Κυριακή ε' Λουκά
Ἦταν
ἕνας πλούσιος πού ζοῦσε καθημερινά τήν πολυτέλεια τοῦ πλούτου του
ἀπολαμβάνοντας τά ἀγαθά του χωρίς νά ἐνδιαφέρεται γιά τόν φτωχό, τόν
Λάζαρο, ὁ ὁποῖος καθόταν ἔξω ἀπό τήν πόρτα του γεμάτος πληγές.
Ἦλθε ὅμως ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καί γιά τούς δυό. Καί ὁ μέν πλούσιος
βασανιζόταν μέ τή μορφή τῆς δίψας ἐνῶ ὁ φτωχός ὁ Λάζαρος ἀπολάμβανε
στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ τήν χαρά πού εἶχε στερηθεῖ στήν ἐπίγεια ζωή
του.
Ὁ πλούσιος παρακαλεῖ τόν Ἀβραάμ καί νά ἀφήσει τόν Λάζαρο νά τόν
δροσερεύσει στά χείλη του καί στόν ἴδιον νά τοῦ ἐπιτρέψει νά ἐμφανισθεῖ
στούς δικούς του γιά νά πιστέψουν γιά τήν ὕπαρξη τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ὁ Ἀβραάμ ὅμως ἀρνεῖται λέγοντας ὅτι ὑπάρχει χάσμα μεταξύ αὐτοῦ καί
τοῦ Λαζάρου καί ὅτι ἐάν δέν ὑπάρχει ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς πρός τόν
Θεό, ἡ ἐμφάνιση ἀναστημένου νεκροῦ στούς ζῶντες δέν θά ὠφελήσει.
Ἀδελφοί μου, σήμερα ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή αὐτή τοῦ πλουσίου καί
τοῦ Λαζάρου ρίχνει ἄπλετο φῶς, στήν αἰώνια ζωή γεγονός πού ἔχει
ἀνυπολόγιστη ἀξία καί σημασία γιά μᾶς. Μᾶς ἀποκαλύπτει λοιπόν, ὄχι μόνο
τήν ὕπαρξη τῆς αἰώνιας ζωῆς ἀλλά καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦν οἱ
ψυχές τήν αἰώνια ζωή.
Ἔτσι ἀνάλογα μέ τόν τρόπο ζωῆς τους στήν ἐπίγεια ζωή ἄλλες
ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά της καί ἄλλες τά στεροῦνται γί’ αὐτό καί
βασανίζονται καί ὑποφέρουν. Ἑπομένως ὁ Κύριός μας ἀποκαλύπτει ὄχι δυό
τόπους ἀλλά δυό τρόπους τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὁ ἕνας εἶναι τῆς ἀπόλαυσης
τῶν ἀγαθῶν καί ὁ ἄλλος τῆς στερήσεως πού ἀποτελεῖ καί τή κόλαση.
Ἐκεῖνο ὅμως πού ἐντυπωσιάζει εἶναι ἡ ὕπαρξη ἑνός χάσματος ἀνάμεσα
στίς ψυχές πού ἀπολαμβάνουν καί στίς ψυχές ποῦ στεροῦνται. Τί εἶναι
ἄραγε αὐτό τό χάσμα;
Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας ἀπό μέρους
τῆς ψυχῆς ἀπέναντι στήν ἀγάπη καί τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὅσο
περισσότερο ἔντονη εἶναι αὐτή ἡ συναίσθηση τόσο καί ἡ ψυχή αἰσθάνεται
νά τή χωρίζει ἀπό τόν Θεό ἕνα χάσμα γιατί δέν τόν πίστευσε καί δέν τόν
ἀγάπησε.
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συναίσθησης εἶναι νά στερεῖται τή ζωή τοῦ Θεοῦ,
δηλαδή τή δόξα του καί τή μακαριότητά του καί νά μή μπορεῖ νά
ἐπικοινωνεῖ μέ τίς ψυχές τῶν πιστῶν καί τῶν δικαίων. Βλέπει ὁ πλούσιος
τόν Λάζαρο ἀλλά δέν ἀπευθύνεται σέ αὐτόν ἀλλά στόν Ἀβραάμ.
Πέραν ὅμως αὐτοῦ ἡ ἁμαρτωλή ψυχή ἐνῶ βλέπει καί ἀναγνωρίζει τούς
πιστούς καί τούς δικαίους πού ζοῦν τόν παράδεισο π.χ βλέπει ὁ πλούσιος
τόν Λάζαρο καί τόν Ἀβραάμ, ὅμως δέν μπορεῖ νά δεῖ καί νά ἀναγνωρίσει
τίς ἄλλες ἁμαρτωλές ψυχές. Δηλαδή δέν ἀναγνωρίζει ἡ μία τήν ἄλλη ὅπως
μας λέει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος γιατί εἶναι στερημένες αὐτῆς τῆς παραμυθίας
λέει ὁ Ι. Χρισόστομος. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μας λέει
ὅτι « αὐτό εἶναι τό αἰώνιο πῦρ καί ὁ ἀτελεύτητος σκώληκας»
Ἀντίθετα, οἱ ψυχές τῶν πιστῶν καί τῶν δικαίων ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν
ἄλλη γεγονός πού αὐξάνει τήν εὐφροσύνη τους «στούς σωζομένους ἔχει
δοθεῖ ἀπό τόν Θεό ἡ χάρη νά εἶναι μαζί καί νά συνευφραίνονταί» μας
τονίζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
Ἑπομένως χαρά καί εὐφροσύνη ἀποτελοῦν τόν παράδεισο, στέρηση καί
ἀφόρητη μοναξιά τήν κόλαση. Εἶναι λοιπόν ἤ δέν εἶναι ἀνυπολόγιστης
ἀξίας καί σημασίας γιά μᾶς ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου;
Ἀποκαλυπτική, διαφωτιστική, καί ἐνημερωτική.
Ἀδελφοί μου, ἕνας σεβάσμιος ἀσκητής διηγήθηκε σέ ἕνα ἀμελῆ μοναχό τό
ἑξῆς ὅραμά του. Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς τοῦ ἀνηρπάγη ὁ νοῦς του καί
εὑρέθηκε στήν αἰώνια ζωή. Σέ μία μεγάλη καί πολυάνθρωπη πόλη τῆς ὁποίας
τό κάλλος καί ἡ ἀρχιτεκτονική δέν μποροῦσαν νά περιγραφοῦν ἀπό τήν
ἀνθρώπινη σκέψη.
Τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἀναρίθμητο, στολισμένοι μέ λαμπρές
ἐνδυμασίες διαφόρων εἰδῶν καί χρωμάτων, ἐνῶ στίς κεφαλές τούς ἦταν
ἀδαμαντοστόλιστα στεφάνια. Μερικά ἦταν σάν τό κρύσταλλο, ἄλλα χρυσοειδή
καί ἄλλα μαργαροειδή.
Πλησίασε ὁ ἀσκητής ἕνα ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς καί τόν ἐρώτησε:
«Ποιό τό ὕψος τῆς ἀρετῆς σου στόν πρόσκαιρο κόσμο καί γιά τά ὁποία
τιμήθηκες ἐδῶ τόσο ὑπέρλαμπρα;»
«Ἐγώ ἀδελφέ μου ἤμουν φτωχός, ταλαίπωρος ἀσθενῆς καί χωλός ἀπό μικρή
ἡλικία. Ἐπειδή ὅμως ὑπέμενα καρτερικά καί ἀγόγγυστα τό καμίνι τῆς
φτώχιας μου καί τῆς μακρόχρονης ἀσθένειάς μου, ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά
ζῶ αὐτή τή δόξα καί λαμπρότητα πού βλέπεις».
Κατόπιν πῆγε σέ ἄλλον πού ὁ στέφανος τοῦ ἦταν ἀπό μαργαρίτες καί
ἄλλους πολύτιμους λίθους. Τοῦ ἔκανε τήν ἴδια ἐρώτηση καί ἐκεῖνος τοῦ
ἀπάντησε.
«Ἤμουν ἐπίσκοπος καί μέ θεῖο φόβο ἐκυβέρνησα τό ποίμνιό μου καί ὅλα
τά ἀρχιερατικά μου καθήκοντα καλῶς ἐτέλεσα, γί’ αὐτό καί ἦλθα μέ τή
χάρη τοῦ Θεοῦ σέ αὐτή τή χαρά καί εὐφροσύνη».
Μετά πῆγε σέ ἕνα ἄλλο πού φοροῦσε ἀργυροῦν στέφανο, τό πρόσωπό του
ἔλαμπε ἡ δέ ἐνδυμασία τοῦ ἦταν λευκή σάν τό χιόνι, τοῦ ἔκανε τήν ἴδια
ἐρώτηση καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε.
«Ἐγώ ἀδελφέ μου, ἤμουν λαϊκός ἄνθρωπος καί ἐξοικονομοῦσα τά τῆς ζωῆς
μου μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου μου. Ἔλαβα γυναίκα, ἀπέκτησα παιδιά, ὅσα
ὁ Θεός μου ἔδωσε, καί σέ ὅλη μου τήν ζωή δέν ἐγνώρισα ἄλλη γυναίκα. Δέν
ἐπείραξα κανένα, οὔτε ἀδίκησα, οὔτε ἐπίκρανα καί οὔτε ἐσυκοφάντησα.
Ἔκανα ἐλεημοσύνη ὅσο μποροῦσα καί δέν ἀπουσίαζα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τά
μυστήριά της, γί’ αὐτό καί ἡ ψυχή μου ἦλθε ἐδῶ καί ἀναπαύεται μαζί μέ
τούς δικαίους ὅπως βλέπεις».
Λοιπόν ἀδελφοί μου ἄς ἀποφασίσουμε νά ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Κύριος γιά
νά χαροῦμε κι ἐμεῖς τήν δόξα καί τήν εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου καί ὄχι
τή στέρηση καί τή μοναξιά τῆς κολάσεως. Καλή ἀπόφαση καί ὁ Κύριος νά
εἶναι βοηθός σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου