ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ B΄ ΛΟΥΚΑ
5 Οκτωβρίου 2025
«Ταφή καί καύση τῶν κεκοιμημένων νεκρῶν» (Β΄ Κορ. στ΄ 16 - ζ΄1)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν Β΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπεσήμανε ὅτι εἴμαστε Ναός τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ μέσα μας. Ἀκριβῶς τήν ἴδια ἐπισήμανση ἔκανε καί στή Α΄πρός Κορινθίους ἐπιστολή Του, ἐπερωτώντας τους: «Δέν ξέρετε ὅτι εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας;» Καί συνεχίζει μέ αὐστηρότητα προειδοποιώντας τους: «Ἄν κάποιος φθείρει τό ναό τοῦ Θεοῦ, θά φθείρει αὐτόν ὁ Θεός. Γιατί ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιος, οἱ ὁποῖοι εἶστε ἐσεῖς» (Α' Κορ. γ' 16-17).
Ἄς προβληματισθοῦμε λίγο σέ αὐτά τά θεόπνευστα λόγια, ἐπειδή τελευταῖα ἄρχισε νά κερδίζει ἔδαφος ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ἀντί τῆς ταφῆς τους. Ἄρχισε νά γίνεται μιά κακή συνήθεια ἡ ὁποία σαφῶς ἀντιβαίνει ὄχι μόνο στό ἦθος, ἀλλά καί τη ζωή καί τη θεολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, καθώς μέ τήν καύση τό ἀνθρώπινο σῶμα, παρά τό ὅτι εἶναι ὁ Ναός τοῦ Θεοῦ, κακοποιεῖται καί καταστρέφεται.
Ἀρχικῶς πρέπει, πρῶτα καί πάνω ἀπ’ ὅλα, νά ἐπισημάνουμε, ὅτι γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἡ ταφή τῶν νεκρῶν δέν ἀποτελεῖ μόνο ἀπόρροια τῆς δογματικῆς της διδασκαλίας. Ἀφ ᾗς στιγμῆς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀπέθανε, ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση Του, πάνω στόν Τίμιο Σταυρό καί ἐνταφιάσθηκε, καθιστώντας τό κενό Του Μνημεῖο, σημεῖο ἀναφορᾶς, ἔχουμε ἠθική ὑποχρέωση νά Τόν μιμηθοῦμε.
Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του ἔγινε πρωτότοκός των νεκρῶν (βλ. Κολοσ. α' 18), δηλαδή ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπό ὅλους ἐμᾶς πού θά ἀκολουθήσουμε τήν ἴδια πορεία καί πεθαίνοντας θά ἐνταφιασθοῦμε προσδοκώντας τήν ἀνάστασή μας. Ἐπίσης τό σῶμα μας δημιουργήθηκε ἀπό τό χῶμα, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί στό χῶμα ἐπιστρέφει προσωρινά σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ (βλ. Γέν. Γ΄ 19). Στήν ταφή τά νεκρά σώματα παραδίδονται στή διαφθορά, ἀλλά δέν καταστρέφονται, ὅπως μέ τήν καύση καί μέλλουν νά ἀναστηθοῦν κατά τήν προσδοκώμενη ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὁπότε και θά ἑνωθοῦν μέ τίς ψυχές.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπίσης, τιμᾶ ἰδιαιτέρως τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων καί τῶν Μαρτύρων, πού δέν θά τά εἴχαμε ἄν εἶχαν ἀποτεφρωθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία μας μέ ἐνάργεια φιλοσοφεῖ τήν ματαιότητα τῆς ζωῆς στά Κοιμητήρια. Ἀκόμη κι ἡ ὀνομασία κοιμητήριο δηλώνει τήν παροδική κατάπαυση. Τό σῶμα κοιμᾶται τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, ἡ ψυχή ὅμως συνεχίζει νά ζεῖ σέ ἄλλη διάσταση ἕως τή Δευτέρα Παρουσία, ὁπότε καί θά γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων.
Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὅμως δέν εἶναι σύμφωνη, οὔτε μέ τό ἦθος καί τά ἔθιμά μας ὡς Ἑλλήνων. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα γνωρίζουμε ὅτι οἱ Ἕλληνες πρόγονοί μας ἐνεταφίαζαν τούς νεκρούς καί μάλιστα σώζονται καί περίτεχνοι τάφοι, ὅπως ὁ τύμβος τοῦ Μαραθώνα.
Οἱ Ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, ἀκόμη κι ὅταν ἀναγκάζονταν νά καύσουν τά σώματα τῶν νεκρῶν στρατιωτῶν στά πεδία τῶν μαχῶν, φοβούμενοι τη δυσοσμία καί τίς ἐπιδημίες, συγκέντρωναν τά ὁστά καί τήν στάχτη μέσα σέ μεγάλα πήλινα δοχεῖα, ὅπου τά ἐνεταφίαζαν κατά τήν ἐπιστροφή τους, ὅπως μᾶς διασώζει ὁ Θουκυδίδης στόν μνημειώδη Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλέους, καθώς τέτοιες λήκυθοι ἦρθαν στό φῶς ἀπό τίς ἀνασκαφές τοῦ ΜΕΤΡΟ στόν Κεραμεικό. Στόν Ἐπιτάφιο αὐτό ὑπάρχει καί τό γνωστό ρητό τό ὁποῖο σύν τοῖς ἄλλοις κοσμεῖ καί τό ταφικό μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου: «Ἀνδρῶν γάρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος».
Ὁ μεγάλος τραγικός μας ποιητής ἐπίσης ὁ Σοφοκλῆς στήν τραγωδία του «Ἀντιγόνη» τῆς ὁποίας τό περιεχόμενο ἐρείδεται πάνω ἀκριβῶς στήν ἐπιχείριση ταφῆς τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ της Πολυνείκη, παρά τήν ἀντίθετη διαταγή τοῦ βασιλιᾶ Κρέοντα, ἡ Ἀντιγόνη θυσιάζει τήν ζωή της γιά νά ἐνταφιάσει τόν ἀδελφό της λέγοντας μάλιστα «καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν» τό ὁποῖο σέ ἐλεύθερη νεοελληνική ἀπόδοση σημαίνει, εἶναι καλό νά ἐνταφιάσω τόν Ἀδελφό μου κις ἄς πεθάνω γι’αὐτό.
Ὅμως καί στή νεώτερη Ἱστορία μας ἀπό τά ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 μαθαίνουμε, πώς ἀποφασιζόταν ἀνακωχή τοῦ πολέμου γιά νά ἐνταφιαστοῦν οἱ ἑκατέρωθεν νεκροί.
Ὅσοι ἐπίσης διώχθηκαν ἀπό τίς πατρογονικές ἑστίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τό 1922, μαζί τους ἔφεραν ἱερές εἰκόνες καί ἱερά λείψανα καί τά ὀστά τῶν ἀγαπημένων τους, ὡς τά πολύτιμα κειμήλια τῆς ζωῆς τους.
Στόν Ἐθνικό μας Ὕμνο ἐπίσης ἡ ἐλευθερία ἔρχεται "ἀπ' τά κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά" καί ὄχι ἀπό τήν στάχτη τους!
Ἡ καύση τῶν νεκρῶν στερεῖται τῆς πίστεως στήν αἰώνια ζωή καί τῆς βεβαιότατης ἐλπίδας τῆς ἀπολαύσεως τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Μπορεῖ ἡ καύση τῶν νεκρῶν νά περιβάλλεται ἀπό διάφορα λογικοφανή ἐπιχειρήματα, ἀλλά δέν ἔχει βάσεις καί ἐρείσματα οὔτε στήν Ἁγία Γραφή, οὔτε στήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, οὔτε ὅμως στήν ἀρχαία καί νεώτερη πολιτισμική μας κληρονομιά.
Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ στυγνή ἔκφραση μηδενισμοῦ, διότι καταστρέφει καί ἐξαφανίζει μέ αὐθάδεια τό ἀνθρώπινο σῶμα, κόντρα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μεγάλο κρίμα στό ὄνομα μιᾶς ἀπροσδιόριστης ἐλευθερίας καί ἕνεκα τοῦ σεβασμοῦ τῆς τελευταίας ἐπιθυμίας τοῡ ἀποθανόντος, ὁ ὁποῖος πιθανῶς ἐν ἀγνοίᾳ ὅλων αὐτῶν εἶχε ζητήσει νά ἀποτεφρωθεῖ, να τηρεῖται ἀπό τούς συγγενεῖς μιά ἀφιλάνθρωπη στάση και να τόν παραδίδουν ὄχι ἁπλά στην καύση, αλλά στην ἀποτέφρωση και τον ἀφανισμό, στερῶντας του και ὅλες τις προσευχές της Εκκλησίας.
Εἶναι κρίμα νά πληθαίνουν ὁλοέν καί περισσότερο ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νά καοῦν μετά τόν θάνατό τους. Εἶναι κρίμα, πού δέν ἀγωνιοῦμε γιά τήν σωτηρία μας, ἀδιαφορώντας τόσο γιά τήν ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί τῶν προγόνων μας.
Ἡ καύση τῶν νεκρῶν στερεῖται τοῦ συναισθήματος καί τῆς ζεστασιᾶς τοῦ προσωρινοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ κεκοιμημένου. Ἀντί ἀγάπης πρός τόν κεκοιμημένο ἐκφράζει μιά ἀδικαιολόγητη ἀντιπάθεια, ἕνα μίσος πρός τόν ἄνθρωπο, τό σῶμα του καί τήν ψυχή του. Στερεῖται τῆς φροντίδας του, ὡς ἐποφειλομένης τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης στό πρόσωπο τοῦ παπποῦ, τῆς γιαγιᾶς, τοῦ πατέρα, τῆς μητέρας, τοῦ υἱοῦ, τῆς κόρης τοῦ ἐγγονοῦ, τῆς ἐγγονῆς, τῶν θείων, τῶν ἀνεψιῶν, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων καί τῶν ἐχθρῶν ἀκόμη, μέ ὅλη τήν ἱερότητα πού τούς συνοδεύει. Κυρίως ὅμως στερεῖ τήν φιλότιμη ἔκφραση τῆς συνοδείας τοῦ κεκοιμημένου στήν τελευταία ἐπί γῆς προσωρινή κατοικία μέχρι τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Τό ἀποτεφρωτήριο ἔναντι του κοιμητηρίου στερεῖται ὅλης αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τήν ὀνομάζουμε κηδεία, ἀπό τό ρῆμα κήδομαι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, πού σημαίνει φροντίζω. Μιά φροντίδα πού δέν σταματᾶ στήν ταφή, ἀλλά συνεχίζεται διά βίου, διότι ἐπιστρατεύει τήν ἀγάπη μέσα ἀπό τήν προσευχή, τήν λειτουργική μνημόνευση, τόν εὐτρεπισμό τοῦ μνήματος, τό ἄναμμα τοῦ καντηλιοῦ, τά ἄνθη πού ἀνάγουν στόν χλοερό τόπο τῆς ἀνάπαυσης τῆς ψυχῆς καί τόν σταυρό στό προσκεφάλι τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ, πού κοιμᾶται τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, βλέποντας πρός τήν ἀνατολή, ἔτοιμος νά σηκωθεῖ, στό ἐγερτήριο σάλπισμα τῆς Δευτέρας Παρουσίας!
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἔχουμε σκεφθεῖ ποτέ, πώς ὁ Θεός καταδέχθηκε νά πεθάνει καί νά ἀναστηθεῖ γιά νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως κι ο ἄνθρωπος τώρα νά ἐπιθυμεῖ νά καεῖ γιά νά εἶναι αἰωνίως νεκρός; Νά θέλει ὁ Θεός νά σώσει τόν ἄνθρωπο, κι ἐκεῖνος νά θέλει νά χαθεῖ! Δυστυχῶς!
Ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, ἀπαιτεῖ τήν τιμή τοῦ ἐνταφιασμοῦ στούς κεκοιμημένους καί τήν ἀπαραίτητη πνευματική συμπαράστασή μας γιά τήν ἀνάπαυσή τους, ἐν ἀναμονή καί τῆς δικῆς μας μεταστάσεως, ὅταν θελήσει ὁ Θεός, καί τῆς ἀναστάσεώς μας ἐκείνη τήν ἡμέρα γιά τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου