Κυριακή Θ΄ Λουκά. Ερμηνεία Ευαγγελίου.
ΘΕΙΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄
(Λκ., ιβ, 16-21)
Εἶπεν ο Κύριος την παραβολὴν ταύτην·
ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων·
τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;
καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά·
ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.
εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων, ἐφώνει. Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω».
Σήμερα,
την ένατη Κυριακή του Ευαγγελιστή Λουκά, ακούσαμε, αγαπητοί μου
αδελφοί, μία παραβολή του Ιησού από το δωδέκατο κεφάλαιο, με
πρωταγωνιστή έναν πλούσιο άνθρωπο και κύριο θέμα τον πλούτο. Το ίδιο
θέμα μας απασχόλησε και τρεις Κυριακές πριν, με την παραβολή του
πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Η συχνή αναφορά του Ιησού στο Ευαγγέλιο
και ο τονισμός του θέματος του
πλούτου είναι ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία, καθώς αναφέρονται στη
σωτηρία του ανθρώπου και την αιώνια ζωή. Πρωταρχική προϋπόθεση, βέβαια,
για να κατανοήσει κάποιος το νόημα των παραβολών αυτών είναι η πίστη
στην αιώνια ζωή.
Προϋπόθεση
που δεν εκπληρούσε ο πλούσιος της σημερινής παραβολής. Η αγωνία του,
όταν κάποτε ευφόρησε ιδιαίτερα η γη του, ήταν τί να κάνει καθώς δεν είχε
πού να συγκεντρώσει τους καρπούς του. Και είπε, θα γκρεμίσω τις
αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες, για να συνάξω εκεί τα αγαθά μου
και να ησυχάσω. Θα έχω για πολλά έτη ό,τι χρειάζομαι, θα ξεκουράζομαι,
θα τρώω, θα πίνω και θα ευφραίνομαι. Τότε, όμως, του είπε ο Θεός:
ανόητε, σήμερα θα πεθάνεις, σε ποιόν θα ανήκουν όλα αυτά, που ετοίμασες;
Αυτά παθαίνει όποιος θησαυρίζει για τον εαυτό του και παραμελεί τον
κατά Θεόν πλούτο. Λέγοντας αυτά ο Ιησούς έκλεισε την παραβολή με τον
λόγο, ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω.
Η
παραπάνω παραβολή έχει πολλά να μας διδάξει σχετικά με τον πλούτο και
την σωτηρία μας. Ας εστιάσουμε όμως κατ’ ἀρχήν την προσοχή μας στο
μεγάλο λάθος του πλουσίου. Το λάθος αυτό ήταν ότι καθώς η ευφορία της
γης ήταν ευλογία από τον Θεό αυτός όφειλε να Τον δοξάσει και να Τον
ευχαριστήσει. Αυτός, όμως, πράττει το εντελώς αντίθετο. Λησμονεί τον
δημιουργό της κτίσεως, που χαρίζει την ευφορία της γης, γίνεται αγνώμων
και αχάριστος δούλος και περιχαρακώνεται στην απληστία και τον άκρατο
εγωϊσμό του. Αντί να δοξάσει τον Θεό και να μοιραστεί τα αγαθά που του
χάρισε με τους αναγκεμένους συνανθρώπους του, διαλογίζεται μοναχά τί να
τα κάνει τόσο πολλά αγαθά, που δεν χωράν στις αποθήκες του.
Κάνει
όμως και ακόμα ένα μεγάλο λάθος. Μιλά για τα γενήματα και τα αγαθά
κτητικά. Τα γενήματά μου και τα αγαθά μου. Ο άνθρωπος όμως που αγαπά
και, ιδιαίτερα, ο χριστιανός δεν μπορούν να θεωρούν τον πλούτο κτητικά,
ως ιδιοκτησία τους, αλλά ως μια ευλογία από τον Θεό, που οφείλουν να
διαχειριστούν με μοναδικό γνώμονα την αγάπη. Ο τυχόν πλούτος μας είναι
ένα δώρο του Θεού, που αν το διαχειριστούμε σωστά θα κληρονομήσουμε την
αιώνια ζωή, ενώ αν τον εκμεταλλευτούμε ιδιωτικά και εγωϊστικά μας
περιμένει η απώλεια.
Φτάνουμε
έτσι στο μεγαλύτερο από όλα τα άλλα λάθος του πλουσίου της παραβολής
μας. Νόμιζε ότι είναι αθάνατος. Μια και έχω για πολλά έτη αγαθά, ας
ξεκουραστώ, τρώγοντας, πίνοντας και ευφραινόμενος. Εδώ είναι ο
Παράδεισος εδώ είναι και η κόλαση, όπως λένε και σήμερα πολλοί ανόητοι.
Κι αν ακούγεται βαρύς ο χαρακτηρισμός, είναι ακριβώς ο λόγος του Θεού
στον πλούσιο: ανόητε τη σημερινή νύχτα θα πεθάνεις. Εδώ έπεσε έξω στους
υπολογισμούς του ο πλούσιος. Η έλλειψη πίστης στην αιώνια ζωή, τον
οδήγησε στην απόλυτη αλαζονεία και περιφρόνηση του Θεού. Είναι, ωστόσο,
αναντίρρητη αλήθεια ότι η στιγμή του θανάτου έρχεται για κάθε άνθρωπο,
πλούσιο ή πένητα, βασιλιά ή στρατιώτη, δίκαιο ή αμαρτωλό, όπως λέει ένας
πολύ διδακτικός ύμνος της νεκρώσιμης ακολουθίας.
Στο
σημείο αυτό, αξίζει να προσέξουμε ότι το πρότυπο του άφρονος πλουσίου
δεν είναι κάτι σπάνιο και στην εποχή μας. Άνθρωποι που συνάζουν αλόγιστα
πλούτη και περιουσίες, γενόμενοι ταυτόχρονα ανελεήμονες ή κάνουν και
κανένα καλό για να ησυχάζουν τις συνειδήσεις τους. Ο Θεός, όμως, θέλει
έλεον εν όλη καρδία, ως περίσσευμα της αγάπης μας και υστέρημα από τις
δυνατότητές μας. Όχι μοναχά τα ψιχία που πέφτουν από το τραπέζι μας ή τα
πράγματα που έχουμε για πέταμα, όπως συχνά κάνουμε. Άλλωστε η
ελεημοσύνη ως εκούσια πτωχεία είναι κατά Θεόν πλούτος, που χαρίζεται
εκατονταπλάσια στον ουρανό. Αντίθετα, αυτόν που θησαυρίζει στη γη για
τον εαυτό του και παραμελεί την εντολή της αγάπης, τον περιμένει φτώχεια
και μοναξιά στην άλλη ζωή, της οποίας την ύπαρξη όταν αμφισβητούμε,
αμφισβητούμε τον ίδιο τον Ιησού, που το βεβαίωσε πάρα πολλές φορές μέσα
στο Ευαγγέλιο.
Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου