Κυριακή ΙΓ΄ Ματθαίου
Ἂς γίνουμε ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ὁμιλεῖ ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἕνας σοφός· ὁμιλεῖ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ τὰ χείλη του ποτέ δὲν βγῆκε ψέμα, ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Ὁμιλεῖ σήμερα παραβολικῶς, δηλαδὴ ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ. Μᾶς παρουσιάζει μιὰ ζωντανὴ εἰκόνα, ποὺ πρέπει ὅλοι νὰ τὴν προσέξουμε, διότι μέσα στὴν εἰκόνα αὐτὴ εἴμαστε ὅλοι.
Ὁ Κύριος μᾶς μιλάει γιὰ ἕνα ἀμπέλι. Ὁ νοικοκύρης τοῦ ἀμπελιοῦ ἔδειξε μεγάλο ἐνδιαφέρον γι᾽ αὐτό. Τὸ ἔφραξε γύρω - γύρω μὲ φράχτη, ὥστε νὰ μὴ μπορῇ νὰ μπῇ κανένας κλέφτης καὶ κανένα ἄγριο θηρίο καὶ νὰ κάνῃ ζημιά. Ἔφτιαξε στὸ κέντρο πατητήρι, γιὰ νὰ πατοῦν τὰ σταφύλια. Φύτεψε κλήματα, ῥίζες ἐκλεκτές. Κατόπιν ὅλο αὐτὸ τὸ ἀμπέλι, ὅπως ἦταν φραγμένο καὶ φροντισμένο, τὸ παρέδωσε σὲ ἀμπελουργοὺς μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὸ σκάβουν νὰ τὸ κλαδεύουν νὰ τὸ περιποιοῦνται, ὥστε ν᾽ ἀποδώσῃ.
Κι ὅταν ἔφτασε ἡ ἐποχὴ τοῦ καρποῦ, τότε λέει τὸ εὐαγγέλιο ἔστειλε ὑπηρέτες γιὰ νὰ τοὺς δώσουν τὸν καρπό. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ οἱ ἀμπελουργοὶ δὲν ἔδωσαν οὔτε ἕνα καλάθι σταφύλια οὔτε ἕνα τσαμπί. Μόλις εἶδαν ἀπὸ μακριὰ ὅτι ἔρχονται οἱ ὑπηρέτες τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἰδιοκτήτου, ἀμέσως ἔπιασαν σχοινιά, πέτρες, μαχαίρια, καὶ ἄλλον μὲντὸν ἔδειραν, ἄλλον τὸν σκότωσαν καὶ ἄλλοντὸν λιθοβόλησαν. Ὁ ἰδιοκτήτης, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν διαγωγὴ αὐτὴ τῶν γεωργῶν, ἔστειλε ἄλλους ὑπηρέτες περισσοτέρους ἀπὸ τοὺς πρώτους. Ἐν τούτοις οἱ κακοὶ γεωργοί, ὅταν εἶδαν τοὺς ἀπεσταλμένους, ἔκαναν καὶ σ᾽ αὐτοὺς τὰ ἴδια. Τέλος ὁ ἰδιοκτήτης ἀποφάσισε νὰ στείλῃ τὸν γυιό του, μὲ τὴ σκέψι ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ θὰ ντραποῦν. Ἀλλὰ οἱ ἀχάριστοι ἀμπελουργοί, ἀναιδέστατοι καὶ θρασύτατοι, μόλις πλησίασε ὁ γυιὸς τοῦ ἰδιοκτήτου, τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ ἀμπέλι κ᾽ ἐκεῖ τὸν θανάτωσαν. Τέτοια διαγωγὴ ἔδειξαν οἱ κακοὶ γεωργοὶ ἀπέναντι στὸν ἰδιοκτήτη τοῦ ἀμπελῶνος.
Ὁ Κύριος, ἀφοῦ εἶπε τὴν παραβολή, στρέφεται στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ποὺ τὸν ἄκουγαν καὶ τοὺς ἐρωτᾷ· –Τί θὰ κάνῃ ὁ ἰδιοκτήτης αὐτοὺς τοὺς κακοὺς γεωργούς; Κ᾽ ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ καταλάβουν ὅτι γι᾽ αὐτοὺς ἔλεγε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Θεάνθρωπος, χωρὶς νὰ καταλάβουν ὅτι μόνοι τους ὑπογράφουν τὴν καταδίκη τους, ἀπήντησαν μὲ ἀφέλεια· – «Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς» (Ματθ.21,41).
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα λόγια εἶνε ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ἀλλ᾽ ὅπως εἴπαμε, ἡ παραβολὴ εἶνε μία διήγησι στὴν ὁποία ὁ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ. Ποιό εἶνε ἆραγε τὸ ἀμπέλι αὐτό; Τὸ ἀμπέλι μὲ τὸ φράχτη μὲ τὸ πατητήρι μὲ τὰ ἐκλεκτὰ κλήματα, ποὺ εἶχε τοὺς κακοὺς γεωργούς, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε ὁ Ἰσραήλ, ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός. Ἐπάνω ἐδῶ στὴ φλούδα τῆς γῆς πέρασαν πολλοὶ λαοί, παλαιοὶ καὶ νεώτεροι. Ἀλλ᾽ ἀπ᾽ ὅλους τοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου ἕνα λαὸ ἀγάπησε ὁ Θεὸς ἰδιαιτέρως. Αὐτὸς ἦταν ὁ ἀγαπημένος λαός του, ἡ ἐκλεκτή του ἄμπελος, ὁ λαὸς ποὺ τὸν ὠνόμασε «περιούσιον» (Τίτ.2,14). Τί δὲν ἔκανε γιὰ τὸ λαὸ αὐτὸν ὁ καλὸς Θεός! Τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ φαραώ, τὸν πότισε στὴν ἔρημο μὲ νερὸ ποὺ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ βράχο, τὸν ἔθρεψε μὲ τὸ μάννα, τὸν εὐεργέτησε πολυειδῶς καὶ «πολυτρόπως» (Ἑβρ.1,1). Σ᾽ αὐτὸ τὸν λαὸ ἔστειλε πνεύματα μεγάλακαὶ ἰσχυρά, προφῆτες καὶ πατριάρχες· προσπάθησε νὰ τὸν καλλιεργήσῃ μὲ ποικίλους τρόπους. Καὶ ἐν τούτοις ὁ λαὸς αὐτὸς τί ἀνταπέδωσε στὸν Κύριο; Ὄχι κάποιο καρπὸ δὲν τοῦ ἔδωσε, ἀλλὰ τοῦ ἀνταπέδωσε ἀγκάθια, διέπραξε σωρεία ἀπὸ ἐγκλήματα.
Παραλείπουμε ἄλλα καὶ ἀναφέρουμε ὅτι τὸν προφήτη Ἠσαΐα τὸν πριόνισαν μὲ πριόνι ξύλινο, τὸν προφήτη Ἰερεμία τὸν ἔρριξαν μέσα σὲ βόθρο μὲ ἀκαθαρσίες, καὶ ἄλλους προφῆτες κατὰ διαφόρους τρόπους τοὺς βασάνισαν καὶ τοὺς θανάτωσαν. Τέλος δὲ διέπραξαν τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα ποὺ ἀναφέρει ἡ παγκόσμιος ἱστορία· ἐσταύρωσαν τὸν μονογενῆ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Τὸ εἶπαν μόνοι τους· «Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς…». Καὶ ὄντως «κακοὶ κακῶς ἀπωλέσθησαν».
Ὅταν τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ σὰν θεριά, ἀγριώτεροι ἀπὸ τὰ θηρία τῆς ζούγκλας, σὰν λυσσασμένα σκυλιὰ καὶ ταῦροι μαινόμενοι, φώναζαν κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν»· κι ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἔλεγε «Ἐγὼ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν», αὐτοὶ «δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες Σταυρωθήτω» (Ἰω. 19,6. Ματθ.27,23)· κι ὅταν ὁ Πιλᾶτος πῆρε μιὰ λεκάνη μὲνερὸ καὶ ἔπλυνε τὰ χέρια του λέγοντας «Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου του» κ᾽ ἐκεῖνοι φώναξαν «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματθ. 27,24-25), ἀπὸ τὴστιγμὴ ἐκείνη ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς ὑπέγραψεπλέον τὴν καταδίκη του. Δὲν πέρασαν τριάντα χρόνια καὶ τὰ Ἰεροσόλυμα, ποὺ ἦταν μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες πόλεις τοῦ κόσμου καὶ εἶχε τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, τὰ μέγαρα τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα καὶ τὸ πραιτώριο τοῦ Ποντίου Πιλάτου καὶ εἶχε μαζέψει ὅλο τὸ χρυσάφι τῶν Ἰουδαίων, τὰ Ἰεροσόλυμα ποὺ ἦταν τὸ καύχημα τοῦ Ἰσραήλ, πολιορκήθηκαν. ῾Ρωμαῖοι στρατιῶτες ἦρθαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, ἔρριξαν τὰ τείχη, ὥρμησαν μέσα, γκρέμισαν τὰ παλάτια καὶ τὰ σπίτια, κ᾽ ἐκεῖ ποὺ δίκασαν τὸ Χριστὸ πέρασε ἀλέτρι. Ἔσφαξαν τὰ γυναικόπαιδα τῶν Ἰουδαίων –μιὰ καταστροφὴ ἀπερίγραπτη, ἀπὸ τὶς λίγες ποὺ ἀναφέρει ἡ παγκόσμιος ἱστορία. Τέλος ἔπιασαν ὅλους τοὺς ἄντρες, τοὺς ἔβγαλαν ἔξω κι ἄρχισαν νὰ τοὺς σταυρώνουν. Σταύρωναν ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μεχρι τὸ βράδυ συνεχῶς. Τόσο πολλοὺς σταύρωσαν, ὥστε δὲν ὑπῆρχαν πλέον ἄλλα ξύλα γιὰνὰ φτειάξουν σταυρούς. «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν». «Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς…».
Ἀλλὰ ἡ παραβολὴ αὐτὴ δὲν ἀφορᾷ μόνο οτὸν Ἰουδαϊκὸ λαό, ἀφορᾷ καὶ ἐμᾶς. Διότι λέει καθαρὰ τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι «τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς» καὶ ὅτι «ἡ βασιεία τοῦ Θεοῦ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς» (Ματθ. 21,43). Ὕστερα ἀπὸ τὸ πρῶτο ἀμπέλι, τὴν Ἰουδαϊκὴ συναγωγή, ποὺ ἀντὶ γιὰ καρποὺς ἀπέδωσε ἀγκάθια καὶ τριβόλια, τώρα ἡ ἄμπελος ἡ ἐκλεκτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ξέρετε ἴσως ὅτι ὅταν λειτουργεῖ ἐπίσκοπος, σὲ μιὰ στιγμὴ πρὸ τοῦ εὐαγγελίου, βγαίνει στὴν ὡραία πύλη καὶ κρατώντας δικηροτρίκηρα παρακαλεῖ καὶ λέει· «Κύριε Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην καὶ κατάρτισαι αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά σου», δηλαδή· Κύριε Κύριε, ῥίξε τὸ βλέμμα σου ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ καὶ δὲς κ᾽ ἐπιθεώρησε τοῦτο τὸ ἀμπέλι καὶ καλλιέργησέ το τὸ ὁποῖο ἐφύτευσε τὸ δεξί σου χέρι (Ψαλμ.79,15-16) . Ποιό εἶνε τὸ ἀμπέλι αὐτό, γιὰ τὸὁποῖο παρακαλεῖ ὁ ἀρχιερεύς; Εἶνε κανέναἀμπέλι ὑλικό, μὲ ῥίζες ὑλικές; Ὄχι. Τὸ ἀμπέλι αὐτὸ εἴμαστε ἐμεῖς.
Τὰ κλήματα εἶνε οἱ Χριστιανοὶ οἱ βαπτισμένοι. Κάθε Χριστιανός, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βαπτισθῇ «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», εἶνε πλέον ῥίζα ἐκλεκτὴ ποὺ τὴν ἐφύτευσε ἡ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου μέσα στὸ ἀμπέλιτῆς Ἐκκλησίας μας. Συνεπῶς, ὅσοι Χριστιανοὶ εἴμεθα τόσα καὶ κλήματα.
Πόσες ψυχές, ἀγαπητοί μου, κατοικεῖτε στὴν ἐνορία σας; ὅσοι Χριστιανοὶ εἶστε, τόσα καὶ κλήματα. Καὶ κάθε κλῆμα πρέπει νὰ φέρῃ καρπό. Καὶ ποιοί εἶνε οἱ καρποὶ τῆς πνευματικῆς ἀμπέλου, οἱ καρποὶ ποὺ ζητεῖ τὸ Πνεῦματὸ ἅγιο, ἡ ἁγία Τριάς; Καρποί , ὅπως ὅλοι καταλαβαίνετε, εἶνε τὰ καλὰ ἔργα, οἱ ἀρετὲς ποὺ πρέπει νὰ παρουσιάσουμε. Ἀντὶ αὐτῶν ὅμως ἐμεῖς τί προσφέρουμε;
Ἀγκάθια! Ὦ ἀδελφοί μου! Μιὰ φορὰ σταύρωσαν οἱ Ἑβραῖοι τὸ Χριστό, μὰ ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε καθημερινῶς . Κάθε βλαστήμια κ᾽ ἕνα σταύρωμα, κάθε ἀδικία κ᾽ ἕνα σταύρωμα, κάθε ψευδορκία κ᾽ ἕνα σταύρωμα, κάθε μοιχεία καὶπορνεία κ᾽ ἕνας σταυρός. Τὸν σταυρώνουμε στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, στὰ σχολεῖα, στὰ δικαστήρια, στὰ παλάτια, στὰ ἐργοστάσια, στὶς ἀμμουδιές, στὰ βουνά, στὴ θάλασσα, μολύναμε τὰ πάντα. Ὦ Θεέ μου, τί ἔγινε αὐτὸτὸ ἀμπέλι; πῶς ξεφράχτηκε, πῶς γέμισε ἀγκάθια καὶ τριβόλια, πῶς τὰ πάντα ξεράθηκαν;
Ἂς μετανοήσουμε, ἂς παρουσιάσουμε πάλι καρπούς, ἂς γίνουμε ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ μας, ὥστε νὰ ἔχουμε τὴν εὐχὴ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Πηγή: (Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Νικαίας - Πειραιῶς τὴν 27-8-1961)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου