Η καρτερική και φλεγόμενη ψυχή.(Κυριακή ΙΔ΄Λουκά) (Αγίου Γερμανού του Β΄. Πατριάρχου Κων/λεως)
Ο Χριστός λέγεται φως, επειδή
φωτίζει τον νου προς κατανόηση των απορρήτων και δεικνύει τα μυστήρια,
τα οποία είναι θεατά μόνον στους καθαρούς. Ο Χριστός είναι φως. διότι
φωτίζει νοητώς τις καρδιές των πιστών και χαρίζει στους ανθρώπους το
αισθητό φως των οφθαλμών. Γι’ αυτό και έλεγε· «εγώ ειμί το φως του
κόσμου» και «εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα». Ότι δε έτσι είναι η
πραγματικότα μας το φανερώνει και η περικοπή των ευαγγελικών θείων
λόγων, που θα αναγνωσθεί, και έχει ως εξής:
«Τω
καιρώ εκείνω εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ τυφλός τις
εκάθητο παρά την όδόν προσαιτών· ακουσας δε όχλου διαπορευομένου
επυνθάνετο τι είη ταύτα». Ο Κύριος επεσκέπτετο κάθε πόλη και περιοχή
της Ιουδαίας, όπου εθεράπευε κάθε νόσο και κάθε σωματικό ελάττωμα και
εκήρυσσε μετάνοιαν, επιστρέφοντας τους πλανωμένους στην γνώσι της
αληθείας και επιβεβαιώνοντας τις διδασκαλίες με τα παράδοξα θαύματά του.
Διότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να πείθονται και να υπακούουν όχι τόσο στα
λόγια, όσο στα έργα. Διερχόμενος λοιπόν ο Σωτήρ από τις Ιουδαϊκές
πόλεις πλησίασε και στην Ιεριχώ. Η Ιεριχώ ήταν πρωτεύουσα των Χαναναίων,
από τις μεγαλύτερες πόλεις των εθνικών. Αυτήν την Ιεριχώ την κατέλαβε
κάποτε ο Ιησούς του Ναυή με πολιορκία, όταν πολεμούσε κατά των εθνικών.
Τώρα όμως ο αληθινός Ιησούς την κατέλαβε προς θεραπεία και σωτηρία.
Θέλησε να την ελευθερώσει, την αιχμάλωτο και να οικοδομήσει πνευματικώς
αυτήν που παλαιά είχε κατακρημνισθεί και να ελκύσει κοντά του αυτήν που
είχε αποξενωθεί. Από την ίδια πόλη προήρχετο και εκείνη η Ραάβ, η
πόρνη, η οποία δέχθηκε τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή και τους
διέσωσε. Καθώς λοιπόν ο Κύριος επορεύετο την οδό που οδηγούσε στην
Ιεριχώ, τον ακολουθούσε λαός πολύς· συνέρρεαν από παντού για τα θαύματά
και για τις διδασκαλίες του. Κάποιος δε τυφλός που είχε καθίσει στην
άκρη του δρόμου και ζητιάνευε, άκουσε την οχλαγωγία και τον θόρυβο
εκείνων που ακολουθούσαν πίσω από τον Χριστό και εδιδάσκοντο και
εθεραπεύοντο από αυτόν, και ρωτούσε να μάθει τι συμβαίνει. Και όταν του
είπαν ότι περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος, χάρηκε, επειδή είχε ακούσει για τα
θαύματα που επιτελεί και το θεώρησε ως μοναδική ευκαιρία να κάνει ο
Κύριος το θαύμα του και σ’ αυτόν, που είναι τυφλός και έχει ανάγκη
θεραπείας. Και προσπαθούσε να τον πλησιάσει φωνάζοντας προς αυτόν
δυνατά· «Ιησού υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Ο δε Κύριος του είπε· «τί σοι θέλεις ποιήσω»;
και γιατί φωνάζεις έτσι; Τί ζητείς, άνθρωπε, από αυτόν που επτώχευσε
για σε την εσχάτη πτωχεία; Τί απαιτείς από αυτόν που δεν έχει ούτε «πού την κεφαλήν κλίνη»; Και ο τυφλός επέμενε να τον παρακαλεί και να τον ικετεύει λέγοντας· θέλω «ίνα αναβλέψω».
Δεν ζήτησε κάτι μικρό και ευτελές
από τον Θεό και Δεσπότη ο τυφλός· ούτε χρυσό, ούτε χρήμα, ούτε τροφές,
ούτε σκεπάσματα, ούτε κάτι άλλο παρόμοιο, όπως ζητούσε από τους άλλους
ανθρώπους, μολονότι και αυτά μπορούσε να του τα δώσει αυτός που δίδει σε
όλους τα πάντα, αλλά μόνον του έλεγε· «Κύριε (θέλω) ίνα αναβλέψω».
Κανείς άλλος δεν μπορεί να μου το δώσει αυτό, διότι μόνον ο Θεός έχει
την δυνατότητα να ελεεί και να σώζει. Γι’ αυτό και προσέρχομαι και
προσκυνώ και γονατιστός σε ικετεύω ως τον ποιητήν και Κύριον των όλων
και βοώ το «ελέησον» και σε ονομάζω «υιόν Δαυίδ»,
επειδή πιστεύω ότι συ είσαι ο προσδοκώμενος απόγονος του Δαυίδ, ο
οποίος ήλθε από αμέτρητη ευσπλαχνία να σώσει το γένος μας. Αλλά και με
άλλην έννοιαν ονομάζει τον Χριστόν «υιόν Δαυίδ»
ο τυφλός, επειδή το όνομα αυτό το τιμούσαν πάρα πολύ οι Εβραίοι· και οι
Προφήτες, όσους βασιλείς ήθελαν να τιμήσουν, έτσι τους ονόμαζαν και με
το όνομα αυτό τους δόξαζαν. Επειδή λοιπόν και ο τυφλός αυτός είχε
ανατραφεί στον Ιουδαϊσμό, δεν αγνοούσε όσα λέει ο νόμος και οι Προφήτες
για τον Χριστόν, και ότι σωματικώς ο Χριστός θα προέλθει από το γένος
του Δαυίδ. Και ως προς Θεόν μεν εβόησε «ελέησόν με», διότι μόνον ο Θεός
είναι σε θέση να ελεεί· ως προερχόμενον δε από την γενεά του Δαυίδ τον
ονομάζει «υιόν Δαυίδ». Ας σημειωθεί ότι η ερμηνεία του ονόματος Δαυίδ
είναι: αγαπητός και ισχυρός· από αυτόν λοιπόν ζητεί με τόσο πόθο το
έλεος. Και δεν του είπε ο τυφλός: ζήτησε από τον Θεόν ή προσευχήσου για
μένα ή παρακάλεσε ή ικέτευσε, αλλά «ελέησόν με», επειδή ακριβώς γνώριζε
ότι είναι ο υιός του Θεού, ο οποίος γεννήθηκε από την αγίαν και
αειπάρθενο Μαρία· γι’ αυτό και κατά την πίστη του έλαβε την ίαση.
«Και
οι προάγοντες (αυτοί που προπορεύονταν) επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση·
αυτός δε πολλω μάλλον έκραζεν· Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Αυτή
είναι η καρτερική και φλεγόμενη ψυχή. Αν δεν ήταν ένθερμη η πίστη του
τυφλού, δεν θα κραύγαζε περισσότερο, όταν προσετάχθη να σιωπήσει. Γι’
αυτό και αξιώθηκε να ερωτηθεί από τον Σωτήρα και να τον πλησιάσει και
δεν απέτυχε του σκοπού του, αλλά έλαβε την ίαση. «Σταθείς δε», λέγει, «ο
Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι (να τον φέρουν) προς αυτόν. Εγγίσαντος
δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων τί σοι θέλεις ποιήσω; ο δε είπε· Κύριε
(θέλω) ίνα αναβλέψω». Δεν ερώτησε ο Δεσπότης, επειδή αγνοούσε, αλλά
για να μη νομίσει κάποιος ότι άλλο ήθελε να λάβει ο τυφλός και άλλο του
έδωσε. Ήθελε όμως να μάθουν οι συμπορευόμενοι και όσοι βρέθηκαν εκεί και
την πίστη του προσερχόμενου. Γι’ αυτό έκανε ο Κύριος αυτή την ερώτηση.
Τούτο γίνεται φανερό και από την ίδια την απόκριση του Κυρίου· θέλεις να
αναβλέψεις; Λέγει· «Ανάβλεψον». Και την ίδια στιγμή που το άκουσε, «παραχρήμα, ανέβλεψε» και έδρεψε τον καρπό της πίστεως, την σωτηρία: «η πίστις σου σέσωκέ σε».
Αυτή είναι μαρτυρία του Χριστού, ο οποίος με τα λόγια αυτά έδειξε ότι
αίτιος της θεραπείας του έγινε ο ίδιος ο τυφλός· έγινε με την πίστη του
συνεργός του θαυμαστού αυτού κατορθώματος. Πράγματι, την στιγμή που του
είπε «ανάβλεψον», αμέσως η φωνή του Κυρίου έγινε φως για τον τυφλό και «παραχρήμα ανέβλεψε», επειδή η φωνή ήταν του φωτός, ο λόγος ήταν του φωτοδότη. «Και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν».
Όταν δηλαδή ο τυφλός δέχθηκε από τον Χριστόν παραδόξως την ευεργεσία,
δεν αμέλησε να συμπορευθεί μ’ αυτόν, αλλά τον ακολουθούσε δοξάζοντάς τον
ως Θεόν και έγινε αφορμή να δοξάζουν και να υμνούν τον Θεόν και οι
άλλοι. «Πας (γαρ) ο λαός» λέγει, «ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ».
Και πριν από τη δωρεά φάνηκε καρτερικός ο τυφλός και μετά τη δωρεά
φαίνεται ευγνώμων. Καρτερικός διότι, αν και τον περιφρονούσαν και πολλοί
τον εμπόδιζαν να φωνάζει, αυτός επέμενε κραυγάζοντας «Ιησού υιέ Δαυίδ, ελέησόν με»·
και ευγνώμων επειδή, όταν έλαβε τη χάρη, δεν έτρεξε να φύγει, όπως
κάνουν πολλοί μετά τις ευεργεσίες, φερόμενοι με αγνωμοσύνη και αχαριστία
προς τους ευεργέτες.
Αυτόν ας μιμηθούμε και εμείς με
ζήλο και προθυμία και ας γινόμαστε καρτερικοί στις προσευχές και πριν
λάβουμε αυτά που ζητούμε, και αφού τα λάβουμε να μη μένουμε αχάριστοι
προς τους ευεργέτες· και να προσερχόμαστε με πόθο, έστω και αν είμαστε
οι πλέον ευτελείς και περιφρονημένοι. Να προσφέρουμε και μόνοι μας τις
δεήσεις στον Κύριον, ώστε να λαμβάνουμε από αυτόν τα αιτήματα προς το
συμφέρον μας. Διότι ο τυφλός εκείνος ούτε οδηγό είχε, ούτε μπορούσε να
δει τον Σωτήρα, ούτε βρήκε συνήγορο κάποιον από τους Αποστόλους, αλλά
μολονότι είχε και πολλούς που του απαγόρευαν να μιλήσει και τον
εμπόδιζαν να πλησιάσει, μπόρεσε να υπερβεί όλα τα εμπόδια και πλησίασε
αυτόν τον ίδιο τον θεραπευτή και Σωτήρα Χριστό. Ούτε η κοινωνική του
θέση ούτε ο τρόπος της ζωής του έδωσαν το θάρρος, αλλά αντί όλων αυτών
άρκεσε η προθυμία, την οποία τίποτε δεν στάθηκε ικανό να εμποδίσει. Την
ιδία προθυμία ας προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε και εμείς στις δεήσεις μας
προς τον Δεσπότη. Και αν ο Κύριος αναβάλλει, και είναι πολλοί αυτοί που
μας απομακρύνουν και μας εμποδίζουν, ας προσπαθήσουμε τότε περισσότερο
και ο φιλάνθρωπος Θεός μας θα μας πλησιάσει και θα εκπλήρωση τα αιτήματά
μας.
(Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, εκδ. Ι. Κελλίον Αγ. Νικολάου Μπουραζέρη, Άγιον Όρος , σ. 432-435 –απόσπασμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου