ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός σέ ὅλες του τίς ὁμιλίες διερμηνεύει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀπευθύνεται στό κοινό πού ἔχει ἀπέναντί του μέσω μιᾶς ἁπλῆς ἀνακεφαλαίωσης τοῦ Νόμου, ἀλλά ἀντιθέτως τόν ἑρμηνεύει καί τόν ἐμπλουτίζει, δίνοντας ἔτσι τό βαθύτερο νόημά του, ὥστε ὁ ἀκροατής νά εἶναι σέ θέση νά κατανοήσει τό οὐσιαστικό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας του. Πολλές φορές οἱ Φαρισαῖοι, μέ μιά στάση αὐτοαναφορικότητας καί ἐπίδειξης γνώσεων ἐξαιτίας τῆς προσκόλλησής τους στόν Νόμο, ἐπιχείρησαν νά τόν ὑπονομεύσουν, προκειμένου νά ἔχουν ἀφορμή νά τόν κατηγορήσουν.
Πῶς, ὅμως, εἶναι δυνατόν νά μήν γνωρίζει τόν Νόμο ὁ ἴδιος ὁ νομοθέτης καί νομοδότης; Σέ ὅλες τίς μεθοδικές καί ὕπουλες προσπάθειες τῶν Φαρισαίων ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀπαντοῦσε μέ αὐστηρότητα, ἀναλύοντας ταυτόχρονα μέ παραδείγματα καί παραλληλισμούς τό θεῖο θέλημα, ὥστε νά μαλακώσει τή σκληροκαρδία τους καί νά γίνουν οἱ ἴδιοι, αὐτό πού στή σημερινή ἐποχή ἀκούγεται σχεδόν παντοῦ, καί ἰδιαίτερα ἀπό τή νεολαία, «πιό ἀνοιχτοί». Πιό ἀνοιχτοί μέν, ἀλλά ὄχι ἔκθετοι καί ἀπροστάτευτοι σέ κάθε νέα ἐμπειρία.
Ἡ αἰώνια ζωή
Ἕνας νεανίσκος ρώτησε τόν Ἰησοῦ Χριστό: «Τί ἀγαθόν ποιήσω, ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;». Ὁ Κύριος δέν τόν ἀγνόησε, ἀλλά τοῦ πρότεινε τό αὐτονόητο, δηλαδή τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Περιορίστηκε μάλιστα σέ μερικές ἀπό αὐτές, πού ἀφοροῦν στήν ἀνθρώπινη σχέση καί ἐπαφή, καταλήγοντας στό: «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Τόν προέτρεψε δηλαδή νά ἀγαπήσει τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, τοῦ διαφορετικοῦ, ὅπως τόν ἑαυτό του, χωρίς περιορισμούς καί προϋποθέσεις, ἀλλά γιά αὐτό ἀκριβῶς πού ὁ ἴδιος εἶναι· νά καλλιεργήσει τήν ἐνσυναίσθηση, ὥστε νά γνωρίσει, νά νιώσει καί νά ἀγαπήσει τόν πλησίον, ὅπως ἀγαπᾶ καί φροντίζει τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.
Ὁ ἔφηβος ὅμως, σέ μιά ἐκδήλωση ὑπερβολῆς, δικαιολογημένη λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας, ἤθελε κάτι ἀκόμη παραπάνω γιά νά μπορέσει νά ἔχει θέση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ρωτάει λοιπόν: «Τί ἔτι ὑστερῶ;».
Εἰσέρχεται ὅμως ἔτσι, ἄθελά του καί ἐν ἀγνοίᾳ του, σέ κατάσταση ἀνταγωνισμοῦ. Διακρίνοντας ἕνα πνεῦμα ὑπερηφάνειας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀντιμετωπίζει τόν νεαρό ὄχι πλέον σάν μικρό παιδί, ἀλλά ὡς ἕνα ὑπεύθυνο ἄτομο πού ἑτοιμάζεται νά ἀνοίξει τά φτερά του στή ζωή καί νά χαράξει τή δική του πορεία. Τόν φέρνει ἀντιμέτωπο μέ τήν πραγματικότητα καί τοῦ ζητάει νά πωλήσει τά ὑπάρχοντά του καί νά τόν ἀκολουθήσει.
Νά ἀποχωριστεῖ δηλαδή τή γεμάτη ἀνέσεις ζωή του, νά ξεβολευτεῖ, νά ὑπερβεῖ τόν ἑαυτό του καί νά δεῖ τόν ἀδελφό του, τόν πλησίον του, ἀκολουθώντας τόν Κύριο. Δέν λέει κάτι καινούργιο, ἀλλά ἀναδιατυπώνει τήν κλήση γιά ἄρση τοῦ προσωπικοῦ του σταυροῦ.
Ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ
Ὁ Θεός δέν ζητάει τήν ἀπόλυτη κυριαρχία στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τήν προτεραιότητα. Ὅταν στήν καρδιά φωλιάζει ἡ ἀσθένεια τοῦ πλούτου, τότε εἶναι δύσκολο νά βρεθεῖ σέ αὐτή χῶρος γιά τόν συνάνθρωπο. «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ». Αὐτό ἀκριβῶς ζητάει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο: ὄχι τή λιτότητα, ἀλλά τή λογική διαχείριση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Νά ξεφύγει ἀπό τόν ἑαυτό του καί νά συναντήσει τόν διπλανό του. Νά ἀπεγκλωβιστεῖ, νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό αὐτά πού τόν κρατοῦν δεσμευμένο στόν μικρόκοσμό του, ὥστε νά δεῖ στά μάτια καί νά ἀναγνωρίσει, νά γνωρίσει δηλαδή ξανά τόν πλησίον του, τόν διαφορετικό ἀπό αὐτόν, μέ ὅλες τίς ἀδυναμίες καί τά ἐλαττώματα πού ἔχουν ἀμφότεροι. Νά τόν περιβάλλει μέ ἀγάπη καί νά τόν φροντίσει ὅπως ὁ καλός Σαμαρείτης. Νά τόν περιθάλψει κατά τό «ξένος ἤμην καί συνηγάγετέ με», τοποθετώντας τόν ὁποιονδήποτε στή θέση τοῦ ξένου, διότι καί ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ ξένος» γιά τόν ἄλλον.
Στό πρόσωπο τοῦ πλησίον βλέπουμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι κάνουμε στόν διπλανό μας, τό πράττουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ στήν ἴδια του τήν εἰκόνα. «Εἶδες τόν ἀδελφόν σου; Εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου», μαθαίνουμε ἀπό τήν πατερική διδασκαλία. Ἔτσι ὁ καθένας μας ὁδηγεῖται σταδιακά στή συνάντηση, στή συγχώρηση, στή συμπόρευση πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχιμ. Ἄ. Ἀ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου