ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

(Λκ. 10, 25-37)

Στὴ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ ὁ Κύ­ρι­ος ἑρ­μη­νεύ­ει τὴν ἔν­νοι­α τοῦ πλη­σί­ον, κα­λῶν­τας μας νὰ το­πο­θε­τη­θοῦ­με ἔ­ναν­τι αὐ­τοῦ.

Κά­ποιος «νο­μι­κός», ἄν­θρω­πος δη­λα­δὴ ποὺ με­λε­τοῦ­σε καὶ γνώ­ρι­ζε, του­λά­χι­στον θε­ω­ρη­τι­κά, τὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ, πλη­σί­α­σε τὸν Χρι­στὸ καὶ τοῦ ἔ­θε­σε ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα. Οἱ προ­θέ­σεις τοῦ νο­μι­κοῦ, ὅ­μως, δὲν ἦ­ταν κα­λές, ἀ­φοῦ πλη­σί­α­σε τὸν Χρι­στὸ ὄ­χι μὲ πνεῦ­μα μα­θη­τεί­ας, ἀλ­λά «ἐκ­πει­ρά­ζων αὐ­τόν», ἐ­πι­δι­ώ­κον­τας νὰ τὸν πα­γι­δεύ­σει, νὰ πά­ρει ἀ­πάν­τη­ση ἀν­τί­θε­τη μὲ τὸν Νό­μο καὶ ἀ­κο­λού­θως νὰ τὸν κα­τη­γο­ρή­σει. Ἔ­τσι τὸν ἐ­ρώ­τη­σε καὶ τοῦ εἶ­πε: «Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω;». Ὁ Κύ­ρι­ος, ὡς ὁ «δρασ­σό­με­νος τοὺς σο­φοὺς ἐν τῇ πα­νουρ­γί­ᾳ αὐ­τῶν», κα­τα­νο­εῖ τὴν ὑ­πό­κρι­ση καὶ τὴν πο­νη­ρί­α τοῦ νο­μι­κοῦ καὶ τὸν πα­ρα­πέμ­πει στὸν Νό­μο: «Ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις;». Ὁ νο­μι­κὸς τοῦ ἀπαν­τᾶ μὲ ἀ­να­φο­ρὰ σὲ ἐν­το­λὲς τοῦ Λευ­ϊ­τι­κοῦ καὶ τοῦ Δευ­τε­ρο­νο­μί­ου: «Ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ρι­ον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σε­αυ­τόν». Ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ νο­μι­κοῦ ἦ­ταν ὀρ­θή, δι­ό­τι τὸ νὰ ἀ­γα­πή­σει κα­νεὶς τὸν Θε­ὸ ἐξ ὅ­λης τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του καὶ τὸν πλη­σί­ον του σὲ τέ­τοιο βαθ­μό, ὅ­πως ἀ­γα­πᾶ τὸν ἑ­αυ­τό του, εἶ­ναι ὄν­τως τὸ πλέ­ον ση­μαν­τι­κό.


Αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη, ὅ­μως, ἀ­πο­βαί­νει ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη μό­νο ὅ­ταν εἶ­ναι γνή­σι­α, ὅ­ταν δη­λα­δὴ δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ κά­ποιες μό­νο κα­τη­γο­ρί­ες ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ ἐ­κτεί­νε­ται θυ­σι­α­στι­κά, κα­τὰ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, πρὸς κά­θε ἄν­θρω­πο. Ὁ νο­μι­κός, ὅ­μως, κα­θὸ Ἰ­ου­δαῖ­ος, δὲν εἶ­χε αὐ­τὴ τὴν εὐ­ρεί­α ἀν­τί­λη­ψη γιὰ τὴ θυ­σι­α­στι­κὴ ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους˙ γιὰ τοὺς Ἑ­βραί­ους πλη­σί­ον ἦ­ταν μό­νο οἱ ὁ­μο­ε­θνεῖς καὶ οἱ ὁ­μό­πι­στοί τους καὶ κα­νέ­νας ἄλ­λος. Εἰ­δι­κὰ γιὰ τὴν τά­ξη τῶν Φα­ρι­σαί­ων ὁ φτω­χὸς καὶ ἀ­γράμ­μα­τος λα­ὸς δὲν ἦ­ταν οὔ­τε πλη­σί­ον οὔ­τε ὅ­μως καὶ ἄ­ξι­ος γιὰ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­γά­πη. Ἔ­τσι πε­ρι­ό­ρι­ζαν τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τους μό­νο σὲ αὐ­τοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Μὲ βά­ση αὐ­τὰ τὰ δε­δο­μέ­να κα­τα­νο­εῖ­ται καὶ ἡ πα­γί­δα τοῦ νο­μι­κοῦ, ὅ­που μί­α ἐν­δε­χό­με­νη ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ ἀν­τί­θε­τη μὲ τὰ δε­δο­μέ­να τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, θὰ πα­ρεῖ­χε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ τὸν κα­τη­γο­ρή­σουν.

Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χρι­στια­νούς, ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος, ὁ­μο­ε­θνὴς ἢ ἀλ­λο­ε­θνής, φί­λος ἢ ἐ­χθρός, εἶ­ναι πλη­σί­ον καὶ ἀ­δελ­φός μας. Ἐ­φό­σον μοι­ρα­ζό­μα­στε τὴν ἴ­δια ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ ἔ­χου­με τὸν Θε­ὸ ὡς Πα­τέ­ρα καὶ δη­μι­ουρ­γό, τό­τε εἴ­μα­στε ἀ­δέλ­φια. Ἑ­πο­μέ­νως ὀ­φεί­λου­με νὰ κοι­τά­ζου­με τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο ἀ­γα­πη­τι­κὰ καὶ σὲ πε­ρί­πτω­ση ἀ­νάγ­κης καὶ θλί­ψε­ως νὰ τεί­νου­με χεῖρα βο­η­θεί­ας, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως κό­που ἢ θυ­σι­ῶν ἢ δα­πα­νῶν. Κι­νη­τή­ρι­ος δύ­να­μη τῶν πρά­ξε­ών μας πρέ­πει νὰ εἶ­ναι μό­νο ἡ φι­λαν­θρω­πί­α καὶ στό­χος μας ἡ ἀ­να­κού­φι­ση ἀ­πὸ τὰ βά­σα­να καὶ τὶς ἀ­νάγ­κες, σω­μα­τι­κὲς ἢ ψυ­χι­κές, ὅ­σων ὑ­πο­φέ­ρουν.

Οἱ σω­μα­τι­κὰ ἀ­σθε­νεῖς εἴ­τε ἔ­χουν κά­ποιον νὰ τοὺς φρον­τί­σει εἴ­τε ὄ­χι, πάν­τα χρει­ά­ζον­ται τὴν ἐ­πί­σκε­ψή μας καὶ τὸν ἱ­λα­ρὸ τὸν λό­γο, τὴν πα­ρη­γο­ριά μας καὶ τὴν ἀ­να­κού­φι­ση ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ ἁ­πλὴ παρουσία μας κοντά τους. Ἐ­πι­πλέ­ον ὑ­πάρ­χουν οἱ φτω­χοί, αὐ­τοὶ ποὺ δὲν ἔ­χουν οὔ­τε τὴν ἀ­ναγ­καί­α κα­θη­με­ρι­νὴ τρο­φή. Καὶ εἶ­ναι ἀ­λή­θει­α ὅ­τι σή­με­ρα δὲν λεί­πουν αὐ­τοὶ ποὺ ἔ­χουν οἰ­κο­νο­μι­κὰ προ­βλή­μα­τα καὶ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν με­γά­λες δυ­σχέ­ρει­ες στὴ ζω­ή τους. Ὅ­λοι τοῦ­τοι πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πὸ ἐ­μᾶς τὴν ἀ­ναγ­καί­α βο­ή­θει­α. Ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἐ­ὰν ἔ­χου­με με­γά­λες οἰ­κο­νο­μι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες ἢ μι­κρές, τὸ θέ­μα εἶ­ναι ὅ­,τι μπο­ροῦ­με νὰ βο­η­θή­σου­με, ἔ­στω καὶ λί­γο. Ὁ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος ἄν­θρω­πος δὲν θέ­λει πολ­λὰ πράγ­μα­τα γιὰ νὰ ἀ­να­κου­φι­σθεῖ, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἀ­να­παύ­ε­ται μὲ τὴν πρά­ξη μας καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός. Ἡ βο­ή­θει­α καὶ ἡ πα­ρη­γο­ριὰ στὸν πά­σχον­τα θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τὸν Χρι­στὸ ὅ­τι γί­νον­ται στὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό του, ὅ­πως πο­λὺ πα­ρα­στα­τι­κὰ μᾶς τὸ γνω­στο­ποι­εῖ στὸ εὐ­αγ­γέ­λι­ο τῆς τε­λι­κῆς κρί­σης: «δεῦ­τε, οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι τοῦ πα­τρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν βα­σι­λεί­αν ἀ­πὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου· ἐ­πεί­να­σα γὰρ καὶ ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα καὶ ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην καὶ συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνὸς καὶ πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ἠ­σθέ­νη­σα καὶ ἐ­πε­σκέ­ψα­σθέ με, ἐν φυ­λα­κῇ ἤ­μην καὶ ἤλ­θε­τε πρός με». Τὴν ἴ­δια ἢ καὶ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­νάγ­κη ἔ­χουν καὶ αὐ­τοὶ ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν ἄλ­λου εἴ­δους προ­βλή­μα­τα. Ὅ­σοι δη­λα­δὴ τα­λαι­πω­ροῦν­ται ἀ­πὸ τὴν ποι­κί­λη ψυ­χι­κὴ ὀ­δύ­νη, ἡ ὁ­ποί­α προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὰ δι­ά­φο­ρα οἰ­κο­γε­νει­α­κὰ δρά­μα­τα, τὴν ἐ­χθρό­τη­τα, τὸ μῖ­σος, τὸν θά­να­το προ­σφι­λοῦς προ­σώ­που. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ τα­λαι­πω­ροῦν­ται ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς κα­τα­στά­σεις ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη πα­ρη­γο­ριᾶς, ἐ­νί­σχυ­σης, συμ­πα­ρά­στα­σης καὶ συμ­πό­νιας, ὥ­στε νὰ ἀ­πα­λυν­θεῖ ὁ πό­νος τους, νὰ μὴν πε­ρι­πέ­σουν σὲ κα­τά­θλι­ψη καὶ νὰ μὴν φτά­σουν στὴν ἀ­πελ­πι­σί­α.

Τέ­λος, ἂς θυ­μό­μα­στε ὅ­τι ἡ φι­λαν­θρω­πί­α, ἡ βο­ή­θει­α καὶ ἡ ἀ­γά­πη μας πρὸς τὸν πά­σης φύ­σε­ως πλη­σί­ον, εἶ­ναι ὁ μό­νος δρό­μος ποὺ ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὰ ἄ­νω, πρὸς τὴ σω­τη­ρί­α μας καὶ τὴν αἰ­ώ­νι­ο ζω­ή. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­λοι μας, κα­τὰ τὸ μέ­τρο τῶν δυ­νά­με­ών μας, πρέ­πει νὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἀ­να­κου­φί­σου­με ὅ­σους βρί­σκον­ται βυ­θι­σμέ­νοι στὸν πό­νο καὶ τὴν ἀ­νάγ­κη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου