Κυριακή ΙΑ΄ Λουκᾶ
Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς καί ἡ ἀπόδοσή του στήν νεοελληνική
Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο Κεφ. 14, χωρία 16 ἕως 24
῾Η παραβολὴ τῶν προσκαλεσμένων σὲ δεῖπνον
ΙΔ΄. Εἶπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· 16 ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.
23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.
23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Είπεν ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ένας άνθρωπος έκαμε τραπέζι μεγάλο και κάλεσε πολλούς. Και έστειλε τον υπηρέτη του την ώρα του τραπεζίου να πει στους καλεσμένους. Ελατέ, γιατί όλα είναι έτοιμα.
Και άρχισαν όλοι σαν συνεννοημένοι να ξεφεύγουν. Ο πρώτος είπε· Αγόρασα χωράφι και έχω ανάγκη να βγω να το δω. Σε παρακαλώ, βγάλε με από την υποχρέωση. Και άλλος είπε΄ Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ βγάλε με από την υποχρέωση.
Και άλλος είπε· Έκαμα το γάμο μου και γι' αυτό δεν μπορώ να έλθω. Και παρουσιάσχτηκε ο υπηρέτης εκείνος και τα είπε όλα τον κύριο του. Τότε θύμωσε ο Κύριος και είπε στον υπηρέτη του. Έβγα γρήγορα στις πλατείες και στα σοκάκια της πόλεως και φέρε εδώ μέσα όλους τους φτωχούς και σακάτηδες και κουτούς και στραβούς.
Και είπεν ο υπηρέτης· Κύριε, έγινε όπως διέταξες και ακόμα υπάρχει τόπος. Και είπεν ο Κύριος στον υπηρέτη· έβγα στους δρόμους και τα μονοπάτια και ανάγκασε να μπούνε για να γεμίσει το σπίτι μου. Σας λέγω πως κανένας από τους ανθρώπους κείνους τους καλεσμένους δεν θα φάγει από το τραπέζι μου. Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, αλλά λίγοι είναι οι διαλεχτοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου