Σπάζοντας τά δεσμά τοῦ θανάτου
Fr. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ
Σέ μία ἀπό τίς ᾿Επιστολές του, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι, ἄν ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, τότε ἐμεῖς εἴμαστε οἱ πλέον ἀξιοθρήνητοι τῶν ἀνθρώπων…
Πράγματι, ἄν δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, θά ἤμαστε ἀξιολύπητοι, διότι ὅλη μας ἡ πίστη, ὅλο αὐτό πού ὀνομάζουμε πνευματική ἐμπειρία μας καί ὅλη ἡ ζωή πού οἰκοδομοῦμε πάνω σ’ αὐτήν δέν θά ἦταν τίποτε ἄλλο παρά μιά αὐταπάτη, ἕνα ψέμα, μιά ψευδαίσθηση. ᾿Εμεῖς ὅμως εἴμαστε οἱ εὐτυχέστεροι τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή ὄντως ὁ Χριστός ᾿Ανέστη. Καί αὐτό ὄχι ἁπλῶς ἑκατοντάδες καί χιλιάδες ἀλλά ἑκατομμύρια ἀνθρώπων τό γνωρίζουν ἀπό προσωπική καί ἄμεση ἐμπειρία.
Εἶναι πάρα πολλοί αὐτοί πού θά ἔλεγαν· ῾Ο Θεός ὑπάρχει διότι τόν ἔχω συναντήσει, «Χριστός ᾿Ανέστη» διότι Τόν ἔχω συναντήσει ᾿Αναστημένο. Καί ὄχι μόνο κατά τρόπο πνευματικό, ἀλλά καί σωματικό· ἔχουμε τή μαρτυρία τῶν ᾿Αποστόλων, ἀνθρώπων ἁπλῶν πού ἔφυγαν μακριά ἀπό τόν Γολγοθά, γνωρίζοντας (νομίζοντας ὅτι γνωρίζουν) ὅτι ἀπό τή στιγμή πού ὁ Κύριός τους ἀποκαθηλώθηκε ἀπό τόν Σταυρό καί ἐτάφη, εἶχε νικηθεῖ ὁριστικά, καί κάθε ἐλπίδα τους εἶχε γιά πάντα χαθεῖ. Καί ὅμως, αὐτοί οἱ ἴδιοι γίνονται μάρτυρες τῆς ᾿Αναστάσεως· ἀπροετοίμαστοι, διστακτικοί καί κατόπιν περιχαρεῖς. Περιχαρεῖς, διότι οἱ γυναῖκες ἦρθαν τό πρωί νά ἀλείψουν μέ μύρα τόν Χριστό, καί διαπίστωσαν ὅτι τό σῶμα Του δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. ῾Ο ᾿Ιωάννης καί ὁ Πέτρος ἔτρεξαν ἐκεῖ ἀργότερα, καί ὁ τάφος ἦταν ἄδειος. Καί ὅταν πῆγαν στούς ἄλλους μαθητές, ρωτώντας, ἀμφιβάλλοντας, διστάζοντας· ὁ Χριστός τούς παρουσιάστηκε καί τούς εἶπε· «Μή φοβᾶστε. Δέν εἶμαι φάντασμα, δέν εἶμαι μία ἀσώματη φιγούρα· τό φάντασμα δέν ἔχει σάρκα καί ὀστά, καθώς ἐμέ θεωρεῖτε ἔχοντα»! Συνέφαγε μαζί τους, τούς μίλησε, τόν ἄγγιξαν! Καί πράγματι, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στήν ᾿Επιστολή του, οἱ ᾿Απόστολοι μαρτυροῦν αὐτό πού εἶδαν μέ τά μάτια τους, αὐτό πού ἄκουσαν μέ τ’ αὐτιά τους κι αὐτό πού μέ τά ἴδια τους τά χέρια ψηλάφησαν· τήν ἀλήθεια!
Ναί, Χριστός ᾿Ανέστη! ᾿Ανέστη ὄχι ὡς φάντασμα, ὄχι ὡς μιά πνευματική παρουσία, ἀλλά ὡς ὁ ζωντανός Θεός μέ τό σῶμα Του, τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐνσαρκώθηκε. Καί πράγματι, ἄν πιστεύουμε ὅτι ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός ἦταν ὁ ῎Ιδιος ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, τότε, αὐτό πού ξεπερνάει τή φαντασία μας εἶναι πῶς Αὐτός πού εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ζωή, μπόρεσε νά πεθάνει· καί ἀντίθετα, τό πιό ἁπλό καί προφανές εἶναι ὅτι, αὐτή ἡ Αἰώνια Ζωή ἐννοεῖται ὅτι θά ἔσπαζε τά δεσμά τοῦ θανάτου, θά πατοῦσε τόν θάνατο καί θά ἀνίστατο σωματικά, μέ τή σάρκα Του, δίνοντας ἔτσι καί σ’ ἐμᾶς ὑπόσχεση ἀναστάσεως. Διότι, ἀναλαμβάνοντας ᾿Εκεῖνος τήν ἀνθρώπινη σάρκα, μᾶς ἔδειξε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι τόσο πελώριο καί βαθύ, ὥστε μπορεῖ νά γίνει ἕνα μέ τόν Θεό, νά ἑνωθεῖ μαζί Του· μᾶς ἔδειξε ὅτι ὄντως, ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα τότε μόνο εἶναι πλῆρες, ὅταν εἶναι σέ ταύτιση μέ τόν Θεό, ὅταν γίνεται κοινωνός θείας φύσεως, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Πέτρου.
῾Η ἀνάσταση εἶναι μία ἀποκάλυψη τοῦ ἐλέους, τῆς δυνάμεως, τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ… ἀλλά καί τῆς μεγαλωσύνης τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο θάνατος δέν μᾶς φοβίζει πιά· ἔχει γίνει ἡ θύρα μας πρός τήν αἰωνιότητα, καί ξέρουμε ὅτι θά ἔρθει μία μέρα πού ἡ φωνή Αὐτοῦ πού ἔφερε στήν ὕπαρξη ὅλα τά ὄντα, ἡ φωνή τοῦ Σωτήρα μας, θά ἠχήσει καί πάλι· θά σταθοῦμε τότε ὅλοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, περιβεβλημένοι τήν αἰωνιότητα, μέ μιά σάρκα πού θά εἶναι μέρος αὐτῆς τῆς αἰωνιότητας. ῎Ας ἐμπιστευθοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄς ξεπεράσουμε τίς ἀμφιβολίες καί τούς δισταγμούς μας, ἄς Τόν ἀκούσουμε νά μᾶς μιλᾶ καί ἄς ἀνταποκριθοῦμε στόν Λόγο Του καί στό γεγονός τῆς ᾿Αναστάσεώς Του μέ πίστη καί εὐγνωμοσύνη!
Χριστός ᾿Ανέστη! ᾿Αληθῶς ᾿Ανέστη!
ΙΙ.
῞Οταν ὁ Χριστός ἀνέστη ἐκ τοῦ τάφου καί ἐμφανίστηκε στούς μαθητές Του καί στίς Μυροφόρες, τούς χαιρέτησε μέ τή λέξη «Χαίρετε»! Καί ἀργότερα, ὅταν ἐμφανίστηκε στούς ἀποστόλους, οἱ πρῶτες Του λέξεις ἦταν «Εἰρήνη ὑμῖν»! Εἰρήνη, διότι ἡ ταραχή τους ἦταν πολύ μεγάλη· ὁ Κύριός τους εἶχε πεθάνει. Κάθε ἐλπίδα νά νικήσει ὁ Θεός τήν κακότητα, νά ὑπερισχύσει τό ἀγαθό τοῦ κακοῦ, εἶχε χαθεῖ. ῎Εμοιαζε νά ἔχει θανατωθεῖ ἡ ἴδια ἡ ζωή, τό φῶς νά ἔχει σβήσει. ῞Ολο κι ὅλο πού ἀπέμενε στούς Μαθητές, στούς ἀνθρώπους πού εἶχαν ζήσει ἐν ἀγάπῃ κοντά στόν Χριστό καί εἶχαν πιστέψει σ’ Αὐτόν, ἦταν νά συνεχίσουν νά ὑπάρχουν, ὄχι πιά νά ζοῦν. Εἶχαν ἤδη γευθεῖ τήν αἰώνια ζωή, τώρα ἦταν καταδικασμένοι νά περιμένουν ἕνα σκληρό θάνατο στά χέρια τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ.
«Εἰρήνη ὑμῖν». «῎Εχω ἀναστηθεῖ, εἶμαι ζωντανός, εἶμαι μαζί σας, καί ἄρα τίποτε -οὔτε θάνατος, οὔτε διωγμός- μπορεῖ πιά νά μᾶς χωρίσει ἤ νά σᾶς στερήσει τήν αἰώνια ζωή, τή νίκη τοῦ Θεοῦ». Καί ἀφοῦ τούς ἔπεισε ὅτι ἀναστήθηκε σωματικά, ἀφοῦ τούς ξανάδωσε τή χαμένη τους εἰρήνη καί μιά ἀκλόνητη βεβαιότητα πίστεως, ὁ Χριστός πρόφερε λόγια πού ἴσως στήν ἐποχή μας νά ἠχοῦν ἀπειλητικά καί τρομακτικά γιά πολλούς: «Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, καί ἐγώ πέμπω ὑμᾶς». Λίγες μόνον ὧρες μετά τόν σταυρικό θάνατό Του, λίγο μετά τή φοβερή ἐκείνη νύχτα στή Γεθσημανή, ὁπότε ὁ Χριστός συνελήφθη ἀπό τούς ἐχθρούς Του, καταδικάστηκε σέ θάνατο, ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς πόλης καί πέθανε πάνω στό σταυρό, τά λόγια αὐτά παίρνουν τή μορφή ἀπειλῆς. Καί μόνο μέ τήν πίστη, μέ τήν παντοδύναμη βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ὅτι ὁ Θεός εἶχε νικήσει, ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία εἶχε γίνει μία ἀνίκητη δύναμη, θά μποροῦσαν νά γίνουν λόγια ἐλπίδας καί θριαμβικῆς ἱεραποστολῆς.
Οἱ Μαθητές ξεκίνησαν νά κηρύττουν· τίποτε δέν τούς σταματοῦσε. Δώδεκα ἄνθρωποι ἀντιμέτωποι μέ τή Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. Δώδεκα ἀνυπεράσπιστοι ἄνδρες, χωρίς κατοχυρωμένα δικαιώματα βγῆκαν νά μεταφέρουν τό ἁπλούστατο μήνυμα· ὅτι ἡ θεία ἀγάπη εἶχε εἰσέλθει στόν κόσμο καί ὅτι γιά χάρη αὐτῆς τῆς ἀγάπης ἦταν ἕτοιμοι νά δώσουν καί τή ζωή τους, ὥστε καί ἄλλοι νά πιστέψουν καί νά ζήσουν, ὥστε νά ἀνατείλει φῶς «τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου». Τούς περίμενε πράγματι ὁ θάνατος· ὅλοι οἱ ἀπόστολοι, ἐκτός ἀπό τόν Εὐαγγελιστή ᾿Ιωάννη, ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. Τούς ἐπιφυλάχθηκε θάνατος καί διωγμός καί πόνος καί σταυρός (Β´ Κορ. 6, 3-14).᾿Αλλά ἡ πίστη μας, ἡ πίστη στόν Χριστό, στόν Σαρκωμένο Θεό, ἡ πίστη στόν ᾿Εσταυρωμένο καί ᾿Αναστάντα, ἡ πίστη πού ἔφερε τήν ἄσβεστη ἀγάπη στόν κόσμο, θριάμβευσε. «῾Η πίστις ἡμῶν ἡ νικήσασα τόν κόσμον».
Τό κήρυγμα αὐτό ἄλλαξε τή στάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο· καθένας ἔγινε πολύτιμος στά μάτια τοῦ ἄλλου. ῾Ο προορισμός τοῦ κόσμου διευρύνθηκε καί ἀπέκτησε βάθος, ξεπέρασε τά ὅρια τῆς γῆς καί ἕνωσε τή γῆ μέ τόν οὐρανό. Καί ὅπως εἶπε ἕνας Δυτικός ἱεροκήρυκας, ἐμεῖς τώρα οἱ Χριστιανοί, ἔχουμε γίνει τά πρόσωπα ἐκεῖνα πού ὁ Θεός τούς ἐμπιστεύτηκε τή φροντίδα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· τά πρόσωπα πού θά πιστεύουν στόν ἑαυτό τους, ἐπειδή ὁ Χριστός τούς ἐμπιστεύθηκε· πού δέν θά χάνουν τήν ἐλπίδα τους, γιατί τή φύτεψε ὁ Θεός μέσα τους· πού θά μπορέσουν νά φέρουν τή θριαμβευτική αὐτή νίκη μέσα στό καμίνι τοῦ τρόμου, τῶν δικαστικῶν διώξεων, τοῦ μίσους καί τοῦ διωγμοῦ· αὐτή τή νίκη πού ἔχει ἤδη κατακτήσει τόν κόσμο, διά τῆς πίστεως στόν ᾿Εσταυρωμένο καί ἀναστάντα ᾿Ιησοῦ.
῎Ας ὀρθώσουμε λοιπόν τό ἀνάστημά μας γι’ αὐτήν τήν πίστη. ῎Ας τήν ὁμολογοῦμε ἄφοβα, ἄς τή διδάξουμε στά παιδιά μας, ἄς τά ὁδηγοῦμε στά Μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας, τά ὁποῖα, πρίν ἀκόμη τά παιδιά μπορέσουν νά τά κατανοήσουν, τά ἑνώνουν μέ τόν Θεό καί φυτεύουν τήν αἰώνια ζωή μέσα τους.
Καί ὅλοι μας, νωρίτερα ἤ ἀργότερα, θά σταθοῦμε ἐνώπιον τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ καί θά πρέπει νά ἀπαντήσουμε ἄν μπορέσαμε νά ἀγαπήσουμε ὅλο τόν κόσμο -πιστούς καί ἀπίστους, ἀγαθούς καί πονηρούς- μέ τήν ἴδια θυσιαστική, σταυρωμένη, νικηφόρα ἀγάπη μέ τήν ὁποία ὁ Χριστός ἀγάπησε ἐμᾶς. Εἴθε ὁ Θεός νά μᾶς δώσει θάρρος ἀκατανίκητο, πίστη νικηφόρα, ἀγάπη χαρούμενη, ὥστε νά ἑδραιωθεῖ ἡ Βασιλεία γιά τήν ὁποία ᾿Εκεῖνος ἐνανθρώπησε, νά γίνουμε ἐμεῖς υἱοί Θεοῦ καί ἡ γῆ μας ἀληθινός οὐρανός, ὅπου θά ζεῖ καί θά βασιλεύει ἡ ἀγάπη.
Χριστός ᾿Ανέστη!
ΙΙΙ.
Κάθε Κυριακή, διά μέσου τῶν αἰώνων, ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία διακηρύττει τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κάθε Κυριακή ξαναζοῦμε γιά ἄλλη μιά φορά τή χαρά ὅτι «Χριστός ᾿Ανέστη». Καί αὐτή ἡ χαρά μας εἶναι τόσο βαθειά καί διάχυτη, ὥστε μαρτυρεῖται ἀφ’ ἑαυτῆς· εὐφραινόμαστε ὄχι μόνο ἐπειδή ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀλλά καί ἐπειδή ἡ ᾿Ανάστασή Του εἶναι γιά μᾶς ἡ ἀρχή μιᾶς νέας, πρωτοφανέρωτης ζωῆς. Στόν Κατηχητικό Λόγο τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού διαβάζεται στούς ναούς μας τή νύχτα τῆς ᾿Αναστάσεως, λέει ὅτι «᾿Ανέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι…», καί ἐμεῖς συνεχίζουμε νά μεταδίδουμε τό μήνυμα αὐτό ἀπό γενιά σέ γενιά. Εἶναι ὅμως τό μήνυμα αὐτό ἀληθινό; Δέν βλέπουμε ὅτι ὁ θάνατος θερίζει γύρω μας; Δέν ὑπάρχουν μνήματα καί δίπλα στίς χριστιανικές ἐκκλησίες; Πῶς μποροῦμε νά λέμε «νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι;», ὅτι ὁ Χριστός «ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τόν θάνατον»;
Μποροῦμε νά τό λέμε, ἐπειδή ὁ θάνατος ἔχει δύο ἐντελῶς διαφορετικές ἔννοιες, καί οἱ τάφοι εἶναι ὄντως ἀδειανοί. Μέχρι τήν ᾿Ενσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, κάθε ἄνθρωπος, δίκαιος ἤ ὄχι, ἐστερεῖτο τῆς χαρᾶς νά συναντήσει τόν Θεό. Σύμφωνα μέ τή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τῆς πρώτης Πτώσεως τῶν προπατόρων μας, τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας, ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος στερήθηκε τό φῶς, τή χαρά καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ. ᾿Από τότε, ὅποιος πέθαινε ἔμπαινε σέ μία ἄβυσσο φρίκης, χωρισμοῦ ἀπό τόν Θεό καί, κατά συνέπεια, χωρισμοῦ καί ἀπό τά πιό ἀγαπημένα του πρόσωπα.
῾Ο θάνατος αὐτός εἶχε δύο ὄψεις –δέν ἦταν ἁπλῶς ὁ ἐπίγειος θάνατος, κατά τόν ὁποῖο ἡ ψυχή χωριζόμενη ἀπό τό σῶμα ἀνεβαίνει στόν Θεό καί προσκυνᾶ τόν θρόνο Του, ἐνῶ ᾿Εκεῖνος σκουπίζει τά δάκρυα τῶν ἐπίγειων θλίψεών της. ῾Υπῆρχε καί ἕνας ἄλλος θάνατος, ἕνας δεύτερος χωρισμός. ῞Οσο κάποιος ζοῦσε σ’ αὐτή τή γῆ, μποροῦσε μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, ἔστω καί μέ τήν ἀκρούλα τῆς ψυχῆς του, νά ἀγγίξει τά κράσπεδα τοῦ ἱματίου τοῦ Κυρίου. Μετά τόν θάνατο ὅμως, ὁ κάθε χωρισμός γινόταν ὁριστικός, τελικός, φοβερός. ᾿Επί γενεές γενεῶν οἱ ἄνθρωποι περίμεναν τόν Σωτήρα, ὡς ἐκεῖνον πού θά μποροῦσε νά ἑνώσει γῆ καί οὐρανό, τόν Θεό καί τήν Κτίση. Πάντως, μέχρις ὅτου ἔρθει ὁ Κύριος, ὁ Σωτήρας μας ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ χωρισμός παρέμενε σκοτεινός καί φρικτός.
Καί τότε ἦρθε ὁ Κύριος καί πάνω στόν σταυρό πέθανε μέ τόν ἴδιο θάνατο πού πέθαινε κάθε ἄνθρωπος, ἀφοῦ πρῶτα μετέσχε τῆς φρικτῆς μοναξιᾶς καί τοῦ μαρτυρίου πού προηγεῖτο τοῦ θανάτου. Θυμηθεῖτε τόν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ· «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο» (Ματθ. 26, 39). Στή φρίκη αὐτοῦ τοῦ χωρισμοῦ μετεῖχε, ὅταν φώναζε στόν Πατέρα Του ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ· «Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27, 46). Καί κατέβηκε στόν ῞Αδη… στόν ῞Αδη!!!
῾Ο ῞Αδης ἄνοιξε διάπλατα τίς πύλες του μέ τή χαρά καί τήν ἐλπίδα ὅτι τώρα, ὁ ἐχθρός πού ἦταν ἀνίκητος στή γῆ εἶχε κατατροπωθεῖ καί εἶχε αἰχμαλωτιστεῖ. ῾Ο ῞Αδης ὀρθάνοιχτος «ἔλαβε σῶμα καί Θεῷ περιέτυχεν», ὅπως ἀκοῦμε στόν Κατηχητικό Λόγο τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. ῎Ανοιξε τίς πύλες του ὁ ῞Αδης γιά νά δεσμεύσει τόν ἐνσαρκωμένο Υἱό τοῦ Θεοῦ· καί ἐνώπιόν του στάθηκε, καί μπῆκε μέσα του ὁ Ζωντανός Θεός πού πληροῖ τά πάντα· μπῆκε στόν ῞Αδη καί τόν κατέστρεψε διά παντός. ῎Εκτοτε ὁ ῞Αδης δέν θά εἶναι πιά ἡ φρικτή κόλαση τοῦ χωρισμοῦ, ὅπως παλιά, διότι τώρα μέσα του ἦταν ὁ ζωντανός Θεός.
῾Ο προφήτης Δαβίδ μυστηριωδῶς προεῖπε: «Ποῦ πορευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματός σου; ᾿Εάν ἀναβῶ εἰς τόν οὐρανόν, σύ ἐκεῖ εἶ, ἐάν καταβῶ εἰς τόν ᾅδην πάρει» (Ψάλμ. 138, 7-8). Αὐτό σ’ ἐμᾶς φαίνεται ἁπλό, διότι γιά μᾶς αὐτή ἡ αἰώνια, ἀνέλπιδη κόλαση τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ δέν ὑφίσταται πιά. Γιά τόν ἄνθρωπο ὅμως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης αὐτή ἡ φράση ἦταν αἰνιγματική· πῶς μπορεῖ ὁ Θεός νά εἶναι ἐκεῖ πού δέν εἶναι; Πῶς μπορεῖ νά βρίσκεται ἐκεῖ ἀκριβῶς πού εἶναι ὁ τόπος τοῦ χωρισμοῦ ἀπό Αὐτόν; ῾Ο Δαβίδ ὅμως προεῖδε -καί προφητικά προεῖπε- τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου καί τόν τερματισμό αὐτοῦ τοῦ ὁριστικοῦ χωρισμοῦ.
Σήμερα ὁ θάνατος ἔχει γίνει γιά μᾶς κάτι ἄλλο· εἶναι κοίμηση. Κοιμόμαστε ἐδῶ στή γῆ σωματικά ὡς πρός τίς μέριμνες αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί στό σῶμα μας ἐπέρχεται ἡ γαλήνη. Κεῖται τώρα αὐτό ὡς μιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού ἔκειτο στόν τάφο ἐκεῖνο τό μυστηριῶδες, εὐλογημένο Σάββατο, ὅταν ὁ Κύριος «κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων Αὐτοῦ», ἀπό τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀπό τόν κόπο τοῦ πόνου Του, ἀπό τόν Σταυρό Του, τή Σταύρωση. ῞Οποιος πεθαίνει τώρα, κοιμᾶται ἐν Χριστῷ, κοιμᾶται μέχρι τήν ἡμέρα πού τό σῶμα του θά ἀναστηθεῖ μέ τήν τελική σάλπιγγα, τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. «Μακάριοι οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες», ὅπως λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος στήν ᾿Αποκάλυψη.
Νά γιατί γιά τόν Χριστιανό ὁ θάνατος δέν εἶναι κάτι τρομερό. Νά γιατί κάποιος πού ἀγαποῦσα πολύ μπόρεσε νά μοῦ πεῖ: «Νά περιμένεις τόν θάνατό σου ὅπως ὁ νεαρός γαμπρός περιμένει τή νύφη». Μέ τό ἴδιο δέος, μέ τήν ἴδια ψυχική ἀγαλλίαση μποροῦμε νά ποῦμε στόν θάνατο: ῎Ελα, ἄνοιξε γιά μένα τίς πύλες τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἔτσι ὥστε ἡ ἐπαναστατημένη σάρκα μου νά μπορέσει νά βρεῖ τήν εἰρήνη καί ἡ ψυχή μου νά ἀνεβεῖ στήν αἰώνια κατοικία τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό ἔγκυρα καί δικαιολογημένα μποροῦμε νά διακηρύξουμε «οὐδείς νεκρός ἐν τῷ μνήματι». Διότι ὁ θάνατος ἔπαψε νά εἶναι φυλακή, τόπος ὁριστικῆς καί φοβερῆς αἰχμαλωσίας. ῎Εγινε ὁ τόπος ὅπου τό σῶμα ἀκουμπᾶ περιμένοντας τήν ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ ψυχή προάγεται, στόν βαθμό πού μπορεῖ, στήν αἰώνια ζωή.
῾Ωστόσο ὁ θάνατος, ὁ χωρισμός τοῦ θανάτου, εἶναι παρ’ ὅλα αὐτά παρών στή γῆ, ὡς ἕνα βαθμό. ῎Εχει νικηθεῖ ἀκόμη καί μέσα στό βασίλειό του, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, μέ τό νά ἀποκόπτει τούς ἄλλους ἀπό τό μυστήριο τῆς ἀγάπης, προεκτείνει τόν χωρισμό τοῦ θανάτου ἐδῶ στή γῆ. Ρίξτε μιά ματιά στήν ἀνθρώπινη κοινωνία μας. Δέν χρειάζεται νά πᾶμε μακριά· ἀρκεῖ νά δοῦμε τί γίνεται στήν οἰκογένειά μας, στούς πιό κοντινούς μας, στούς φίλους, στήν ἐνορία, στήν ᾿Εκκλησία. Μποροῦμε ἄραγε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι εἴμαστε τόσο ἑνωμένοι μέ τούς δεσμούς τῆς ἀγάπης, ὥστε ὁ θάνατος, ὁ χωρισμός αὐτός ἀπό τόν Θεό, ὁ χωρισμός τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλον, δέν ὑφίσταται ἐδῶ στή γῆ; Δυστυχῶς ὁ Θεός ἔχει νικήσει τόν θάνατο παντοῦ, ἀλλά στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ὁ θάνατος πρέπει νά νικηθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.
῾Ο θάνατος εἶναι ἀχώριστος ἀπό τήν ἀγάπη, καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς φοβόμαστε τόσο πολύ νά ἀγαπήσουμε. Τό νά ἀγαπᾶμε λίγο, τό νά ἀγαπᾶμε ἀνεύθυνα, τό νά ἀγαπᾶμε μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά ἀρχίζουμε μία σχέση καί νά τήν ἀφήνουμε νά τελειώνει μόλις δοῦμε ὅτι ἀρχίζει νά γίνεται ὀδυνηρή, δύσκολη ἤ ἐπικίνδυνη· αὐτό ὅλοι μποροῦμε νά τό κάνουμε. ᾿Αλλά νά ἀγαπᾶμε ὅπως ἀγαποῦσε ὁ Κύριος, αὐτό δέν φαίνεται νά μποροῦμε νά τό κάνουμε. ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος μᾶς λέει: «Νά δέχεστε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅπως σᾶς ἀγάπησε ὁ Κύριος…». ᾿Αλλά συνειδητοποιοῦμε πῶς μᾶς ἀγάπησε ὁ Κύριος; Μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ, ὥστε δέν θέλησε νά μείνει ἕνας ξένος γιά μᾶς καί ἔγινε ἕνας ἀπό μᾶς, ἕνας ἀνάμεσα στούς πολλούς -καί ὄχι προσωρινά, ἀλλά γιά ὅλη τήν αἰωνιότητα, γιά πάντα- μέ ὅλο τόν πόνο καί ὅλη τή φρίκη πού εἶχε ὡς συνέπεια αὐτή ἡ ἕνωση.
῞Οταν ὁ Λόγος ἔγινε Σάρξ, ἡ θεϊκή δόξα σβήστηκε. Κανείς δέν τόν ἐγνώριζε. ῾Η νίκη του φάνηκε σάν ἥττα. ῎Εγινε ἐκεῖνος τόν ὁποῖον οἱ Γραφές περιγράφουν «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν» (῾Ησ. 53, 3). ῎Εγινε γιά πάντα ἕνας ἀπό μᾶς. Μποροῦμε ἐμεῖς, κατά τόν ἴδιο τρόπο, νά γίνουμε ἕνα μέ τόν κάθε ἄλλον; Μποροῦμε τόσο νά ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὥστε νά μποροῦμε νά ποῦμε «Γιά πάντα! Στή θλίψη καί στή χαρά, στή δυστυχία καί τήν εὐτυχία, ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ θά εἶμαι δίπλα σου γιά πάντα;». ῎Αν ἦταν ἔτσι, πόσο θαυμάσιος θά ἦταν ὁ κόσμος μας, πόσο ὑπέροχη θά ἦταν ἡ ᾿Εκκλησία μας, τί ἐνορίες θά εἴχαμε, τί οἰκογένειες, τί φίλους! ᾿Αλλά οἱ σχέσεις μας θυμίζουν δύο πλοῖα πού συναντῶνται στή θάλασσα· διασταυρώνονται καί τό καθένα ἀκολουθεῖ τήν πορεία του. Δέν ἔχουμε ἀρκετό βάθος, οὔτε ἀρκετή πιστότητα, οὔτε ἀρκετή προθυμία γιά νά κάνουμε αὐτό πού ἔκανε ὁ Χριστός· νά κατεβοῦμε στόν ῞Αδη, νά κατεβοῦμε στήν κόλαση τῶν παθημάτων κάποιου πού ἀγαπᾶμε, στήν κόλαση τῶν πειρασμῶν του καί τοῦ πόνου του, στήν κόλαση τῆς τραγωδίας του.
᾿Αντίθετα, στεκόμαστε στήν ἀκτή καί τοῦ φωνάζουμε: «Προσπάθησε νά σωθεῖς, κολύμπα πρός ἐμένα, θά σοῦ ἁπλώσω τό χέρι!». ᾿Εμεῖς ὅμως οἱ ἴδιοι δέν μπαίνουμε στή δική του κόλαση· γι’ αὐτό εἶναι τρομερό νά μιλᾶμε γιά ἀγάπη, ὅταν εἶναι τόσο δύσκολο ν’ ἀγαπήσουμε μέ τήν ἴδια ἀγάπη πού μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός. ῾Η ἀγάπη καί ὁ θάνατος εἶναι ἀλληλένδετες ἔννοιες, ἐπειδή ἀγαπῶ σημαίνει ξεχνῶ τόν ἑαυτό μου μέχρι ἐκεῖ πού νά μήν ὑπάρχει γιά μένα· κάποιος ἄλλος γίνεται τόσο ἀκριβός ὥστε δέν ἀφήνω τόν ἑαυτό μου νά παρεμβληθεῖ. Χρειάζεται νά λέμε στόν ἑαυτό μας αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός στόν Πέτρο ὅταν προσπάθησε νά τόν ἀνακόψει ἀπό τήν πορεία Του πρός τόν Γολγοθά: «῞Υπαγε ὀπίσω μου Σατανᾶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων». Μποροῦμε νά λησμονοῦμε τόν ἑαυτό μας σέ τέτοιο βαθμό, μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε ἔτσι, νά πεθαίνουμε ἔτσι;
᾿Εφ’ ὅσον δέν μποροῦμε νά φθάσουμε ἐκεῖ, ἐγγίζουμε μόνον τό κράσπεδο τῶν ἱματίων τοῦ Κυρίου, μόνο τίς παρυφές τοῦ φωτός, τῆς ἐκτυφλωτικῆς αἴγλης καί λαμπρότητας τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τήν ᾿Ανάσταση μπορεῖ νά τή ζήσει μόνον ὅποιος περάσει μέσα ἀπό τόν θάνατο καί φτάσει στήν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ θανάτου· ὄχι τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τοῦ ὑλικοῦ, τοῦ σωματικοῦ θανάτου, ἀλλά τοῦ θανάτου πού ὀνομάζεται ἀγάπη καί πού κάνει τόν ἄνθρωπο ἱκανό «ἵνα τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (᾿Ιωάν. 15, 13).
῾Ο Μωυσῆς ὀνομάζεται «φίλος τοῦ Θεοῦ» στίς Γραφές, καί τί λέει; «Κύριε, ἄν δέν συγχωρήσεις στόν λαό μου τίς ἁμαρτίες του, τότε ξέγραψε τό ὄνομά μου ἀπό τό βιβλίο τῆς ζωῆς. Δέν θέλω νά ζῶ ἐγώ, ἄν αὐτοί πεθάνουν». ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι θά προτιμοῦσε ἀκόμη καί νά χωριστεῖ ἀπό τόν Χριστό παρά νά δεῖ τήν καταστροφή τοῦ λαοῦ τοῦ ᾿Ισραήλ. Αὐτά τά λόγια βέβαια εἶναι παράλογα, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὅταν κάποιος ἔχει τόσο ἀγάπη, εἶναι ἤδη στήν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ θανάτου. ᾿Αλλά τό νόημά τους εἶναι ὅτι «Ναί, θά προτιμοῦσα νά χαθῶ παρά νά χρειαστεῖ νά χωριστῶ ἀπό ὁποιονδήποτε». Αὐτό εἶναι τό πρότυπο πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Σταυρό καί τήν ᾿Ανάσταση (αὐτά τά δύο εἶναι ἀχώριστα).
῎Ετσι λοιπόν, καθώς ἀπό Κυριακή σέ Κυριακή ἀκοῦμε τό μήνυμα τῆς ᾿Αναστάσεως, νά θυμόμαστε τί ἔχουμε κληθεῖ νά γίνουμε, σ’ αὐτή τή γῆ· ἄνθρωποι ἀναστημένοι ἐκ νεκρῶν ἐν ἀγάπῃ. ᾿Αλλά γιά νά συμβεῖ αὐτό, πρέπει νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον σέ τέτοιο βαθμό ὥστε νά περνᾶμε τίς πύλες τοῦ θανάτου, νά κατεβαίνουμε διά τοῦ σταυροῦ στόν ἅδη, νά μετέχουμε ἐν ἀγάπῃ στά παθήματα τῶν ἄλλων, νά ξεχνᾶμε τόν ἑαυτό μας· καί τότε ξαφνικά νά ἀνακαλύπτουμε ὅτι «Ναί, ζοῦμε, ζοῦμε διά τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ».
Ἀπό τό βιβλίο:ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡίΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ἐκδ. «Ἐν πλῷ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου