ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ Δ' ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
2 Ἰουλίου 2023
«στάμνος χρυσῆ ἡ ἔχουσα τὸ μάννα» (Ἑβρ. 9, 4)
Γιὰ κανένα ἄλλο πρόσωπο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν ἔχουν γραφεῖ καὶ μελοποιηθεῖ τόσοι ὕμνοι καὶ δὲν ἔχουν κτιστεῖ τόσοι ναοί, ὅσοι γιὰ τὴν Παναγία μας. Μετὰ τὸν Υἱό της ἔχει τὴν μεγαλύτερη δόξα στὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ. Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Παναγία μας ἔχει ἀγγελιαφόρους τοὺς Ἀγγέλους, γραμματεῖς τοὺς Εὐαγγελιστές, ἀκολούθους τοὺς Ἀποστόλους καὶ ὑμνητὲς ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀπὸ αἰῶνες προφητεύονται τὰ γεγονότα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ζωὴ τῆς Παναγίας μας. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ σ κ η ν ὴ τ ο ῦ Μ α ρ τ υ ρ ί ο υ, ὅπως ἀναφέρει σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι π ρ ο τ ύ π ω σ η τῆς σκηνῆς τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ περιγράφει ὁ Ἀπόστολος λεπτομερῶς αὐτὴν τὴν σκηνὴ γιὰ νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὸν σκοπὸ ποὺ αὐτὴ ἐπιτελοῦσε ὡς πρὸς τὴν προετοιμασία τοῦ λαοῦ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν σκηνὴ εἶναι «ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν» (Ἑβρ. 9, 24), «σκιὰ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν» (Ἑβρ. 10, 1), μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Τὶ ἦταν ἡ σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου; Ἦταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους ὁ τόπος μέσα στὸν ὁποῖο φυλάσσονταν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἦταν ὁ χῶρος μέσα στὸν ὁποῖον μιλοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὅταν στὸ ὄρος Σινᾶ παραδόθηκε στὸν Μωυσῆ ἡ Διαθήκη μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Δεκαλόγου, συνοδευόταν ἀπὸ λεπτομερεῖς περιγραφὲς ἐκείνων τῶν μερῶν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συνθέσουν τὴν σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου.
Βασικὰ, ἡ σκηνὴ περιεῖχε τὴν κιβωτὸ τῆς Διαθήκης, μέσα στὴν ὁποία εἶχαν τοποθετηθεῖ ἡ χρυσῆ στάμνα ποὺ ἐφύλασσε τὸ μάννα, ἡ ράβδος τοῦ Ἁαρὼν ποὺ ἐβλάστησε καὶ οἱ δύο πλάκες τοῦ Δεκαλόγου (Ἐξ. 16, 33). Μέσα ἀκόμη στὴν σκηνή, πρὶν ἀπὸ τὸ καταπέτασμα, ὑπῆρχε τὸ χρυσὸ θυμιατήριο, ἡ χρυσῆ τράπεζα τῆς προθέσεως μὲ τοὺς δώδεκα συμβολικοὺς ἄρτους καὶ ἡ ἑπτάφωτος λυχνία. Τόσο δὲ τὴν ἐσέβετο ὁ λαός, ποὺ ἔκανε μεγάλους ἀγῶνες καὶ θυσίες γιὰ νὰ τὴν διασώσει ἀπὸ ἐπιδρομὲς ἀλλοφύλων, μέσα στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Ἀποτελοῦσε γι’ αὐτοὺς τὸ ἱερώτερο κειμήλιο τοῦ ἔθνους τους.
Ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου μὲ ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη της, κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ προτύπωση τῆς Παναγίας μας. «Κιβωτὸς» ὑπῆρξε ἡ Παναγία, διότι ἔφερε στὰ σπλάχνα Της ὄχι τὶς δύο πλάκες τοῦ Νόμου, ἀλλὰ τὸν Ἴδιο τὸν Νομοθέτη Χριστό. «Εἶναι ἡ Κιβωτός», ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «ποὺ ἔσωσε ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος».
Εἶναι ἡ Θεοτόκος ἡ «χρυσῆ στάμνα», διότι ἔφερε μέσα της ὄχι τὸ μάννα, τὴν οὐρανόσταλτη γλυκιὰ τροφὴ μὲ τὴν ὁποία ἔτρεφε ὁ Θεὸς τὸν Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο, ἀλλὰ τὸ μάννα τῆς ἀθανασίας, τὸν «ἄρτον τῆς ζωῆς» (Ἰω. 6, 35), τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ ράβδος Ἀαρὼν ἡ «βλαστήσασα» προεικονίζει τὴν Παναγία ποὺ φύτρωσε ἀπὸ τὴν γέρικη ρίζα τοῦ γενεαλογικοῦ δένδρου τοῦ Ἰεσσαὶ καὶ ἀνθοφόρησε τὰ ἀμάραντο ἄνθος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος τὴν ὀνομάζει «ράβδο» ποὺ ἐβλάστησε τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας.
Οἱ πλάκες τοῦ Δεκαλόγου προτυπώνουν καὶ αὐτὲς τὴν Θεοτόκο. Αὐτὴ εἶναι ἡ «σαρκικὴ πλάκα» (Β΄ Κορ. 3, 3), πάνω στὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔγραψε τὸν ζωντανὸ καὶ αἰώνιο λόγο Του. Οἱ πλάκες τοῦ Μωυσῆ περιεῖχαν τὶς δέκα ἐντολὲς. Ἡ Παναγία ἔγινε ὁ τόμος ποὺ περιελάμβανε τὸν Ἴδιο τὸν Νομοθέτη Χριστό.
Τὸ χρυσὸ θυμιατήριο, στὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ὥρα τῆς λατρείας ἔβαζαν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ θυμίαμα, συμβολίζει, ἐπίσης, τὴν Θεοτόκο ποὺ ἐβάστασε ἀφλέκτως τὸ πῦρ τῆς Θεότητος. Ἡ ὕπαρξή της ἀποτέλεσε ἕνα ἁγνὸ θυμιατήριο, τὸ ὁποῖο συνεχῶς ἀνέπεμπε τὸ θυμίαμα τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεό.
Ἡ χρυσῆ τράπεζα μὲ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως εἰκονίζει τὴν Παναγία ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἁγία Τράπεζα, πάνω στὴν ὁποία ἐναπέθεσε ὁ Θεὸς «τὸν οὐράνιον ἄρτον τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντα» (Ἰω. 6 ,41).
Τἐλος, ἡ ἑπτάφωτη λυχνία προτυπώνει τὴν σχέση τῆς Παναγίας μὲ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Ἐκείνη ἐβάστασε τὸ «φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8, 12). Στὴν λυχνία αὐτὴ κατέβηκε ἡ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μὲ αὐτὸ τὸ φῶς ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀληθινὴ ζωή. Εἶναι ἡ Θεοτόκος Μαρία ἡ «λαμπὰς ἡ ἄσβεστος» καὶ ἡ «Μητέρα τοῦ φωτός». Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἀναφωνεῖ: «Νὰ, λοιπὸν, ἡ Παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει Υἱὸ καὶ θὰ τοῦ δώσει τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ» (Ἡσ. 7, 14).
Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ θὰ μεταφέρει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα πρὸς τὴν Παρθένο Μαρία: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη! Θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις Υἱὸν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ὁποῖος θὰ σώσει τὸν λαὸ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του» (Ματθ. 1, 21). Ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος γράφει ἐπεξηγώντας: «Ἀπὸ τὸν Πατέρα πρωτότοκος, ὄχι κτίσμα ὅπως τὰ ἄλλα, ἀλλὰ ἀπόλυτα ἴδιος». Ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διακηρύττει τὴν αἰώνια παρθενία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου σ’ αὐτὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως σχετικὰ μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν θεία ἐνανθρώπηση ὅτι ἔγιναν «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου». Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος μὲ προφητικὸ πνεῦμα ἀναγγέλλει: «Νὰ, λοιπόν, ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς θὰ μὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές» (Λουκ. 1, 48).
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος στὸν λόγο του στὴν Ἁγία Παρθένο λέγει: «Γιατὶ δὲν ὑπάρχει στὴν ζωή μας τίποτα τέτοιο ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία. Ἄνθρωπε, γύρισε καὶ ἐξέτασε ὁλόκληρη τὴν κτίση μὲ τὴν σκέψη σου καὶ δὲς ἂν ὑπάρχει ἴσο ἢ μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν Ἁγία Θεοτόκο Παρθένο. Ταξίδεψε στὴν γῆ, γύρισε τὴν θάλασσα, ἐξέτασε τὸν ἀέρα καὶ τοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴν σκέψη σου, θυμήσου ὅλες τὶς ἀόρατες δυνάμεις, καὶ δὲς ἂν ὑπάρχει ἄλλο τέτοιο θαῦμα στὴν κτίση. Ὁ Θεός, λοιπόν, ὄχι μόνον ἔβλεπε τὴν εὐσέβεια τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν τὴν εὐσέβεια ἔβλεπε. Προέβλεψε ὅτι ἀπὸ τὴν Ἰουδαία θὰ προερχόταν ἡ Ἁγία Θεοτόκος, προέβλεψε τὸν χορὸ τῶν Ἀποστόλων, τὰ τάγματα τῶν ὁμολογητῶν, τὶς μυριάδες τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔμελλε νὰ πιστέψουν.
Ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, ἀπευθυνόμενος στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο λέγει: «Πές μου, ὦ μακαρία Μαρία, τὶ ἦταν ἐκεῖνο ποὺ μεγάλωσε στὴν κοιλία σου καὶ κρατήθηκε στὴν παρθενική σου μήτρα; Ἦταν Λόγος Θεοῦ πρωτότοκος, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σὲ σένα καὶ ἄνθρωπος πρωτότοκος ποὺ πλάσθηκε στὴν κοιλία σου». Περιγράφοντας ἔξοχα τὴν αἰώνια παρθενία της λέγει ὁ Ἅγιος: «Ὁ Δημιουργὸς τῶν ὅλων προῆλθε ἀπὸ τὴν ἄχραντη σύλληψη τῆς Παναγίας Ἀειπαρθένου Μαρίας, χωρὶς μετατροπή, ἕνωση ψυχῆς νοερῆς μὲ σῶμα ἀνθρώπινο, ἔγινε ἄνθρωπος, ἐνῶ ἀπὸ τὴν φύση του ἦταν ἐντελῶς διαφορετικὸς ἀπὸ τὴν κακία, γιατὶ ἦταν Θεός…».
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος δοξολογεῖ τὴν Παναγία μας μὲ τοὺς ἐξαίσιους ὕμνους του: «Χαῖρε θεοτόκε Παρθένε! Σὺ εἶσαι Νύμφη χωρὶς λοχεία, ὁ ἔμψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ. Σὺ εἶσαι ὁδηγὸς τῆς σωφροσύνης τῶν πιστῶν. Σὺ εἶσαι τὸ κλειδὶ τῆς Οὐράνιας Βασιλείας. Σὺ εἶσαι τὸ ταμεῖο τῆς θεϊκῆς προνοίας. Σὺ εἶσαι τὸ δοχεῖο τῆς θεϊκῆς σοφίας. Σὺ εἶσαι ἀρετῆς ἑστία. Σὺ εἶσαι θησαυρὸς σοφίας. Σὺ εἶσαι τὸ στεφάνι τῆς ἐγκρατείας. Σὺ εἶσαι τῶν μητέρων τὸ κόσμημα. Σὺ εἶσαι ἡ πύλη τῆς σωτηρίας».
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἀτενίζοντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὑψώσας τὰς ἱεράς του χεῖρας καὶ ἐν μέσῳ βαθείας συγκινήσεως ὅλων τῶν ἀδελφῶν, ἤρχισε νὰ τῆς λέγει: «Ἐσύ, Κυρία Θεοτόκε, ποὺ εἶσαι ἡ βοήθεια τῶν ἀπηλπισμένων, τῶν πειραζομένων, τῶν θλιβομένων, ἐσὺ καὶ τὰς ἰδικάς μας θλίψεις καὶ στενοχωρίας πρόφθασον. Πρόφθασον καὶ λύτρωσε ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν καὶ ἐπιβούλων δαιμόνων. Σκέπασον ἡμᾶς ὑπὸ τὴν σκέπην σου‧ ἄνοιξον τὰς παναχράντους σου χεῖρας καὶ σκέπασον τὴν ποίμνην σου ἀπὸ τοὺς ἀοράτους ἐχθροὺς καὶ τοὺς δαίμονας. Δὲν θέλω νὰ βγάλης τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ νὰ μᾶς δίδης δύναμιν νὰ πολεμῶμεν καὶ νὰ νικῶμεν αὐτούς. Νὰ μᾶς φωτίσης, νὰ μᾶς στερεώσης καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσης νὰ γίνωμεν ἀγαπητοὶ κοντὰ εἰς τὸν Υἱόν σου. Ὁ Θεὸς νὰ δίδη καὶ εἰς ἐμένα, διὰ πρεσβειῶν σου, ὑπομονὴν καὶ σκέψεις μεγάλας καὶ καλάς, διὰ νὰ ἀποτελειώσω τοῦτο τὸ ἔργον μου».
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος συμπληρώνει: «Ἀπὸ πολὺ σεβασμὸ στὸν Χριστὸ νοιώθω περισσότερη ἄνεση στὴν Παναγία, ὅπως καὶ τὰ παιδιὰ πηγαίνουν στὴν μάνα μὲ περισσότερο θάρρος ἀπ’ ὅ,τι στὸν πατέρα, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν πατέρα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν πραγματικὴ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ στὸν Χριστό, συστέλλονται μπροστὰ στὸν Χριστό, ἐνῶ στὴν Παναγία ἔχουν περισσότερο θάρρος καὶ τὴν πλησιάζουν ἄνετα, γιατὶ ἡ Παναγία ἀνήκει στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ ἡ Παναγία στὸν Χριστὸ τὰ πηγαίνει ὅλα καὶ μὲ τὴν στοργὴ καὶ τὴν τρυφερότητά της γεμίζει τὴν ψυχή μας ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἔρωτα στὸν Χριστό. Οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας ἔχουν πολλὴ χάρη. Νὰ τοὺς μάθουμε ἀπ’ ἔξω καὶ νὰ τοὺς λέμε μέσα στὴν ἡμέρα». Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «Ἐγὼ αἰσθάνομαι σὰν παιδάκι κοντά της. Τὴν νοιώθω μάνα μου. Σὰν μωρὸ ποὺ θηλάζει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του ξένοιαστο, ἀμέριμνο καὶ νοιώθει τὴν μεγάλη της ἀγάπη καὶ τὴν ἀνέκφραστη στοργή της καὶ τρέφομαι μὲ χάρη».
Χριστιανοί μου!
Καθημερινά, κυρίως ὅμως σὲ κάθε ἑορτὴ τῆς Θεοτόκου - σήμερα τιμᾶμε τὴν κατάθεση τῆς τιμίας ἐσθῆτος της- ὁ νοῦς μας πηγαίνει σ’ Ἐκείνην ποὺ εἶναι ἡ νέα Κιβωτός, ἡ χρυσῆ στάμνα ἡ ἔχουσα τὸ μάννα, ποὺ μαρτυρεῖ τὴν συνεχῆ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν παρόντα κόσμο. Ἡ Παναγία γιὰ τοὺς πιστοὺς εἶναι ἡ μεγάλη ἐλπίδα. Ἡ παρουσία της ἐγγυᾶται τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔλεός Του τὸ ἄπειρο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἄν, λοιπόν, ἡ Κιβωτὸς τοῦ Μαρτυρίου γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτες ἦταν ἡ μεγαλύτερη μαρτυρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ μᾶς ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἰσχυρότερη ἀπόδειξη τῆς παντοτινῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ. Ὅσο πρεσβεύει ἡ Παναγία, ὁ κόσμος θὰ στέκει. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ φωτιζόμαστε μὲ τὸ φῶς της, νὰ ἀναπνέουμε τὴν εὐωδία τῶν χαρίτων της, νὰ τρεφόμαστε μὲ τὸ δικό Της «μάννα», νὰ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ τὴν δική της ἀγάπη καὶ νὰ γινόμαστε ἕνα μὲ Αὐτὴν διὰ τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ ποιητὴς Γ. Βερίτης στὸ ἔργο του «Ἑλλήνων ὕμνος», τὸ ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς ἡρωικοὺς πολεμιστὲς, ἀναφωνεῖ:
«Ὦ χαῖρε, χαῖρε ἀθάνατε Παρθένε καὶ Μητέρα!
Μές στοῦ πολέμου τὴν ὀργὴ καὶ μές στὴν καταιγίδα,
σὲ Σένα ὑψώνεται ἡ ψυχὴ κι ὁ νοῦς μας νύχτα-μέρα.
Ὦ θεία τοῦ Γένους γλυκιὰ παρηγοριὰ κι ἐλπίδα,
γιὰ τὴν ἀναπάντεχη χαρά, γιὰ τὴν τιμὴ τὴν τόση,
γιὰ τὴν οὐράνια δύναμη ποὺ Ἐσὺ μᾶς ἔχεις δώσει,
ὅσο θὰ ζεῖ ἡ Ἑλλάδα μας, Μητέρα τρισμεγάλη,
τὴν δόξα Σου θὰ ψάλλει.
Σ’ εὐχαριστοῦμε ὁλόψυχα!» ΑΜΗΝ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου