ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
Στην απαρίθμηση ενός
καταλόγου αμαρτιών προχωρά ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολοσσαείς
επιστολή του, προτρέποντας τους Χριστιανούς της περιοχής να απέχουν απ΄
αυτές. Μάλιστα κατηγοριοποιεί τις αμαρτίες αυτές σε δύο ομάδες. Η μία
είναι αυτές οι αμαρτίες που κρατούν την καρδιά του ανθρώπου υπόδουλη στη
γη, στα σαρκικά δια της φιληδονίας και των τρόπων με τους οποίους αυτή
εκδηλώνεται, και δια της πλεονεξίας, την οποία χαρακτηρίζει ως την
κατεξοχήν έκφραση της ειδωλολατρίας.
Δεν θα μείνει όμως στις
επιθυμίες της καρδιάς, οι οποίες βλάπτουν κατεξοχήν τον έσω άνθρωπο. Θα
προχωρήσει και στην δεύτερη ομάδα, που έχει να κάνει με τον τρόπο που οι
άνθρωποι συμπεριφέρονται στους συνανθρώπους τους. Θα μιλήσει για την
ανάγκη απαλλαγής από την οργή, το θυμό, την πονηρία, την κακολογία, την
αισχρολογία και των ψεμάτων που ο ένας λέει στον άλλο (Κολ. 3,
8-9). Αυτά όλα βλάπτουν τον άνθρωπο και εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά,
στη συνάντησή του με τους άλλους. Η ανακαίνιση του ανθρώπου δεν
περιορίζεται στην σάρκα. Προχωρά και στον τρόπο που βλέπει τον
συνάνθρωπο, δηλαδή στην υπερηφάνεια που τον κάνει να θυμώνει, να
οργίζεται, να είναι πονηρός έναντι του άλλου, να τον κακολογεί, να
αισχρολογείς εις βάρος του, να λέει ψέματα. Αν τα πρώτα είναι ευδιάκριτα
πάθη, τα δεύτερα είναι πιο δυσδιάκριτα και γι’ αυτό δυσκολότερα
αντιμετωπίζονται.
Δεν απαγορεύει βεβαίως ο Θεός τις χαρές και τις ηδονές του βίου. Τις συνδέει όμως με την αγάπη προς τον πλησίον και δεν θέλει τον εγκλωβισμό του ανθρώπου στις ηδονές για τον εαυτό του και την μετατροπή του σε σάρκα. Από την άλλη, ο Θεός δεν θέλει έναν άνθρωπο που να εξουσιάζει τους άλλους, να τους εξουθενώνει λεκτικά και κοινωνικά, να επιβάλλει το θέλημά του σ’ εκείνους για να αυτοπροβληθεί και να διακονηθεί από αυτούς. Ζητά την ταπείνωση εκείνη που θα κάνει τον άνθρωπο να διακονεί, να προσφέρει, να μοιράζεται, να συγχωρεί, να μην δίδει κακία, αλλά αγαθοσύνη στους άλλους.
Δεν απαγορεύει βεβαίως ο Θεός τις χαρές και τις ηδονές του βίου. Τις συνδέει όμως με την αγάπη προς τον πλησίον και δεν θέλει τον εγκλωβισμό του ανθρώπου στις ηδονές για τον εαυτό του και την μετατροπή του σε σάρκα. Από την άλλη, ο Θεός δεν θέλει έναν άνθρωπο που να εξουσιάζει τους άλλους, να τους εξουθενώνει λεκτικά και κοινωνικά, να επιβάλλει το θέλημά του σ’ εκείνους για να αυτοπροβληθεί και να διακονηθεί από αυτούς. Ζητά την ταπείνωση εκείνη που θα κάνει τον άνθρωπο να διακονεί, να προσφέρει, να μοιράζεται, να συγχωρεί, να μην δίδει κακία, αλλά αγαθοσύνη στους άλλους.
Η εποχή μας θεωρεί ως
πυλώνες του πολιτισμού τα δύο αυτά βαρίδια. Αποθεώνει το πνεύμα της
πορνείας, που το θεωρεί δικαίωμα της σάρκας, αλλά και δικαιολογεί το
πνεύμα της εξουσίας, του δικαιώματος του ανθρώπου όχι απλώς να έχει
άποψη για τους άλλους, αλλά να τους εξουθενώνει καθημερινά με την ισχύ
του στόματος και των παθών. Δεν αποδέχεται ότι ο άνθρωπος βλάπτεται τόσο
εντός του όσο και στις σχέσεις με τους άλλους, απλώς μετριάζει,
βάζοντας όρια νομιμότητας, την όποια συμπεριφορά καθίσταται
αντικοινωνική. Γι’ αυτό και ο πολιτισμός μας, παρά τις ψευδαισθήσεις που
καλλιέργησε, επειδή καθηλώνει τον άνθρωπο στη γη, στην ειδωλολατρία της
πλεονεξίας και της φιληδονίας, στην μη αγαπητική, αλλά υπερήφανη και
εξουσιαστική συμπεριφορά προς τον πλησίον, είναι ένας πολιτισμός χωρίς
Θεό και γι’ αυτό καταρρέει οντολογικά. Μπορεί εξωτερικά να φαίνεται
μονόδρομος, όμως, βιώνουμε την ανημπόρια της υπερηφάνειας του, η οποία
γέννησε αδιέξοδα.
Ας προσπαθήσουμε και στη ζωή της Εκκλησίας να μην ηττόμαστε όχι μόνο από την σαρκολατρία, αλλά, κυρίως, από την υπερηφάνεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου