Θεραπεία τῆς αἱμορροούσης καί ἀνάσταση τῆς θυγατρός τοῦ ἀρχισυναγώγου (9,18-26)
Κυριακή Ζ΄ Λουκᾶ
1. Στήν περικοπή μας αὐτή ἐδῶ περιγράφονται δύο θαύματα τοῦ
Ἰησοῦ. ῞Ενας ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς (βλ. Μάρκ. 5,22), πιθανόν τῆς
Καπερναούμ, ὀνομαζόμενος Ἰάειρος ἀπό τούς εὐαγγελιστές Μᾶρκο καί Λουκᾶ,
καί τόν παρακαλοῦσε νά θεραπεύσει τήν θυγατέρα του, γιά τήν ὁποία ὁ
Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ἦταν δώδεκα ἐτῶν (Λουκ. 8,42). Αὐτή «ἄρτι
ἐτελεύτησεν» (στίχ. 18), ἀλλά ὁ Ἰάειρος ἐπίστευε ὅτι ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νά
τήν ἐπαναφέρει στήν ζωή.
Φαίνεται λοιπόν ὅτι εἶχε πίστη, ἀλλά ὄχι μεγάλη. Γιατί παρακαλεῖ τόν Χριστό ὄχι νά πεῖ μόνο ἕνα λόγο ἀπό μακρυά καί νά τήν θεραπεύσει (βλ. 8,8), ἀλλά νά πάει σπίτι του καί νά ἐπιθέσει τό χέρι Του ἐπάνω της (στίχ. 18).
2. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέγει ὅτι ἡ νεάνιδα ἀπέθανε. Ὁ ἄλλοι ὅμως Εὐαγγελιστές τήν παρουσιάζουν ὡς ἑτοιμοθάνατη («ἐσχάτως ἔχει», Μάρκ. 5,23· «αὕτη ἀπέθνησκεν», Λουκ. 8,42).
Αὐτή ἡ φαινομενική ἀσυμφωνία ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπορεύεται πρός τήν οἰκία τοῦ Ἰαείρου ἦλθε κάποιος ἀπό τήν οἰκία του καί τοῦ ἀνέφερε ὅτι πέθανε ἡ θυγατέρα του (βλ. Μάρκ. 5,35. Λουκ. 9,49).
Ὁ Ματθαῖος δέν ἀναφέρει μέν τήν πληροφορία αὐτή, ἀλλά λόγω αὐτῆς παρουσιάζει τήν νεάνιδα ἀπό
τήν ἀρχή, κατά τό αἴτημα τοῦ πατέρα της, ὡς θανοῦσα μέ τό ἔκφραση μάλιστα «ἄρτι» (στίχ. 18).
Ὁ Θεοφύλακτος ἔχει ἄλλη ἑρμηνεία: Παρουσιάζει ὁ Ματθαῖος τόν Ἰάειρο νά λέγει ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ἡ θυγατέρα ἐτελεύτησε (ἀντίθετα ἀπό τούς ἄλλους Εὐαγγελιστές πού τήν παρουσιάζουν ὅτι ζεῖ ἀκόμη),
γιατί αὐτή ἦταν πραγματικά στίς τελευταῖες της ἀναπνοές· ἤ εἶπε ὁ πατέρας γιά τήν κόρη του ὅτι
πέθανε αὐξάνοντας τήν συμφορά, γιά νά ἑλκύσει τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Ἰησοῦ (MPG 123,229).
3. Καθώς ὁ Ἰησοῦς πήγαινε μέ τούς μαθητές του στήν οἰκία τοῦ Ἰαείρου, τόν πλησίασε μία γυναίκα
πού ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία γιά δώδεκα χρόνια καί ἄγγιξε ἐκ τῶν ὄπισθεν τό ἄκρο τοῦ ἐξωτερικοῦ του ἐνδύματος (στίχ. 20).
Ἄς παρατηρήσουμε τήν ἀντιστοιχία τῶν δώδεκα ἐτῶν τῆς ἀσθενείας τῆς αἱμορροούσης καί τῆς ἡλικίας τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου. Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα θεωρεῖτο ἀκάθαρτη (βλ. Λευιτ.
15,19-30), γι᾽ αὐτό καί αὐτή ἦλθε «ὄπισθεν» καί ἄγγιξε τό κράσπεδο τοῦ Ἰησοῦ (στίχ. 20). «Ἀκάθαρτος οὖσα διά τό πάθος, οὐ προσῆλθε φανερῶς ἡ γυνή, εὐλαβουμένη μήπως κωλυθῇ» (MPG 123,229). Καί ὅμως ὁ Ἰησοῦς τήν ἐθεράπευσε καί μάλιστα τήν προσεφώνησε μέ τήν τρυφερή ἔκφραση «θύγατερ» καί μέ τό ἰσχυρό ρῆμα «θάρσει» (στίχ. 22).
Τῆς εἶπε «θάρσει», γιατί αὐτή θά ἐφοβήθη ὅτι ἔκλεψε, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, τήν δωρεά, ἐπειδή ἦλθε «ὄπισθεν» καί ἄγγιξε τό κράσπεδο τοῦ Ἰησοῦ. Καί τήν προσεφώνησε «θύγατερ» γιά τήν πίστη της. «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», τῆς εἶπε στήν συνέχεια (στίχ. 22). «Δείκνυσι ὅτι,
ἐάν μή πίστιν προσήγαγεν, οὐκ ἄν ἔλαβεν τήν χάριν, κἄν τά ἱμάτια ἦσαν» (Θεοφύλακτος, MPG 123,232).
Λέγεται ὅτι ἡ θεραπευθεῖσα αἱμορροοῦσα γυναίκα ἔκανε ἀνδριάντα στόν Σωτῆρα της καί στήν βάση τοῦ ἀνδριάντος ἐφύετο βοτάνη πού βοηθοῦσε τίς αἱμορροοῦσες γυναῖκες. Κατά τά χρόνια ὅμως τοῦ Ἰουλιανοῦ οἱ ἀσεβεῖς κατέστρεψαν τόν ἀνδριάντα αὐτόν.
4. Τό μήνυμα τοῦ θαύματος αὐτοῦ εἶναι ὅτι δέν καθίσταται ἀκάθαρτος ὁ ἄνθρωπος γιά κάτι πού εἶναι
φυσικό καί δέν εὐθύνεται αὐτός γι᾽ αὐτό καί ἀκόμη ὅτι δέν εἶναι κατώτερη ἡ γυναίκα γιά τήν ἔμμηνο ρύση της. Γι᾽ αὐτό καί τήν περικοπή περί αἱμορροούσης τήν διαβάζει συνήθως ἡ Ἐκκλησία σέ μνῆμες ἁγίων γυναικῶν. – Εἶναι βέβαιο ὅτι ἀπό τό θαῦμα στήν αἱμορροοῦσα γυναίκα θά ἐνδυναμώθηκε ἡ πίστη τοῦ Ἰαείρου, στό σπίτι τοῦ ὁποίου πορευόταν ὁ Ἰησοῦς.
5. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔφθασε στήν οἰκία τοῦ ἄρχοντος Ἰαείρου εἶδε νά εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἤδη οἱ αὐλικοί γιά νά θρηνήσουν μέ θλιβερά μοιρολόγια τόν θάνατο τῆς κόρης. Ὅλοι βεβαίως πίστευαν ὅτι ἀπέθανε ἡ θυγατέρα τοῦ ἄρχοντα καί γι᾽ αὐτό, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε ὅτι «καθεύδει», αὐτοί «κατεγέλων» αὐτόν (στίχ. 24). Καί ὁ Ἰησοῦς βέβαια δέν ἀρνεῖτο ὅτι πραγματικά ἡ κόρη ἀπέθανε, ἀλλά συνέκρινε τόν θάνατο μέ τόν ὕπνο. Καί ὅπως αὐτός πού κοιμᾶται ξυπνᾶ, ἔτσι καί ἡ νεάνιδα θά ἀνασταινόταν μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
«Καθεύδειν δέ λέγει αὐτήν, διότι παρ᾽ αὐτῷ ὁ θάνατος ὕπνος ἦν, δυναμένῳ εὐκόλως ἀναστῆσαι»
(Θεοφύλακτος, MPG 123,232). Ἀφοῦ τό πλῆθος διασκορπίστηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπανέφερε τό νεκρό κοράσιο στήν ζωή (στίχ. 25).
Τέτοια δύναμη ἀνήκει πραγματικά μόνο στόν Θεό καί τό θαῦμα διαδόθηκε σέ ὅλη τήν γῆ (στίχ. 26).
6. Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀνέστησε τήν κόρη ὅταν ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος ἀπό τό δωμάτιό της, διότι «ἔνθα ὄχλος καί περισπασμός, οὐ θαυματουργεῖ ὁ Ἰησοῦς» (Θεοφύλακτος, MPG
123,232) καί ὅτι πάλι ὁ Ἰησοῦς ἐκράτησε τό χέρι τῆς νεκρᾶς δίνοντας δύναμη σ᾽ αὐτήν. «Καί ἐσένα –λέγει ὁ Θεοφύλακτος – ὅταν νεκρωθεῖς στίς ἁμαρτίες σου, θά ἀναστηθεῖς, ὅταν ὁ Χριστός σοῦ κρατήσει τό χέρι, γιατί μ᾽ αὐτό θά πράττεις τά καλά ἔργα, καί ὅταν θά σοῦ ἐκβάλει τόν ὄχλο καί τόν περισπασμό (τῆς ψυχῆς)» (MPG 123,232).
Φαίνεται λοιπόν ὅτι εἶχε πίστη, ἀλλά ὄχι μεγάλη. Γιατί παρακαλεῖ τόν Χριστό ὄχι νά πεῖ μόνο ἕνα λόγο ἀπό μακρυά καί νά τήν θεραπεύσει (βλ. 8,8), ἀλλά νά πάει σπίτι του καί νά ἐπιθέσει τό χέρι Του ἐπάνω της (στίχ. 18).
2. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέγει ὅτι ἡ νεάνιδα ἀπέθανε. Ὁ ἄλλοι ὅμως Εὐαγγελιστές τήν παρουσιάζουν ὡς ἑτοιμοθάνατη («ἐσχάτως ἔχει», Μάρκ. 5,23· «αὕτη ἀπέθνησκεν», Λουκ. 8,42).
Αὐτή ἡ φαινομενική ἀσυμφωνία ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπορεύεται πρός τήν οἰκία τοῦ Ἰαείρου ἦλθε κάποιος ἀπό τήν οἰκία του καί τοῦ ἀνέφερε ὅτι πέθανε ἡ θυγατέρα του (βλ. Μάρκ. 5,35. Λουκ. 9,49).
Ὁ Ματθαῖος δέν ἀναφέρει μέν τήν πληροφορία αὐτή, ἀλλά λόγω αὐτῆς παρουσιάζει τήν νεάνιδα ἀπό
τήν ἀρχή, κατά τό αἴτημα τοῦ πατέρα της, ὡς θανοῦσα μέ τό ἔκφραση μάλιστα «ἄρτι» (στίχ. 18).
Ὁ Θεοφύλακτος ἔχει ἄλλη ἑρμηνεία: Παρουσιάζει ὁ Ματθαῖος τόν Ἰάειρο νά λέγει ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ἡ θυγατέρα ἐτελεύτησε (ἀντίθετα ἀπό τούς ἄλλους Εὐαγγελιστές πού τήν παρουσιάζουν ὅτι ζεῖ ἀκόμη),
γιατί αὐτή ἦταν πραγματικά στίς τελευταῖες της ἀναπνοές· ἤ εἶπε ὁ πατέρας γιά τήν κόρη του ὅτι
πέθανε αὐξάνοντας τήν συμφορά, γιά νά ἑλκύσει τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Ἰησοῦ (MPG 123,229).
3. Καθώς ὁ Ἰησοῦς πήγαινε μέ τούς μαθητές του στήν οἰκία τοῦ Ἰαείρου, τόν πλησίασε μία γυναίκα
πού ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία γιά δώδεκα χρόνια καί ἄγγιξε ἐκ τῶν ὄπισθεν τό ἄκρο τοῦ ἐξωτερικοῦ του ἐνδύματος (στίχ. 20).
Ἄς παρατηρήσουμε τήν ἀντιστοιχία τῶν δώδεκα ἐτῶν τῆς ἀσθενείας τῆς αἱμορροούσης καί τῆς ἡλικίας τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου. Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα θεωρεῖτο ἀκάθαρτη (βλ. Λευιτ.
15,19-30), γι᾽ αὐτό καί αὐτή ἦλθε «ὄπισθεν» καί ἄγγιξε τό κράσπεδο τοῦ Ἰησοῦ (στίχ. 20). «Ἀκάθαρτος οὖσα διά τό πάθος, οὐ προσῆλθε φανερῶς ἡ γυνή, εὐλαβουμένη μήπως κωλυθῇ» (MPG 123,229). Καί ὅμως ὁ Ἰησοῦς τήν ἐθεράπευσε καί μάλιστα τήν προσεφώνησε μέ τήν τρυφερή ἔκφραση «θύγατερ» καί μέ τό ἰσχυρό ρῆμα «θάρσει» (στίχ. 22).
Τῆς εἶπε «θάρσει», γιατί αὐτή θά ἐφοβήθη ὅτι ἔκλεψε, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, τήν δωρεά, ἐπειδή ἦλθε «ὄπισθεν» καί ἄγγιξε τό κράσπεδο τοῦ Ἰησοῦ. Καί τήν προσεφώνησε «θύγατερ» γιά τήν πίστη της. «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», τῆς εἶπε στήν συνέχεια (στίχ. 22). «Δείκνυσι ὅτι,
ἐάν μή πίστιν προσήγαγεν, οὐκ ἄν ἔλαβεν τήν χάριν, κἄν τά ἱμάτια ἦσαν» (Θεοφύλακτος, MPG 123,232).
Λέγεται ὅτι ἡ θεραπευθεῖσα αἱμορροοῦσα γυναίκα ἔκανε ἀνδριάντα στόν Σωτῆρα της καί στήν βάση τοῦ ἀνδριάντος ἐφύετο βοτάνη πού βοηθοῦσε τίς αἱμορροοῦσες γυναῖκες. Κατά τά χρόνια ὅμως τοῦ Ἰουλιανοῦ οἱ ἀσεβεῖς κατέστρεψαν τόν ἀνδριάντα αὐτόν.
4. Τό μήνυμα τοῦ θαύματος αὐτοῦ εἶναι ὅτι δέν καθίσταται ἀκάθαρτος ὁ ἄνθρωπος γιά κάτι πού εἶναι
φυσικό καί δέν εὐθύνεται αὐτός γι᾽ αὐτό καί ἀκόμη ὅτι δέν εἶναι κατώτερη ἡ γυναίκα γιά τήν ἔμμηνο ρύση της. Γι᾽ αὐτό καί τήν περικοπή περί αἱμορροούσης τήν διαβάζει συνήθως ἡ Ἐκκλησία σέ μνῆμες ἁγίων γυναικῶν. – Εἶναι βέβαιο ὅτι ἀπό τό θαῦμα στήν αἱμορροοῦσα γυναίκα θά ἐνδυναμώθηκε ἡ πίστη τοῦ Ἰαείρου, στό σπίτι τοῦ ὁποίου πορευόταν ὁ Ἰησοῦς.
5. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔφθασε στήν οἰκία τοῦ ἄρχοντος Ἰαείρου εἶδε νά εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἤδη οἱ αὐλικοί γιά νά θρηνήσουν μέ θλιβερά μοιρολόγια τόν θάνατο τῆς κόρης. Ὅλοι βεβαίως πίστευαν ὅτι ἀπέθανε ἡ θυγατέρα τοῦ ἄρχοντα καί γι᾽ αὐτό, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε ὅτι «καθεύδει», αὐτοί «κατεγέλων» αὐτόν (στίχ. 24). Καί ὁ Ἰησοῦς βέβαια δέν ἀρνεῖτο ὅτι πραγματικά ἡ κόρη ἀπέθανε, ἀλλά συνέκρινε τόν θάνατο μέ τόν ὕπνο. Καί ὅπως αὐτός πού κοιμᾶται ξυπνᾶ, ἔτσι καί ἡ νεάνιδα θά ἀνασταινόταν μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
«Καθεύδειν δέ λέγει αὐτήν, διότι παρ᾽ αὐτῷ ὁ θάνατος ὕπνος ἦν, δυναμένῳ εὐκόλως ἀναστῆσαι»
(Θεοφύλακτος, MPG 123,232). Ἀφοῦ τό πλῆθος διασκορπίστηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπανέφερε τό νεκρό κοράσιο στήν ζωή (στίχ. 25).
Τέτοια δύναμη ἀνήκει πραγματικά μόνο στόν Θεό καί τό θαῦμα διαδόθηκε σέ ὅλη τήν γῆ (στίχ. 26).
6. Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀνέστησε τήν κόρη ὅταν ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος ἀπό τό δωμάτιό της, διότι «ἔνθα ὄχλος καί περισπασμός, οὐ θαυματουργεῖ ὁ Ἰησοῦς» (Θεοφύλακτος, MPG
123,232) καί ὅτι πάλι ὁ Ἰησοῦς ἐκράτησε τό χέρι τῆς νεκρᾶς δίνοντας δύναμη σ᾽ αὐτήν. «Καί ἐσένα –λέγει ὁ Θεοφύλακτος – ὅταν νεκρωθεῖς στίς ἁμαρτίες σου, θά ἀναστηθεῖς, ὅταν ὁ Χριστός σοῦ κρατήσει τό χέρι, γιατί μ᾽ αὐτό θά πράττεις τά καλά ἔργα, καί ὅταν θά σοῦ ἐκβάλει τόν ὄχλο καί τόν περισπασμό (τῆς ψυχῆς)» (MPG 123,232).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου