Κυριακή των Αγίων Πατέρων, Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Αποστ. Ανάγνωσμα: Τιτ. γ’ 8-15 (14-07-2024)
Αρχιμ. Αυγουστίνου Κκαρά
Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας προέρχεται από την προς Τίτον επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Τιτ. 3,8-15). Η επιλογή του συγκεκριμένου αναγνώσματος δεν είναι τυχαία, γιατί ο ποιμαντικός χαρακτήρας της επιστολής ταιριάζει απόλυτα προς τη μνήμη των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι υπήρξαν Ποιμένες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά στον Τίτο, Επίσκοπο Κρήτης, και κατεπέκταση σε όλους τους ποιμένες της Εκκλησίας, πώς να εργάζεται και να φροντίζει ποιμαντικά τους πιστούς ανθρώπους.
Το αποστολικό ανάγνωσμα αρχίζει με την φράση του Αποστόλου Παύλου «πιστός ο λόγος». Η έννοια του λόγου μέσα στην Αγία Γραφή λαμβάνει πολλές ερμηνείες που ξεκινούν από την έννοιά του ως λόγου διδασκαλίας και φθάνουν μέχρι τον υποστατικό Λόγου του Θεού, τον Ιησού Χριστό. Στους προηγηθέντες στίχους 4-7 της προς Τίτον επιστολής ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στο μυστήριο της θείας Οικονομίας, ενώ στο σημείο αυτό με τη χρήση του όρου «πιστός ο λόγος» επιβεβαιώνει όσα ανέφερε προηγουμένως. Στις Πράξεις των Αποστόλων γίνεται αναφορά περί «των λόγων του Κυρίου Ιησού» (Πράξ. 20,35) και το πιθανότερο είναι ότι η χρήση του όρου «λόγος» εδώ να έχει σχέση με τους λόγους αυτούς του Ιησού Χριστού. Δηλαδή μεταξύ των πρώτων χριστιανών κυκλοφορούσαν συλλογές χαρακτηριστικών λόγων του Κυρίου, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους ζωή. Ο Απόστολος Παύλος ζητά από τον πιστό μαθητή και ακόλουθό του Τίτο, να θεωρεί τα λόγια αυτά αξιόπιστα και να μιλά με βεβαιότητα γι΄ αυτά. Ο λόγος του Θεού είναι αληθινός και αναλλοίωτος μέσα στους αιώνες, γι΄ αυτό και η σωτηρία των ανθρώπων στηρίζεται στην ακλόνητη αποδοχή της αξιοπιστίας του λόγου του Θεού. Ο πιστός άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να πειστεί για να αποδεχτεί το λόγο του Θεού, απλά αποδέχεται την αξιοπιστία του λόγου του Θεού χωρίς καμία προϋπόθεση ή απόδειξη.
Ο Απόστολος Παύλος ζητά από τον Τίτο να μιλά με βεβαιότητα για την αξιοπιστία του Ευαγγελίου, ώστε να οδηγηθεί στη μαρτυρία της αγάπης: «ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τω Θεώ». Ο κάθε άνθρωπος που αποδέχεται το λόγο του Θεού θα έχει ως φυσικό έργο στη ζωή του να πρωτοστατεί σε έργα αγάπης. Τα καλά έργα που αποτελούν κύριο μέλημα της χριστιανικής ζωής είναι «καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις», έχουν δηλαδή διπλή ωφέλεια. Είναι ωφέλιμα καταρχήν γι΄ αυτούς που τα πράττουν, γιατί έτσι δεν μένουν μόνο στη θεωρία και στην απλή αποδοχή του λόγου του Θεού, αλλά προχωρούν και στην έμπρακτη εφαρμογή του και επομένως ελκύουν το έλεος του Θεού. Και είναι και ωφέλιμα σ΄ εκείνους για χάρη των οποίων τα πράττουν, γιατί έτσι απαλύνουν τον πόνο και την ταλαιπωρία τους.
Στη συνέχεια ο Απόστολος Παύλος, αφού υποδεικνύει στον Τίτο τι πρέπει να επιδιώκει, του συνιστά και τι να αποφεύγει: «μωράς δε ζητήσεις και γενεαλογίας και έρεις και μάχας νομικάς περιΐστασο• εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι». Είναι οι άσκοπες αναζητήσεις σε διάφορους γενεαλογικούς καταλόγους που άρεσε ιδιαίτερα στους Ιουδαίους να συντάσσουν. Παρόμοια προτροπή απευθύνει ο Απόστολος Παύλος και στο μαθητή του Τιμόθεο: «μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράντοις αίτινες ζητήσεις παρέχουσι μάλλον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει» (Α΄ Τιμοθ. 1,4). Οι αναζητήσεις αυτές προκαλούσαν επιπλέον και συγκρούσεις και διαμάχες μεταξύ των συνομιλητών για τη σημασία ή την ισχύ διαφόρων διατάξεων του Μωσαϊκού νόμου. Όλα αυτά πρέπει να αποφεύγονται γιατί είναι ανώφελα και μάταια πράγματα.
Κατόπιν ο Απόστολος Παύλος γίνεται πιο συγκεκριμένος και τονίζει την στάση που οφείλει ο Τίτος να τηρεί απέναντι στους αιρετικούς. Ο αιρετικός άνθρωπος είναι εκείνος που φρονεί και πιστεύει κάτι το διαφορετικό από εκείνο που η Εκκλησία διδάσκει. Εκείνος που κάνει αυτή την επιλογή, θέτει τον εαυτό του εκτός της εκκλησιαστικής κοινότητας. Χρέος λοιπόν του Τίτου και κατεπέκταση κάθε ποιμένα είναι να νουθετήσει τον αιρετικό μια και δυο φορές. Η νουθεσία δεν περιορίζεται στην απλή προτροπή, αλλά λαμβάνει μια ευρύτερη σημασία και καθίσταται έργο πατρικής αγάπης, μέριμνας και ποιμαντικής φροντίδας που θα έχει ως στόχο να συνειδητοποιήσει ο αιρετικός την παρεκτροπή του και να επιστρέψει στην ορθή πίστη. Αν παρά την ευγενή προσπάθεια και μέριμνα του ποιμένα ο αιρετικός παραμένει αμετακίνητος στις απόψεις του, τότε δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια από την εγκατάλειψη και την «παραίτηση» κάθε προσπάθειας. Και αυτό είναι επιβεβλημένο για τους ποιμένες γιατί η εμμονή του αιρετικού στην πλάνη αποδεικνύει ότι: «εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάρκριτος». Η χειρότερη αμαρτία είναι η αίρεση γιατί οδηγεί στην οριστική, αν δεν υπάρξει μετάνοια και επιστροφή, διακοπή της κοινωνίας με την Εκκλησία.
Στη ζωή του πιστού ανθρώπου δεν επαρκεί μόνο η θεωρία, χρειάζεται απαραίτητα και η πράξη. Η πράξη είναι εκείνη που ενσαρκώνει τη θεωρία και μετατρέπει την πίστη σε έμπρακτη μαρτυρία αγάπης. Βέβαια η οδός της σωτηρίας είναι η πίστη, η τήρηση του θελήματος του Θεού: «ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ΄ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 7,21). Ταυτόχρονα η πίστη δεν μπορεί να είναι μια θεωρητική προσέγγιση, μια απλή αποδοχή ορισμένων αληθειών, αλλά μια ζωντανή μαρτυρία που δίνει ο πιστός άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή. Μια πίστη, όσο θερμή και αν είναι, χωρίς έργα παραμένει χολή: «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι», τονίζει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Ιάκωβος ο αδελφόθεος (Ιακ. 2,20). Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο Απόστολος Παύλος, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του δέντρου: «ίνα μη ώσιν άκαρποι». Η αξία του δέντρου καθορίζεται από τους καρπούς του, έτσι και η αξία του χριστιανού καθορίζεται από τα καλά του έργα. Χριστιανοί χωρίς καλά έργα είναι δέντρα άκαρπα. Στο σημείο αυτό ο Απόστολος Παύλος κάνει και μια ερμηνευτική προσέγγιση στην παραβολή του Σπορέως. Οι Πατέρες ως ποιμένες της Εκκλησίας είναι οι κατεξοχήν σπορείς του λόγου του Θεού και ο λόγος του Θεού καρποφορεί ανάλογα με την πρόθεση και διάθεση του καθενός. Έτσι κατά την παραβολή ο σπόρος, δηλαδή ο λόγος του Θεού σε κάθε περίπτωση «εδίδου καρπόν αναβαίνοντα και αυξάνοντα, και έφερεν εν τριάκοντα και εν εξήκοντα και εν εκατόν» (Μαρκ. 4,8). Τα καλά έργα είναι ακριβώς η καρποφορία της πίστης κάθε ανθρώπου.
Τα καλά έργα είναι ο καρπός της πίστης και ο Απόστολος Παύλος τα χαρακτηρίζει «καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις». Κατά μία άλλη ερμηνεία το «καλά» σημαίνει αρεστά στο Θεό. Ο Θεός ευαρεστείται όταν ο πιστός άνθρωπος δίνει μαρτυρία αγάπης, όταν διακονεί στο όνομα του Ιησού Χριστού τον πάσχοντα και εμπερίστατο αδελφό του. Το μήνυμα αυτό είναι επίκαιρο όσον ποτέ άλλοτε, καθώς οι ανάγκες των ανθρώπων πληθαίνουν καθημερινά και αυξάνουν ανησυχιτικά. Οι πιστοί άνθρωποι καλούνται να δώσουν τη μαρτυρία της αγάπης και της θυσίας του Ιησού Χριστού. Βεβαίως τα καλά έργα δεν είναι μόνο οι φιλανθρωπίες και οι οικονομικές βοήθειες. Καλά έργα είναι και ένας λόγος παρηγορίας προς τους πονεμένους, τους ασθενείς, τους θλιβομένους, τους εμπερίστατους αδελφούς. Η οικονομική κρίση του σήμερα λαμβάνει και μια άλλη κατεξοχήν πνευματική διάσταση και αποτελεί μια πρόκληση και πρόσκληση για τους χριστιανούς. Καλούμαστε όλοι στο όνομα του Ιησού Χριστού να δώσουμε στο σύγχρονο κόσμο μας τη μαρτυρία της αγάπης, των καλών έργων, της πίστης και της ελπίδας στον αληθινό Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου