Ἀνάσταση! Ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχιμ. Εὐσέβιου Βίττη.
«Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται κατανοητή ἡ φράση αὐτή καί ὁ προσδιορισμός τοῦ νοήματός της, ὅμως ἀποτελεῖ μυστήριο, γιατί μυστήριο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, μέ τόν ὁποῖο ταυτίζεται. Ὅσο ἄπειρος εἶναι ὁ Θεός, τόσο ἄπειρη εἶναι καί ἡ ἀγάπη του. Καί ὅσο λίγο κατανοοῦμε τό Θεό, τόσο λίγο μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί τό νόημα αὐτῆς τῆς φράσεως, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη στήν ὁλότητά του, γιατί ξεπερνάει τά ὅρια τῆς περιορισμένης μᾶς λογικῆς. Μένουν ὅμως κάποια στοιχεῖα καί μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων ἐκδηλώσεων τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τόσο στή σύνολη δημιουργία, ὅσο καί στή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Ἀλλιῶς δέ θά εἶχε νόημα ἡ ὁμιλία αὐτή.
Μία προσπάθεια προσεγγίσεως τῆς θείας ἀγάπης ἀποτελεῖ ἡ περιγραφή, πού ἐπιχειρεῖ σχετικά ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μιλώντας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὡς «ἐκστατικότητα τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι μία κατά κάποιον τρόπο μυστικόν καί ἀπροσπέλαστον νοητικά «ἔκσταση», δηλαδή ἔξοδος τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἑαυτό του, χωρίς ὅμως νά «ἐξίσταται» ὁ Θεός, χωρίς δηλαδή νά βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του! Ἀκατανόητο αὐτό καί ἀντινομικό, ἀλλά μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ αὐτή ἡ διαπίστωση.
Ὁ Θεός πληροί τά πάντα καί περιέχει τά πάντα, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν περιέχεται ἀπό τίποτε. Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατόν νά «ἐξίσταται» ὁ Θεός, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει χῶρος γιά νά «ἐκστεῖ» ἔξω ἀπό αὐτόν, γιατί εἶναι ἀπερίληπτος; Πῶς μπορεῖ δέ νά ἐξίσταται, καί ὅμως νά παραμένει μή ἐξισταμένος; «Μείωση» ἤ «σμίκρυνση» τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπαράδεκτη καί ἀκατανόητη. Ἄς ἰδοῦμε ὅμως τί ἀκριβῶς μᾶς λέει ὁ Ἅγιος καί ἄς κατανοήσει ὁ καθένας μᾶς ὅ, τί μπορεῖ, ἀφοῦ ὁ χρόνος δέ μᾶς ἐπιτρέπει ἀναλύσεις καί σχολιασμούς. «Ἄς τολμήσουμε, λέει, νά ποῦμε ἐτοῦτο χάριν τῆς ἀλήθειας, ὅτι αὐτός ὁ αἴτιος τῶν ὅλων ἐξαιτίας τοῦ καλοῦ καί ἀγαθοῦ ἔρωτος γιά ὅλα ἀπό ὑπερβολή ἐρωτικῆς ἀγαθότητος βγαίνει ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του μέ τίς πρόνοιές του γιά ὅλα τά ὄντα.
Καί θέλγεται κατά κάποιον τρόπο ἀπό τήν ἀγαθότητα καί τήν ἀγάπη καί τόν θεῖο ἔρωτα. Ἀπό ἐκεῖ, πού εἶναι πάνω ἀπό ὅλα καί ὑψηλότερος ἀπείρως ἀπό αὐτά, κατεβαίνει σέ ὅλα μέ ἐκστατική δύναμη ὑπερούσια, χωρίς νά ἐξέρχεται οὐσιαστικά ἀπό τόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό κι ἐκεῖνοι, πού ξέρουν καλά τά θεία, τόν ἀποκαλοῦν ζηλωτή, ἐπειδή ἔχει πολύν αὐτόν τόν ἔρωτα πρός τά ὄντα. Καί ἐπειδή γι’ αὐτά προνοεῖ».
Καί ἐπεξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰερόθεος τήν ἔννοια τοῦ ὄρου ἔρως: «Τόν ἔρωτα εἴτε θεῖον εἰποῦμε εἴτε ἀγγελικόν εἴτε νοερόν εἴτε ψυχικόν εἴτε ἀκόμη καί φυσικόν, πρέπει νά τόν ἐννοήσουμε ὡς μία δύναμη πού προξενεῖ ἕνωση. Καί κινεῖ τά ἀνώτερα νά προνοοῦν γιά τά κατώτερα, ἐκεῖνα πού εἶναι τῆς ἴδιας σειρᾶς τά κινεῖ νά ἔχουν ἀμοιβαία συνοχή καί κοινωνία, καί τέλος κινεῖ τά κατώτερα νά ἐπιστρέψουν στά καλύτερα καί ἀνώτερά τους».
Ἑπομένως ὁ Θεός «ἐξίσταται» μέ μία πνευματική κίνηση ἀγαπητική πρός τά δημιουργήματά του, καί εἰδικότερα πρός τά λογικά πλάσματά του, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Καί ὁ ἅγιος Διονύσιος συνεχίζει: «Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι ἀπό τή φύση τοῦ ἐκστατικός.
Δέν ἀφήνει τούς ἐραστές νά ἀνήκουν στόν ἑαυτό τους. Καί αὐτό τό δείχνουν ἀπό τήν πρόνοια, πού δείχνουν γιά τά κατώτερα. Ἐκεῖνα πού εἶναι τῆς ἴδιας σειρᾶς τή δείχνουν ἀπό τή μεταξύ τους συνοχή. Καί τά χαμηλότερα ἀπό τή θειότερη ἐπιστροφή τους πρός τά πρῶτα.
Γι’ αὐτό ὁ θεῖος Παῦλος, πού κυριεύθηκε ἀπό τόν θεῖον ἔρωτα καί δοκίμασε τήν ἐκστατική του δύναμη, λέει μέ ἔνθεο στόμα: «δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός», ὡς ἀληθινός ἐραστής, πού μέσα τοῦ εἶχε ὑποστεῖ ἔκσταση πρός τό Χριστό, ὅπως λέει ὁ ἴδιος στήν πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του. Δέ ζοῦσε ἑπομένως τή δική του ζωή, ἀλλά τή ζωή τοῦ ἀγαπημένου του ὡς ὑπερβολικά ἀγαπητή καί ποθητή».
Καί ὁ μεγάλος θεολόγος, ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λέει τά ἑξῆς: «Οἱ θεολόγοι ὀνομάζουν τό θεῖον ἄλλοτε ἔρωτα, ἄλλοτε ἀγάπη, ἄλλοτε ἐραστό καί ἀγαπητό. Γι’ αὐτό ὁ ἔρως, πού εἶναι ἀγάπη, κινεῖται (πρός τά ἔξω), ὡς ἐραστό δέ καί ἀγαπητό κινεῖ πρός τόν ἑαυτό τοῦ ὅλα ὅσα εἶναι δεικτικά ἔρωτος καί ἀγάπης.
Καί, γιά νά τό ξαναποῦμε καθαρότερα καί σαφέστερα, κινεῖται πρός ἐκεῖνα πού εἶναι δεικτικά ἔρωτος καί ἀγάπης, προξενώντας μία ἐσωτερική σχέση. Καί κινεῖ, γιατί εἶναι ἐκ φύσεως ἑλκυστικός της ἐπιθυμίας ἐκείνων, πού κινοῦνται πρός αὐτόν. Καί πάλι κινεῖ καί κινεῖται, γιατί ὁ θεῖος ἔρως διψάει νά τόν διψοῦν, ποθεῖ νά ποθεῖται καί ἀγαπάει νά τόν ἀγαποῦν». τό ἴδιο ἄλλωστε ἰσχύει καί ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀγαπημένων ἐν σχέσει πρός τόν Κύριο, ὡς πηγή τῆς θείας ἀγάπης.
Καί συνεχίζει: «Πηγή καί γεννήτορας τῆς ἀγάπης καί τοῦ θείου καί ἁγίου ἔρωτος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γιατί αὐτός, ἐνῶ ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἀγάπη μέσα του, τήν πρόβαλε πρός τά ἔξω, δηλαδή πρός τά κτίσματά του. Σύμφωνα μέ αὐτό ἔχει λεχθεῖ ὅτι “ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη”.
Καί πάλι λέγεται γιά τό Θεό, ὅτι εἶναι “γλυκύτης καί ἐπιθυμία”, δηλαδή ἀγάπη καί θεῖος ἔρως. Ὑποκείμενο λοιπόν ἀλλά καί ἀντικείμενο ἀγάπης καί θείου ἔρωτος εἶναι ὁ ἴδιος. Λοιπόν μέ τό νά ξεχύνεται ἀπό αὐτόν ὁ θεῖος ἔρως καί ἡ θεία ἀγάπη, αὐτή ἡ ἔκβλυση σημαίνεται ὡς κίνηση. Μέ τό νά εἶναι αὐτός τό πράγματι ἀξιέραστο καί ἀγαπητό καί ἐπιθυμητό καί προτιμητό, κινεῖ ἐκεῖνα, πού στρέφονται πρός αὐτόν ἀνάλογα πρός τή δύναμη τῆς ἐπιθυμίας τους».
Ἀνάσταση! Ἕνας μοναδικός θρίαμβος! Ἕνας θρίαμβος ὄχι συνηθισμένων διαστάσεων, ἀλλά θρίαμβος κοσμικῶς καί χρονικῶς αἰωνίων διαστάσεων.
«Οὐρανοί μέν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δέ ἀγαλλιάσθω, ἐορταζέτω δέ κόσμος, ὁρατός τέ ἅπας ἀόρατος», γιατί «τά σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται». «Ἄγγελοι καί ἄνθρωποι τήν τοῦ Σωτῆρος ὑμνούσι τριήμερον ἔγερσην». «Λαοί ὑμνούσι… Πάσχα μέγαν ἑξανατείλαν ὑπό τοῦ Ἀναστάντος ἐκ τάφου Χριστοῦ τοῦ ζωοδότου καί Λυτρωτού πάσης κτίσεως». «Οὐρανός τέ καί γῆ καί τά καταχθόνια» ἀναγνωρίζουν τό μεγάλο καί μοναδικό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως.
Καί δικαιολογημένα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία θριαμβευτικά καί μέ ἀκράτητον ἐνθουσιασμό τήν Ἀνάσταση. «Ὤφθη φῶς ἀπρόσιτον ἠμίν, λάμπων ἀπό τάφου ὡραῖος Χριστός ὁ Κύριος? Ἅδης ἠχμαλώτισται, σατᾶν ἠφάνισται, χαίρει τοῦ κόσμου τά πέρατα», μέλπει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Καί μέ τό στόμα τοῦ μεγαλύτερου ρήτορός της κράζει θριαμβευτικά:
«Μηδείς θρηνείτω πενίαν? ἐφάνη γάρ ἡ κοινή βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα? συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε.
Μηδείς φοβηθείσθω θάνατον? ἠλευθέρωσε γάρ ἠμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος… Ἐσκύλευσε τόν Ἅδην ὁ κατελθῶν εἰς τόν Ἅδην… Ὁ Ἅδης ἐπικράνθη… Ποῦ σου θάνατε τό κέντρον; Ποῦ σου Ἅδη τό νίκος; Ἀνέστη Χριστός, καί σύ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστός, καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός, καί χαίρουσιν Ἄγγελοι… Ἀνέστη Χριστός, καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος… Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας».
Αὐτόν τόν ἐνθουσιασμό μέ παραλήρημα χαρᾶς ἀνεκφράστου ἀκράτητο βιώνει ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε, ἀλλά ἰδιαίτερα αὐτήν τήν περίοδο τῆς ἐπετείου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Καί τόν ἐκφράζει διαποτισμένον μέ πίστη ἀπαρασάλευτη καί ζῶσα μέ τήν πλούσια καί ἀσύγκριτη ὑμνολογία της.
Αὐτόν τόν θρίαμβο ἐξυμνεῖ ἐκφράζοντας τά θεία καί οὐράνια αἰσθήματά της, καλώντας σέ συμμετοχή τούς πάντες, ἰδιαίτερα ὅμως ἐτοῦτες τίς ἡμέρες ὅλους τους πιστούς της. Καί τούς καλεῖ νά συμμετάσχουν σέ αὐτά ὄχι γιά νά προκαλέσει στίς ψυχές κάποια ἔντονα στιγμιαῖα ἱερά συναισθήματα, ἀλλά μόνιμα βιώματα καί πεποιθήσεις ἐσωτερικές ἀκλόνητες καί ὁδηγητικές της πορείας μέσα στή ζωή τοῦ καθενός.
Βιώματα ἐν πίστει, πού νά διαποτίζουν ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη, ὥστε νά ἀποτελοῦν ὅλο καί πιό ἀποφασιστικά καί μέ συνέπεια ἀποδοχή τῆς καινῆς ζωῆς, πού ἐμπνέει ὁ κενός τάφος ὡς μάρτυρας σιωπηλός μέν, ἀλλά ἀναμφίλεκτος, τῆς ἀναχωρήσεως ἀπό αὐτόν τοῦ προσωρινοῦ Ἐνοίκου του, πού ἀναχώρησε στό ὁλόφωτο βασίλειο τοῦ οὐρανοῦ ὡς ταυτόχρονα φορεύς καί τῆς ἐξαγιασμένης ἀνθρώπινης φύσεως τῆς ἑνωμένης ἀχώριστα μέ τή θεϊκή του φύση.
Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νά περιγράψει κανένας μέ λόγια τό γεγονός, πού ὁλόκληρο τό σύμπαν, ὅλος ὁ ὑλικός καί πνευματικός κόσμος, ἀδυνατεῖ καί νά περιχωρήσει καί νά κατανοήσει εἰς βάθος καί νά ἐκτιμήσει ἀνάλογα μέ τή σημασία καί τό μέγεθός του.
Καί βέβαια εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατη ἡ περιγραφή του καί παρουσίασή του στά πολύ περιορισμένα χρονικά πλαίσια μίας πενιχρῆς ὁμιλίας. Παραμένει μόνο ἡ θελκτικότητα τοῦ βιώματος καί ἡ διαισθητική προσέγγιση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μυστηρίου ἐν πίστει καί χαρά ἀφ’ ἑνός καί ἐν βιώσει του στήν πορεία καί τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς ἀφ’ ἑτέρου.
Θά ἔπρεπε ὅμως νά ἐκταθεῖ ὑπέρμετρα ὁ λόγος καί μέ ἀκροθιγῆ, ἔστω, ἀναφορά του στό ἄφραστον αὐτό θαῦμα.
Ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ ὡς τό σημεῖο αὐτό, ἀναφέρθηκαν μόνο ὡς στοιχειωδέστατη καί ἀτελής ὑπογράμμιση τῆς σημασίας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί ὁπωσδήποτε ἀφετηριακά, γιατί τό θέμα μας δέν εἶναι αὐτό, ἀλλά «ἡ Ἀνάσταση ὡς θρίαμβος τῆς ἀγάπης».
Ποιᾶς ἀγάπης; Καί ποιοῦ θριάμβου; Τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θριάμβου της, ὅπως θά ἐπιχειρήσει ἡ συνέχεια τοῦ λόγου νά καταδείξει. Ἀποτελεῖ ἄλλωστε τό θέμα αὐτό μία οὐσιαστική, ἄν ὄχι τήν οὐσιαστικότερη, πλευρά τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως.
Καί χρειάζεται, φρονῶ, περισσότερη ἔξαρσή του, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη, πού ἀποτελεῖ τόν θρίαμβό της, καί αὐτή ἡ ἀγάπη μᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο. Στήν πλευρά αὐτή θά προσπαθήσουμε νά στρέψουμε τήν προσοχή μας.
«Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται κατανοητή ἡ φράση αὐτή καί ὁ προσδιορισμός τοῦ νοήματός της, ὅμως ἀποτελεῖ μυστήριο, γιατί μυστήριο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, μέ τόν ὁποῖο ταυτίζεται. Ὅσο ἄπειρος εἶναι ὁ Θεός, τόσο ἄπειρη εἶναι καί ἡ ἀγάπη του.
Καί ὅσο λίγο κατανοοῦμε τό Θεό, τόσο λίγο μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί τό νόημα αὐτῆς τῆς φράσεως, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη στήν ὁλότητά του, γιατί ξεπερνάει τά ὅρια τῆς περιορισμένης μᾶς λογικῆς. Μένουν ὅμως κάποια στοιχεῖα καί μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων ἐκδηλώσεων τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τόσο στή σύνολη δημιουργία, ὅσο καί στή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Ἀλλιῶς δέ θά εἶχε νόημα ἡ ὁμιλία αὐτή.
Μία προσπάθεια προσεγγίσεως τῆς θείας ἀγάπης ἀποτελεῖ ἡ περιγραφή, πού ἐπιχειρεῖ σχετικά ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μιλώντας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὡς «ἐκστατικότητα τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι μία κατά κάποιον τρόπο μυστικόν καί ἀπροσπέλαστον νοητικά «ἔκσταση», δηλαδή ἔξοδος τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἑαυτό του, χωρίς ὅμως νά «ἐξίσταται» ὁ Θεός, χωρίς δηλαδή νά βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του! Ἀκατανόητο αὐτό καί ἀντινομικό, ἀλλά μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ αὐτή ἡ διαπίστωση.
Ὁ Θεός πληροῖ τά πάντα καί περιέχει τά πάντα, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν περιέχεται ἀπό τίποτε. Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατόν νά «ἐξίσταται» ὁ Θεός, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει χῶρος γιά νά «ἐκστεῖ» ἔξω ἀπό αὐτόν, γιατί εἶναι ἀπερίληπτος; Πῶς μπορεῖ δέ νά ἐξίσταται, καί ὅμως νά παραμένει μή ἐξισταμένος; «Μείωση» ἤ «σμίκρυνση» τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπαράδεκτη καί ἀκατανόητη. Ἄς ἰδοῦμε ὅμως τί ἀκριβῶς μᾶς λέει ὁ Ἅγιος καί ἄς κατανοήσει ὁ καθένας μᾶς ὅ, τί μπορεῖ, ἀφοῦ ὁ χρόνος δέ μᾶς ἐπιτρέπει ἀναλύσεις καί σχολιασμούς.
«Ἄς τολμήσουμε, λέει, νά ποῦμε ἐτοῦτο χάριν τῆς ἀλήθειας, ὅτι αὐτός ὁ αἴτιος τῶν ὅλων ἐξαιτίας τοῦ καλοῦ καί ἀγαθοῦ ἔρωτος γιά ὅλα ἀπό ὑπερβολή ἐρωτικῆς ἀγαθότητος βγαίνει ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του μέ τίς πρόνοιές του γιά ὅλα τά ὄντα. Καί θέλγεται κατά κάποιον τρόπο ἀπό τήν ἀγαθότητα καί τήν ἀγάπη καί τόν θεῖο ἔρωτα.
Ἀπό ἐκεῖ, πού εἶναι πάνω ἀπό ὅλα καί ὑψηλότερος ἀπείρως ἀπό αὐτά, κατεβαίνει σέ ὅλα μέ ἐκστατική δύναμη ὑπερούσια, χωρίς νά ἐξέρχεται οὐσιαστικά ἀπό τόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό κι ἐκεῖνοι, πού ξέρουν καλά τά θεία, τόν ἀποκαλοῦν ζηλωτή, ἐπειδή ἔχει πολύν αὐτόν τόν ἔρωτα πρός τά ὄντα. Καί ἐπειδή γι’ αὐτά προνοεῖ».
Καί ἐπεξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰερόθεος τήν ἔννοια τοῦ ὄρου ἔρως: «Τόν ἔρωτα εἴτε θεῖον εἰποῦμε εἴτε ἀγγελικόν εἴτε νοερόν εἴτε ψυχικόν εἴτε ἀκόμη καί φυσικόν, πρέπει νά τόν ἐννοήσουμε ὡς μία δύναμη πού προξενεῖ ἕνωση. Καί κινεῖ τά ἀνώτερα νά προνοοῦν γιά τά κατώτερα, ἐκεῖνα πού εἶναι τῆς ἴδιας σειρᾶς τά κινεῖ νά ἔχουν ἀμοιβαία συνοχή καί κοινωνία, καί τέλος κινεῖ τά κατώτερα νά ἐπιστρέψουν στά καλύτερα καί ἀνώτερά τους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου