ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

 Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς θείας ἀποκαλύψεως

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης,

Στήν ἐποχὴ μας λησμονεῖται ἡ ἀνάσταση. Παραμερίζεται ἀκόμα καὶ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ οἱ ἐπιστήμονες πού ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἀνθρωπίνη ψυχὴ δέν τὴν ἀντιμετωπίζουν συνήθως ὡς ὀντολογικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μᾶλλον ὡς βιολογικὴ λειτουργία του. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ζεῖ καὶ πεθαίνει χωρὶς καμία ἰδιαίτερη προοπτικὴ πέρα ἀπὸ τὴν βιολογικὴ ὕπαρξη καὶ τὴν βιογραφικὴ δραστηριότητά του. Μέσα στό πλαίσιο αὐτὸ δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ καὶ ἡ διάχυτη ἀπαισιοδοξία του, ὅσο καὶ ἂν θέλει καὶ προσπαθεῖ νά ἀφήσει τὴν ἐλπίδα του νά πεθάνει τελευταία.

Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὴν μεγαλύτερη καὶ μονιμότερη ἀπειλή γιά τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἡ ἀπειλὴ αὐτὴ δέν τὸν προσβάλλει μόνο ἄμεσα μὲ τὴν ἔλευσή του ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα. Τὸν προσβάλλει σὲ κάθε φάση καὶ καμπὴ τῆς ζωῆς του. Μὲ κάθε ἀρρώστια καὶ κάθε πόνο, μέσα ἀπὸ κάθε κίνδυνο καὶ κάθε ἀποτυχία, πίσω ἀπὸ κλονισμὸ καὶ ἀδυναμία κρύβεται ἡ ἀπειλὴ τοῦ θανάτου.

Ἡ πίστη σὲ κάποια μορφὴ μεταθανάτιας ζωῆς μετρίαζε παλαιοτέρα κάπως τὸ μέγεθος τῆς ἀπειλῆς. Ὁ νεωτερικὸς ἄνθρωπος θέλησε νά περιορίσει ἤ ἀκόμα καὶ νά ἑξαφανίσει κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου μὲ τὴν πίστη του στήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δέν ἄργησε νά φανεῖ τελείως οὐτοπικό. Ἔτσι στήν ἐποχὴ μας ὁ ἄνθρωπος φαίνεται νά εἶναι ἐκτεθειμένος στήν ἀπαισιοδοξία περισσότερο ἀπὸ κάθε προηγουμένη ἐποχή, παρὰ τὴν ἀσυλλήπτη πρόοδό του στήν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνολογία.

Μὲ μία πρόχειρη ἀναδρομὴ στήν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη καὶ ζωὴ διαπιστώνουμε ὅτι ἦταν διαδεδομένη ἡ πίστη στήν ἀθανάσία τῆς ψυχῆς, ἡ ἀκόμα, ὅπως διδάσκε ὁ Πλάτων, ὅτι τὸ σῶμα ἀποτελεῖ φυλακὴ ἤ τάφο τῆς ψυχῆς (σῶμα-σῆμα) καὶ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι εὐεργεσία, γιατὶ ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ δεσμωτήριό της. Ἐξ ἄλλου ὁ Ἐπίκουρος ἤθελε νά ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου μὲ τὸ ἀκόλουθο σόφισμα: Ὁ θάνατος, ἔλεγε, εἶναι «τὸ φρικωδέστατον τῶν κακῶν». Ἀλλὰ αὐτὸς δέν ἔχει καμία σχέση μὲ ἐμᾶς, γιατί, «ὅταν μὲν ἡμεῖς ὧμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν· ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ’ ἡμεῖς οὔκ ἐσμεν».

Κάποιον βαθύτερο προβληματισμό γιά τὸν θάνατο βρίσκουμε στόν τραγικὸ μας ποιητή Εὐριπίδῃ. «Τὶς οἶδέν», ἔλεγε, «εἰ τὸ μὲν κατθανεῖν ἐστι ζῆν, τὸ δὲ ζῆν ἐστι κατθανεῖν»; Ποῖος δηλαδὴ γνωρίζει, ἂν ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἡ ζωὴ θάνατος; Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι μέχρι σήμερα, χωρὶς νά ἔχουν κάποια ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, μιλοῦν γιά ψεύτικη καὶ ἀληθινὴ ζωή. Ἡ ζωὴ μας αὐτὴ εἶναι ψεύτικη καὶ χάνεται μέσα στόν χρόνο. Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ εἶναι αἰώνια.

Ὅταν ἀναλογίζεται κάποιος τὸ παρελθὸν του, διαπιστώνει ὅτι αὐτό, ὅσο μακροχρόνιο καὶ ἂν εἶναι, φαίνεται πολὺ σύντομο. Καὶ τὰ χρόνια πού ἔζησε, ὅσο πολλὰ καὶ ἂν ἦταν, ἔφυγαν γρήγορα. Ὅσο μάλιστα ἐνηλικιώνεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο γρηγορότερα τοῦ φαίνονται πώς περνοῦν τὰ χρόνια. Λέμε συχνά πώς περνοῦν σὰν ὄνειρο. Ἄλλωστε καὶ τὸ ὄνειρο ἀποτελεῖ μιὰ μορφὴ ζωῆς, καὶ μερικὲς φορὲς πολὺ ἔντονη. Ὅταν ὅμως ξυπνοῦμε στήν συνηθισμένη ζωή, καταλαβαίνουμε ὅτι ἦταν ψεύτικη.

Αὐτό πού διατύπωσε ὡς ἐρώτημα ὁ Εὐριπίδης, αὐτό πού δημιουργεῖται καὶ ἐκδηλώνεται ὡς ὑποψία στόν κοινὸ νοῦ μὲ τίς παραλλαγές πού ἐμφανίζονται στόν χρόνο καὶ τὴν ζωή, καὶ τέλος αὐτό πού ὑπάρχει ὡς μύχιος πόθος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνιστᾶ ὀντολογικὸ γνώρισμα τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, παίρνει τὴν ἀπαντήσή του μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἀποτελεῖ κάποιο θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς του. Δέν συνιστᾶ κάποια ἀλλαγή στήν ὑπόστασή του. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς Θείας ἀποκαλύψεως. Εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου, ἡ βάσῃ τῆς «καινῆς κτίσεως», τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κηρύγματός της. «Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»[1].

Ἡ ἀποκαλύψῃ πού παρουσίασε ὁ Χριστὸς στόν κόσμο εἶναι ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση. Αὐτὴ ἄλλωστε εἶναι ἡ μόνη πραγματικὴ ἀποκαλύψῃ· τὸ μόνο «καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον»[2]. Κάθε ἄλλη ἀποκάλυψη βρίσκεται ἐντεῦθεν τῶν ὁρίων τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος πού φανέρωσε στόν κόσμο τὴν ἀνάσταση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ μόνη «ἐξ ἀποκαλύψεως θρησκεία», ἡ ἀκριβεστέρα ἡ μόνη ἀποκάλυψη. Καὶ ἡ ἐντολὴ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ συμπεριλαμβάνει ἀπαραιτήτως καὶ τοὺς ἐχθρούς, εἶναι ἡ μόνη ὄντως «καινὴ ἐντολή». «Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς»[3]. Δέν προβάλλεται ὡς ἀρετὴ κάποιας νέας ἠθικῆς δεοντολογίας. Εἶναι ἐντολή, ποὺ ἐφαρμόζεται στό ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν ἱστορία καὶ συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν ἀνάσταση.

Ἀνάστασῃ καὶ αἰώνια ζωὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός!

Ἡ καινούργια ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς ἐντολὴ γιά ἀγάπη μὲ τὴν γενικότερη ἔννοιά της. Ἄλλωστε αὐτὴ εἶναι ἔμφυτη ὡς «σπερματικὸς λόγος» μέσα στόν ἄνθρωπο καὶ ὅλοι λίγο-πολὺ ἀγαποῦν τοὺς συνανθρώπους τους. Τὸ καινούργιο ἐδῶ βρίσκεται στό «καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς». «Εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; Καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι»[4]. Ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε γιά τοὺς ἄλλους. Καὶ τὸ «καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς» σημαίνει νά θυσιάζεται ὁ πιστὸς γιά τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀγάπη πού ἀγκαλιάζει καὶ τοὺς ἐχθροὺς εἶναι ἀδιανόητη καὶ οὐτοπικὴ χωρὶς τὴν ἀνάσταση. Καὶ ἡ ἀνάσταση εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης.

Γίνεται λοιπὸν φανερὸ ὅτι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἀγάπη, τὰ βασικὰ αὐτὰ θεμέλια τῆς δογματικῆς καὶ τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀντίστοιχα, δέν ἀποτελοῦν θεωρητικὲς ἤ ἰδεολογικὲς διατυπώσεις, ἀλλὰ ἐμπειρικὲς ἀλήθειες, ποὺ ἔζησε ἡ ἀποστολικὴ κοινότητα καὶ παρέδωσε στήν Ἐκκλησία μὲ ἱστορικὴ ἐγγύηση τὴν ἀδιάκοπη ἀποστολικὴ διαδοχή. Οἱ χριστιανικὲς ἀλήθειες δέν ὑπαγορεύονται ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀλλὰ φανερώνονται ἐμπειρικὰ μέσα στήν ἱστορία μὲ τὴν ἐνεργὸ παρουσία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεργασία τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ἡ οἰκείωσή τους ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μέσα στήν ῥοὴ τῆς ἱστορίας δέν πρέπει νά ἔχει θεωρητικὸ ἤ ἰδεολογικὸ ἀλλὰ βιωματικὸ καὶ ἐμπειρικὸ χαρακτῆρα.

Στόν συχνότατα ἐπαναλαμβανόμενο κατὰ τὴν ἀναστάσιμη περίοδο τῆς Ἐκκλησίας ὕμνο, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος», περιέχεται μιὰ βασικὴ ἀλήθεια, ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη σπουδαιότητα. Ὁ ὕμνος δέν λέει «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τὸν θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος», ἀλλὰ «θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ὁ Χριστὸς δέν νίκησε τὸν θάνατο μὲ τὴν θεϊκὴ παντοδυναμία του ἤ μὲ κάποια θαυματουργικὴ ἐνέργειά του, ἀλλὰ μὲ τὸν θάνατο πού ὑπέμεινε ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὁ δίκαιος θάνατος τοῦ ἀνθρώπου ἀφανίστηκε μὲ τὸν ἄδικο θάνατο τοῦ Θεανθρώπου.

Στήν ἀρχὴ τῆς Ἀναφορᾶς τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου λέγεται γιά τὸν Χριστό: «Ὃς ἐλθὼν καὶ πᾶσαν τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν πληρώσας…». Ποία εἶναι αὐτὴ ἡ «ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομία» πού πραγματοποίησε ὁ Χριστὸς στόν κόσμο; Εἶναι ἀσφαλῶς ἡ τέλεια ὑπακοὴ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ποὺ ἔφτασε ὡς τὸ πάθος καὶ τὸν σταυρικὸ θάνατο, γιά νά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴν ἀνάσταση. Αὐτό πού ἔκανε καὶ ἐξακολουθεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἡ παρακοὴ δηλαδὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔχει ὡς συνέπεια τὴν δίκαιη ὑποταγὴ του στόν νόμο τοῦ θανάτου, τὸ ἐπανόρθωσε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν τέλεια ὑπακοὴ καὶ τὸν ἄδικο θάνατό Του.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει καμία σημασία στήν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὡς Θεὸς εἶναι ἀθάνατος. Ἔχει ὅμως κεφαλαιώδη σπουδαιότητα γιά τὸν ἄνθρωπο. Ὅ,τι ἔκανε καὶ ὅ,τι ἔπαθε ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε καὶ τὸ ἔπαθε γιά τὸν ἄνθρωπο, ἐκπληρώνοντας τὴν «ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν» καὶ ὑποδεικνύοντας συγχρόνως τὸν δρόμο πού ὀφείλει νά βαδίσει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς δέν ἐνανθρώπησε καὶ θυσιάστηκε γιά τὸν ἄνθρωπο, προκειμένου νά παραμείνει αὐτὸς ἥσυχος καὶ νά δεχθεῖ παθητικὰ τὴν σωτηρία, ἀλλὰ γιά νά ἀκολουθήσει καὶ αὐτὸς τὴν ἴδια πορεία μιμούμενος τὸ παράδειγμα καὶ τηρώντας τις ἐντολὲς του.

Ὁ Χριστὸς ἀνακεφαλαιώνει στό Πρόσωπὸ του ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα· «παγγενῆ τὸν Ἀδάμ». Καὶ τὸ ἀνακαινιστικὸ ἔργο του, ποὺ πραγματοποιήθηκε γιά ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ἀνακαινίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ τὸ πιστεύει καὶ φροντίζει νά τὸ οἰκειοποιηθεῖ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στίς παραδοσιακὲς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως, ὅπως καὶ τῆς Σταυρώσεως, δέν ἀναγράφεται «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ» ἤ «Ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ», παρὰ μόνο «Ἡ Ἀνάσταση» ἤ «Ἡ Σταύρωση», γιατὶ αὐτὲς δέν ἔγιναν γιά τὸν Χριστὸ ἀλλὰ γιά τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ εἴσοδος στήν αἰώνια ζωὴ δέν εἶναι ἀφηρημένες ἔννοιες ἤ θεωρητικὰ δόγματα, ἀλλὰ καταστάσεις, οἱ ὁποῖες φανερώθηκαν μέσα στόν κόσμο μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ βιώνονται ἐμπειρικὰ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει πραγματικὰ στόν Χριστὸ καὶ ζεῖ μετέχοντας στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάσταση καὶ αἰώνια ζωὴ εἶναι σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς[5]. Αὐτὸς προσλαμβάνει στό σῶμα Του κάθε ἄνθρωπο ὡς ἰδιαίτερο καὶ ἀνεπενάληπτο πρόσωπο. Αὐτὸς εἶναι ὁ «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν» καὶ ἡ «χώρα τῶν ζώντων». Καὶ ὡς κοινωνὸς τοῦ «πρωτοτόκου τῶν νεκρῶν» καὶ ὡς πολίτης τῆς «χώρας τῶν ζώντων» μπορεῖ νά ὑπόσχεται στούς ἀπερχομένους συνανθρώπους του «αἰωνία μνήμη».

Μὲ τὴν ἀγάπη προγεύεται ὁ ἄνθρωπος ἐμπειρικὰ τὴν ἀνάσταση. Ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος γράφει: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφοὺς»[6]. Ἡ βίωση τῆς ἀγάπης διανοίγει στόν ἄνθρωπο νέους ὁρίζοντες πού ἐκτείνονται πέρα ἀπὸ τὴν αἰσθητή ἀμεσότητα. Διανοίγει ὁρίζοντες ὑπαρκτικῆς γνώσεως καὶ πραγματικῆς ἐλευθερίας. Οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοὶ δέν πιστεύουν, ἀλλὰ γνωρίζουν (οἴδαμεν) ὅτι πέρασαν ἀπὸ τὸν θάνατο στήν ζωή. Ταυτόχρονα τὸ πέρασμα αὐτὸ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου καὶ προσφέρει ἀπεριόριστη ἐλευθερία. Ὅπως εὔστοχα σημειώθηκε, ἐκεῖ, ὅπου δέν ὑπάρχει ἐλευθερία καὶ ἀγάπη, ὅλα χάνουν τὸ νόημά τους[7]. Ἡ πραγματικότερη γνώση γίνεται μεθεκτὴ μὲ τὴν ἀγάπη. Ἀγάπη εἶναι ἡ αὐτοπροσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στούς ἄλλους καὶ ἡ συμπερίληψη τῶν ἄλλων στόν ἑαυτὸ του. Μὲ αὐτὴν ἀποδεσμεύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμὸ του καὶ ἀνακαλύπτει τὸν ἀληθινὸ ἑαυτὸ του στά πρόσωπα τῶν ἄλλων. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀγάπη εἶναι ἡ «συγχώρηση» ὅλων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος δέν δημιουργήθηκε γιά νά πεθάνει, ἀλλὰ γιά νά ζήσει αἰώνια!

Ἡ ἀγάπη ὡς «συγχώρηση» στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν «χώρα τῶν ζώντων», ἀποτελεῖ ἐσχατολογικὴ ἐμπειρία· ἐμπειρία τῶν ἐσχάτων. Καὶ ἔσχατα δέν εἶναι αὐτά πού περιορίζονται στό τέλος, ἀλλὰ τὰ τελικά, τὰ «ἀσάλευτα»[8]. Ἐδῶ τὸ τέλος δέν εἶναι κάποιος ἱστορικὸς χρόνος, ἀλλὰ ἡ αἰωνιότητα, ποὺ δέν περιορίζεται χρονικά, ἀλλὰ διαπερνᾶ καὶ ὑπερβάλλει τὸν χρόνο καὶ τὴν ἱστορία. Εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας. Ἡ ἀγάπη ἀνασταίνει καὶ ἐλευθερώνει, ἐνῶ τὸ μῖσος ὑποδουλώνει καὶ νεκρώνει.

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη[9]. Καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης εἶναι καὶ δίκαιος. Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ δέν προτάσσει ἀπέναντί του τὴν δύναμη ἀλλὰ τὴν δικαιοσύνη Του. Ἔτσι παραμένει ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος νά δεχθεῖ ἡ νά ἀπορρίψει τὴν κοινωνία μαζὶ Του. Αὐτὸ ἔπραξε ἐξ ἀρχῆς καὶ αὐτὸ συνεχίζει νά πράττει καὶ μετὰ τὴν πτώση του μὲ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του. Γι’ αὐτὸ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε γιά τὸν ἀνθρωπο. Ἡ δύναμή Του φανερώθηκε μετὰ τὸν θάνατο μὲ τὴν ἀνάστασή Του. Αὐτή, λέει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ἡ ἀρίστη τάξῃ πού τηρεῖ ὁ Θεὸς στό ἔργο Του. Αὐτὴν τὴν τάξη καλοῦνται νά ἀκολουθοῦν ἐμπράκτως καὶ οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωὴ τους, γιά νά τὴν διατηρήσουν αἰώνια, ὅταν ἀποκτήσουν τὴν δύναμη στόν καιρὸ τῆς ἀθανασίας τους[10].

Ὁ ἄνθρωπος δέν δημιουργήθηκε γιά νά πεθάνει, ἀλλὰ γιά νά ζήσει αἰώνια. Ἡ πρόσκαιρη ζωὴ του εἶναι προστάδιο τῆς αἰωνίας. Καὶ οἱ προϋποθέσεις πού καλλιεργοῦνται κατὰ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ του προετοιμάζουν τὴν κατάστασή του στήν αἰωνιότητα. Ὁ Θεὸς δέν ἐπιβάλλεται δυναστικὰ στόν ἄνθρωπο. Καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι βασιλεία δυναστικῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ παντοκρατορικῆς ἀγάπης καὶ ἐλευθερίας. Εἶναι βασιλεία πού προσφέρει ἀπεριόριστη ἀγάπη καὶ ἐλευθερία. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέφεται τὴν προσφορὰ τοῦ Θεοῦ, βραχυκυκλώνεται στόν ἑαυτὸ του καὶ αὐτοτιμωρεῖται. Ἔτσι εἰσάγεται ἤδη ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ στήν αἰώνια ἀπόγνωση.

Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας στό περισπούδαστο ἔργο του «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» γράφει ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή γεννιέται σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ καὶ ὁλοκληρώνεται στήν μέλλουσα. Καὶ οὔτε αὐτὴ ἡ ζωὴ μπορεῖ νά τὴν τελειοποιήσει στίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων οὔτε ἡ μέλλουσα, ἂν δέν ἀρχίσει ἀπὸ ἐδῶ. Ὅπως ὑπάρχουν οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις τῆς ὁράσεως, τῆς ὀσφρήσεως κλπ, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ οἱ πνευματικὲς αἰσθήσεις. Ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι τὸ ἐργαστήριο προετοιμασίας τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων. Ὅσοι δέν ἀποκτήσουν ἀπὸ ἐδῶ τὶς πνευματικὲς αἰσθήσεις, θὰ παραμείνουν «νεκροὶ καὶ ἄθλιοι» στήν αἰωνιότητα. Ὁ Θεὸς θὰ προσφέρεται σὲ ὅλους ὡς φῶς, ἀλλὰ αὐτοὶ θὰ μένουν στό σκοτάδι σὰν τὶς μωρὲς παρθένες, γιατὶ δέν εἶναι δυνατὸ νά πλαστοῦν τότε μάτια. Καὶ ἡ εὐωδία τοῦ Πνεύματος θὰ γεμίζει τὰ πάντα, ἀλλὰ δέν θὰ μπορεῖ νά ἀποκτηθεῖ ὄσφρηση, ἂν δέν ὑπάρχει. Ὅσοι δέν ἀπέκτησαν τίς πνευματικὲς αἰσθήσεις πρὶν φύγουν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, δέν θὰ ἔχουν κανένα κοινὸ μὲ τὴν μέλλουσα, ἐνῶ οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας τὶς πνευματικὲς αἰσθήσεις, θὰ μετάσχουν μὲ τὸν Χριστὸ στήν αἰώνια μακαριότητα[11].

Οἱ καθαρὲς πνευματικὲς αἰσθήσεις, ἡ καθαρή καρδιά, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο μακάριο, θεόπτη[12]. Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς θείας ἀποκαλύψεως, τὰ «πάντα πεπλήρωται φωτός». Αὐτὸ δέν εἶναι κάτι πού πρέπει μόνο νά πιστευθεῖ, ἀλλὰ καὶ κάτι πού μπορεῖ καὶ πρέπει νά βιωθεῖ. Ὁ Χριστὸς δέν ἦταν ὁ προφήτης τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ φορέας τους. Δέν προεῖπε πράγματα πού θὰ συμβοῦν στό μέλλον, ἀλλὰ ἔφερε τὰ πράγματα αὐτὰ μέσα στό παρὸν καὶ τὰ κατέστησε ὡς ἕνα βαθμὸ μεθεκτὰ στόν καθένα, ἀνάλογα μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν δεκτικότητά του. Ὁ ἀνάστασιμος «Κανόνας» προτρέπει: «Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως». Τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως εἶναι τὸ φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· εἶναι τὸ φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ποὺ ὑπάρχει καὶ ἀποκαλύπτεται προκαταρκτικὰ στούς ἁγίους ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή.

[1].Α΄ Κορ. 15,14.

[2]. Πρβλ. Ἐκκλ. 1,10.

[3]. Ἰω. 13,34.

[4]. Λουκ. 6,32.

[5]. Βλ.Ἰω. 11,25.

[6].Α΄ Ἰῳ. 3,14.

[7]. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ),Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2010, σ. 158.

[8]. Βλ.Ἑβρ. 12, 28.

[9]. Βλ.Α΄ Ἰω. 4, 16.

[10]. Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλια 16, PG 151,192A.

[11]. Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς 1, PG 150,493B κ.ε.

[12]. Βλ. Ματθ. 5, 8.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου