Ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 12 Φεβρουαρίου 2023, Ἀσώτου (Λουκ. ιε΄ 11-32)
Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
«Δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν»
Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι χανόταν ὅλη ἡ ὑπόλοιπη διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ ἀρκοῦσε καὶ μόνο ἡ παραβολὴ τοῦ ἄσωτου υἱοῦ ἢ ἀλλιῶς τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα, ποὺ μᾶς διηγήθηκε ὁ Κύριος στὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι Θεὸς ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνίας.
Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὴν ὑπέροχη μορφὴ τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα τῆς παραβολῆς ἂς θαυμάσουμε τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος σέβεται τὴν ἐλευθερία μας, περιμένει τὴ μετάνοιά μας καὶ μᾶς ὑποδέχεται μὲ στοργή, ὅταν ἐπιστρέφουμε κοντά Του.
1. Σέβεται τὴν ἐλευθερία μας
Ἕνας ἄρχοντας ἀγάπης ἦταν ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς. Κοντά Του ἀπολάμβαναν τὰ παιδιά του ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά, τὴν πατρικὴ στοργὴ καὶ προστασία του. Ὁ πατέρας σεβόταν ὅμως καὶ τὴν ἐλευθερία τους. Γι᾿ αὐτὸ ὅταν ὁ νεότερος υἱὸς θέλησε νὰ ἀπομακρυνθεῖ, ὁ πατέρας δὲν ὀργίσθηκε. Δὲν τοῦ εἶπε λόγια πικρά, οὔτε τὸν ρώτησε ποῦ θὰ πάει. Σεβάσθηκε τὴν ἐλευθερία του, τοῦ ἔδωσε ὅ,τι ζήτησε καὶ τὸν ἄφησε νὰ φύγει, διότι τὸν ἔβλεπε ἀποφασισμένο γιὰ τὴν πράξη του.
Ὁ Θεὸς ἔπλασε γιὰ μᾶς ἕναν πανέμορφο φυσικὸ κόσμο· ἕνα πλούσιο παλάτι γιὰ νὰ κατοικήσουμε σὲ αὐτὸ χωρὶς νὰ μᾶς λείψει τίποτε. Μᾶς τρέφει, μᾶς χαρίζει τὴν ὑγεία, μᾶς προστατεύει ἀπὸ τοὺς κινδύνους. Σέβεται ὅμως καὶ τὴν ἐλευθερία μας. Δὲν μᾶς θέλει κοντά Του ὡς δούλους, ἀλλὰ ὡς υἱούς. Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους νὰ ἐπιλέξουμε τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό· τὴν ἀρετὴ ἢ τὴν ἁμαρτία. Θέλει ἀσφαλῶς τὴ σωτηρία μας, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐξαναγκάζει σὲ αὐτήν. Κρούει τὴ θύρα τῆς ψυχῆς μας χωρὶς νὰ τὴν παραβιάζει. Δέχεται καὶ τὴν περιφρόνηση, ἀκόμη καὶ τὶς ὕβρεις μας. Σέβεται ἀπόλυτα τὴν κάθε ἐπιλογή μας.
2. Περιμένει τὴν ἐπιστροφή μας
Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ κοντά Του. Πάντοτε ὅμως περιμένει τὴν ἐπιστροφή μας. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς δὲν λησμόνησε τὸ παραστρατημένο παιδί του, ἀλλὰ τὸ καρτεροῦσε, τὸ περίμενε μὲ λαχτάρα. Παρατηροῦσε μὲ ἐλπίδα τὸν ὁρίζοντα κι ἀνέμενε ἐκεῖ, μήπως καὶ ἀντικρίσει τὴ γνώριμη μορφή του νὰ ἐπιστρέφει.
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀποτυπώνει μὲ ἀπαράμιλλο τρόπο τὴ μακροθυμία τοῦ πανάγαθου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀνέχεται τὶς ἁμαρτίες μας, περιμένει ὅμως καὶ τὴ μετάνοιά μας. Δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει στὴν ἀποστασία μας. «Μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδίου αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου» (Ἡσ. μθ΄ [49] 15). Δηλαδή, ἀκόμη κι ἂν μία γυναίκα λησμονήσει καὶ ἀδιαφορήσει γιὰ τὸ παιδί της, Ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ σὲ λησμονήσω ποτέ, τονίζει ὁ Κύριος. Μᾶς παρακολουθεῖ μὲ τὸ στοργικὸ βλέμμα του, ἀκόμη κι ὅταν ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ κοντά Του. Παρατείνει τὸ ἔλεός του καὶ μᾶς δίνει ἀφορμὲς ἀφυπνίσεως καὶ μετάνοιας, χωρὶς νὰ μᾶς ἔχει Ἐκεῖνος ἀνάγκη. Γιὰ χάρη μας τὸ κάνει. Γιὰ νὰ χαροῦμε κοντά Του τὸν ἄπειρο πλοῦτο καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας του.
3. Μᾶς ἀποκαθιστᾶ ὡς υἱούς του
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ σαστίζει κανεὶς εἶναι ὅταν ἀναλογίζεται τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἐπιφυλάσσει ὁ Θεὸς στὸν ἁμαρτωλό, ὁ ὁποῖος μετανοημένος ἐπιστρέφει κοντά Του. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς, μόλις διέκρινε ἀπὸ μακριὰ τὴ μορφὴ τοῦ γιοῦ του, ἔτρεξε νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Δὲν σιχάθηκε τὰ κουρελιασμένα ροῦχα του. Ἄνοιξε τὴν πατρικὴ ἀγκαλιά του κι ἔπεσε στὸν τράχηλό του, διότι γνώριζε τὴν εἰλικρινὴ μετάνοιά του. Δὲν τὸν ἄφησε οὔτε νὰ ἀπολογηθεῖ πλήρως. Διέταξε νὰ τὸν ντύσουν μὲ τὴν πιὸ λαμπρὴ φορεσιά· νὰ τοῦ φορέσουν δακτυλίδι καὶ ὑποδήματα, ὅπως φοροῦσαν οἱ βασιλεῖς· νὰ σφάξουν τὸ καλύτερο μοσχάρι γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ χαμένου παιδιοῦ του.
Στὴν ὑπέροχη αὐτὴ περιγραφὴ προτυπώνεται τὸ ξεχείλισμα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ὅταν ὁ Θεὸς διακρίνει διάθεση μετάνοιας στὴν καρδιά μας, σπεύδει νὰ μᾶς ἀναζητήσει, νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει, παρὰ τὴ δυσωδία τῶν παθῶν μας, νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἐνοχές, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρά· νὰ μᾶς προσφέρει τὸν «μόσχο τὸν σιτευτό», τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Υἱοῦ του στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· νὰ μᾶς καταστήσει καὶ πάλι παιδιά του ἀγαπημένα, βασιλόπουλα στὴν οὐράνια Βασιλεία του.
«Ἀνερμήνευτος ἡ τοῦ Θεοῦ πρόνοια, καὶ ἀκατάληπτος αὐτοῦ ἡ κηδεμονία, ἄρρητος ἡ ἀγαθότης καὶ ἀνεξιχνίαστος ἡ φιλανθρωπία» (PG 52, 498). Εἶναι ἀκατάληπτη ἡ στοργὴ τοῦ Θεοῦ, ἀνέκφραστη ἡ ἀγαθότητά του, ἀνεξερεύνητη ἡ φιλανθρωπία του, θαυμάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἂς μὴν ἀναβάλλουμε λοιπὸν τὴν ἐπιστροφή μας. Ἂς ἀφήσουμε τοὺς ρύπους τῶν παθῶν κι ἂς ἐπιστρέψουμε μὲ μετάνοια στὴν ἀγάπη τοῦ φιλόστοργου Πατέρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου