Ιερόθεος Βλάχος, μητρ..: Η "ευχή" του Ιησού (Κυριακή ΙΒ΄ Λουκά)
«και αυτοί ήραν φωνήν λέγοντες. Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς»
(Λουκ. ιζ’, 13)
Απόδοση στα Νεοελληνικά
«και του φώναζαν δυνατά. Ιησού διδάσκαλε, ελέησέ μας»
(Λουκ. ιζ’13)
Οι δέκα λεπροί άνδρες μόλις
αντίκρυσαν τον Χριστό «ήραν φωνήν λέγοντες. Ιησού επιστάτα, ελέησον
ημάς», δηλαδή φώναξαν δυνατά: «Ιησού διδάσκαλε, λυπήσου μας».
Η μικρή αυτή ικεσία, όπως
φαίνεται στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, έχει μεγάλη δύναμη, γιατί
όταν λέγεται με πίστη ελκύει το έλεος του Θεού που απαλλάσσει τον
άνθρωπο από κάθε κακοδαιμονία.
Η
ικεσία των λεπρών είναι η αδιάλειπτη προσευχή της Εκκλησίας που την
ακούμε σε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία. Σε κάθε αίτηση του Ιερέως ο λαός
απαντά με το «Κύριε ελέησον». Εφ’ όσον και μεις είμαστε μέλη της
Εκκλησίας και πρέπει να αποκτήσουμε εκκλησιαστικό φρόνημα, που σημαίνει η
ζωή και το φρόνημα της Εκκλησίας να γίνει δική μας ζωή και δικό μας
φρόνημα, πρέπει η ικεσία αυτή να γίνει δική μας αδιάλειπτη προσευχή.
Μια μεγαλύτερη ανάπτυξη της
ικεσίας των λεπρών και της δεήσεως της Εκκλησίας είναι η λεγομένη «ευχή»
του Ιησού, δηλ. το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον
αμαρτωλόν», την οποίαν οι άγιοι Πατέρες παραγγέλουν να λέγομε συχνά, για
να απαλλαγούμε από την πνευματική μας λέπρα.
Η αξία της «ευχής»
είναι
ανυπολόγιστη, γιατί μέσα σε λίγες λέξεις συνδέεται στενά η ομολογία του
Θεανθρώπου με την ομολογία της αμαρτωλότητός μας και ακριβώς σ’ αυτόν
τον υπέροχο συνδυασμό βρίσκεται όλο το μακάριο πνεύμα της αγίας μας
Ορθοδοξίας.
Λέγοντας την «ευχή» ζούμε την
μακαρία κατάσταση της ταπεινώσεως, η οποία, κατά τον άγιο Μάξιμο,
συνίσταται στην διπλή γνώση. Την γνώση της δυνάμεως του Χριστού και την
γνώση της δικής μας αδυναμίας. Αντίθετα η άγνοια της δυνάμεως του
Χριστού και η άγνοια της δικής μας ασθενείας συνιστά την υπερηφάνεια.
Έτσι λοιπόν η άρνηση του Χριστού
ως Θεανθρώπου και η άγνοια της αμαρτωλότητός μας συνιστά αιρετική ζωή
και υπενθυμίζει την αιρετική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Δύση.
Πράγματι όλος ο δυτικός
πολιτισμός, παρά την λάμψη του και την εξωτερική του επιτυχία, είναι
αιρετικός, αφού στην βάση του είναι αυτολυτρωτικός και αυτοθεωτικός.
Επειδή αγνοεί την σωστική δύναμη του Θεανθρώπου και την αδυναμία του
ανθρώπου, ανατινάζει στον αέρα τις προϋποθέσεις της σωτηρίας, και θα
μπορούσε να λεχθεί ότι δημιουργεί την «εκ-σάρκωση» του Θεανθρώπου. Ακόμη
και η θρησκευτική ζωή του δυτικού ανθρώπου διακρίνεται για τα δύο αυτά
επικίνδυνα σημεία.
Γι’ αυτό με βεβαιότητα
τονίζουμε, πως λέγοντας την μικρή, αλλά «χαριτωμένη» αυτή ευχή ζούμε το
πνεύμα Ορθοδόξου Παραδόσεως και διαποτιζόμαστε από το ρεύμα της αιωνίου
ζωής. με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού» ομολογούμε την πίστη στον
Θεάνθρωπο και με το «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» ζητάμε, ως αμαρτωλοί,
από Αυτόν την σωτηρία.
Στην Ορθοδοξία, όπως φαίνεται στην «ευχή» αυτή, συνδέονται στενά
Η πίστη και η ζωή.
Γνωρίζουμε
καλά από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας, πως πίστη άεργος και
έργο άπιστο δεν λυτρώνουν τον άνθρωπο. Με την λέξη έργα δεν εννοούμε
απλώς τις εξωτερικές καλές πράξεις, αλλά την πνευματική ζωή, που είναι
καρπός του Αγίου Πνεύματος. Έτσι πια καταλαβαίνουμε, πως δεν μπορούμε να
πιστεύσουμε πραγματικά χωρίς την πνευματική ζωή. Χωρίς την Ορθόδοξη
Πίστη (όπως την παρέδωκαν οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες) δεν έχουμε
ακέραιη ζωή (ζωή μετανοίας, κοινωνία με τον Θεό) δεν μπορούμε να ζήσουμε
την ουσία της πίστεως, αφού τότε τα δόγματα απλώς ειδωλοποιούνται ή
ιδεολογικοποιούνται. Αυτό πάει να πει ότι όταν αλλοιώνεται η πίστη
αμέσως αλλοιώνεται και η ζωή. Επομένως είναι απαραίτητο να συνδέεται η
αληθινή ζωή με την αληθινή πίστη.
Η χρησιμοποίηση του μυστικού αυτού
όπλου
θα μεταμορφώσει όλη μας την ζωή. Η προσευχή είναι κατά τους Πατέρας
«θεοποιός αρετή» γιατί προετοιμάζει το έδαφος για να κατοικήσει μέσα μας
ο Θεός. Με την αδιάλειπτη προσευχή γίνεται ενοίκηση του Θεού και η
καρδιά μας γίνεται κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος.
Η σύντονος προσευχή «τας
σαρκικάς ορέξεις αναστέλλει και την πλεονεκτικήν αμβλύνει γνώμην και τον
τύφον καθαιρεί και τον φθόνον αναιρεί και τον θυμόν παιδαγωγεί και την
μνησικακίαν (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αντίθετα η απουσία της προσευχής
από την ζωή οδηγεί τον άνθρωπο στην αναλγησία, την οποίαν οι Πατέρες
ονομάζουν «πώρωση».
Να λέμε την «ευχή» το πρωί, το
βράδυ, και όποια άλλη ώρα της ημέρας μπορούμε, άλλοτε με τα χείλη,
άλλοτε με τον νου, άλλοτε με την καρδιά και τότε θα ελευθερωθούμε από
την πνευματική μας λέπρα, θα καταλάβουμε το ζωοπάροχο πνεύμα της
Ορθοδοξίας και θα αποκτήσουμε την σωτηρία μας.
Η «ευχή» του Ιησού δεν είναι έργο μόνον των μοναχών
Όλοι
μπορούν να αποκτήσουν εμπειρίες και να απολαύσουν τους θησαυρούς της.
Αυτό μας δείχνει η συνομιλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον
μοναχό Ιώβ και την αποκάλυψη που είχε ο τελευταίος. Δηλ. στην διδασκαλία
του αγίου Γρηγορίου, ότι όλοι μπορούν να προσεύχονται αδιαλείπτως ο
μοναχός Ιώβ αντέτεινε, ότι η αδιάλειπτη προσευχή είναι μόνον για τους
μοναχούς. Όμως σύμφωνα με την διήγηση του αγίου Φιλοθέου «αφού αναχώρησε
καθ’ ένας εις τα ίδια και εις την προσευχήν του, ο Θεός άνωθεν παρευθύς
κάμνει την κρίσιν των λόγων του Γρηγορίου, πέμποντας φιλανθρώπως
άγγελον ουρανόθεν προς τον γέροντα (Ιώβ), να τον διδάξει ως αμαθή εκείνα
οπού δεν έμαθε, και εις τον ίδιον καιρόν τάχα τιμώντας αντάμα με τα
λαληθέντα και τον Γρηγόριον. και λοιπόν φανείς εις τον γέροντα
προσευχόμενος, όλος φως ο θείος άγγελος τον λέγει «μην αμφιβάλλεις
παντελώς ω πρεσβύτα, διά τα προ ολίγου λαληθέντα, αλλά καθώς ο ιερός
Γρηγόριος είπε, τοιούτης λογής, και συ φρόνει και ομολόγει από του νυν».
Ας λέμε όποτε μπορούμε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου