Κυριακή στ' Λουκά
Ὁ
Κύριος δέχεται ἕνα τραγικὸ πατέρα, τὸν ἀρχισυναγωγὸ Ἰάειρο, ὁ ὁποῖος
τὸν παρακαλεῖ νὰ θεραπεύσει τὸ μονάκριβο παιδὶ ποὺ ἔχει, μιὰ
δωδεκάχρονη κόρη, γιατί κινδύνευε νὰ πεθάνει.
Τὴν ἴδια στιγμὴ μία ἄλλη δυστυχισμένη ἀνθρώπινη ὕπαρξη, μιὰ γυναίκα
ποὺ ἀπὸ δώδεκα χρονῶν αἱμορραγεῖ, τὸν πλησιάζει καὶ γεμάτη πίστη
ἀγγίζει τὸν χιτώνα του καὶ θεραπεύεται.
Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει ἡ «Ἡ πίστη σου ὅτι ἂν μὲ ἀγγίξεις θὰ
ἐθεραπευόσουν, σὲ ἐθεράπευσε» ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ φέρνουν τὸ ἄγγελμα
τοῦ θανάτου τῆς κόρης του στὸν Ἰάειρου.
Τότε ὁ Κύριος του λέει «μὴ φοβᾶσαι ἀλλὰ πίστευε καὶ τὸ παιδί σου θὰ
σωθῆ». Πηγαίνουν στὸ σπίτι καὶ εἰσέρχεται στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς κόρης
μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της ποὺ θρηνοῦν γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς λέει «μὴ κλαῖτε
γιατί δὲν ἀπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται». Πλησιάζει κατόπιν τὴν νεκρὴ κόρη καὶ
λέγοντας «κόρη σήκω ἐπάνω» τὴν παραδίδει ζωντανὴ στοὺς γονεῖς της, οἱ
ὁποῖοι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ ἕνα μεγάλο καὶ βαθὺ θαυμασμό.
Ἀδελφοί μου, σὲ κάθε ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος στέκεται ἀμήχανα μπροστὰ στὸν
θάνατο. Ἀμήχανα ἀλλὰ καὶ μὲ ἐρωτηματικά. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Τὸ τέλος
τῆς ζωῆς μου καὶ τῆς ὕπαρξής μου; Παύω πιὰ νὰ ὑπάρχω;
Γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ ἄκρως ἀνατριχιαστικό, τὸ μυστήριο καὶ ἕνα
ἀκρωτήρι ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ξεπεράσει ὁμοίαζε μὲ τὸ ἀκρωτήρι τῆς
Νότιας Ἀφρικῆς, τὸ ὁποῖο κανένα πλοῖο δὲν μποροῦσε νὰ περάσει γιατί
ναυαγοῦσε, μέχρις ὅτου ὁ μεγάλος θαλασσοπόρος Βάσκο ντὲ Γκάμα τὸ
πέρασε. Καὶ ἀπὸ τότε κι ἔπειτα ἔπαυσε νὰ εἶναι ὁ ἀξεπέραστος τρόμος τῶν
ναυτικῶν καὶ ἔγινε πιὰ τὸ ἀκρωτήρι τῆς Καλῆς ἐλπίδος καὶ μία πλουτοφόρα
διαδρομὴ τῶν πλοίων.
Ἔτσι ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν θάνατο, ἀφότου ἦλθε ὁ Κύριος, διότι
ἐφώτισε τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ ἀπὸ ἀκρωτήρι τοῦ ναυαγίου τῆς ζωῆς
τὸ ἔκανε ἀκρωτήρι τῆς ἐλπίδος ποὺ ὁδηγεῖ σὲ νέους λαμπροὺς κόσμους,
στὴν αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος ντύνει τὸν θάνατο μὲ τὸ φωτεινὸ ἔνδυμα ἐνὸς ἤρεμου ὕπνου.
Εἶναι ἕνας ὕπνος γλυκός. Μιὰ ἤρεμη δύση ποὺ προοιωνίζει τὴν Ἀνατολὴ καὶ
ἕνας ἀκραίως σταθμὸς αὐτῆς τῆς ζωῆς ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς αἰώνιας
ζωῆς. Γι’ αὐτὸ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἔχει ἀνυπολόγιστη ἀξία γιὰ μᾶς.
Ὅπως ἀκριβῶς τὰ Προπύλαια ὁδηγοῦν στὸν Παρθενώνα τῶν Ἀθηνῶν ἔτσι καὶ
ὁ θάνατος εἶναι τὰ προπύλαια πού μας ὁδηγοῦν στὸν Παρθενώνα τῆς αἰώνιας
ζωῆς καὶ μὲ τὴ πίστη αὐτή, ὅσοι πραγματικὰ πιστεύουν στὸν Χριστό,
ἀντιμετωπίζουν πιὰ τὸν θάνατο.
Εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι, ἀδελφοί μου, γιὰ μᾶς ὁ ἀγγελιοφόρος πού
μας φέρνει τὸ μήνυμα τῆς αἰωνιότητας καὶ ἔτσι γίνεται τὸ βάλσαμο καὶ τὸ
ἡμέρωμα τοῦ πόνου πού μας προκαλεῖ ὁ θάνατος.
Γράφει μία χριστιανὴ συγγραφέας ποὺ ἔχασε τὴν κόρη της: «Ξέρω πὼς
μποροῦσες νὰ χαρεῖς ἀκόμα τόσα καὶ τόσα πράγματα ποὺ ὑπάρχουν στὴ ζωή.
Θὰ χαιρόσουν ὅτι ἔχει δημιουργήσει τὸ ἀνθρώπινο χέρι ἀλλὰ προπάντων
ἐκεῖνα ποὺ πάνω τοὺς ὁ Θεὸς ἔχει βάλει τὸ χαμόγελό Του, τὴν ὀμορφιὰ τῆς
φύσης. Ἀλλὰ ἂν ὁ Θεὸς παιδί μου, ἔχει στολίσει μὲ τόσα ὄμορφα χρώματα
τὴ φύση τί θαυμαστὰ ἄραγε ἔχει φυλάξει γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς του; Λυποῦμε
παιδί μου γιατί μὲ ἄφησες μόνη, χαίρω ὅμως γιὰ ὅ,τι ἀπολαμβάνεις στὸ
παλάτι τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἀδελφοί μου, δὲν διαφέρουν οἱ γραμμὲς αὐτὲς τῆς χριστιανῆς μάνας ἀπὸ
μία γραμμὴ ποὺ ἔγραψαν ἄλλοι χριστιανοὶ γονεῖς πάνω στὸ τάφο τοῦ
πεντάχρονου παιδιοῦ τους ποὺ βρέθηκε ἔξω ἀπὸ τὴ Ρώμη «Μὴ κλαῖς γιατί ὁ
Θεὸς λέει ὅτι ζῶ».
Πόσο ἀλήθεια παρηγορεῖ, πόσο ἡμερώνει τὸν πόνο ἡ δύναμη τῆς πίστης
στὸν Χριστό μας καὶ πόσο σκορπίζει τὸ σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας καὶ
χαρίζει τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἐλπίδας τῆς ἀντάμωσής μας στὴν αἰώνια ζωὴ ὅπως
μας λέει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «Ὁ Θεὸς χαρίζει στοὺς σωζόμενους τὴ χάρη
νὰ εἶναι μαζὶ καὶ νὰ συνευφραίνονται».
Ἕνας ἀξιωματοῦχος τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ πήγαινε σὲ μία ἀποστολή.
Στὴ πορεία τοῦ βρῆκε ἕνα γυμνὸ νεκρὸ ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο εἶχαν σκοτώσει
καὶ ληστεύσει ὅπως φαινόταν ληστές. Κατεβαίνει ἀπὸ τὸ ἄλογο τυλίγει τὸ
γυμνὸ σῶμα μὲ τὸν μανδύα του καὶ τὸν θάβει. Σὲ κάποια στιγμὴ τῆς
πορείας τοῦ τὸ ἄλογο ἀφηνίασε καὶ τὸν πέταξε κάτω σπάζοντας τὸ ἕνα του
πόδι. Ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ τὸν μετέφερε σὲ ἕνα πανδοχεῖο καὶ ἔφερε γιατρό,
ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι τὸ πόδι ἔπρεπε νὰ κοπεῖ γιὰ νὰ σωθεῖ, γιατί εἶχε
μολυνθεῖ.
Ἔτσι ἀποφάσισε τὴν ἄλλη μέρα νὰ τὸν χειρουργήσει. Τὸ βράδυ ὅμως
ἐπισκέπτεται τὸν τραυματία κάποιος ποὺ τὸν ἐρωτὰ ποὺ πονᾶ. Ὅταν τοῦ
ἔδειξε τὸ δεμένο πόδι τοῦ ἐκεῖνος ξετυλίγει τοὺς ἐπιδέσμους, τοῦ
χαϊδεύει τὸ πόδι καὶ τοῦ λέει , «Ἔλα σήκω δὲν ἔχεις τίποτα». Πράγματι
σηκώνεται καὶ περπάτησε μέσα στὸ δωμάτιο χωρὶς κανένα πρόβλημα. Γεμάτος
ἀπορία τὸν ρώτησε «ποιὸς εἶσαι» καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἁπαντὰ «Δὲν μὲ
γνωρίζεις;» «Γνωρίζεις αὐτὸν τὸν χιτώνα;»
Τότε ὁ ἀξιωματοῦχος πρόσεξε ὅτι ἦταν ὁ δικός του χιτώνας μὲ τὸν
ὁποῖο εἶχε τυλίξει τὸν γυμνὸ νεκρὸ καὶ ἔκπληκτος ἀκούει νὰ τοῦ λέει;
«Εἶμαι ὁ νεκρὸς ποὺ ἐσκέπασες μὲ τὸν χιτώνα σου καὶ μὲ ἔθαψες. Ὁ
Θεὸς μὲ ἔστειλε νὰ σὲ γιατρέψω. Ἐκεῖνον νὰ εὐγνωμονεῖς, σὲ ὅλη σου τὴν
ζωή» καὶ ἔγινε ἄφαντος.
Ἀπὸ τότε ἔγινε πιὸ θερμὸς στὴν πίστη καὶ δὲν ἔπαυσε σὲ ὅλο τὸ
διάστημα τῆς ζωῆς του νὰ ἐλεεῖ ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους. Μὲ αὐτὴ λοιπὸν
τὴ πίστη πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ ἃς ἀντιμετωπίζουμε ἀδελφοί μου καὶ ἐμεῖς
τὸ ἀκρωτήρι τοῦ θανάτου γιατί εἶναι τὸ ἀκρωτήρι τῆς αἰώνιας ζωῆς. Δὲν
ὑπάρχει ὁ θάνατος ἀλλὰ ἡ αἰώνια ζωή.
Καλὴ δύναμη καὶ ὁ Θεὸς μαζί σας.
ΠΗΓΗ: http://www.imka.gr/edafia/kirigma-ebdomados/st-louka.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου