Κυριακή Ι΄Λουκά (Η συγκύπτουσα γυνή)
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο
Κεφ. 13, χωρία 10 έως 17
Μιὰ γυναῖκα θεραπεύεται τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου
ΙΓ΄\ Τῷ καιρῷ ἐκείνω ἦν 10 διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;
16 ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
ΤΟ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ γυναῖκα ἄρρωστη, δυστυχισμένη, ποὺ εἶνε γνωστὴ ὡς «συγκύπτουσα» (Λουκ. 13,11).
Γυναῖκες ποὺ διέπρεψαν γιὰ τὴ δόξα ἢ τὸν πλοῦτο ἢ τὴ μόρφωσί τους ἔχουν λησμονηθῆ, ἀλλὰ ἡ «συγκύπτουσα» ἀναφέρεται πάντοτε παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν προβάλλει ὡς παράδειγμα.
ΙΓ΄\ Τῷ καιρῷ ἐκείνω ἦν 10 διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;
16 ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
ΤΟ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ γυναῖκα ἄρρωστη, δυστυχισμένη, ποὺ εἶνε γνωστὴ ὡς «συγκύπτουσα» (Λουκ. 13,11).
Γυναῖκες ποὺ διέπρεψαν γιὰ τὴ δόξα ἢ τὸν πλοῦτο ἢ τὴ μόρφωσί τους ἔχουν λησμονηθῆ, ἀλλὰ ἡ «συγκύπτουσα» ἀναφέρεται πάντοτε παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν προβάλλει ὡς παράδειγμα.
* * *
Ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν ἦταν ἐκ γενετῆς συγκύπτουσα· γεννήθηκε ὑγιής. Ὅταν
μεγάλωσε, ἐνῷ περπατοῦσε καὶ ἐργαζόταν μιὰ χαρά, ξαφνικὰ ἕνας πόνος
στὴ σπονδυλικὴ στήλη τὴν ἔκανε νὰ καμφθῇ. Τί ἦταν; ἀσθένεια; Μακάρι νὰ
ἦταν ἀσθένεια. Ἦταν κάτι χειρότερο.
Τὸ λέει ὁ Κύριος καὶ πρέπει νὰ τὸ πιστέψουμε· αὐτὸ ποὺ τῆς συνέβη προερχόταν ἀπὸ τὸ σατανᾶ. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει σατανᾶς κι ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο «ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Ἰω. 3,8).
Ὅπως βλέπουμε στὴ Γραφή, πολλὲς φορὲς ὁ σατανᾶς, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, προξενεῖ ὑλικὲς ζημιὲς καὶ ἀσθένειες, ὅπως π.χ. στὸν Ἰώβ. Κι αὐτὴ λοιπόν, ἐξ ἐπηρείας τοῦ διαβόλου, αἰσθάνθηκε νὰ λυγίζῃ ἡ σπονδυλική της στήλη καὶ τὸ κεφάλι της νὰ φτάνῃ ὣς κάτω στὴ γῆ. Ὅποιος τὴν ἔβλεπε ἀπὸ μακριά, νόμιζε πὼς εἶνε ζῷο καὶ πάει μὲ τὰ τέσσερα. Γι᾽ αὐτὸ σπανίως ἔβγαινε ἔξω.
Παρὰ τὴν ἀσθένειά της ὅμως τὴ βλέπουμε νὰ «ἐκκλησιάζεται». Ὅπως ἐμεῖς ἔχουμε τὴν Κυριακή, οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν τὸ Σάββατο· κι ὅπως ἐμεῖς πᾶμε στὴν ἐκκλησία, αὐτοὶ πᾶνε στὴ συναγωγή, στὴ χάβρα. Κι αὐτὴ λοιπὸν τὴ σακάτισσα, ποὺ μὲ μεγάλη δυσκολία ἐκινεῖτο, κάθε Σάββατο τὴν ἔβλεπες στὴ συναγωγή.
Ἡ «συγκύπτουσα» εἶνε ὑπόδειγμα τηρήσεως τῆς τετάρτης ἐντολῆς τοῦ δεκαλόγου ποὺ λέει «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Καὶ ὁ Θεὸς βράβευσε τὴν προθυμία της. Μιὰ μέρα, ποὺ εἶχε πάει ὡς συνήθως στὴ συναγωγή, βρῆκε ἐκεῖ – ποιόν; Ὄχι ἄγγελο, ὄχι ἅγιο ἄνθρωπο ἢ προφήτη, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἦταν στὴ συναγωγὴ καὶ δίδασκε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Πολλοὶ ἦταν μέσα ἐκεῖ, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς σ᾽ αὐτὴν ἔρριξε τὸ βλέμμα του, τὸ γεμᾶτο ἀγάπη, καὶ τῆς εἶπε· «Γυναίκα, εἶσαι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου» (Λουκ. 13,12). Καὶ μόλις ἔβαλε τὰ χέρια του ἐπάνω της, ἀμέσως ἔγινε καλά· ἡ σπονδυλική της στήλη ἀνωρθώθηκε, ἴσιωσε· σήκωσε τὸ κεφάλι ψηλά, καὶ δόξαζε τὸ Θεό.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα διηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἡ γυναίκα αὐτὴ μπῆκε στὴ συναγωγὴ ἄρρωστη καὶ βγῆκε ὑγιής, μπῆκε σακάτισσα καὶ βγῆκε ἀκεραία. Μεγάλη ἡ δύναμι τοῦ Χριστοῦ!
Τὸ λέει ὁ Κύριος καὶ πρέπει νὰ τὸ πιστέψουμε· αὐτὸ ποὺ τῆς συνέβη προερχόταν ἀπὸ τὸ σατανᾶ. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει σατανᾶς κι ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο «ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Ἰω. 3,8).
Ὅπως βλέπουμε στὴ Γραφή, πολλὲς φορὲς ὁ σατανᾶς, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, προξενεῖ ὑλικὲς ζημιὲς καὶ ἀσθένειες, ὅπως π.χ. στὸν Ἰώβ. Κι αὐτὴ λοιπόν, ἐξ ἐπηρείας τοῦ διαβόλου, αἰσθάνθηκε νὰ λυγίζῃ ἡ σπονδυλική της στήλη καὶ τὸ κεφάλι της νὰ φτάνῃ ὣς κάτω στὴ γῆ. Ὅποιος τὴν ἔβλεπε ἀπὸ μακριά, νόμιζε πὼς εἶνε ζῷο καὶ πάει μὲ τὰ τέσσερα. Γι᾽ αὐτὸ σπανίως ἔβγαινε ἔξω.
Παρὰ τὴν ἀσθένειά της ὅμως τὴ βλέπουμε νὰ «ἐκκλησιάζεται». Ὅπως ἐμεῖς ἔχουμε τὴν Κυριακή, οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν τὸ Σάββατο· κι ὅπως ἐμεῖς πᾶμε στὴν ἐκκλησία, αὐτοὶ πᾶνε στὴ συναγωγή, στὴ χάβρα. Κι αὐτὴ λοιπὸν τὴ σακάτισσα, ποὺ μὲ μεγάλη δυσκολία ἐκινεῖτο, κάθε Σάββατο τὴν ἔβλεπες στὴ συναγωγή.
Ἡ «συγκύπτουσα» εἶνε ὑπόδειγμα τηρήσεως τῆς τετάρτης ἐντολῆς τοῦ δεκαλόγου ποὺ λέει «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Καὶ ὁ Θεὸς βράβευσε τὴν προθυμία της. Μιὰ μέρα, ποὺ εἶχε πάει ὡς συνήθως στὴ συναγωγή, βρῆκε ἐκεῖ – ποιόν; Ὄχι ἄγγελο, ὄχι ἅγιο ἄνθρωπο ἢ προφήτη, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἦταν στὴ συναγωγὴ καὶ δίδασκε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Πολλοὶ ἦταν μέσα ἐκεῖ, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς σ᾽ αὐτὴν ἔρριξε τὸ βλέμμα του, τὸ γεμᾶτο ἀγάπη, καὶ τῆς εἶπε· «Γυναίκα, εἶσαι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου» (Λουκ. 13,12). Καὶ μόλις ἔβαλε τὰ χέρια του ἐπάνω της, ἀμέσως ἔγινε καλά· ἡ σπονδυλική της στήλη ἀνωρθώθηκε, ἴσιωσε· σήκωσε τὸ κεφάλι ψηλά, καὶ δόξαζε τὸ Θεό.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα διηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἡ γυναίκα αὐτὴ μπῆκε στὴ συναγωγὴ ἄρρωστη καὶ βγῆκε ὑγιής, μπῆκε σακάτισσα καὶ βγῆκε ἀκεραία. Μεγάλη ἡ δύναμι τοῦ Χριστοῦ!
* * *
Τί ἔχει νὰ μᾶς πῇ ἡ συγκύπτουσα; Πολλά.
❶ Πρῶτον. Ἡ σπονδυλικὴ στήλη εἶνε ἕνα θαυμαστὸ δημιούργημα. Καὶ μόνο αὐτὴ φτάνει ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Δημιουργός. Εἶνε πιὸ θαυμαστὴ κι ἀπ᾽ τὸν πιὸ τέλειο κίονα τοῦ Παρθενῶνος τῶν Ἀθηνῶν. Ἔχει τόσους σπονδύλους ὅσα τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ. 33 χρόνια ἔζησε ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς; 33 εἶνε καὶ τὰ ὀστᾶ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, προσαρμοσμένα ἀριστοτεχνικὰ τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο.
❷ Δεύτερον. Ἡ συγκύπτουσα ἀποτελεῖ ἔλεγχο γιὰ μᾶς. Ἐσὺ ποὺ ἔχεις πόδια δὲν πᾷς στὴν ἐκκλησία. Γιατί σοῦ τά ᾽δωσε ὁ Θεός; Ἔχεις πόδια γιὰ νὰ τρέχῃς σὲ διασκεδάσεις, ἔχεις πόδια γιὰ τὸ διάβολο, ἀλλὰ πόδια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχεις. Ἐλάχιστοι εἶν᾽ αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι; Μόνο νεκροὺς πλέον θὰ τοὺς πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Στὴ Φλώρινα ἔβλεπα ―τώρα ἔχει πεθάνει― μιὰ γυναῖκα σακατεμένη· μετὰ δυσκολίας ἐκινεῖτο, κι ὅμως δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ ναό. Ὑπάρχουν καὶ τέτοια παραδείγματα.
❸ Τρίτον. Ὅλοι σχεδὸν ἔχουμε τὴ σπονδυλική μας στήλη γερή. Σωματικῶς ναί, εἴμαστε ὑγιεῖς. Ψυχικῶς ὅμως; Ἂς τὸ ὁμολογήσουμε· ψυχικῶς εἴμαστε ἄρρωστοι. Καὶ θὰ τὸ ἐξηγήσω αὐτό. Γιατί λεγόμαστε ἄνθρωποι; Ἄνθρωπος εἶνε λέξις τῆς ὡραίας ἑλληνικῆς γλώσσης. Τί σημαίνει; Αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐτυμολογία, λένε, ὅτι ἄνθρωπος εἶνε ἡ ὕπαρξις ἐκείνη ποὺ τείνει πρὸς τὰ ἄνω. Εἶνε ὂν ὀρθοβάμον. Ὁ Θεός, ἐνῷ τὰ ζῷα βαδίζουν μὲ τὰ τέσσερα κ᾽ ἔχουν τὸ κεφάλι πρὸς τὴ γῆ, ἐμᾶς μᾶς ἔπλασε ὀρθίους, νὰ βλέπουμε πρὸς τὸν οὐρανό· διότι ὁ προορισμός μας εἶνε ἐκεῖ, ἐδῶ εἴμαστε περαστικοί. «Πάροικος ἐγώ εἰμι παρὰ σοὶ καὶ παρεπίδημος καθὼς πάντες οἱ πατέρες μου», λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 38,13). Πατρίδα μας εἶνε ὁ οὐρανός. Ρώτησαν ἕνα φιλόσοφο· ―Ποιά εἶνε ἡ πατρίδα σου; ―Περιμένετε, λέει, νὰ σᾶς πῶ. Κι ὅταν νύχτωσε ἔδειξε τὰ ἄστρα καὶ εἶπε· Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου! Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο φρόνημα; Οἱ πολλοὶ τὴν ψυχή τους τὴν ἔχουν στὰ γήϊνα, τὰ μικρά, τὰ μάταια.
❹ Καὶ τέταρτον. Καταπίπτει ὁ ἄνθρωπος πολὺ χαμηλά, καταντᾷ στὸ ἐπίπεδο τοῦ ζῴου. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε ἕνα μεγάλο λόγο· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6). Μερικοὶ ἄνθρωποι εἶνε σὰν τοὺς χοίρους, σὰν τὰ γουρούνια. Ὁ χοῖρος ἔχει τὸ κεφάλι διαρκῶς πρὸς τὴ γῆ, ψάχνοντας γιὰ τροφὴ ὁ γαστρίμαργος. Τρώει βελανίδια κι οὔτε ὑψώνει τὸ κεφάλι στὴ βελανιδιά, τρόπον τινὰ νὰ τῆς πῇ ἕνα «εὐχαριστῶ». Μόνο μιὰ φορὰ γυρίζει καὶ βλέπει τὸν οὐρανό. Πότε; Ὅταν ὁ χασάπης στὸ σφαγεῖο τὸν ἀναποδογυρίζει νὰ τὸν σφάξῃ. Ἔτσι καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι· σ᾽ ὅλη τὴ ζωή τους εἶνε σκυμμένοι στὰ γήινα, καὶ μόνο ὅταν πλησιάζει ὁ θάνατος, τότε πλέον βλέπουν ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή. Ἕνας ἰατροφιλόσοφος, ὁ Καρρέλ, εἶπε ὅτι σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ἁρμόζει τὸ σχῆμα τοῦ κτήνους. Ἂν ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε νὰ πάρουμε μορφὴ σύμφωνα μὲ τὰ πάθη μας, οἱ πλεῖστοι θὰ παρουσιάζονταν σὰν ζῷα· ὁ λαίμαργος σὰν χοῖρος, ὁ ἀκόλαστος σὰν τράγος, ὁ ἐριστικὸς καὶ ἐπιθετικὸς σὰν τίγρις, ὁ φθονερὸς σὰν φίδι, ὁ μνησίκακος σὰν καμήλα, ὁ ἅρπαγας καὶ κλέφτης σὰν λύκος… Γι᾽ αὐτὸ ὁ ψαλμῳδὸς λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μὲ τὰ κτήνη (Ψαλμ. 48,13,21). Καὶ θυμᾶμαι ποὺ μαθαίναμε στὸ σχολεῖο ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια γιὰ τὴ μάγισσα Κίρκη, ποὺ χτύπησε μὲ τὸ ῥαβδί της τοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοὺς ἔκανε ζῷα. Εἶνε φανταστικὸς μῦθος βέβαια, ἀλλ᾽ ἐκφράζει μιὰ πραγματικότητα. Κίρκη εἶνε ἡ ἁμαρτία· αὐτὴ μεταβάλλει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κτήνη.
Ἡ συγκύπτουσα λοιπὸν τοῦ εὐαγγελίου εἶνε σύμβολο κάθε ἀνθρώπου ποὺ κάμπτεται κάτω ἀπὸ τὰ πάθη του. Εἶνε ἀκόμα σύμβολο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ἰδίως κατὰ τὸν εἰκοστὸ αἰῶνα ξεπέρασε σὲ ἀγριότητα κάθε θηρίο, μὲ τὰ φοβερὰ ὅπλα ἀφανισμοῦ χιλιάδων ἀνθρώπων ποὺ ἐπινόησε καὶ χρησιμοποίησε. Τὸ χειρότερο θηρίο, ὅπως λέει ὁ Ἀριστοτέλης, δὲν εἶνε τὸ λιοντάρι οὔτε ἡ τίγρις· εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Τέλος ἡ συγκύπτουσα εἶνε σύμβολο καὶ τῆς Ἑλλάδος μας. Ἐκεῖ ποὺ λέει «ἰδοὺ γυνὴ …ἦν συγκύπτουσα», σβῆστε τὸ «γυνὴ» καὶ βάλτε «Ἑλλάς»· «Ἑλλὰς συγκύπτουσα», χώρα ποὺ κάμπτεται κάτω ἀπὸ τὰ πάθη. Ἐνῷ μπορούσαμε στὴ γωνιὰ αὐτὴ τῆς γῆς νὰ ζοῦμε μιὰ εὐτυχισμένη ζωή, ἐν τούτοις πάσχουμε καὶ ὑποφέρουμε ἐξ αἰτίας τῶν ἐλαττωμάτων καὶ τῶν παθῶν μας.
❶ Πρῶτον. Ἡ σπονδυλικὴ στήλη εἶνε ἕνα θαυμαστὸ δημιούργημα. Καὶ μόνο αὐτὴ φτάνει ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Δημιουργός. Εἶνε πιὸ θαυμαστὴ κι ἀπ᾽ τὸν πιὸ τέλειο κίονα τοῦ Παρθενῶνος τῶν Ἀθηνῶν. Ἔχει τόσους σπονδύλους ὅσα τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ. 33 χρόνια ἔζησε ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς; 33 εἶνε καὶ τὰ ὀστᾶ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, προσαρμοσμένα ἀριστοτεχνικὰ τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο.
❷ Δεύτερον. Ἡ συγκύπτουσα ἀποτελεῖ ἔλεγχο γιὰ μᾶς. Ἐσὺ ποὺ ἔχεις πόδια δὲν πᾷς στὴν ἐκκλησία. Γιατί σοῦ τά ᾽δωσε ὁ Θεός; Ἔχεις πόδια γιὰ νὰ τρέχῃς σὲ διασκεδάσεις, ἔχεις πόδια γιὰ τὸ διάβολο, ἀλλὰ πόδια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχεις. Ἐλάχιστοι εἶν᾽ αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι; Μόνο νεκροὺς πλέον θὰ τοὺς πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Στὴ Φλώρινα ἔβλεπα ―τώρα ἔχει πεθάνει― μιὰ γυναῖκα σακατεμένη· μετὰ δυσκολίας ἐκινεῖτο, κι ὅμως δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ ναό. Ὑπάρχουν καὶ τέτοια παραδείγματα.
❸ Τρίτον. Ὅλοι σχεδὸν ἔχουμε τὴ σπονδυλική μας στήλη γερή. Σωματικῶς ναί, εἴμαστε ὑγιεῖς. Ψυχικῶς ὅμως; Ἂς τὸ ὁμολογήσουμε· ψυχικῶς εἴμαστε ἄρρωστοι. Καὶ θὰ τὸ ἐξηγήσω αὐτό. Γιατί λεγόμαστε ἄνθρωποι; Ἄνθρωπος εἶνε λέξις τῆς ὡραίας ἑλληνικῆς γλώσσης. Τί σημαίνει; Αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐτυμολογία, λένε, ὅτι ἄνθρωπος εἶνε ἡ ὕπαρξις ἐκείνη ποὺ τείνει πρὸς τὰ ἄνω. Εἶνε ὂν ὀρθοβάμον. Ὁ Θεός, ἐνῷ τὰ ζῷα βαδίζουν μὲ τὰ τέσσερα κ᾽ ἔχουν τὸ κεφάλι πρὸς τὴ γῆ, ἐμᾶς μᾶς ἔπλασε ὀρθίους, νὰ βλέπουμε πρὸς τὸν οὐρανό· διότι ὁ προορισμός μας εἶνε ἐκεῖ, ἐδῶ εἴμαστε περαστικοί. «Πάροικος ἐγώ εἰμι παρὰ σοὶ καὶ παρεπίδημος καθὼς πάντες οἱ πατέρες μου», λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 38,13). Πατρίδα μας εἶνε ὁ οὐρανός. Ρώτησαν ἕνα φιλόσοφο· ―Ποιά εἶνε ἡ πατρίδα σου; ―Περιμένετε, λέει, νὰ σᾶς πῶ. Κι ὅταν νύχτωσε ἔδειξε τὰ ἄστρα καὶ εἶπε· Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου! Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο φρόνημα; Οἱ πολλοὶ τὴν ψυχή τους τὴν ἔχουν στὰ γήϊνα, τὰ μικρά, τὰ μάταια.
❹ Καὶ τέταρτον. Καταπίπτει ὁ ἄνθρωπος πολὺ χαμηλά, καταντᾷ στὸ ἐπίπεδο τοῦ ζῴου. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε ἕνα μεγάλο λόγο· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6). Μερικοὶ ἄνθρωποι εἶνε σὰν τοὺς χοίρους, σὰν τὰ γουρούνια. Ὁ χοῖρος ἔχει τὸ κεφάλι διαρκῶς πρὸς τὴ γῆ, ψάχνοντας γιὰ τροφὴ ὁ γαστρίμαργος. Τρώει βελανίδια κι οὔτε ὑψώνει τὸ κεφάλι στὴ βελανιδιά, τρόπον τινὰ νὰ τῆς πῇ ἕνα «εὐχαριστῶ». Μόνο μιὰ φορὰ γυρίζει καὶ βλέπει τὸν οὐρανό. Πότε; Ὅταν ὁ χασάπης στὸ σφαγεῖο τὸν ἀναποδογυρίζει νὰ τὸν σφάξῃ. Ἔτσι καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι· σ᾽ ὅλη τὴ ζωή τους εἶνε σκυμμένοι στὰ γήινα, καὶ μόνο ὅταν πλησιάζει ὁ θάνατος, τότε πλέον βλέπουν ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή. Ἕνας ἰατροφιλόσοφος, ὁ Καρρέλ, εἶπε ὅτι σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ἁρμόζει τὸ σχῆμα τοῦ κτήνους. Ἂν ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε νὰ πάρουμε μορφὴ σύμφωνα μὲ τὰ πάθη μας, οἱ πλεῖστοι θὰ παρουσιάζονταν σὰν ζῷα· ὁ λαίμαργος σὰν χοῖρος, ὁ ἀκόλαστος σὰν τράγος, ὁ ἐριστικὸς καὶ ἐπιθετικὸς σὰν τίγρις, ὁ φθονερὸς σὰν φίδι, ὁ μνησίκακος σὰν καμήλα, ὁ ἅρπαγας καὶ κλέφτης σὰν λύκος… Γι᾽ αὐτὸ ὁ ψαλμῳδὸς λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μὲ τὰ κτήνη (Ψαλμ. 48,13,21). Καὶ θυμᾶμαι ποὺ μαθαίναμε στὸ σχολεῖο ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια γιὰ τὴ μάγισσα Κίρκη, ποὺ χτύπησε μὲ τὸ ῥαβδί της τοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοὺς ἔκανε ζῷα. Εἶνε φανταστικὸς μῦθος βέβαια, ἀλλ᾽ ἐκφράζει μιὰ πραγματικότητα. Κίρκη εἶνε ἡ ἁμαρτία· αὐτὴ μεταβάλλει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κτήνη.
Ἡ συγκύπτουσα λοιπὸν τοῦ εὐαγγελίου εἶνε σύμβολο κάθε ἀνθρώπου ποὺ κάμπτεται κάτω ἀπὸ τὰ πάθη του. Εἶνε ἀκόμα σύμβολο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ἰδίως κατὰ τὸν εἰκοστὸ αἰῶνα ξεπέρασε σὲ ἀγριότητα κάθε θηρίο, μὲ τὰ φοβερὰ ὅπλα ἀφανισμοῦ χιλιάδων ἀνθρώπων ποὺ ἐπινόησε καὶ χρησιμοποίησε. Τὸ χειρότερο θηρίο, ὅπως λέει ὁ Ἀριστοτέλης, δὲν εἶνε τὸ λιοντάρι οὔτε ἡ τίγρις· εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Τέλος ἡ συγκύπτουσα εἶνε σύμβολο καὶ τῆς Ἑλλάδος μας. Ἐκεῖ ποὺ λέει «ἰδοὺ γυνὴ …ἦν συγκύπτουσα», σβῆστε τὸ «γυνὴ» καὶ βάλτε «Ἑλλάς»· «Ἑλλὰς συγκύπτουσα», χώρα ποὺ κάμπτεται κάτω ἀπὸ τὰ πάθη. Ἐνῷ μπορούσαμε στὴ γωνιὰ αὐτὴ τῆς γῆς νὰ ζοῦμε μιὰ εὐτυχισμένη ζωή, ἐν τούτοις πάσχουμε καὶ ὑποφέρουμε ἐξ αἰτίας τῶν ἐλαττωμάτων καὶ τῶν παθῶν μας.
* * *
Δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα, ἀλλὰ ἕνας πολιτικός μας εἶπε τὰ ἑξῆς σοφὰ
λόγια. «Δὲν θεραπεύεται ἀλλιῶς τὸ κακό, παρὰ μόνο ἂν γίνουμε
ἄνθρωποι». «Ἂν γίνουμε ἄνθρωποι»! Οἱ πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Τί
χαριτωμένο πλάσμα ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος!»
(Μένανδρος· παρὰ Στοβαίῳ 5,11· Μιχ. ᾿Ιατροῦ, Πόθεν καὶ διατί σ. 216).
Ἄνθρωπος δὲν εἶνε ὁ φιλόδοξος, ὁ κλέφτης, ὁ μοιχός, ὁ ἄδικος, ὁ
σκληρός· ἄνθρωπος εἶνε ὁ ταπεινός, ὁ τίμιος, ὁ δίκαιος, ὁ καθαρός, ὁ
σπλαχνικός. Ἂν δὲν γίνουμε ἔτσι, μὴν περιμένουμε ἀνόρθωσι.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἶπε μιὰ προφητεία. Τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ ᾽ρθῇ – πότε; ὅταν δῆτε ν᾽ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ νὰ γεμίζουν οἱ φυλακές! Σήμερα ἡ ἐγκληματικότης εἶνε σὲ ἔξαρσι, οἱ ἄνθρωποι ἐξαγριώθηκαν, καὶ κατέπεσαν σὲ ἐπίπεδο ζῳῶδες.
Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ τοὺς ἀνορθώσῃ πάλι; Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ἄγγιξε τὴν συγκύπτουσα «καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν» (Λουκ. 13,13). Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; Διὰ τῆς μετανοίας. Δυστυχῶς μικροὶ – μεγάλοι εἴμαστε ἀμετανόητοι. Καὶ πλησιάζουν οἱ ἅγιες ἡμέρες. Πῶς θ᾽ ἀντικρύσουμε τὰ ἅγια, πῶς θὰ μεταλάβουμε;
Ὅλοι λοιπόν, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐξομολόγησι. Κανείς μὴ μείνῃ ἀνεξομολόγητος. Ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ ἔλθῃ ἡ ἀνόρθωσις· ἡ οἰκογενειακή, ἡ ἐκπαιδευτική, ἐθνική, ἡ ἐν γένει πνευματικὴ ἀνόρθωσις. Αὐτὴ τὴν ἀνόρθωσι ἕνας καὶ μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν χαρίσῃ· ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 10-12-1989
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἶπε μιὰ προφητεία. Τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ ᾽ρθῇ – πότε; ὅταν δῆτε ν᾽ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ νὰ γεμίζουν οἱ φυλακές! Σήμερα ἡ ἐγκληματικότης εἶνε σὲ ἔξαρσι, οἱ ἄνθρωποι ἐξαγριώθηκαν, καὶ κατέπεσαν σὲ ἐπίπεδο ζῳῶδες.
Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ τοὺς ἀνορθώσῃ πάλι; Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ἄγγιξε τὴν συγκύπτουσα «καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν» (Λουκ. 13,13). Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; Διὰ τῆς μετανοίας. Δυστυχῶς μικροὶ – μεγάλοι εἴμαστε ἀμετανόητοι. Καὶ πλησιάζουν οἱ ἅγιες ἡμέρες. Πῶς θ᾽ ἀντικρύσουμε τὰ ἅγια, πῶς θὰ μεταλάβουμε;
Ὅλοι λοιπόν, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐξομολόγησι. Κανείς μὴ μείνῃ ἀνεξομολόγητος. Ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ ἔλθῃ ἡ ἀνόρθωσις· ἡ οἰκογενειακή, ἡ ἐκπαιδευτική, ἐθνική, ἡ ἐν γένει πνευματικὴ ἀνόρθωσις. Αὐτὴ τὴν ἀνόρθωσι ἕνας καὶ μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν χαρίσῃ· ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 10-12-1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου