὶς ἔμπρακτη ἀγάπη, δὲν θὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ Παραδείσου. Ἐπιπλέον, τὸ νὰ δοῦμε μὲ ἀγάπη, συγκατάβαση καὶ φιλανθρωπία τὸν πλησίον μας, καλύπτοντας τὶς πολὺ ἁπλὲς καθημερινές του ἀνάγκες, εἶναι δύσκολο. Ὅμως δὲν ἀπαιτοῦνται ἰδιαίτερες συνθῆκες ἢ δυνατότητες, οὔτε ὑλικὸς πλοῦτος, γιὰ νὰ βοηθήσει κάποιος τὸν ἀδελφό του. Τὸ σημαντικὸ εἶναι κυρίως τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ ἐξαντλήσουμε γιὰ νὰ ἀγαπήσουμε, ὅπως ὁ Θεὸς θέλει.
Τὰ ἔργα πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ καταφρονεμένους, τὰ ὁποῖα ἀπαριθμεῖ ὁ Χριστός, εἶναι πολὺ ἁπλὰ καὶ δὲν ἀπαιτοῦν παρὰ μόνο τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης μας. Ἡ πτωχὴ χήρα ἐπαινέθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ τὴ μεγάλη της καρδιά, διότι ἐνῷ εἶχε ἡ ἴδια ἀνάγκη, προσέφερε τὰ πάντα της, δηλαδὴ τὸ δίλεπτο, γιὰ νὰ ἀνακουφίσει ἄλλους.
Ἀδελφοί μου, ὡς Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε ἔμπρακτα τὶς ἀνάγκες τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν μας καὶ ἀνοίγοντας τὴν καρδιά μας νὰ τοὺς συνδράμουμε καὶ νὰ τοὺς ἀνακουφίσουμε ἀπὸ τὴν πεῖνα, τὴ δίψα, τὴ γυμνότητα καὶ τὴ μοναξιά τους. Ἡ προσφορά μας αὐτὴ νὰ θυμόμαστε πὼς δὲν ἔχει συνάρτηση μὲ τὴν δυνατότητά μας, ἀλλὰ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς μας.
Αὐτὴ ἡ καρδιακὴ συμπαράσταση καὶ προσφορά μας, ὅπως γίνεται σαφὲς σήμερα, θὰ ἀναστήσει τὴ χαρὰ ποὺ θὰ μᾶς ζωοποιήσει καὶ θὰ θερμάνει τὴν ψυχραμένη ἀγάπη τῶν ἀποδεκτῶν της, ὥστε νὰ καταλήξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ στὴν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου