῾H ζῶσα ζωὴ- Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως
Ὀλιβιὲ Κλεμὰν
Ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς τῶν ὅλων ἀναστάσεως. Ὁ θριαμβεύων Χριστός, περιβεβλημένος τὸ φῶς τῆς δόξας Tου, ποὺ ὑποδηλώνει τὴν ὑπερβατικότητά του, θρυμματίζει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του τὶς πύλες τοῦ ἅδη, παίρνει τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ὄχι ἀπὸ τὸ χέρι, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ, ‒‒παίρνει δηλαδὴ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸν καθένα μας—καὶ τοὺς κάνει νὰ ἀναπετάσουν κυριολεκτικὰ ἔξω ἀπὸ τοὺς τάφους τους. Ἀπὸ τότε, μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ παντοῦ στὸν κόσμο (ἀλλά, στὴν πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ποὺ φέρει μέσα της τὸν κόσμο), τὸ Χέρι τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔπαψε νὰ σχίζει τὰ σκοτάδια, καί, ἔτσι ὅπως εἶναι διάτρητο,νὰ μᾶς χαρίζει “τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς”.
Ἔτσι προσδιορίζεται τὸ νόημα τοῦ Πάσχα. Ὁ Θεὸς ἐνσαρκώνεται καὶ “κατέρχεται” ἴσαμε κάτω στὸ θάνατο καὶ τὸν ἅδη γιὰ νὰ μᾶς διανοίξει, διὰ μέσου τῆς ἀναστημένης ἀνθρώπινης φύσης Του, τὴν ὁδὸ τῆς ζώσης ζωῆς, τὴν ὁδὸ τῆς ἔγερσης καὶ τῆς ἀγαθῆς ἰσχύος, τὴν ἴδια τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. “Θεὸς ἐνηνθρώπησεν” λέγουν οἱ Πατέρες, “ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν”¹ ἢ ἀκόμη: “Ὁ Θεὸς προσέλαβε σάρκα διὰ νὰ δυνηθῇ ὁ ἄνθρωποςνὰ λάβῃ Πνεῦμα”. Καὶ ἡ θέωση, ἔτσι ὅπως ὁρίζεται ἀπότομα, δὲν σημαίνει τὴν κατάργηση τοῦ ἀνθρωπίνου, μὰ τὴν πληρότητά του, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀληθινὰ ἀνθρώπινος παρὰ μόνο “ἐν Θεῷ”.Θὰ μπορούσαμε νὰ τάξουμε τὴν πιὸ κάτω προοδευτικὴ σειρά: Ἀνάσταση=Θέωση= ζωοποίηση μιᾶς ζωῆς, ποὺ εἶναι πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ τὸ θάνατο=ἡ υἱοθεσία μας ἐν τῷ Υἱῷ=ἡ Χριστοείδειά μας ἐν τῷ Πνεύματι. Στὸ “Μέγα Κατατηχητικὸ λόγο” του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης συνοψίζει μὲ τὰ πιὸ κάτω λόγια τὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα: “Ἐπεὶ οὖν ἔδει γενέσθαι ὅλης τῆς φύσεως ἡμῶν ἐκ τοῦ θανάτου πάλιν ἐπάνοδον, οἰωνεῖ χεῖρα τῷ κειμένῳ ὀρέγων, καὶ διὰ τοῦτο πρὸς τὸ ἡμέτερον ἐπικύψας πτῶμα, τοσοῦτον τῷ θανάτῳ προσήγγισεν, ὅσον τῆς νεκρότητος ἅψασθαι⋅ καὶ ἀρχὴν δοῦναι τὴν φύσιν τῆς ἀναστάσεως τῷ ἰδίῳ σώματι, ὅλον συναναστήσας τὸν ἄνθρωπον τῇ δυνάμει.²
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει στὴν πέμπτη ὁμιλία του στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ: “Ἦταν ἀναγκαῖο νὰ ἐπιστραφεῖ καὶ ἀποκατασταθεῖ στὴ νεκρὴ σάρκα ἡ μέθεξη στὴ ζωοποιὸ δύναμη τοῦ Θεοῦ” (ἐδῶ ἡ λέξη “σάρκα” ὑποδηλώνει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ὅλη τὴ φύση). Ἀλλὰ ἡ ζωοποιὸς δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Λόγος, ὁ μονογενὴς Υἱός. Αὐτὸν εἶναι, ποὺ μᾶς ἀπέστειλε ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή… “Ζωὴ ἐκεῖνος κατὰ φύσιν, προσέλαβε σάρκα ὑποταγμένη στὴ φθορὰ μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέψει μέσα της τὴν ἰσχὺ τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὴ μεταμορφώσει μέσα στὴ ζωή. Ὅπως τὸ σίδερο, ὅταν τεθεῖ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, πυρακτώνεται, ἔτσι καὶ ἡ σάρκα, μετὰ ποὺ θὰ δεχτεῖ μέσα της τὸ ζωοποιὸ Λόγο…
Ἔτσι ἐνδύθηκε Ἐκεῖνος τὴ σάρκα μας γιὰ νὰ τὴ λυτρώσει ἀπ’ τὸ θάνατο”. Τοῦ λοιποῦ, “τὸ ζῆν Χριστός” (Φιλιπ. 1:21), γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Φιλιππησίους. Μὲ τὴν Ἀνάληψη, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα καί, μέσῳ της, πᾶσα σάρκα τῆς γῆς, εἰσῆλθε στὸν Τριαδικὸ χῶρο, στὸ “Φῶς τῆς Ζωῆς”. Ὁ κόσμος ἔχει μυστικὰ γίνει τὸ σῶμα “τοῦ Λόγου τῆς Ζωῆς”. Ἀλλὰ ὁ ἔνθεος κόσμος, ὁ κόσμος δηλαδὴ ποὺ δέχτηκε τὸν Θεό, δὲν ἐπιβάλλεται περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἐπιβάλλεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ κοσμικὴ “καιομένη βάτος” μένει καλυμμένη ἀπὸ λάσπη, αἷμα καὶ τέφρα, λόγῳ τῆς τυφλότητας καὶ τοῦ μίσους μας, λόγῳ τοῦ χωρισμοῦ μας.
Ὁ Θεὸς ἀπὸ δῶ καὶ πέρα δὲν εἶναι πιὰ ἀπὼν ἀπὸ πουθενά, ἀλλὰ μέσα στὸ κακὸ καὶ τὴ φρίκη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μόνο σταυρωμένος, ἀνιστάμενος ὡστόσο καὶ ἀνασταίνοντάς μας, μέσα στὸ μυστηριακὸ βάθος τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν κοινότητα βαπτισματικὴ καὶ εὐχαριστιακή. Γιατί, ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ μετά, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μᾶς προσφέρει τὸ σῶμα τοῦ “Λόγου τῆς Ζωῆς” μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν μυστήριο τοῦ Ἀναστάντος. Θρυμματίστηκαν οἱ πύλες τοῦ θανάτου καὶ οἱ πύλες τοῦ ἅδη δὲν θὰ κατισχύσουν.
Ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ὡς ἁπλὸς θεσμὸς οὔτε ὡς ἁπλὴ κοινότητα πιστῶν, ἀλλὰ ὡς Μυστήριο τῆς Ζωῆς συνιστᾶ τὸ ξέφωτο ἄνοιγμα, ποὺ διαμέσου του δὲν παύει νὰ ἐγχέεται στὸν κόσμο μιὰ ἀγάπη πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸ θάνατο, ἡ δύναμη καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Πάσχα. Ὅλες οἱ ἀπιστίες καὶ οἱ ἀποστασίες τῶν Χριστιανῶν δὲν μπόρεσαν καὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ γεμίσουν καὶ νὰ βουλώσουν αὐτὴ τὴ ρωγμή, ποὺ ὁ “Ζωοποιὸς σταυρὸς” ἄνοιξε στὸ σατανικὸ ἐπικάλυμμα “τοῦ κόσμου τούτου”・ καὶ ἡ πραγματικὴ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ θαύματος τοῦ Πάσχα, ποὺ προσφέρεται στὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Εὐχαριστία καὶ γίνεται δεκτὸ στὴν ἁγιότητα. Τὸ Βάπτισμα μᾶς κάνει νὰ κατεβαίνουμε στὸν ἅδη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀνιστάμεθα μαζί του.
Ἀσφυκτιοῦμε μέσα στὰ ἀκάθαρτα νερὰ τοῦ θανάτου γιὰ νὰ ἀναδυθοῦμε ξαφνικὰ καὶ νὰ ἀναπνεύσουμε τὸ ἄπειρο, γιὰ νὰ “ἀναπνεύσουμε τὸ Πνεῦμα”, πολὺ πάνω ἀπὸ τὸ χρόνο ποὺ σκοτώνει καὶ τὸ χῶρο ποὺ χωρίζει. Ἡ χάρη τοῦ Βαπτίσματος, ἔλεγαν οἱ Πατέρες, εἶναι ἡ “ρίζα τῆς ἀνάστασής μας”. Σπείρει μέσα μας “τὸ σῶμα τῆς δόξης” (πρβλ. Φιλιπ. 3:21) καὶ γεμίζει μὲ φῶς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς.
Ὅλα βρίσκουν τὸ ἀποκορύφωμά τους στὸ κεντρικὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ Πάσχα στὸ παρὸν καὶ προβίωση τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Χριστοῦ. ‘Στὴ μυστικὴ τράπεζα”, ἔγραφε κάποιος βυζαντινὸς μυστικός, “βρίσκει κανεὶς τὴ ζωὴ στὴν πιὸ μεγάλη της ἔνταση καὶ ζωντάνια”. Ὁ δὲ Παστέρ παρατηροῦσε ὅτι ἡ αἰωνιότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ἡ ζωή, “μονάχα λίγο πιὸ ἔντονη”. Ἐκεῖνοι, ποὺ μεταλαμβάνουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων στὴ Θεία Εὐχαριστία, ἐνσωματώνονται στὸν Χριστὸ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Ἀνάστασης μὲ τὸν πιὸ ρεαλιστικὸ τρόπο καὶ καταφλέγονται ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατὶ ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι “Πνεῦμα καὶ Πῦρ”, σύμφωνα μὲ τὴ συριακὴ παράδοση.
Μὲ τὴ “μνήμη τοῦ θανάτου” ἀντιλαμβανόμαστε τὴ θεμελιακή μας συμμετοχὴ στὸ θάνατο καὶ τὸν ἅδη. Ὡστόσο, ἀντίθετα μὲ ὅ,τι κάνουν ὅλες οἱ ἐκφάνσεις τῆς σύγχρονης λογοτεχνίας καὶ φιλοσοφίας τοῦ σαρκασμοῦ, τῆς χλεύης καὶ τοῦ μηδενισμοῦ, ἡ “μνήμη τοῦ θανάτου” δὲν εἶναι στραμμένη πρὸς τὸ μηδέν, ἀλλὰ πρὸς τὸν σαρκωθέντα Θεό, γιὰ πάντα νικητὴ τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀνυπαρξίας. “Νῦν τὰ πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια”, διαλαλεῖ ἡ βυζαντινὴ πασχαλινὴ λειτουργία. Ἡ “μνήμη τοῦ θανάτου” μετατρέπεται ἔτσι σὲ “μνήμη Θεοῦ”, αὐτοῦ τοῦ Θεανθρώπου ποὺ δὲν παύει τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀφαρπάσει ἀπὸ τὸν τάφο κρατώντας μας ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ… Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ ἐμπερία, ποὺ ἐπιφυλάσσεται σὲ μερικοὺς εἰδικοὺς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ πασχάλια κίνηση ἀπὸ τὸ θάνατο στὴν ἀνάσταση δίνει τὸ ρυθμὸ καὶ στὴν πιὸ ταπεινὴ χριστιανικὴ ὕπαρξη (ἀναμφίβολα δὲ καὶ σὲ κάθε ὕπαρξη)…
Γνωρίζουμε ὁ καθένας μας στιγμές, ὅπου κάθε ἀδιέξοδο φαίνεται νά ‘ναι κλεισμένο ἀπὸ τὴν ἀποτυχία, τὸ μίσος ἢ τὸ πένθος. Ἂν τότε δὲν μετατρέψουμε τὴν ἀπελπισία σὲ ὁλοσχερὴ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης καὶ πίστης, ἂν ἀφήσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ μᾶς πάρει τὸ Χέρι τοῦτο ποὺ εἶναι πάντα ἁπλωμένο σὲ μᾶς μέσα στὴ νύκτα, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ “ρωγμὴ καὶ ἄνοιγμα”. Ὁ Θεὸς ἐνσαρκώνεται καὶ “κατέρχεται” ἴσαμε κάτω στὸ θάνατο γιὰ νὰ μᾶς διανοίξει, διὰ μέσου τῆς ἀναστημένης ἀνθρώπινης φύσης του, τὴν ὁδὸ τῆς ἔγερσης καὶ τῆς ἀγαθῆς ἰσχύος, τὴν ἴδια τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ θάνατος, μὲ τὴν τρομερὴ καὶ καθολικὴ ἔννοια αὐτοῦ τοῦ ὅρου, δὲν ὀρθώνεται πιὰ μπροστά μας, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ τὸ Βάπτισμα μᾶς ἔχει ἐνδύσει καὶ περιβάλει μὲ τὴν ἀνάστασή του… Τὰ δάκρυα τῆς πίκρας καὶ τῆς θλίψης γίνονται δάκρυ εὐγνωμοσύνης.
Ὁ Θεὸς μᾶς ἀναπλάθει μὲ ἀφετηρία τὰ δάκρυά μας, τὰ βαπτισματικὰ ἐκεῖνα ὕδατα, ποὺ μέσα τους διαλύεται ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς. Ἡ καρδιὰ στὸν πλατυσμό της ἀνοίγεται στὰ μέγιστα βάθη της, ἀπειροσύνη φωτὸς πασχαλινοῦ. Ὁ μάρτυρας εἶναι ἕνας ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος, ὄχι μονάχα ἕνας ἀσκητής, ἀλλά ἕνας ἄνθρωπος γεμάτος ὅμως μὲ πίστη. Τὴ στιγμὴ τοῦ πιὸ μεγάλου πόνου δὲν γίνεται σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος, οὔτε ἐπαναστατεῖ, ἀλλὰ παραδίδεται στὸν Χριστό, ταυτίζεται μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ μαζί του συγχωρεῖ τοὺς δήμιούς του, παρακαλώντας: “Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι” (Λουκ. 23:34). Τὸν πλημμυρίζει τότε ἡ χαρὰ τῆς ἀνάστασης καὶ συχνὰ τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν πόνο. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς καλούμαστε, μ’ ἕνα τρόπο πολὺ ταπεινὸ καὶ διαφορετικὸ ὁ ἕνας ἀπ’ τὸν ἄλλο, νὰ ζήσουμε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἀργὰ ἢ γρήγορα, ἴσως στὴν ἐπιθανάτιά μας ἀγωνία: “Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή⋅ ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται・ καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα” (Ἰω. 21:25-26).
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑψηλὴ ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀναγγέλλει πρῶτα, οὔτε μοναχά, τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἰουδαϊσμό, δὲν ἀναγγέλλει μόνο τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀναγγέλλει τὴν ἐν Χριστῷ ἀνάστασή μας ἀπὸ τώρα. Κηρύττει τὴ μυστική, μὰ πραγματική, παρουσία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἀπὸ τώρα. Ἀναγγέλλει στὸν κόσμο ὅτι ἡ αἰώνια ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ πὼς “ὁ ἄλλος κόσμος” ἐν Χριστῷ βρίσκεται στὴν καρδιά, στὰ ἐνδόμυχα τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ Πὼλ Ἐλυὰρ ἦταν προφητικὸς ὅταν ἔγραφε: «Ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ εἶναι ὡστόσο σὲ τοῦτο δῶ τὸν κόσμο μέσα».
Λέγεται γιὰ τὸ μυθιστοριογράφο Λέοντα Τολστόι πὼς ἦταν “ἕνας ἐνορατικός”, πὼς ἔβλεπε τὸ μυστήριο μέσα στὴν ἴδια τὴν πυκνότητα τῶν ὄντων καὶ τῶν πραγμάτων. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νά ‘ναι ἕνας ἀρκετὰ καλὸς ὁρισμὸς τοῦ Χριστιανοῦ σὰν πασχάλιου ἀνθρώπου, σὰν ἐνορατικοῦ τοῦ πασχάλιου μυστηριακοῦ χαρακτήρα τοῦ ὄντος.
Ὁ θάνατος, μὲ τὴν τρομερὴ καὶ καθολικὴ ἔννοια αὐτοῦ τοῦ ὅρου, δὲν ὀρθώνεται πιὰ μπροστά μας, ἀλλὰ ἀποτελεῖ παρελθοῦσα κατάσταση, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ τὸ Βάπτισμα μᾶς ἔχει ἐνδύσει καὶ περιβάλει μὲ τὴν ἀνάστασή του. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς ὅλες οἱ καταστάσεις θανάτου, ποὺ πρέπει νὰ διέλθουμε, περιλαμβανομένου καὶ τοῦ σωματικοῦ μας θανάτου (“κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται”) εἶναι μοναχὰ περάσματα (διαπορεύσεις), ἰσάριθμα πάσχα (ξέρουμε ὅτι ἡ λέξη “πεσσάχ” σημαίνει “πέρασμα”), ὅπου ἡ ζωὴ λαμπικάρεται καὶ γίνεται πιὸ καθάρια καὶ διαφανής, πιὸ ἔντονη. Μᾶς συμβαίνει κάποτε νὰ περπατᾶμε νωρὶς τὸ πρωὶ σὲ μιὰ βουνοκορφή, πού, σταματώντας τὶς ἀκτίδες, ποὺ ἀκόμα χαμοφέγγουν, ὁροθετεῖ ἀνάμεσα σκιᾶς καὶ φωτός.
Ἔτσι πορευόμαστε κι ἐμεῖς ἀνάμεσα βραδύνοντος θανάτου καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ποὺ ἔρχεται. Στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας “μεταβεβήκαμε (ἤδη) ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν”. “Ξέρω πὼς δὲν θὰ πεθάνω”, ἔγραφε ἕνας Ἕλληνας μυστικὸς συγγραφέας τοῦ ἑνδέκατου αἰώνα, “γιατὶ νιώθω ὁλόκληρη τὴ ζωή, ποὺ ἀναβλύζει μέσα μου”. Ὅλα, καὶ τὶς αἰσθήσεις καὶ τοὺς λογισμούς μας, καὶ τὴν ὀδύνη καὶ τὴν εὐτυχία μας, καὶ τὴν ὑποδοχὴ προσώπων καὶ πραγμάτων, πρέπει νὰ τὰ αἰωροῦμε ἀσταμάτητα μέσα σ’ αὐτὸ τὸν ὠκεανὸ Φωτός, γιὰ νὰ μᾶς κατακλύσει, καὶ γιὰ ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ μᾶς, ἀνάλαφρη καὶ δυνατή, ἡ χαρὰ τοῦ ὑπάρχειν…
Μόνο μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνάστασή μας ἐν Αὐτῷ μποροῦν νὰ ἀναφανοῦν ἄνθρωποι ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὸ θάνατο, ἱκανοὶ νὰ πραγματοποιοῦν μέσα στὴν ἱστορία ἀπελευθερωτικὰ κατορθώματα. νὰ τὴν καταχωροῦμε στὴν Ἱστορία. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν ἅδη καὶ τὸ θάνατο ἀπαιτεῖ νὰ μαχόμαστε ἐνάντια σὲ ὅλες τὶς μορφὲς θανάτου, ἐνάντια στὰ πλαίσια τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς κοινωνίας, ἐνάντια στὴ φυσικὴ ἢ τὴν ἠθικὴ ὑποδούλωση, ἐνάντια στὴ μοναξιά, τὸ βασανισμό, τὴ δολοφονία καὶ τὴν αὐτοκτονία, ἐνάντια στὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἐκλεπτυσμένη γοητεία τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀνυπαρξίας, ἐνάντια στὸ κάθετι ποὺ ἀποξηραίνει καὶ σκληραίνει ἐδῶ τὶς καρδιὲς καὶ ἀλλοῦ τὴ γῆ καὶ τὰ σώματα. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς ὁλοκληρωτικὲς οὐτοπίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ Χριστιανοσύνη δὲν προφυλάχτηκε πάντα.
Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βασιλεία αὐτὴ ἀναδύεται ἤδη μέσα στὴν εἰρήνη, τὸ κάλλος καὶ τὴν ἀγάπη τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῆς θεωρίας, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς ἀπογοητεύσεις καὶ τὶς πικρίες, ποὺ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο κυνικὸ καὶ σκληρό. Τίποτα δὲν εἶναι περισσότερο δημιουργὸ ἱστορίας ἀγαθῆς ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα (καὶ κατὰ συνέπεια ἀπὸ τὴν προσδοκία καὶ τὴν προβίωση τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Χριστοῦ), ποὺ γίνεται τωρινὴ πραγματικότητα μέσα στὴν ἱκετήρια μεσιτεία τῶν μοναχῶν, ποὺ σκεπάζει τὸν κόσμο μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα ἀδελφότητας τῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων, τῶν ἀπαρχῶν αὐτῶν κοινωνικῆς ἐπανένωσης, ἐκεῖ ποὺ παντοῦ πληθύνονται τραγικὰ οἱ ἀθεράπευτες κοινωνικὲς πληγές, τὰ γκουλὰγκ ἢ οἱ ἀναίσθητες μεγαλουπόλεις, ἀλλὰ καὶ μέσα στὶς ὁράσεις τῶν προφητῶν, ποὺ βλέπουν νὰ ἀνατέλλει ἡ ζωή, μέσα στὴν ἤρεμη δύναμη τῶν “βασιλέων” ἐκείνων, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων καὶ τὸ κάλλος.
Τὸ “μυστήριο τοῦ θυσιαστηρίου”, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀξεχώριστο ἀπὸ τὸ “μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ”. Ἡ ἀληθινὴ “θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης” εἶναι θεολογία τοῦ Πάσχα⋅ ὄχι μονάχα ἕνας ἐπαναστατικὸς (καὶ πνευματικὸς ἐπίσης) συμβολισμὸς ἑνὸς λαοῦ, ποὺ ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴν αἰγυπτιακὴ δουλεία, ἀλλὰ καὶ γονιμοποίηση τῆς ἱστορίας μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὶς ἀπαραίτητες μορφὲς κοινωνικῆς ἀπελευθέρωσης, ἀλλὰ καὶ τὶς σχετικοποιεῖ καὶ τὶς ἐπαναπροσανατολίζει ὄχι πρὸς μιὰ ἱστορία ποὺ θὰ εἶναι σίγουρα ἐπιτυχὴς μέσα στὰ δικά της ὅρια, ἀλλὰ πρὸς τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου.
Μόνο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνάστασή μας ἐν Αὐτῷ μποροῦν νὰ μεταμορφώσουν στὰ μύχια της ψυχῆς μας τὸ μίσος σὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ κάνουν ὥστε νὰ ἀναφανοῦν ἄνθρωποι ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὸ θάνατο, τὸ θεμελιώδη, πνευματικὸ θάνατο, καὶ κατὰ συνέπεια ἱκανοὶ νὰ πραγματοποιοῦν μέσα στὴν ἱστορία ἀπελευθερωτικὰ κατορθώματα, ποὺ νὰ μὴν ὑποδουλώνουν τὸν ἄνθρωπο διαφορετικά, κατορθώματα ἀγάπης νοήμονος, μαχητικῆς καὶ δημιουργικῆς, ποὺ θὰ περιορίσουν καὶ ὕστερα θὰ μεταθέσουν στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου τὴ βία καὶ θὰ συντρίψουν τὰ αἴτια καὶ τὰ παράγωγά της. Ἴσαμε τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ πορευόμαστε μέσα στὴ σποδὸ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀνάστασης —ἂν τὸ ἀφήσουμε νὰ μᾶς διαπεράσει— διασκορπίζει κάποτε καὶ διαλύει τὴ σποδὸ τούτη γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τοὺς ἀπαστράπτοντες πολύτιμους λίθους τῆς Πασχάλιας Πολιτείας, ὅπου ἐπὶ τέλους ὁ θάνατος ἀποκαλύπτεται νεκρὸς καὶ ὁ κόσμος φανερώνεται μεταμορφωμένος.
Σημειώσεις:
1. Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ, ΡG 25, 192Β.
2. Γρηγόριος Νύσσης, Λόγος κατηχητικὸς ὁ μέγας, ΡG45, 80Β.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο ≪Ἀνάσταση καὶ Ζωή≫, ἐκδ. Ἁρμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου