ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ ΛΟΥΚΑ ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΕΡΒΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. ιζ΄ 12-19)
Ἕνα φοβερό θέαμα μᾶς παρουσίασε σήμερα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Δέκα
ἄνθρωποι παραμορφωμένοι, πληγωμένοι, δυστυχισμένοι, ἀποδιωγμένοι ἀπό τήν
ἀθεράπευτη γιά τήν ἐποχή λέπρα, ζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐνῶ
θεραπεύονται καί οἱ δέκα, μόνο ὁ ἕνας εὐχαριστεῖ καί εὐγνωμονεῖ τόν
εὐεργέτη του. Τότε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος πολλές φορές γεύθηκε τήν κακία
τῶν ἀνθρώπων χωρίς παράπονο, ἀφοῦ καί τό δρόμο τῆς θυσίας τόν ἐβάδισε
σιωπηλός, τώρα, μπροστά στήν ἀχαριστία, τούς ἐκφράζει τό παράπονό του.
Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς ἀναφέρει τό γεγονός ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «Καθώς ὁ
Χριστός ἔμπαινε σ’ ἕνα χωριό, τόν συνάντησαν δέκα λεπροί ἄνδρες, οἱ
ὁποίοι λόγω τῆς ἀρρώστειας τους στάθηκαν μακρυά καί φώναξαν δυνατά:
Ἰησοῦ διδάσκαλε, λυπήσου μας. Ὁ Χριστός ὅταν τούς εἶδε τούς εἶπε:
Πηγαίνετε νά δείξετε τούς ἑαυτούς σας στούς ἱερεῖς. Καί τήν ὥρα πού
πήγαιναν καθαρίστηκαν. Ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε,
γύρισε δοξάζοντας μέ φωνή μεγάλη τό Θεό καί ἔπεσε μπροστά στά πόδια τοῦ
Χριστοῦ, εὐχαριστῶντας τον˙ καί αὐτός ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ἀποκρίθηκε ὁ
Ἰησοῦς καί εἶπε: Μήπως δέν καθαρίστηκαν καί οἱ δέκα; Οἱ ἐννέα ποῦ
εἶναι; Δέν μποροῦσαν νά γυρίσουν καί νά δοξάσουν τό Θεό παρά μόνο
ἐτοῦτος ὁ ἀλλοεθνής; Καί τοῦ εἶπε: Σήκω καί πήγαινε˙ ἡ πίστη σου σέ
ἔσωσε».
Τό θαῦμα εἶχε γίνει. Μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ, πού τόν παρακαλοῦσαν,
καί οἱ δέκα θεραπεύθηκαν, καθαρίστηκαν ἀπό τήν λέπρα. Τήν ὥρα τοῦ πόνου
τόν ἱκέτευαν μέ ἐπιμονή καί οἱ δέκα: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς».
Τώρα πού δέχθηκαν τήν εὐεργεσία, μόνο ὁ ἕνας ἐπιστρέφει κοντά Του γιά νά
πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ. Οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα Τόν ξεχνοῦν, ἀφοῦ δέν ἔχουν πιά
τήν ἀνάγκη του.
Πόσες φορές στή ζωή μας ἐπαναλαμβάνουμε τήν τακτική τῶν ἐννέα ἀχαρίστων!
Τήν ὥρα τοῦ κινδύνου, τῆς ἀνάγκης, τῆς δοκιμασίας, θυμόμαστε τό Θεό.
Τόν ἀναζητοῦμε παντοῦ. Τόν ἱκετεύουμε νά μᾶς βοηθήσει νά νικήσουμε τόν
πόνο, νά ξεπεράσουμε μιά δοκιμασία, νά σηκωθοῦμε ἀπό τό κρεββάτι τῆς
ἀρρώστειας, νά ἐπιτύχουμε ἕνα σκοπό. Ἀπελπιζόμαστε, κλαῖμε, ἱκετεύουμε,
ὑψώνουμε τή φωνή μας˙ «Κύριε, λυπήσου μας, βάλε τό χέρι σου»! Σέ ὧρες
ἀτομικῆς περιπέτειας, οἰκογενειακῆς τραγωδίας, ἐθνικοῦ κινδύνου,
τρέχουμε στήν Ἐκκλησία, ἀναπέμπουμε τήν προσοχή μας θερμή, τοῦ
ὑποσχόμαστε νά διορθώσουμε τά λάθη μας. Ὅταν ὅμως ἔρθει ἡ ποθητή λύση,
ὅταν ὅλα πάρουν αἴσιο τέλος, ξεχνοῦμε τίς ὑποσχέσεις μας, φεύγουμε ἀπό
κοντά του καί ξαναγυρίζουμε στά ὑλικά μας συμφέροντα. Περιοριζόμαστε
ἴσως σ’ ἕνα ἁπλό «δόξα σοι ὁ Θεός», σάν ἀναστεναγμό ἀνακουφίσεως, παρά
σάν προσευχή δοξολογίας. Ὁ ἐκκλησιασμός τῆς Κυριακῆς μᾶς φαίνεται
περιττός, ἡ προσευχή χρόνος χαμένος, ἡ συμμετοχή στά μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας περιορισμός.
Καί ὅμως εἶναι ἐπιβαλλόμενο νά δοῦμε πῶς εὐχαρίστησε τόν εὐργέτη του ὁ
ἕνας, ὁ Σαμαρείτης, ὁ ὁποῖος μόλις διαπίστωσε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε
καί μέ φωνή μεγάλη δόξασε τό Θεό. Δέν στάθηκε νά δεῖ τί κάνουν οἱ ἄλλοι.
Αὐτός ἔβλεπε τό δικό του χρέος. Ἀμέσως μετά τό θαῦμα ἔτρεξε νά πέσει
στά πόδια τοῦ Εὐργέτη του.
Ἄς μή παρασυρόμαστε καί ἐμεῖς ἀπό τή συμπεριφορά τοῦ ἄλλου, ἔστω κι ἄν
εἶναι οἱ ἐννέα στούς δέκα. Ὁ καθένας μας ἔχει προσωπική εὐθύνη ἀπέναντι
στόν Εὐργέτη του καί δέν τόν ἀθωώνει ἡ ἀχαριστία τῶν πολλῶν.
Νά μήν ποῦμε: «Ἀργότερα, ἔχουμε καιρό». Ἡ εὐγνωμοσύνη πρός τό Χριστό
εἶναι γεγονός πρώτης προτεραιότητας. Ἴσως μερικοί ἀπό αὐτούς πού
θεραπεύθηκαν νά σκέφθηκαν ὅτι ἔπρεπε πρῶτα νά τακτοποιήσουν τήν
ἐπικύρωση τῆς θεραπείας τους καί μετά νά συναντήσουν τό Χριστό. Ὅμως
μέσα στή χαρά καί τήν εὐτυχία τους Τόν ξέχασαν. Ἡ ἀναβολή ἔγινε αἰτία νά
φανοῦν ἀχάριστοι.
Τήν εὐχαριστία καί τήν εὐγνωμοσύνη του ὁ ἕνας, ὁ εὐγνώμων λεπρός, τήν
ἐκδηλώνει μέ θερμότητα καί εἰλικρίνεια, μέ ὅλη του τήν ψυχή. Καί μεῖς
τήν εὐχαριστία μας πρός τόν Εὐεργέτη Κύριο νά τήν αἰσθανόμαστε σ’ ὅλο
της τό βάθος, τό «εὐχαριστῶ» μας νά εἶναι οὐσιαστικό καί ὄχι τυπικό καί
ἐπιφανειακό.
Οἱ εὐκαιρίες γιά νά μιμηθοῦμε τόν εὐγνώμονα λεπρό δέν λείπαν ποτέ.
Καθημερινά οἱ δωρεές τοῦ Θεοῦ σκορπίζονται πλούσιες, ὥστε τίς θεωροῦμε
αὐτονόητες, ὅπως τό καθημερινό μας ψωμί, τήν ὑγεία, τήν οἰκογενειακή
γαλήνη καί ἄλλες. Νά τίς σκεπτόμαστε συχνότερα καί τίς καθημερινές καί
τίς πιό ἰδιαίτερες καί μέ θερμή εὐγνωμοσύνη νά δοξολογοῦμε τό Θεό.
Τήν εὐγνωμοσύνη ὅμως πού ὀφείλουμε στό Θεό, πρέπει νά τήν ἐκδηλώνουμε
καί στό συνάνθρωπό μας πού μᾶς εὐεργετεῖ. Γιατί καί ἐδῶ πολλές φορές ἡ
ἀχαριστία ἔρχεται καί δηλητηριάζει τήν κοινωνική μας ζωή. Δυστυχῶς δέν
εἶναι ὑπερβολικός ὁ λόγος ὅτι «πίσω ἀπό κάθε εὐεργεσία βρίσκεται ἕνας
ἀχάριστος». Πολλοί ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν νά
δημιουργήσουν κάτι καλό στούς γύρω τους, γεύθηκαν τήν ἀχαριστία. Γονεῖς,
πού δούλεψαν καί πρόσφεραν τά πάντα στά παιδιά τους, δέχθηκαν ὡς
ἀντάλλαγμα τήν ἐγκατάλειψη. Ἐκπαιδευτικοί, πού ἀνάλωσαν τόν ἑαυτό τους
γιά νά μορφώσουν καί νά καλλιεργήσουν τούς μαθητές τους, δέχθηκαν τήν
προσβολή καί τή στέρηση. Ἐπιστήμονες, πού θυσίασαν ὑγεία καί ἀνέσεις γιά
νά ἀνακουφίσουν τόν ἀνθρώπινο πόνο καί νά βελτιώσουν τή ζωή τῶν
συνανθρώπων τους, δοκίμασαν τήν περιφρόνηση. Ἐκκλησιαστικοί καί ἐθνικοί
ἡγέτες, πού ἔχυσαν ἱδρῶτα καί πολέμησαν γιά τό καλό καί τήν πρόοδο τοῦ
λαοῦ τους, ἀντιμετώπισαν συκοφάντιση καί διασυρμό.
Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού διαπιστώνουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι μᾶς σέβονται,
μᾶς ἐκτιμοῦν καί μᾶς ὑπολογίζουν ὅταν ἔχουν τήν ἀνάγκη μας, ὅταν
ἐπιθυμοῦν νά ἐπιτύχουν κάτι μέ τή βοήθειά μας. Ὅταν ἐπιτύχουν αὐτό πού
θέλουν, εἶναι ἀμφίβολο ἄν θά μᾶς ποῦν ἕνα «εὐχαριστῶ». Ἡ ἀχαριστία εἶναι
ἁμάρτημα καί στιγματίζει τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι κόσμημα
καί στολίδι, γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ πλασμένου «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ.
Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου