Ἡ ἀνάστασις τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου
καί ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης
Κυριακή Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η´ 41–56, Ματθ. θ´, Μᾶρκ. ε´)
Κυριακή, 28 Οκτωβρίου 2012
Ὁ μὲν Ἰησοῦς, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ
ἱερὸς Θεοφύλακτος, ὑπέστρεψε
ἀπὸ τῆς χώρας τῶν Γαδαρηνῶν. Οἱ
δὲ ὄχλοι τὸν προσέμεναν, ἕνας μὲν
διὰ τὴν διδασκαλίαν, ἄλλος δὲ καὶ
διὰ τὰ θαύματα. Προσῆλθε λοιπὸν
καὶ κάποιος ἄρχων τῆς συναγωγῆς,
ὄχι παραμικρός τις ἢ πτωχός, ἀλλὰ
ἀπὸ τοὺς πρώτους.
Προσθέτει καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ὁ Εὐαγγελιστής, διὰ νὰ γίνη γνωριμώτερον τὸ θαῦμα, ὅτι ἀληθινὸν εἶναι. Προσπίπτει δὲ οὗτος εἰς τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ καὶ εἶχε ἀνάγκη, ὁποὺ θὰ ἔπρεπε καὶ χωρὶς νὰ ἔχη ἀνάγκην, νὰ προσπέσῃ καὶ νὰ τὸν γνωρίσῃ πὼς εἶναι Θεός.
Ὅμως καὶ ἡ θλῖψις πολλάκις ἀναγκάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ δράμουν πρὸς τὸ καλόν. Διὰ τοῦτο λέγει καὶ ὁ Δαβὶδ «ἐν κημῷ καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαι τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σὲ» (ψαλμ. λα´).
Ἦτο λοιπὸν ἀρχισυνάγωγος ὁ Ἰάειρος καὶ εἶχε πένθος βαρύ. Καὶ τοῦτο, διότι τὸ παιδὶ ἦτο μονάκριβον, 12 χρονῶν, εἰς τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς.
Τὸ γεγονὸς περιγράφουν καὶ οἱ τρεῖς Εὐαγγελισταί. Ὁ Λουκᾶς δὲ μὲ περισσοτέρας λεπτομερείας (Ματθ. θ´, Μᾶρκ. ε´). Ἂς προσέξωμεν, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, τὴν ἁπλοϊκότητά του.
Δύο αἰτήματα ὑποβάλλει εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ νὰ πάῃ ὁ ἴδιος καὶ νὰ βάλη τὸ χέρι του ἐπάνω. Σημεῖον ὅτι εἶχε ἀφήσει τὸ παιδὶ ζωντανό.
Τὸ ἴδιο ζητοῦσε καὶ ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος ἀπὸ τὸν Προφήτην Ἐλισαῖον (Δ´ Βασ. ε´ 14). Ἔλεγε καὶ θὰ βγῆ ἔξω καὶ τὸ χέρι του θὰ βάλη ἐπάνω. Διότι καὶ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ αἰσθανθοῦν ἔχουν ἀνάγκην οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί.
Καθὼς λοιπὸν ἐπήγαινε εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου ὁ Ἰησοῦς ἦλθε κάποια γυναῖκα, ποὺ δώδεκα χρόνια αἱμορροοῦσε, ἦλθε πίσω του καὶ ἄγγισε τὴν ἄκρην τῶν ρούχων του. Ἔλεγε μέσα της. Ἂν ἀγγίσω μονάχα τὸ ροῦχο του, θὰ σωθῶ.
Διὰ ποιὸ λόγον δὲν τὸν ἐπλησίασε μὲ θάρρος; Ἐντρέπετο τὴν ἀσθένειάν της καὶ ἐνόμιζε πὼς ἦτο ἀκάθαρτη. Γιατί, ἂν ἡ γυναῖκα, ποὺ ἔχει τὰ ἔμμηνά της, νομίζει πὼς δὲν εἶναι καθαρή, πολὺ περισσότερο ἔχει αὐτὴν τὴν γνώμην, αὐτὴ ἡ ὁποία ἔχει τέτοια ἀρρώστια.
Ὁ νόμος ἐθεώρει τὴν ἀσθένεια πολὺ ἀκάθαρτη. Διʼ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ κρυφθῆ καὶ νὰ μὴ γίνη ἀντιληπτή. Δὲν εἶχε ἀκόμη ὀρθὴν καὶ τελείαν γνώμην διὰ τὸν Χριστόν, ἀλλιῶς δὲν θὰ ἐπίστευε ὅτι θὰ ἐπερνοῦσε ἀπαρατήρητη.
Ἔτσι πλησιάζει πρώτη αὐτὴ ἡ γυναῖκα μέσα εἰς τὸν κόσμο. Εἶχε ἀκούσει ὅτι θεραπεύει καὶ γυναῖκες καὶ ὅτι πηγαίνει νὰ θεραπεύση τὴν ἀποθαμένη κόρη. Στὸ σπίτι της βέβαια δὲν ἐτόλμησε νὰ τὸν καλέση μολονότι ἦτο εὐκατάστατος, οὔτε πάλι ἦλθε κοντά του φανερά, μόνο κρυφὰ ἤγγισε μὲ πίστιν τὰ ροῦχα του.
Οὔτε εἶχε ἀμφιβολία, οὔτε εἶπε μέσα της θὰ ἐλευθερωθῶ ἆραγε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια; Μήπως δὲν θὰ ἐλευθερωθῶ;
Πλησίασε μὲ ἐλπίδα διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ὑγείας της. Ἔλεγε μέσα της, διηγοῦνται οἱ Εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Μᾶρκος «Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι».
Εἶδε ποιοὶ τὴν ἀκολουθοῦσαν: τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοί. Ὅλα αὐτὰ τῆς ἔδωσαν ἐλπίδες. Κι ὁ Χρι- στός; Δὲν τὴν ἄφησε νὰ διαφύγη, ἀλλὰ τὴν φέρει εἰς τὸ μέσον καὶ τὴν φανερώνει διὰ πολλὰς αἰτίας.
Ἂν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ ἔκαμε αὐτό, ἐπειδὴ ποθοῦσε δόξα. Διατί, λέγουν, δὲν τὴν ἄφησε νὰ φύγη ἀπαρατήρητη; Τί λέτε, μωροὶ καὶ ἀνόητοι; Αὐτὸς ποὺ ἐπιβάλλει σιωπή, ποὺ μύρια θαύματα ἀποσιωπᾶ, αὐτὸς ποθεῖ τὴν δόξαν; Διὰ ποῖον λόγον λοιπὸν τὴν φέρει εἰς τὸ μέσον;
Πρῶτον διαλύει τὸν φόβον τῆς γυναικός, διὰ νὰ μὴ τὴν ἐνοχλῆ ἡ συνείδησίς της, σὰν νὰ ἔχῃ κλέψει τὴν χάριν καὶ ζῆ ἐν ἀγωνίᾳ.
Δεύτερον τὴν βγάζει ἀπὸ τὴν πλάνην της, ποὺ νομίζει ὅτι ἐπέρα- σε ἀπαρατήρητη. Καὶ ἀπὸ τὴν παῦσιν τῆς ροῆς τοῦ αἵματος δίδει σημάδι ὄχι μικρότερον· τὴν ἀπόδειξιν ὅτι γνωρίζει τὰ πάντα.
Τρίτον παρουσιάζει εἰς ὅλους τὴν πίστιν της, ὥστε νὰ τὴν ζηλέψουν καὶ νὰ τὴν μιμηθοῦν καὶ ἄλλοι. Ἔπειτα μὲ τὴν στάσιν τῆς γυναικὸς κερδίζει τὸν ἀρχισυνάγωγον, ποὺ ἦτο ἕτοιμος ν᾽ ἀμφιβάλη καὶ ἔτσι νὰ καταστρέψη τὸ πᾶν.
Διότι αὐτοί, ποὺ ἦλθαν, ἔλεγαν· Μὴ ταλαιπωρῆς τὸν Διδάσκαλον, διότι ἔχει πεθάνει τὸ κορίτσι. Καὶ οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὴν οἰκίαν περιγελοῦσαν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶπε ὅτι κοιμᾶται.
Ἦτο φυσικὸν κάτι τέτοιο νὰ νοιώση καὶ ὁ πατέρας. Δι᾽ αὐτὸ προλαβαίνοντας τὴν ἐκδήλωσιν αὐτήν, φέρει εἰς τὸ μέσον τὴν γυναῖκα.
Ὅτι αὐτὸς ἦτο ἀπὸ τοὺς πολὺ ἁπλοϊκούς, ἄκουσε τί τοῦ εἶπε· «Μὴ φοβοῦ, σὺ μόνον πίστευε καὶ σωθήσεται». Καὶ τοῦτο, διότι ἐπίτηδες ἐπερίμενε νὰ ἐπέλθη ὁ θάνατος καὶ τότε νὰ πάη, διὰ νὰ γίνη φανερὴ ἡ ἀπόδειξις τῆς ἀναστάσεως.
Δι᾽ αὐτὸ καὶ βαδίζει κάπως ἀργά, καὶ παρατείνει τὴν συνομιλίαν του, διὰ νὰ ἀφήση νὰ πεθάνη τὸ κορίτσι καὶ νὰ ἔλθουν οἱ ἀγγελιοφόροι τοῦ θανάτου της λέγοντες· Μὴ ταλαιπωρῆς τὸν Διδάσκαλον.
Αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὑπονοεῖ καὶ τὸ ἐπισημαίνει λέγοντας: Ἐνῶ αὐτὸς ὡμιλοῦσε ἀκόμη, ἦλθαν οἱ ἰδικοί του λέγοντες· Πέθανε ἡ κόρη σου, μὴ ἐνοχλῆς καὶ βάζη εἰς κόπον τὸν Διδάσκαλον.
Ἤθελε νὰ διαπιστωθῆ ὁ θάνατος, διὰ νὰ μὴ γίνη ὕποπτη ἡ ἀνάστασις. Αὐτὸ κάμνει παντοῦ. Ἔτσι καὶ εἰς τὸν Λάζαρον, ἐπερίμενε μία καὶ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρας. Δι᾽ ὅλα αὐτὰ τὴν φέρει εἰς τὸ μέσον καὶ τῆς λέγει· Θάρσει θύγατερ· Ὅπως ἔλεγε καὶ εἰς τὸν παράλυτο, «Θάρσει τέκνον» κουράγιο παιδί μου.
Διότι ἦτο τρομαγμένη ἡ γυναῖκα. Διὰ αὐτὸ τῆς λέγει: Θάρσει, κουράγιο, καὶ τὴν ἀποκαλεῖ θύγατερ, κόρη, ἡ πίστις της τὴν εἶχε κάνει κόρη.
Καὶ ἀκολουθεῖ τὸ ἐγκώμιον· «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», ἡ πίστις σου σὲ ἔχει σώσει. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρει διὰ τὴν γυναῖκα περισσοτέρας λεπτομερείας.
Ὅταν ἐπλησίασε, ἔλαβε τὴν ὑγείαν της. Δὲν τὴν ἐκάλεσε ἀμέσως ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἐρώτησε πρῶτον· «Τίς ἐστιν ὁ ἁψάμενός μου». Ποιὸς μὲ ἄγγισε; (Ἀφήνω πόσον μεγάλη ἀπόδειξις ἀποτελοῦσε αὐτὸ ὅτι εἶχε ντυθῆ σάρκα ἀληθινὴ καὶ ὅτι καταπατοῦσε κάθε ὑπερηφάνεια, διότι δὲν ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ μακράν, ἀλλὰ τὸν τριγύριζαν ἀπὸ παντοῦ).
Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε μὲ ἐπιμονή. Ἥψατό μου τίς· κάποιος μὲ ἄγγισε. «Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἀπ᾽ ἐμοῦ ἐξελθοῦσαν». Ἐγὼ κατάλαβα νὰ βγαίνει δύναμις ἀπὸ ἐμένα.
Ὡμιλοῦσε κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον κατεβαίνοντας εἰς τὸ πνευματικὸν ἐπίπεδον τῶν ἀκροατῶν του. Καὶ τὸ ἔλεγε αὐτό, διὰ νὰ τὴν κάμη νὰ ὁμολογήση μόνη της τὴν πρᾶξιν της.
Δι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν ἐφανέρωσε ἀμέσως. Ἤθελε νὰ δείξη ὅτι τὰ ἐγνώριζε καθαρὰ ὅλα καὶ νὰ τὴν πείση νὰ τὰ ἀποκαλύψει ὅλα αὐθόρμητα, νὰ τὴν φέρη εἰς τὸ σημεῖον νὰ ὁμολογήση ἡ ἴδια ὅ,τι εἶχε γίνει καὶ νὰ μὴ γίνη ὕποπτος λέγοντάς το ὁ ἴδιος.
Βλέπεις ὅτι ἡ γυναῖκα ἦτο καλύτερη ἀπὸ τὸν ἀρχισυνάγωγον. Δὲν τὸν ἐσταμάτησε, δὲν τὸν ἐκράτησε, ἀλλὰ μὲ τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων της μόνον τὸν ἤγγισε, καὶ ἐνῶ ἦλθε ἔπειτα ἀπʼ αὐτόν, ἔφυγε θεραπευμένη.
Αὐτὸν τὸν ἰατρὸν καλοῦσε εἰς τὸ σπίτι του· εἰς αὐτὴν τὸ ἄγγιγμά του μόνον ἦτο ἀρκετόν. Ἂν καὶ ἦτο δεμένη εἰς τοῦ πάθους της τὰ δεσμά, τῆς ἔδιδε φτερὰ ἡ πίστις της. Πρόσεξε δὲ πῶς τὴν παρηγορεῖ.
«Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» τῆς λέγει. Αὐτὴν ἤθελε νὰ δοξάση καὶ τοὺς ἄλλους νὰ διορθώση καὶ ὄχι νὰ προβάλη τὸν ἑαυτό του. Ἀφοῦ λοιπὸν τὴν ἔφερε εἰς τὸ μέσον, τὴν παρουσίασε μεγαλόφωνα κι ἀπὸ αὐτήν, ποὺ πλησίασε τρέμοντας, ἀφοῦ ἔδιωξε τὸν φόβον, τὴν ἔκαμε νὰ λάβη θάρρος.
Τέλος μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος τῆς ἔδωσε καὶ ἄλλα ἐφόδια λέγοντάς της: «Πορεύου ἐν εἰρήνῃ», πήγαινε μὲ εἰρήνη.
Ὅταν ἦλθε εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα καὶ εἶδε τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλο ἀνήσυχο, ὅπως διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, καὶ τοὺς ἔλεγε «Φύγετε δὲν ἀπέθανε ἡ κόρη, κοιμᾶται» τὸν κορόϊδευαν.
Κι ὁ Χριστός: Ἔβγαλε ἔξω ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ ἔβαλε μόνον τοὺς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ καὶ τοὺς τρεῖς μαθητάς Του, Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον, ὥστε νὰ γίνη ἀδύνατον νὰ εἰποῦν ὅτι ἡ θεραπεία ἔγινε κατ᾽ ἄλλον τρόπον. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάστασίν του ἀνιστᾶ μὲ τὸν λόγον του· Δὲν ἀπέ- θανε ἡ κόρη, ἀλλὰ κοιμᾶται.
Πολλάκις τὸ κάμει αὐτό. Ὅπως καὶ εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπιτιμᾶ πρῶτον τοὺς μαθητάς, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τώρα διώκει τὴν ταραχὴν ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν παρόντων καὶ φανερώνει ὅτι τοῦ ἦτο εὔκολον νὰ σηκώνη τοὺς νεκρούς.
Τὸ ἴδιον δὲν ἔκαμε εἰς τὸν Λάζαρον λέγοντας ὅτι ὁ Λάζαρος ὁ φίλος μας ἐκοιμήθη; Ἀλλὰ ἐδίδασκε συγχρόνως νὰ μὴ φοβούμεθα τὸν θάνατον. Διότι αὐτὸς δὲν ἦτο, μόνον εἶχε καταντήσει ὕπνος.
Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνη καὶ ὁ ἴδιος προετοίμαζε τοὺς μαθητάς του εἰς τὰ σώματα τῶν ἄλλων, διὰ νὰ ὑποφέρουν τὸ τέλος του μὲ ἠρεμία. «Καὶ γὰρ αὐτοῦ παραγενομένου λοιπὸν ὕπνος ὁ θάνατος ἦν».
Ὡστόσο τὸν περιγελοῦσαν. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἐθύμωσε, ποὺ δὲν τὸν ἐπίστευαν δι᾽ ὅσα ἐπρόκειτο ἐντὸς ὀλίγουν νὰ θαυματουργήση. Οὔτε τοὺς ἐμάλωσε διὰ τὸ γέλιο τους, ὥστε καὶ αὐτὸ καὶ οἱ αὐλοὶ καὶ τὰ κύμβαλα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, νὰ γίνουν ἀπόδειξις τοῦ θανάτου.
Ἐπειδὴ πολλάκις μετὰ τὰ θαύματά Του οἱ ἄνθρωποι δυσπιστοῦν, τοὺς προλαμβάνει μὲ τὶς ἴδιες τὶς ἀπαντήσεις τους. Ὅπως ἔγινε καὶ εἰς τὸν Λάζαρον καὶ εἰς τὸν Μωϋσέα. Τί κρατᾶς εἰς τὸ χέρι σου; εἶπε στὸ Μωϋσῆ (Ἐξ. δ´ 4).
Διὰ νὰ μὴ λησμονήση, ὅταν ἰδῆ νὰ μετατρέπεται σὲ φίδι ὅτι ἦτο πρῶτα ραβδί. Καὶ εἰς τὸν Λάζαρον ἐρωτᾶ: Ποῦ τὸν ἔχετε θάψει; Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; Διά νὰ τοῦ εἰποῦν «Ἔρχου καὶ ἴδε, ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστι» καὶ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀρνηθοῦν ὅτι ἀνέστησε νεκρόν.
Ὅταν εἶδε λοιπὸν τὰ κύμβαλα καὶ τὸν κόσμον, τοὺς βγάζει ὅλους ἔξω καὶ μόνον μπροστὰ εἰς τοὺς γονεῖς θαυματουργεῖ.
Δὲν τῆς βάζει ἄλλην ψυχήν, ἀλλὰ τὴν ἴδια, ποὺ βγῆκε ἐπαναφέρει καὶ σὰν ἀπὸ ὕπνο τὴν ξυπνᾶ. Καὶ τὴν κρατεῖ ἀπὸ τὸ χέρι πληροφορῶν τοὺς βλέποντας, ὥστε μὲ ὅτι ἔβλεπαν νὰ τοὺς προετοιμάση, διὰ νὰ πιστεύσουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν.
Ὁ πατέρας ἔλεγε: Βάλε ἐπάνω τὸ χέρι σου. Αὐτὸς κάμνει κάτι περισσότερον· δὲν τὸ βάζει μόνον ἐπάνω της, ἀλλὰ τὴν κρατᾶ καὶ τὴν σηκώνει δείχνοντας ὅτι τὸν ὑπακούουν τὰ πάντα. Καὶ δὲν τὴν σηκώνει μόνον, προστάζει νὰ τῆς δώσουν καὶ τροφή, διὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅτι εἶναι φανατασία ὅ,τι ἔγινε. Καὶ δὲν τῆς δίδει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ προστάζει ἐκείνους. Ὅπως εἶπε καὶ εἰς τὸν Λάζαρον «Λύσατέ τον καὶ ἀφῆστέ τον νὰ περπατήση», κι ἔπειτα τὸν ἐπῆρε μαζί Του εἰς τὸ τραπέζι.
Συνήθως φροντίζει καὶ τὰ δύο. Καὶ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως, κάμει μὲ κάθε ἀκρίβεια τὴν ἀπόδειξιν. Σεῖς ὅμως μὴ βλέπετε τὴν ἀνάστασιν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν παραγγελίαν νὰ μὴ ἀνακοινώσουν τίποτε σὲ κανένα.
Κι ἀπʼ ὅλα αὐτὸ προπάντων διδάξου τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὴν σοβαρότητα. Ἂν ἔβγαλε τότε ἐκείνους ἔξω, πολὺ περισσότερο θὰ τὸ κάμη τώρα. Τότε δὲν ἦτο φανερὸν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε γίνει ὕπνος. Τώρα εἶναι ἡλίου φανερώτερον.
Κανεὶς λοιπὸν ἂς μὴ θρηνῆ, κι ἂς μὴ διαβάλη τὸ κατόρθωμα τοῦ Χριστοῦ. Διατὶ ἐνίκησε τὸν θάνατο. Τί θρηνεῖς ἄδικα; Τὸ πρᾶγμα ἔγινε ὕπνος. Διατὶ ὀδύρεσαι καὶ κλαῖς; (Λόγος Ἀναστάσεως Κατηχητικός).
Προσθέτει καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ὁ Εὐαγγελιστής, διὰ νὰ γίνη γνωριμώτερον τὸ θαῦμα, ὅτι ἀληθινὸν εἶναι. Προσπίπτει δὲ οὗτος εἰς τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ καὶ εἶχε ἀνάγκη, ὁποὺ θὰ ἔπρεπε καὶ χωρὶς νὰ ἔχη ἀνάγκην, νὰ προσπέσῃ καὶ νὰ τὸν γνωρίσῃ πὼς εἶναι Θεός.
Ὅμως καὶ ἡ θλῖψις πολλάκις ἀναγκάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ δράμουν πρὸς τὸ καλόν. Διὰ τοῦτο λέγει καὶ ὁ Δαβὶδ «ἐν κημῷ καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαι τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σὲ» (ψαλμ. λα´).
Ἦτο λοιπὸν ἀρχισυνάγωγος ὁ Ἰάειρος καὶ εἶχε πένθος βαρύ. Καὶ τοῦτο, διότι τὸ παιδὶ ἦτο μονάκριβον, 12 χρονῶν, εἰς τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς.
Τὸ γεγονὸς περιγράφουν καὶ οἱ τρεῖς Εὐαγγελισταί. Ὁ Λουκᾶς δὲ μὲ περισσοτέρας λεπτομερείας (Ματθ. θ´, Μᾶρκ. ε´). Ἂς προσέξωμεν, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, τὴν ἁπλοϊκότητά του.
Δύο αἰτήματα ὑποβάλλει εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ νὰ πάῃ ὁ ἴδιος καὶ νὰ βάλη τὸ χέρι του ἐπάνω. Σημεῖον ὅτι εἶχε ἀφήσει τὸ παιδὶ ζωντανό.
Τὸ ἴδιο ζητοῦσε καὶ ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος ἀπὸ τὸν Προφήτην Ἐλισαῖον (Δ´ Βασ. ε´ 14). Ἔλεγε καὶ θὰ βγῆ ἔξω καὶ τὸ χέρι του θὰ βάλη ἐπάνω. Διότι καὶ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ αἰσθανθοῦν ἔχουν ἀνάγκην οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί.
Καθὼς λοιπὸν ἐπήγαινε εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου ὁ Ἰησοῦς ἦλθε κάποια γυναῖκα, ποὺ δώδεκα χρόνια αἱμορροοῦσε, ἦλθε πίσω του καὶ ἄγγισε τὴν ἄκρην τῶν ρούχων του. Ἔλεγε μέσα της. Ἂν ἀγγίσω μονάχα τὸ ροῦχο του, θὰ σωθῶ.
Διὰ ποιὸ λόγον δὲν τὸν ἐπλησίασε μὲ θάρρος; Ἐντρέπετο τὴν ἀσθένειάν της καὶ ἐνόμιζε πὼς ἦτο ἀκάθαρτη. Γιατί, ἂν ἡ γυναῖκα, ποὺ ἔχει τὰ ἔμμηνά της, νομίζει πὼς δὲν εἶναι καθαρή, πολὺ περισσότερο ἔχει αὐτὴν τὴν γνώμην, αὐτὴ ἡ ὁποία ἔχει τέτοια ἀρρώστια.
Ὁ νόμος ἐθεώρει τὴν ἀσθένεια πολὺ ἀκάθαρτη. Διʼ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ κρυφθῆ καὶ νὰ μὴ γίνη ἀντιληπτή. Δὲν εἶχε ἀκόμη ὀρθὴν καὶ τελείαν γνώμην διὰ τὸν Χριστόν, ἀλλιῶς δὲν θὰ ἐπίστευε ὅτι θὰ ἐπερνοῦσε ἀπαρατήρητη.
Ἔτσι πλησιάζει πρώτη αὐτὴ ἡ γυναῖκα μέσα εἰς τὸν κόσμο. Εἶχε ἀκούσει ὅτι θεραπεύει καὶ γυναῖκες καὶ ὅτι πηγαίνει νὰ θεραπεύση τὴν ἀποθαμένη κόρη. Στὸ σπίτι της βέβαια δὲν ἐτόλμησε νὰ τὸν καλέση μολονότι ἦτο εὐκατάστατος, οὔτε πάλι ἦλθε κοντά του φανερά, μόνο κρυφὰ ἤγγισε μὲ πίστιν τὰ ροῦχα του.
Οὔτε εἶχε ἀμφιβολία, οὔτε εἶπε μέσα της θὰ ἐλευθερωθῶ ἆραγε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια; Μήπως δὲν θὰ ἐλευθερωθῶ;
Πλησίασε μὲ ἐλπίδα διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ὑγείας της. Ἔλεγε μέσα της, διηγοῦνται οἱ Εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Μᾶρκος «Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι».
Εἶδε ποιοὶ τὴν ἀκολουθοῦσαν: τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοί. Ὅλα αὐτὰ τῆς ἔδωσαν ἐλπίδες. Κι ὁ Χρι- στός; Δὲν τὴν ἄφησε νὰ διαφύγη, ἀλλὰ τὴν φέρει εἰς τὸ μέσον καὶ τὴν φανερώνει διὰ πολλὰς αἰτίας.
Ἂν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ ἔκαμε αὐτό, ἐπειδὴ ποθοῦσε δόξα. Διατί, λέγουν, δὲν τὴν ἄφησε νὰ φύγη ἀπαρατήρητη; Τί λέτε, μωροὶ καὶ ἀνόητοι; Αὐτὸς ποὺ ἐπιβάλλει σιωπή, ποὺ μύρια θαύματα ἀποσιωπᾶ, αὐτὸς ποθεῖ τὴν δόξαν; Διὰ ποῖον λόγον λοιπὸν τὴν φέρει εἰς τὸ μέσον;
Πρῶτον διαλύει τὸν φόβον τῆς γυναικός, διὰ νὰ μὴ τὴν ἐνοχλῆ ἡ συνείδησίς της, σὰν νὰ ἔχῃ κλέψει τὴν χάριν καὶ ζῆ ἐν ἀγωνίᾳ.
Δεύτερον τὴν βγάζει ἀπὸ τὴν πλάνην της, ποὺ νομίζει ὅτι ἐπέρα- σε ἀπαρατήρητη. Καὶ ἀπὸ τὴν παῦσιν τῆς ροῆς τοῦ αἵματος δίδει σημάδι ὄχι μικρότερον· τὴν ἀπόδειξιν ὅτι γνωρίζει τὰ πάντα.
Τρίτον παρουσιάζει εἰς ὅλους τὴν πίστιν της, ὥστε νὰ τὴν ζηλέψουν καὶ νὰ τὴν μιμηθοῦν καὶ ἄλλοι. Ἔπειτα μὲ τὴν στάσιν τῆς γυναικὸς κερδίζει τὸν ἀρχισυνάγωγον, ποὺ ἦτο ἕτοιμος ν᾽ ἀμφιβάλη καὶ ἔτσι νὰ καταστρέψη τὸ πᾶν.
Διότι αὐτοί, ποὺ ἦλθαν, ἔλεγαν· Μὴ ταλαιπωρῆς τὸν Διδάσκαλον, διότι ἔχει πεθάνει τὸ κορίτσι. Καὶ οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὴν οἰκίαν περιγελοῦσαν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶπε ὅτι κοιμᾶται.
Ἦτο φυσικὸν κάτι τέτοιο νὰ νοιώση καὶ ὁ πατέρας. Δι᾽ αὐτὸ προλαβαίνοντας τὴν ἐκδήλωσιν αὐτήν, φέρει εἰς τὸ μέσον τὴν γυναῖκα.
Ὅτι αὐτὸς ἦτο ἀπὸ τοὺς πολὺ ἁπλοϊκούς, ἄκουσε τί τοῦ εἶπε· «Μὴ φοβοῦ, σὺ μόνον πίστευε καὶ σωθήσεται». Καὶ τοῦτο, διότι ἐπίτηδες ἐπερίμενε νὰ ἐπέλθη ὁ θάνατος καὶ τότε νὰ πάη, διὰ νὰ γίνη φανερὴ ἡ ἀπόδειξις τῆς ἀναστάσεως.
Δι᾽ αὐτὸ καὶ βαδίζει κάπως ἀργά, καὶ παρατείνει τὴν συνομιλίαν του, διὰ νὰ ἀφήση νὰ πεθάνη τὸ κορίτσι καὶ νὰ ἔλθουν οἱ ἀγγελιοφόροι τοῦ θανάτου της λέγοντες· Μὴ ταλαιπωρῆς τὸν Διδάσκαλον.
Αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὑπονοεῖ καὶ τὸ ἐπισημαίνει λέγοντας: Ἐνῶ αὐτὸς ὡμιλοῦσε ἀκόμη, ἦλθαν οἱ ἰδικοί του λέγοντες· Πέθανε ἡ κόρη σου, μὴ ἐνοχλῆς καὶ βάζη εἰς κόπον τὸν Διδάσκαλον.
Ἤθελε νὰ διαπιστωθῆ ὁ θάνατος, διὰ νὰ μὴ γίνη ὕποπτη ἡ ἀνάστασις. Αὐτὸ κάμνει παντοῦ. Ἔτσι καὶ εἰς τὸν Λάζαρον, ἐπερίμενε μία καὶ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρας. Δι᾽ ὅλα αὐτὰ τὴν φέρει εἰς τὸ μέσον καὶ τῆς λέγει· Θάρσει θύγατερ· Ὅπως ἔλεγε καὶ εἰς τὸν παράλυτο, «Θάρσει τέκνον» κουράγιο παιδί μου.
Διότι ἦτο τρομαγμένη ἡ γυναῖκα. Διὰ αὐτὸ τῆς λέγει: Θάρσει, κουράγιο, καὶ τὴν ἀποκαλεῖ θύγατερ, κόρη, ἡ πίστις της τὴν εἶχε κάνει κόρη.
Καὶ ἀκολουθεῖ τὸ ἐγκώμιον· «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», ἡ πίστις σου σὲ ἔχει σώσει. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρει διὰ τὴν γυναῖκα περισσοτέρας λεπτομερείας.
Ὅταν ἐπλησίασε, ἔλαβε τὴν ὑγείαν της. Δὲν τὴν ἐκάλεσε ἀμέσως ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἐρώτησε πρῶτον· «Τίς ἐστιν ὁ ἁψάμενός μου». Ποιὸς μὲ ἄγγισε; (Ἀφήνω πόσον μεγάλη ἀπόδειξις ἀποτελοῦσε αὐτὸ ὅτι εἶχε ντυθῆ σάρκα ἀληθινὴ καὶ ὅτι καταπατοῦσε κάθε ὑπερηφάνεια, διότι δὲν ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ μακράν, ἀλλὰ τὸν τριγύριζαν ἀπὸ παντοῦ).
Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε μὲ ἐπιμονή. Ἥψατό μου τίς· κάποιος μὲ ἄγγισε. «Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἀπ᾽ ἐμοῦ ἐξελθοῦσαν». Ἐγὼ κατάλαβα νὰ βγαίνει δύναμις ἀπὸ ἐμένα.
Ὡμιλοῦσε κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον κατεβαίνοντας εἰς τὸ πνευματικὸν ἐπίπεδον τῶν ἀκροατῶν του. Καὶ τὸ ἔλεγε αὐτό, διὰ νὰ τὴν κάμη νὰ ὁμολογήση μόνη της τὴν πρᾶξιν της.
Δι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν ἐφανέρωσε ἀμέσως. Ἤθελε νὰ δείξη ὅτι τὰ ἐγνώριζε καθαρὰ ὅλα καὶ νὰ τὴν πείση νὰ τὰ ἀποκαλύψει ὅλα αὐθόρμητα, νὰ τὴν φέρη εἰς τὸ σημεῖον νὰ ὁμολογήση ἡ ἴδια ὅ,τι εἶχε γίνει καὶ νὰ μὴ γίνη ὕποπτος λέγοντάς το ὁ ἴδιος.
Βλέπεις ὅτι ἡ γυναῖκα ἦτο καλύτερη ἀπὸ τὸν ἀρχισυνάγωγον. Δὲν τὸν ἐσταμάτησε, δὲν τὸν ἐκράτησε, ἀλλὰ μὲ τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων της μόνον τὸν ἤγγισε, καὶ ἐνῶ ἦλθε ἔπειτα ἀπʼ αὐτόν, ἔφυγε θεραπευμένη.
Αὐτὸν τὸν ἰατρὸν καλοῦσε εἰς τὸ σπίτι του· εἰς αὐτὴν τὸ ἄγγιγμά του μόνον ἦτο ἀρκετόν. Ἂν καὶ ἦτο δεμένη εἰς τοῦ πάθους της τὰ δεσμά, τῆς ἔδιδε φτερὰ ἡ πίστις της. Πρόσεξε δὲ πῶς τὴν παρηγορεῖ.
«Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» τῆς λέγει. Αὐτὴν ἤθελε νὰ δοξάση καὶ τοὺς ἄλλους νὰ διορθώση καὶ ὄχι νὰ προβάλη τὸν ἑαυτό του. Ἀφοῦ λοιπὸν τὴν ἔφερε εἰς τὸ μέσον, τὴν παρουσίασε μεγαλόφωνα κι ἀπὸ αὐτήν, ποὺ πλησίασε τρέμοντας, ἀφοῦ ἔδιωξε τὸν φόβον, τὴν ἔκαμε νὰ λάβη θάρρος.
Τέλος μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος τῆς ἔδωσε καὶ ἄλλα ἐφόδια λέγοντάς της: «Πορεύου ἐν εἰρήνῃ», πήγαινε μὲ εἰρήνη.
Ὅταν ἦλθε εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα καὶ εἶδε τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλο ἀνήσυχο, ὅπως διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, καὶ τοὺς ἔλεγε «Φύγετε δὲν ἀπέθανε ἡ κόρη, κοιμᾶται» τὸν κορόϊδευαν.
Κι ὁ Χριστός: Ἔβγαλε ἔξω ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ ἔβαλε μόνον τοὺς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ καὶ τοὺς τρεῖς μαθητάς Του, Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον, ὥστε νὰ γίνη ἀδύνατον νὰ εἰποῦν ὅτι ἡ θεραπεία ἔγινε κατ᾽ ἄλλον τρόπον. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάστασίν του ἀνιστᾶ μὲ τὸν λόγον του· Δὲν ἀπέ- θανε ἡ κόρη, ἀλλὰ κοιμᾶται.
Πολλάκις τὸ κάμει αὐτό. Ὅπως καὶ εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπιτιμᾶ πρῶτον τοὺς μαθητάς, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τώρα διώκει τὴν ταραχὴν ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν παρόντων καὶ φανερώνει ὅτι τοῦ ἦτο εὔκολον νὰ σηκώνη τοὺς νεκρούς.
Τὸ ἴδιον δὲν ἔκαμε εἰς τὸν Λάζαρον λέγοντας ὅτι ὁ Λάζαρος ὁ φίλος μας ἐκοιμήθη; Ἀλλὰ ἐδίδασκε συγχρόνως νὰ μὴ φοβούμεθα τὸν θάνατον. Διότι αὐτὸς δὲν ἦτο, μόνον εἶχε καταντήσει ὕπνος.
Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνη καὶ ὁ ἴδιος προετοίμαζε τοὺς μαθητάς του εἰς τὰ σώματα τῶν ἄλλων, διὰ νὰ ὑποφέρουν τὸ τέλος του μὲ ἠρεμία. «Καὶ γὰρ αὐτοῦ παραγενομένου λοιπὸν ὕπνος ὁ θάνατος ἦν».
Ὡστόσο τὸν περιγελοῦσαν. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἐθύμωσε, ποὺ δὲν τὸν ἐπίστευαν δι᾽ ὅσα ἐπρόκειτο ἐντὸς ὀλίγουν νὰ θαυματουργήση. Οὔτε τοὺς ἐμάλωσε διὰ τὸ γέλιο τους, ὥστε καὶ αὐτὸ καὶ οἱ αὐλοὶ καὶ τὰ κύμβαλα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, νὰ γίνουν ἀπόδειξις τοῦ θανάτου.
Ἐπειδὴ πολλάκις μετὰ τὰ θαύματά Του οἱ ἄνθρωποι δυσπιστοῦν, τοὺς προλαμβάνει μὲ τὶς ἴδιες τὶς ἀπαντήσεις τους. Ὅπως ἔγινε καὶ εἰς τὸν Λάζαρον καὶ εἰς τὸν Μωϋσέα. Τί κρατᾶς εἰς τὸ χέρι σου; εἶπε στὸ Μωϋσῆ (Ἐξ. δ´ 4).
Διὰ νὰ μὴ λησμονήση, ὅταν ἰδῆ νὰ μετατρέπεται σὲ φίδι ὅτι ἦτο πρῶτα ραβδί. Καὶ εἰς τὸν Λάζαρον ἐρωτᾶ: Ποῦ τὸν ἔχετε θάψει; Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; Διά νὰ τοῦ εἰποῦν «Ἔρχου καὶ ἴδε, ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστι» καὶ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀρνηθοῦν ὅτι ἀνέστησε νεκρόν.
Ὅταν εἶδε λοιπὸν τὰ κύμβαλα καὶ τὸν κόσμον, τοὺς βγάζει ὅλους ἔξω καὶ μόνον μπροστὰ εἰς τοὺς γονεῖς θαυματουργεῖ.
Δὲν τῆς βάζει ἄλλην ψυχήν, ἀλλὰ τὴν ἴδια, ποὺ βγῆκε ἐπαναφέρει καὶ σὰν ἀπὸ ὕπνο τὴν ξυπνᾶ. Καὶ τὴν κρατεῖ ἀπὸ τὸ χέρι πληροφορῶν τοὺς βλέποντας, ὥστε μὲ ὅτι ἔβλεπαν νὰ τοὺς προετοιμάση, διὰ νὰ πιστεύσουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν.
Ὁ πατέρας ἔλεγε: Βάλε ἐπάνω τὸ χέρι σου. Αὐτὸς κάμνει κάτι περισσότερον· δὲν τὸ βάζει μόνον ἐπάνω της, ἀλλὰ τὴν κρατᾶ καὶ τὴν σηκώνει δείχνοντας ὅτι τὸν ὑπακούουν τὰ πάντα. Καὶ δὲν τὴν σηκώνει μόνον, προστάζει νὰ τῆς δώσουν καὶ τροφή, διὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅτι εἶναι φανατασία ὅ,τι ἔγινε. Καὶ δὲν τῆς δίδει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ προστάζει ἐκείνους. Ὅπως εἶπε καὶ εἰς τὸν Λάζαρον «Λύσατέ τον καὶ ἀφῆστέ τον νὰ περπατήση», κι ἔπειτα τὸν ἐπῆρε μαζί Του εἰς τὸ τραπέζι.
Συνήθως φροντίζει καὶ τὰ δύο. Καὶ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως, κάμει μὲ κάθε ἀκρίβεια τὴν ἀπόδειξιν. Σεῖς ὅμως μὴ βλέπετε τὴν ἀνάστασιν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν παραγγελίαν νὰ μὴ ἀνακοινώσουν τίποτε σὲ κανένα.
Κι ἀπʼ ὅλα αὐτὸ προπάντων διδάξου τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὴν σοβαρότητα. Ἂν ἔβγαλε τότε ἐκείνους ἔξω, πολὺ περισσότερο θὰ τὸ κάμη τώρα. Τότε δὲν ἦτο φανερὸν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε γίνει ὕπνος. Τώρα εἶναι ἡλίου φανερώτερον.
Κανεὶς λοιπὸν ἂς μὴ θρηνῆ, κι ἂς μὴ διαβάλη τὸ κατόρθωμα τοῦ Χριστοῦ. Διατὶ ἐνίκησε τὸν θάνατο. Τί θρηνεῖς ἄδικα; Τὸ πρᾶγμα ἔγινε ὕπνος. Διατὶ ὀδύρεσαι καὶ κλαῖς; (Λόγος Ἀναστάσεως Κατηχητικός).
Ἐπίλογος
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀπομακρύνει τὴν ἁμαρτίαν, ἡ ὁποία καὶ τὸν εἰσήγαγε εἰς τὸν κόσμον καὶ προσανατολίζει ὀρθὰ τὴν ζωήν. «Οὐδεὶς μνήμην θανάτου ἐγνωκὼς δυνήσεται ἁμαρτῆσαι ποτὲ» (Ἅ - γιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
«Ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσει» (Ἁγ. Γραφή). «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον».
Ὁ πιστεύων εἰς τὸν Χριστὸν «κἂν ἀποθάνη ζήσεται. Ὁ πιστὸς οὐ μὴ ἀποθάνη εἰς τὸν αἰῶνα». Ὁ πιστὸς φοβεῖται μόνον τὸν πνευματικὸν θάνατον, τὴν ἀπομά- κρυνσιν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἄνευ αὐτοῦ ὁ θάνατος τῆς σαρκὸς ἀποστερεῖται τῆς τραγικότητός του.
«Ὁ γὰρ τοῦτον (δηλαδὴ τὸν θάνατον τῆς ψυχῆς) φοβηθεὶς καὶ φυλαξάμενος, σαρκὸς οὐ δείσει προσερχόμενον θάνατον, ἔνοικον ἔχων τὴν ὄντως ζωὴν ἥτις τῷ θανάτῳ μᾶλλον προσκτᾶται τὸ ἀναφαίρετον» (Ἁγ. Γρηγ. Παλαμᾶς πρὸς Ξένην).
Ἔτσι ὁ θάνατος χάνει τὴν τραγικότητά του καὶ γίνεται γέφυρα μετάγουσα «ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστε- ρα καὶ ἀνάπαυσις καὶ χαρὰ» (Β´ εὐχὴ γ´ γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς). Ἰδοὺ διατὶ πολλοὶ ἀσκηταὶ καὶ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ ἀναμένουν τὸν θάνατον μετὰ χαρᾶς καὶ λησμονοῦν τὰς τραγικὰς συνεπείας του.
Ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ θανάτου του ἐνίκησε τὸν θάνατον καὶ διὰ τῆς ἀναστάσεώς του ἠλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπον καὶ ἤνοιξε εἰς αὐτὸν τὴν πύλην τῆς αἰωνίου ζωῆς. «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν». Ὁ Χριστιανὸς δὲν φοβεῖται νὰ ἀποθάνη, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνη. Δὲν φοβεῖται τὸν θάνατον, διότι ἤδη κατέστη νικητὴς αὐτοῦ ἐν Χριστῷ.
Βεβαίως δὲν παύει νὰ τελῆ ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ κινδυνεύει νὰ χάση τὴν θείαν ζωήν. Διὰ τοῦτο καλεῖται νὰ γρηγορῇ καὶ νὰ νήφῃ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου