Κυριακή ΙΓ΄ Ματθαίου
Αμπέλι του Θεού
Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.
Ματθ. 21, 33- 42
«Άνθρωπος τις ην οικοδεσπότης, όστις εφύτευσειν αμπελώνα…»
(Ματθ. 21,33)
Ελάτε, αγαπητοί, ελάτε να σας δείξω ένα εκλεκτό αμπέλι. Δεν ήταν από την αρχή έτσι. Ήταν ένας τόπος ακαλλιέργητος. Ήταν ένα χέρσο χωράφι. Ήταν γεμάτο πέτρες, άγρια χόρτα, αγκάθια και φίδια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Αλλά κάποιος το πρόσεξε. Ήξερε, ότι κάτω από τις πέτρες και τ’ αγκάθια κρυβόταν εκλεκτό χώμα και ότι, όταν ελευθερωνόταν από αυτά, μπορούσε να γίνη ένα εκλεκτό αμπέλι. Αγόρασε λοιπόν το χέρσο αυτό τόπο και άρχισε να τον δουλεύη. Έβαλε φωτιά, έκαψε τ’ αγκάθια, έβγαλε τις πέτρες, το καθάρισε από τα άγρια χόρτα, το έσκαψε βαθειά, έφερε κλήματα και τα φύτεψε. Το έφραξε απ’ όλες τις μεριές, ώστε να μη μπορούν να μπαίνουν μέσα κλέφτες και ζώα. Έχτισε πατητήρι. Έχτισε πύργο, για να μένουν οι φύλακες και από ’κει, σαν από σκοπιά, να παρατηρούν τι γίνεται σ’ όλο τ’ αμπέλι και πέρα απ’ αυτό.
Το αγαπούσε ο άνθρωπος αυτός το αμπέλι και γι’ αυτό προνόησε για όλα. Ήθελε να είνε ένα αμπέλι, που άλλο σαν αυτό να μην υπάρχη. Αμπέλι υποδειγματικό. Το εμπιστεύθηκε σε γεωργούς, και αυτός έφυγε και πήγε μακριά.Αλλ’ οι γεωργοί δεν ήταν καλοί άνθρωποι. Δεν πόνεσαν το αμπέλι. Δεν το περιποιήθηκαν όπως έπρεπε. Νόμισαν, ότι ήταν ανεξέλεγκτοι, και ότι ποτέ πιά δεν θα επέστρεφε ο ιδιοκτήτης, για να το δη και να ζητήση λόγο. Μα ο ιδιοκτήτης δεν λησμόνησε το κτήμα του. Έστειλε τους υπηρέτες του για να πάρη τους καρπούς. Οι κακοί όμως γεωργοί δεν έδωσαν σ’ αυτούς ούτε ένα τσαμπί σταφύλι. Άλλους από τους υπηρέτες σκότωσαν, άλλους έδειραν και άλλους πετροβόλησαν. Στέλνει άλλους υπηρέτες ο ιδιοκτήτης. Αλλά και σ’ αυτούς τα ίδια έκαναν. Τέλος στέλνει το παιδί του. Ούτε όμως κι αυτό το σεβάστηκαν. Το πήραν, το έβγαλαν έξω από τ’ αμπέλι και το σκότωσαν.
Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνη τους κακούς αυτούς γεωργούς ο οικοδεσπότης; ρώτησε ο Κύριος τους Ιουδαίους. Και αυτοί απάντησαν ότι «κακούς κακώς απολέσει αυτούς» (Ματθ. 21, 41), ότι δηλαδή, επειδή αυτοί αποδείχτηκαν κακοί, κακό θα είνε και το τέλος τους· το δε αμπέλι θα το δώση σε άλλους γεωργούς, που θα το καλλιεργούν και στον κατάλληλο καιρό θα του αποδώσουν τους καρπούς.
***
Παραβολή είνε όσα είπαμε. Παραβολή, που περιέχεται στο σημερινό Ευαγγέλιο, κ’ εμείς κάπως αναπτυγμένη την παρουσιάζουμε. Παραβολή, που έχει βαθύ νόημα. Γιατί άλλα λέει, και άλλα εννοεί ο Κύριος.
Και γεννιέται το ερώτημα· Ποιό είνε το αμπέλι; Το αμπέλι είνε ο Ιουδαϊκός λαός. Ήταν εξ αρχής ο λαός αυτός εκλεκτός; Ήταν αμπέλι περιποιημένο; Όχι. Ήταν ένας λαός, που έμοιαζε με χερσότοπο. Ζούσαν μέσα στην αμαρτία και την ειδωλολατρία όπως όλοι οι λαοί. Αλλ’ ο Θεός διάλεξε το λαό αυτό και τον περιποιήθηκε με ιδιαίτερη αγάπη και στοργή. Και τι δεν έκανε για το λαό αυτό! Πόση διδασκαλία, πόσα θαύματα! Πόσοι μεγάλοι διδάσκαλοι και προφήτες δεν δίδαξαν το λαό αυτό! Αλλά δυστυχώς ο Ιουδαϊκός λαός δεν έδειξε την αγάπη που έπρεπε στο Θεό. Δεν ετίμησε τις δωρεές και ευεργεσίες του Θεού. Φάνηκε λαός αχάριστος. Αμπέλι, που δεν έδωσε καρπό στον κύριό του. Γέμισε πέτρες και αγκάθια. Κι από τ’ αγκάθια αυτά πλέχθηκε το αγκάθινο στεφάνι, που οι στρατιώτες έβαλαν πάνω στο κεφάλι του μονογενούς Υιού του Θεού, που οι αχάριστοι Ιουδαίοι εσταύρωσαν έξω από τον αμπελώνα, έξω από την Ιερουσαλήμ. Όχι σταφύλια, όχι γλυκό κρασί, αλλά ξίδι και χολή έδωσαν στο Χριστό, τον ευεργέτη τους.
Το τέλος τους είνε γνωστό. Υπήρξε το τέλος των κακών γεωργών. Τιμωρήθηκαν με μεγάλη τιμωρία. Τιμωρήθηκαν όπως έπρεπε. Το αμπέλι έφυγε από την εξουσία τους και παραδόθηκε σε άλλους γεωργούς, σε άλλο λαό, τον χριστιανικό λαό. Αυτός ο λαός απετελέσε την Εκκλησία και έγινε το αμπέλι του Θεού. Από το καινούργιο αυτό αμπέλι περιμένει τώρα ο Κύριος του αμπελώνος καρπούς εκλεκτούς. Και αλλοίμονο αν δεν τους δώση. Αλλοίμονο, αν και οι νέοι γεωργοί δεν καλλιεργήσουν όπως πρέπει το αμπέλι, που με τα δάκρυα και το αίμα του πότισε ο Θεάνθρωπος Κύριος.
***
Αμπέλι είνε η Ορθόδοξος Εκκλησία μας. Φραγμένη απ’ όλες τις μεριές με τις εντολές του Κυρίου, με τα δόγματα, με τους θείους και ιερούς κανόνας των οικουμενικών και τοπικών Συνόδων. Αμπέλι, που έχει πατητήρια, ιερά θυσιαστήρια, όπου προσφέρεται το άχραντο σώμα και τίμιο αίμα του Κυρίου. Αμπέλι με πύργους, με ναούς, με άμβωνες, με υψηλά παρατηρητήρια, που οι φύλακες μπορούν από αυτά να βλέπουν τί συμβαίνει όχι μόνο στο αμπέλι, αλλά και σ’ όλο τον κόσμο, και να παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα. Αμπέλι εφωδιασμένο με όλα τα μέσα, για να μπορέση να φέρη εκλεκτό καρπό.
Ναί! Η Ορθόδοξος Εκκλησία είνε το αμπέλι του Θεού. Αλλά μέσα σ’ όλο το χώρο της Ορθοδοξίας αμπέλι είνε και κάθε επισκοπή με τους χιλιάδες χριστιανούς, που είνε τα κλήματα. Γι’ αυτό και όταν λειτουργή ο επίσκοπος, πριν ακόμη διαβαστή το Ευαγγέλιο, βγαίνη έξω στην ωραία πύλη, κρατεί δικηροτρίκηρα, υψώνει τη φωνή του και λέει· «Κύριε Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε και επίσκεψε την άμπελον ταύτην και κατάρτησαι αυτήν, ήν εφύτευσεν η δεξιά σου». Τί σημαίνουν τα λόγια αυτά; Είνε μιά προσευχή. Ο επίσκοπος παρακαλεί τον Κύριο να μην αφήση την Εκκλησία, αλλά να ρίξη τη ματιά του από τον ουρανό, να μας σπλαχνισθή. Και αν οι χριστιανοί παρουσιάζουν ελαττώματα και κακίες και μοιάζουν σαν κλήματα άκαρπα, να μην τα ξερριζώση, αλλά να τα αφήση και να τα περιποιηθή ακόμη, με την ελπίδα ότι θα γίνουν κι αυτά μιά μέρα κλήματα καρποφόρα.
Και για την πνευματική αυτή καλλιέργεια των χριστιανών είνε υπεύθυνος ο επίσκοπος. Και όχι μόνο ο επίσκοπος, αλλ’ ύστερα από τον επίσκοπο υπεύθυνοι είνε και όλοι οι ιερείς. Γιατί κάθε ενορία είνε κι αυτή ένα μικρό αμπέλι. Κλήματα είνε όσες ψυχές, άντρες και γυναίκες, κατοικούν στο χωριό. Κλήματα που θέλουν περιποίησι. Και όπως τα φυσικά κλήματα έχουν ανάγκη από σκάψιμο, από κλάδεμα, από ράντισμα, από φάρμακα διάφορα, έχουν ανάγκη από προφύλαξι από τους διάφορους εχθρούς και τους κλέφτες, έτσι οι ενορίτες, τα πνευματικά αυτά κλήματα, έχουν ανάγκη από συνεχή παρακολούθησι. Ο καλός αμπελουργός είνε πάντοτε στο αμπέλι του. Άλλοτε θα το καθαρίση από άγρια χόρτα και πέτρες, άλλοτε θα σκάψη, άλλοτε θα ραντίση, στον καιρό δε των καρπών μένει εκεί και τη νύχτα και φυλάει τ’ αμπέλι. Και ο καλός ιερεύς δεν φεύγει ποτέ από τ’ αμπέλι του, δεν φεύγει από την ενορία του. Μένει κοντά στους ενορίτες του χειμώνα-καλοκαίρι. Κάτι έχει να κάνη. Δεν μένει ποτέ αργός. Μιά παράκλησι, ένα τρισάγιο στα μνήματα των νεκρών, μιά επίσκεψη στο σπίτι των πονεμένων, μιά διδασκαλία, ένας έλεγχος, μιά μάχη εναντίον των αιρετικών που έρχονται να πηδήξουν το φράχτη και να ριμάξουν τ’ αμπέλι του. Ώ, πόσα δεν μπορεί να κάνη ένας καλός ιερεύς!
Ώ Κύριε! Δικό σου αμπέλι είνε η Εκκλησία. Στείλε σ’ αυτό τ’ αμπέλι καλούς γεωργούς, καλούς ιερείς και επισκόπους, για να γίνη και πάλι κάθε επισκοπή και κάθε ενορία ένα διαλεχτό αμπέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου