(Λουκά 14, 16-24) Η
παραβολή του μεγάλου δείπνου που ακούσαμε στη σημερινή Θεία Λειτουργία
είναι λίγο - πολύ σε όλους γνωστή. Ένας άνθρωπος κάλεσε κόσμο πολύ στο
δείπνο που ετοίμασε, αλλά όταν ήρθε η ώρα και έστειλε τον υπηρέτη του να
τους ειδοποιήσει πως όλα ήταν έτοιμα. Άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να
αρνούνται την πρόσκληση, προφασιζόμενοι διάφορες αφορμές. Ο ένας είπε
ότι αγόρασε ένα χωράφι, και πρέπει να πάει να το δει, ο άλλος ότι
αγόρασε πέντε ζευγάρια βόδια και πρέπει να πάει να τα δοκιμάσει, κι ένας
τρίτος ότι παντρεύτηκε, και όλοι τους παρακαλούν τον οικοδεσπότη να
τους συγχωρήσει για την απουσία τους. Και τότε θύμωσε ο οικοδεσπότης,
μας λέει ο Χριστός, και έστειλε τον δούλο του να καλέσει από τους
δρόμους και τις πλατείες τους φτωχούς, τους ανάπηρους και τους τυφλούς.
Και σαν είδε ότι ακόμα υπήρχε χώρος, τον έστειλε ξανά, λέγοντάς του να
ψάξει περισσότερο και να βρει τους ενδεείς και αν είναι ανάγκη να τους
πείσει να έλθουν, μιας που τελικά κανένας από όσους είχαν αρχικά κληθεί
δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο δείπνο. Δεν
είναι η πρώτη φορά που ο Χριστός παρομοιάζει τη Βασιλεία του Θεού με
δείπνο, με τράπεζα εορταστική στην οποία καλεί τους φίλους Του και όλοι
μαζί γεύονται την κοινωνία με το Θεό. Η σημερινή όμως παραβολή διαφέρει
αρκετά από τις άλλες, όπου ο Κύριος τονίζει την ανάγκη της σωστής
προετοιμασίας εκ μέρους μας, προκειμένου να συμμετάσχουμε στη Βασιλεία
του Θεού. Γι αυτό και θυμόμαστε ότι δεν έγινε δεκτός εκείνος που δεν
είχε “ένδυμα γάμου”[1],
εκείνος δηλαδή που δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος. Εδώ όμως
βλέπουμε να καλεί ο οικοδεσπότης τους φτωχούς, τους ρακένδυτους, τους
ταλαιπωρημένους, χωρίς να δίνει σημασία ούτε στην εμφάνιση ούτε στην
ενδυμασία τους. Δεν πρόκειται όμως για αντίφαση, αλλά για αναφορά του
Χριστού σε διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, σε αυτούς που έχουν κληθεί στη
Βασιλεία Του και σε εκείνους που αγνοούν ακόμα και την ύπαρξη του
αληθινού Θεού. Οι
προσκεκλημένοι της σημερινής παραβολής είναι όλοι εκείνοι που έχουν
γνώση του Θεού, που έχουν ακούσει το Ευαγγέλιο και καλούνται από το
Χριστό να συμμετάσχουν στην αλήθεια της κοινωνίας μαζί Του. Εξέπεσαν
ωστόσο, εξαιτίας του ασθενούς τους λογισμού και της προσκολλήσεώς τους
στα υλικά και βιοτικά πράγματα. Αυτοί που είπαν “αγρόν ηγόρασα”είναι
εκείνοι που απασχολούν τη διάνοιά τους με άλλες σκέψεις και
κοσμοθεωρίες, παραιτούμενοι από τη μελέτη του λόγου του Θεού και της
αληθινής Ζωής. Εκείνοι που αγόρασαν τα βόδια είναι που ασχολούνται με
τις βιοτικές μέριμνες και καταναλώνουν σε αυτές όλο τους το ενδιαφέρον
και την ενεργητικότητα, λησμονώντας τα πνευματικά. Και τέλος εκείνος που
μόλις είχε παντρευτεί, επειδή θεωρεί ότι στην συζυγική κοινωνία
βρίσκεται το παν, αντιπροσωπεύει τους ανθρώπους που προτιμούν τις
επίγειες απολαύσεις από τις επουράνιες. “Διότι ο ανθρώπινος νους που
προσκολλάται στην κοσμική φιληδονία, γίνεται αδρανής στα πνευματικά και
δεν εργάζεται πλέον τα του Θεού. Και για το λόγο αυτό θα είναι αμέτοχος
της ουράνιας και θείας εορτής”[2]. Η
Βασιλεία όμως του Θεού δεν εξαρτάται από τη θέληση ή τη διάθεση των
ανθρώπων, αλλά από την παρουσία του Θεού, που έχει τη δύναμη να
μεταμορφώνει τον άνθρωπο και να τον ζωοποιεί. Καλεί λοιπόν τους πτωχούς
τω πνεύματι, δηλαδή τους ταπεινούς και τους πλουτίζει με τη θεϊκή Του
σοφία. Καλεί τους αναπήρους και τους κάνει υγιείς. Καλεί τους χωλούς και
βαδίζουν τον ορθό δρόμο. Καλεί τους τυφλούς, ώστε να βλέπουν το φως το
αληθινό [3].
Η σοφία του Θεού υπερβαίνει τις ανθρώπινες αδυναμίες και η Εκκλησία,
όπου το πνευματικό δείπνο της Βασιλείας του Θεού προσφέρεται σε όλους
μας κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή, είναι ο χώρος όπου ο άνθρωπος
θεραπεύεται από κάθε πνευματική ασθένεια ή αναπηρία και μεταμορφώνεται
σε τέκνο του Θεού. Η
Εκκλησία είναι η διαρκής υπενθύμιση και η διαρκής ανανέωση της
πρόσκλησης που ο Χριστός απευθύνει σε όλους μας. Έχουμε το προνόμιο να
ανήκουμε στους ανθρώπους που έχουν γνωρίσει την αλήθεια που ο Θεός
αποκάλυψε στον κόσμο και ως εκ τούτου ανήκουμε σε αυτούς που έχουν
δεχτεί την πρόσκληση να συμμετάσχουμε στο δείπνο της Βασιλείας Του.
Απομένει σε μας να αποδεχτούμε τούτη την πρόσκληση, και να μη
παρασυρθούμε ούτε από ανθρώπινες κοσμοθεωρίες, ούτε από βιοτικές
μέριμνες, ούτε από τις προσωπικές μας επιθυμίες. Απομένει σε μας να
αποδεχτούμε την πρόσκληση του Θεού και να προετοιμαστούμε κατάλληλα,
ώστε να αξιωθούμε να ζήσουμε και την μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων, που
πλησιάζει, σε όλο της το πνευματικό μεγαλείο. _____________ [1] Βλ. Ματθ. 22, 11-12. [2] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, PG 68, 313. [3] Βλ. Ωριγένους, σχόλια εἰς τό κατά Λουκᾶν, PG 17, 361-362.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου