ΚΥΡΙΑΚΗ Η ́ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Στό σημερινό εὐαγγέλιο οἱ ἄνθρωποι πεινοῦν καί ὁ Χριστός διδάσκει καί προσεύχεται. Ἡ αἰώνια κατηγορία γιά τό Χριστό καί τόν χριστιανισμό ἠχεῖ στεντόρεια καί πάλι. Νοιάζονται μόνο γιά τήν .... ἄλλη ζωή καί ξεχνοῦν τήν ἐδῶ ζωή. Μία ἐπιπόλαιη κατηγορία βασισμένη στόν λανθασμένο δυαλισμό τῆς ἐκεῖ ζωῆς καί τῆς ἐδῶ ζωῆς – ἡ ζωή εἶναι μία καί ἑνιαία καί ἐδῶ καί ἐκεῖ. Ἡ κατηγορία αὐτή δέν θέλει νά ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ χωρίς σωστή ἀξιολόγηση τῶν πρόσκαιρων καί τῶν μόνιμων δέν γίνεται νά νιώθει ἄνθρωπος “χορτάτος”. Ὅτι ὅπως λέει ὁ Χριστός «δέν ζεῖ κανείς μονάχα μέ ψωμί» (Λουκ. 4, 4). Ὅτι ἄν ὅλη τή μέρα ἐξαντλεῖσαι κοπιάζοντας γιά τό ψωμί καί ἐπιστρέφεις σέ ἕνα περιβάλλον ἀπαίσιο καί ψυχικά ὀδυνηρό ὅπου κανένας δέν σέ κατανοεῖ οὔτε σέ ἀγαπάει ἄραγε συνεχίζεις νά ἐπιμένεις ὅτι τό μόνο ποῦ χρειάζεσαι γιά νά ζήσεις εἶναι τό ψωμί;
Ἀπό τήν ἄλλη ὅταν οἱ μαθητές λένε στό Χριστό ὅτι οἱ ἄνθρωποι πεινοῦν ὁ Χριστός τούς ἁπαντά «δῶστε τούς ἐσεῖς νά φᾶνε». Καί ὅταν ἐκεῖνοι τοῦ ἀντιλέγουν ὅτι ἔχουν ἐλάχιστα, ὁ Χριστός τούς ἐξηγεῖ καί τούς ἐπεξηγεῖ ἐν τῇ πράξει ὅτι «Ἐγώ αὐξάνω αὐτά πού ἐσεῖς δίνετε...».
Μ’ αὐτή τήν κίνηση μᾶς μαθαίνει ὅτι ὑπάρχει ψωμί πού χορταίνει τήν πείνα τῆς κοιλιᾶς καί ψωμί πού χορταίνει τήν πείνα τῆς καρδιᾶς. Ψωμί πού τρέφει καί εἶναι γιά τό σῶμα καί “ψωμί” πού εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν καρδιά.
Χωρίς τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει οὔτε καί νά ζήσει «ἔστω καί ἐάν ὅλα γύρω του εἶναι ψωμιά», ὅπως γράφει ὁ μεγαλοφυής Ντοστογιέφσκι.
Ἀκόμα καί στίς καθημερινές ἀνθρώπινες σχέσεις κάτι τέτοιο εἶναι κοινός τόπος πού τόν περιγράφει ὄμορφα ἡ παροιμία: «Τά λόγια σου μέ χόρτασαν καί τό ψωμί σου φά’το».
Ἡ ὑγιής πορεία εἶναι νά χορτάσει πρῶτα ἡ ψυχή μας καί μετά νά χορτάσει τό σῶμα.
Χωρίς τό πρῶτο τό δεύτερο εἶναι λειψό καί ἀνεπαρκές. Βεβαίως ὅταν τοῦ διπλανοῦ μας λείπει τό ψωμί τότε τό οὐσιαστικότερο γιά μᾶς τούς χριστιανούς εἶναι νά μποροῦμε νά ἐξασφαλίσουμε τό ψωμί τοῦ πλησίον μας.
Εἶναι τό πνευματικότερο θέμα χωρίς τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά τό ψωμί τῆς “ψυχῆς”.
Μετά τό τέλος τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στούς δρόμους τῆς Γερμανίας περιφερόντουσαν πλῆθος ὀρφανά παιδιά ταλαιπωρημένα “θύματα” τῆς τραγωδίας καί τῆς παράνοιας τοῦ πολέμου. Ὁ Ἐρυθρός Σταυρός συγκέντρωσε καί περιέθαλψε σέ ἱδρύματα τά παιδιά αὐτά. Ἔκπληκτοι οἱ ὑπεύθυνοι διαπίστωσαν ὅτι τά παιδιά αὐτά ξυπνοῦσαν μέσα στή νύχτα καί οὐρλίαζαν ἀπό φόβο. Τό θεώρησαν φυσική ἀπόρροια ὅλων ὅσων εἶχαν ζήσει στή διάρκεια τοῦ πολέμου φώναξαν λοιπόν γιατρούς καί ψυχολόγους γιά νά ἐξετάσουν τά παιδιά. Ἡ διάγνωση ἔλεγε ὅτι τά παιδιά αὐτά τά συνεῖχε ὁ φόβος τοῦ θανάτου ἀπό πείνα πράγμα πού τή νύχτα ἐντείνονταν. Συνέβαινε ἐκεῖνο πού ὁ προφήτης λέει «οὐκ ἐβόησαν πρός μέ αἵ καρδίαι αὐτῶν, ἀλλ’ ἡ ὠλόλυζον ἐν ταῖς κοίταις αὐτῶν ἐπί σίτω καί οἴνω, κατετέμνοντο» (Ὠσ. 7, 14).
Δηλαδή, «δέν ἀπευθύνονταν πρός ἐμένα μέ τήν καρδιά τούς ἀλλά ἔκλαιγαν αὐτοοικτιρόμενοι στά κρεβάτια τους. Κατέκοπταν ἐκτονωτικά τίς σάρκες τούς ἔχοντας “στερητικό σύνδρομο” γιά ψωμί καί κρασί».
Καί προτάθηκε ὡς λύση νά δοθεῖ στά χέρια κάθε παιδιοῦ ἕνα καρβέλι ψωμί ὥστε νά κοιμηθεῖ μ’ αὐτό μόνο ἔτσι ἡσύχαζε ἡ καρδιά τους ἐπειδή ἡ κοιλιά τους ἦταν χορτάτη.
Αὐτό τό τραγικό γεγονός περιγράφει τή ζωή μας τέλεια. Μέσα στή “νύχτα” τῆς ζωῆς μας ὁ φόβος τοῦ θανάτου μᾶς κάνει νά ξυπνᾶμε καί νά κραυγάζουμε.
Χρειάζεται ἄραγε γιά μᾶς μία ρυθμιστική “ἀπάτη” ὅπως σέ ἐκεῖνα τά ταλαιπωρημένα παιδιά; Ἤ χρειάζεται νά δοῦμε κατάματα τήν πείνα τῆς καρδιᾶς μας καί νά ζητήσουμε τήν ἀληθινή ἱκανοποίησή της; Δυστυχῶς εἶναι πιό εὔκολη καί διαδεδομένη ἡ πρώτη “λύση”.
Ἄπειροι σύγχρονοί μας “κατανέμονται” ἀπό μύριες αὐταπάτες. Στήν Ἐκκλησία Λόγος καί Εὐχαριστία καλύπτουν τίς καρδιές καί τά σώματα τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Λόγος εἶναι προσευχή καί περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς καί ἡ εὐχαριστία τροφή καί χορτασμός τοῦ σώματος καί τῆς καρδιᾶς μέ τήν ὁποία κανείς «πορεύεται τίς μέρες καί τίς νύχτες τῆς ζωῆς».
Ὁ Χριστός προσδιόρισε τήν πορεία. Πρῶτα χορταίνει ἡ καρδιά καί μετά χορταίνει ἡ κοιλιά. Ἡ πείνα τῆς καρδιᾶς “γεννάει” ὀδύνη ὑπαρξιακή μέ μόνη χορτασμένη τήν κοιλιά, ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει – ἄν ψάχνει μόνο αὐτό – νά γίνει ἕνα ἱκανοποιημένο ζῶο.
Στόν 77 ψαλμό καί στό στίχο 19 ἀναφέρεται «καί κατελάλησαν τοῦ Θεοῦ καί εἶπον μή δυνήσεται ὁ Θεός ἐτοιμᾶσαι τράπεζαν ἐν ἐρήμω;» Ἄρχισαν νά βρίζουν λέει τόν Θεόν οἱ ἑβραῖοι στήν ἔρημό του Σινᾶ λέγοντάς του «Ἐ, τί δηλαδή τώρα; Μᾶς κουβάλησε ἐδῶ (ὁ Θεός) νά πεθάνουμε; Ἅς μᾶς ἄφηνε στήν Αἴγυπτο τουλάχιστον ἐκεῖ εἴχαμε κάτι νά φᾶμε, τώρα ἔχουμε βρεθεῖ ἐδῶ σ’ αὐτήν τήν πορεία πρός τόν θάνατο».
Ὁ Χριστός ἦταν ἑβραῖος καί αὐτοί πού ἦταν μπροστά του ἦταν ἑβραῖοι.
Καί γιά τό θαῦμα ὁ Χριστός τούς ἐπεσήμανε ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ ὄντως νά στήσει “Τράπεζα ἐν ἐρήμω”. Δηλαδή τούς λέει ὡς Πατέρας καί δημιουργός καί τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐρήμου καί τῆς τροφῆς εἶναι παρών καί συνεπῶς πρέπει νά μάθουν νά τόν ἐμπιστεύονται.
Καί σέ ἐμᾶς ἀκριβῶς τό ἴδιο πράγμα λέει. Παίρνοντας τά ψωμιά, τά εὐλογεῖ, τά κομματιάζει, τά διαιρεῖ καί τά δίνει στούς Ἀποστόλους νά τά μοιράσουν. Δέν πολλαπλασιάζει τά ψωμιά. Διχοτομεῖ τά ψωμιά. Ὁ πολλαπλασιασμός δημιουργεῖ κορεσμό στόν ἄνθρωπο.
Ὁ Χριστός ἀποδεικνύει ὅτι μπορεῖ ἀπό τό ἐλάχιστο νά χορτάσει τήν καρδιά μας.
Εἶναι καταφάνερο ὅτι σέ ὅλο αὐτό τό περιστατικό γίνεται ἀναλογική ἀνάμνηση αὐτοῦ πού ἀκολουθοῦσε τῆς θείας Εὐχαριστίας. Στήν ὁποία ὁ Χριστός πάλι παίρνει τό ψωμί, τό εὐλογεῖ, τό σπάζει κομμάτια – αὐτό σημαίνει κλάσις – κλάσμα – ἀρτοκλασία καί τό διανέμει στούς μαθητές τότε. Καί τώρα κάνουμε καί μεῖς τό ἴδιο (ὁ Ἱερέας εὐλογεῖ τό ψωμί, τό κόβει κομμάτια καί τό μοιράζει στούς ἀνθρώπους).
Ὅλα αὐτά τά κάνει ὁ Χριστός γιά νά μᾶς θυμίζει διαρκῶς τήν Εὐχαριστία καί μᾶς καλεῖ νά μήν σταθοῦμε στόν ἀνθρώπινο ὁρίζοντα ἀλλά νά ἀρχίσουμε νά σκεπτόμαστε μέ τόν ὁρίζοντα τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στήν ἔρημο ὁ ὁρίζοντάς του εἶναι ἀνθρώπινος καί στήν ἐποχή μας τήν ὁποία χαρακτηρίζει ἡ ἀφθονία παρά ταῦτα ὁ ἄνθρωπος εἶναι καί ἔρημος καί πεινασμένος.
Χριστός μέ τήν Εὐχαριστία προσπαθεῖ νά ἀνοίξει τόν ὁρίζοντά μας, νά μᾶς μάθει νά ΤΟΝ ἐμπιστευόμαστε. Ἅς προσέξουμε μία λεπτομέρεια: Ὅταν τελείωσε τό φαγητό καί ἔφαγαν ὅλοι, περίσσεψαν δώδεκα κοφίνια. Γιατί περίσσεψαν δώδεκα κοφίνια; Γιατί δώδεκα ἦταν οἱ Ἀπόστολοι. Ἀντιστοιχοῦσε ἕνα στόν καθένα, δηλαδή;
Καθένας μπαίνοντας μέσα στήν Ἐκκλησία παίρνει παρακαταθήκη ἕνα κοφίνι, ἕνα κομμάτι ἀπό τήν Εὐχαριστία. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά εἶναι στό χέρι τοῦ καθενός μας πώς θά τήν ἀξιοποιήσει καί θά τήν πολλαπλασιάσει.
Ἀδελφοί μου, θά πρέπει νά μάθουμε καί ἐμεῖς νά ἐμπιστευόμαστε τόν Χριστό, νά ἀνοίξει ὁ ὁρίζοντάς μας σέ μία προοπτική τήν ὁποία Αὐτός ἐπισημαίνει καί νά καταλάβουμε ὅτι ἡ σύνεση εἶναι νά τόν ἐμπιστευόμαστε. Αὐτόν, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾶ καί μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στήν αἰωνιότητα.
Πατήρ
Νεκτάριος Γεωργογιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου