Κυριακή των Αγίων Πατέρων, Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Αποστ. Ανάγνωσμα: Τιτ. γ’ 8-15 (16-07-2023)
Αρχιμ. Επιφανίου Παπαντωνίου
Ξεφυλλίζοντας προσεκτικά το εορτολόγιο της Εκκλησίας μας, θα παρατηρήσουμε ότι τρεις Κυριακές το χρόνο είναι αφιερωμένες στη τιμή των αγίων Πατέρων, των Επισκόπων δηλαδή, που συγκρότησαν τις επτά Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίοι με τη θεολογία τους, τη βιωματική εμπειρία τους και την αγιότητα της ζωής τους κατόρθωσαν να κατατροπώσουν τις διάφορες αιρέσεις, να περιφρουρήσουν την ορθόδοξη πίστη και να διατυπώσουν τα δόγματα και τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας.
Η πρώτη, είναι η έβδομη Κυριακή από το Πάσχα (μετά την εορτή της Αναλήψεως), που είναι αφιερωμένη στους τριακόσιους δεκαοκτώ Πατέρες , οι οποίοι συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ και η οποία καταδίκασε τον Άρειο, ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός είναι κτίσμα και όχι Θεός.
Η δεύτερη, είναι μια Κυριακή του μηνός Ιουλίου και συγκεκριμένα αυτή που θα συμπέσει στις 13 Ιουλίου, ή η πρώτη μετά από την ημερομηνία αυτή. Αυτή η Κυριακή είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Πατέρων, που συγκρότησαν τις έξι πρώτες Οικουμενικές Συνόδους. Ειδικότερα όμως αυτή τη μέρα γιορτάζουμε τους πατέρες της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου, η οποία εξέδωσε όρο δογματικό περί της υποστατικής ενώσεως (ένωση σ’ ένα πρόσωπο, σε μια υπόσταση) των δύο εν Χριστώ φύσεων «αχωρίστως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και ασυγχύτως» και καταδίκασε τον Ευτυχή ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός είχε μόνο μία φύση την θεία (η αίρεση μονοφυσιτισμού). Η ανθρώπινη φύση έλεγε ο Ευτυχής, απορροφήθηκε από την θεία και επομένως ο Χριστός υπήρξε μόνο Θεός και φαινομενικώς άνθρωπος.
Η τρίτη Κυριακή είναι μέσα στο μήνα Οκτώβριο και συγκεκριμένα αυτή που θα συμπέσει στις 11 του μηνός ή η πρώτη μετά την ημερομηνία αυτή, η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Πατέρων της Ζ΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 787 μ.Χ. όταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο άγιος Ταράσιος και στον αυτοκρατορικό θρόνο βρισκόταν η Ειρήνη η Αθηναία, ως επίτροπος του γιου της Κωνσταντίνου του Στ΄.
Με την καθιέρωση αυτή, η Εκκλησία αποδίδει την προσήκουσα τιμή στους Αγίους Πατέρες. Εκτός από τους επισκόπους, είναι και άλλοι στη Εκκλησία ιεροί άνδρες, πρεσβύτεροι, διάκονοι, ακόμα και απλοί μοναχοί που ξεχωρίζουν για την ορθόδοξη διδασκαλία και για την αγιότητα του βίου τους- θεωρούνται κι αυτοί πατέρες της Εκκλησίας.
Το αποστολικό ανάγνωσμα της πρώτης Κυριακής (Α΄ Οικ. Σύνοδος) είναι παρμένο από τις Πράξεις των Αποστόλων (Πράξ. 20. 16-18, 28-36). Το αποστολικό ανάγνωσμα των άλλων δυο Κυριακών είναι το ίδιο και είναι παρμένο από την προς Τίτον επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Τιτ. 3,8-15). Η επιστολή αυτή μαζί με τις δύο επιστολές προς Τιμόθεο διαφέρουν από τις υπόλοιπες επιστολές του αποστόλου Παύλου σε δύο σημεία: α) δεν απευθύνονται προς Εκκλησίες αλλά προς συγκεκριμένα πρόσωπα και β) τα θέματα με τα οποία ασχολούνται έχουν να κάνουν με τους ποιμένες και το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό ονομάζονται και ποιμαντικές επιστολές. Η επιλογή λοιπόν του συγκεκριμένου αναγνώσματος δεν είναι τυχαία, γιατί ο ποιμαντικός χαρακτήρας της επιστολής ταιριάζει απόλυτα προς τη μνήμη των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι υπήρξαν ποιμένες της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά στον Τίτο, Επίσκοπο Κρήτης, και κατ΄ επέκταση σε όλους τους ποιμένες της Εκκλησίας, πώς να εργάζονται και να φροντίζουν ποιμαντικά τους πιστούς ανθρώπους.
Κύριο θέμα της περικοπής είναι η προτροπή για καλά έργα. Με πολύ απλές προτάσεις μας δείχνει πως συνδέεται η πίστη με την καθημερινή πράξη. Δύο βασικά στοιχεία ζητά ο απόστολος Παύλος όχι μόνο από τον μαθητή του Τίτο άλλα και από κάθε πιστό της Εκκλησίας, και ιδιαίτερα όσους κατέχουν εξουσίες: τα καλά έργα και τα ωφέλιμα λόγια. Και μάλιστα σε μια εποχή όπως η σημερινή, που οι άνθρωποι έχουν κουραστεί από τα πολλά λόγια που δεν έχουν αντίκρισμα, αυτή η προτροπή είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρη, θέτοντας τον καθένα ξεχωριστά προ των ευθυνών του. Επηρεασμένοι από το πνεύμα της εποχής, λέμε λόγια, χωρίς να κάνουμε έργα. Εύκολα κρίνουμε, δύσκολα θέλουμε να κουραστούμε και να εργασθούμε σε έργα αγάπης και διακονίας. Ο θεόπνευστος Απόστολος όμως, μας ζητά ακριβώς το αντίθετο: λίγα λόγια και πολλά έργα. «Αφήστε τις ατελείωτες συζητήσεις για πράγματα ανούσια ή και αμαρτωλά, και πρωτοστατήστε των καλών έργων». Να τα επιτελούμε όχι αναγκαστικά, αλλά με ζήλο και αυταπάρνηση. Χωρίς να περιμένουμε όσους έχουν ανάγκη, να ζητήσουν τη βοήθεια μας. Αλλά να επιζητούμε οι ίδιοι ευκαιρίες. Κάποιοι υποφέρουν, άλλοι πεινούν, κάποιοι ανήμποροι θέλουν συμπαράσταση, κάποιοι μοναχικοί την παρηγοριά μας. Άλλοι απογοητεύονται στις μακροχρόνιες αρρώστιες τους και άλλοι απελπίζονται από τα βάσανα της ζωής. Να ψάξουμε να βρούμε τους ανθρώπους που χρειάζονται την αγάπη και τη στήριξη μας. Έτσι θα πλουτίσει η ζωή μας με καρπούς αρετής και θα πλημμυρίσει η καρδιά μας από ειρήνη και ανάπαυση.
Προχωρώντας πιο κάτω στην επιστολή του ο Απόστολος Παύλος μας προτρέπει στην αποφυγή των ανόητων συζητήσεων και την ενασχόληση μας με διάφορους γενεαλογικούς καταλόγους, καθώς και με διαμάχες γύρω από το Νόμο. Η ενασχόληση με αυτές τις συζητήσεις προκαλούσε συγκρούσεις μεταξύ των ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτές. Παρόμοια προτροπή απευθύνει ο Απόστολος Παύλος και προς το μαθητή του Τιμόθεο: «μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράντοις, αίτινες ζητήσεις παρέχουσι μάλλον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει» (Α΄ Τιμοθ. 1, 4). Η ενασχόληση με αυτά τα ζητήματα αποτελεί καθαρή ματαιοπονία η οποία όχι μόνο δεν ωφελεί αυτούς που συμμετέχουν, αλλά και τους ζημιώνει. Τους ζημιώνει, γιατί τους ρίχνει στο πάθος της αργολογίας, οδηγώντας τους στη ραθυμία και την ακηδία στα πνευματικά. Δεν τους αφήνει να αναπτυχθούν πνευματικά και να καλλιεργήσουν τις πνευματικές αρετές.
Κατόπιν ο απόστολος Παύλος τονίζει προς το μαθητή του Τίτο τη στάση που πρέπει να έχει ως ποιμένας απέναντι στους αιρετικούς. «αιρετικόν άνθρωπον, μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (στ.10). Συμβουλή με βαθύτατο περιεχόμενο. Οι αιρετικοί, από ανέκαθεν ήταν επικίνδυνοι. Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τους αιρετικούς σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: είναι εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα σ’ ένα αιρετικό περιβάλλον. Οι άνθρωποι αυτοί αν έχουν καλή προαίρεση θα τους δώσει ο Θεός την ευκαιρία ν’ ανανήψουν, και σύμφωνα με τις ευχές που διαβάζουμε τη Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου ζητώντας από το Θεό «να επανάγει τους πεπλανημένους», να επανέλθουν στη ορθή πίστη. Η δεύτερη κατηγορία είναι των ημιμαθών, των ανθρώπων εκείνων που αγνοούν τις αλήθειες του ευαγγελίου, κι επομένως προσηλώνονται στους αιρετικούς, οι οποίοι διαστρεβλώνουν τα λόγια της Αγίας Γραφής και του Ευαγγελίου. Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία των εσκεμμένα διαστρεβλωτών του λόγου του Θεού και της αλήθειας. Σ’ αυτή τη κατηγορία κατατάσσονται άνθρωποι που επειδή ο Θεός τους έδωσε μερικά χαρίσματα λόγου χάρη εξυπνάδα, ευστροφία κ.α σκέφτηκαν ότι μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα και να εξηγήσουν τα πάντα. Έτσι ενώ δέχτηκαν αυτά τα δώρα του Θεού, τα οικειοποιήθηκαν και στη συνέχεια πίστεψαν ότι είναι δική τους ενέργεια. Γι’ αυτό και ο Απόστολος συνιστά να είμαστε πολύ προσεκτικοί απέναντι όσων αντιστρατεύονται την ορθή διδασκαλία. Και αυτό, διότι και τότε οι άνθρωποι αυτοί δημιουργούσαν σκάνδαλα και διαιρέσεις στην Εκκλησία, και σήμερα νοθεύουν με δικές τους επινοήσεις και με αποκυήματα της φαντασία τους, την ορθή αποστολική πίστη.
Χρέος κάθε ποιμένα είναι να νουθετήσει τον αιρετικό άνθρωπο μια και δύο φορές προς την ορθή πίστη. Αν δεν πεισθεί και παραμείνει αμετακίνητος στις αιρετικές του απόψεις, τότε πρέπει να παραιτηθεί ο ποιμένας από αυτή του την προσπάθεια και να τον αφήσει. Αυτό δεν το κάνει ο ποιμένας γιατί έχει βαρεθεί να του λεει την αλήθεια, αλλά το κάνει επειδή η άρνηση του να δεχθεί την αλήθεια και να επιστρέψει στην ορθή πίστη φανερώνει την πώρωση και τη διαστροφή, αλλά και το υπερήφανο πνεύμα από το οποίο είναι κυριευμένος ο αιρετικός. Η αίρεση αποτελεί τη χειρότερη αμαρτία, γιατί οδηγεί τον αιρετικό άνθρωπο, αν δεν μετανοήσει, στον πνευματικό θάνατο, που είναι η αποκοπή του από το σώμα της Εκκλησίας. Αν εμβαθύνουμε στην ουσία της προτροπής, βλέπουμε πράγματι ότι οι αιρετικοί κατά κανόνα, δεν μετανοούν. Και αυτή η αμετανοησία, οφείλεται διότι συσκοτίζεται ο νους τους από τον εωσφορικό εγωισμό, ο οποίος και λειτουργεί διασπαστικά για την όλη προσωπικότητα. Αποτέλεσμα είναι το να μη μπορούν κατ’ αρχή να δουν και να αντιληφθούν την πλάνη τους, και στην συνέχεια να ζητήσουν την θεραπεία από την Εκκλησία, που στην περίπτωση αυτή λειτουργεί ως πνευματικό «κέντρο υγείας» και κατόπιν ως ασφαλές θεραπευτήριο, αποκαθιστώντας τελείως την πνευματική υγεία στην όλη ύπαρξη του ανθρώπου.
Πιστός ο λόγος του Θεού λοιπόν, αληθινός, αξιόπιστος, γι’ αυτό και μπορεί να γίνει αποδεκτός. Όταν η πλάνη και η αμαρτία είναι αποτέλεσμα άγνοιας και λήθης του Θεού, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες ν’ αναστραφεί και ν’ αποκατασταθεί η αλήθεια. Αρκεί να υπάρχει διάθεση και πρόθεση. Από τη άλλη πλευρά το κριτήριο της πνευματικότητας, και της γνησιότητας της πίστης μας είναι τα έργα μας. Τα καλά έργα είναι ο καρπός της πίστης και ο Απόστολος Παύλος τα χαρακτηρίζει «καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις». Κατά μία άλλη ερμηνεία το «καλά» σημαίνει αρεστά στο Θεό. Ο Θεός ευαρεστείται όταν ο πιστός άνθρωπος δίνει μαρτυρία αγάπης, όταν διακονεί στο όνομα του Ιησού Χριστού τον πάσχοντα και εμπερίστατο αδελφό του. Όταν γίνονται μέσα στη σιωπή και στην ανωνυμία της αγάπης, είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος που «βασιλεύει» μέσα μας. Όταν αντίθετα αποβλέπουν σε διευθέτηση σκοπιμοτήτων, στερούνται της σφραγίδας του Πνεύματος και φανερώνουν την σκοτεινότητα και ακαταστασία της καρδιάς μας. Καλούμαστε όλοι στο όνομα του Ιησού Χριστού να δώσουμε στο σύγχρονο κόσμο μας τη μαρτυρία της αγάπης, των καλών έργων, της πίστης και της ελπίδας στο Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου