Κυριακή 4η Φεβρουαρίου 2024
Κυριακή ΙΕ΄ Ματθαίου.
(Ματθ. 22, 35 – 46).
«ἀγαπήσεις...» (Ματθ. 22, 37 καί 39).
Ἡ ἁπλότητα εἶναι γνώρισμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ συνθετότητα εἶναι γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ στήν ἁμαρτία. Στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας βλέπουμε ἕναν νομικό νά προσποιεῖται ἄγνοια τοῦ νόμου, γιά νά κάνει τόν Χριστό νά φανεῖ παράνομος. Ὁ Θεάνθρωπος Σωτήρας ὅλους ὅσους προσπάθησαν νά Τόν μικρύνουν τούς ἀντιμετώπισε μέ ἀρχοντιά, μεγαλοπρεπή ἁπλότητα καί σοφία.
Ἔτσι καί σήμερα στόν πονηρό νομικό, πού κάνει τήν ἐρώτηση – παγίδα γιά τό ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολή, ὁ Κύριος ἀπαντάει μέ ἁπλότητα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι μία λέξη: «ἀγαπήσεις». Ἀπάντηση ἁπλή, ξεκάθαρη καί δυνατή. Εἶναι ὅμως μία ἀπάντηση δυσνόητη γιά τόν ἄνθρωπο πού χάθηκε στά μονοπάτια τῆς ἁμαρτίας, διότι ἡ ἁμαρτία ψύχρανε τήν ἀγάπη καί ἔκανε τόν ἄνθρωπο ἀνάπηρο στό νά ἀγαπάει. Γι’ αὐτό πάλι μέ ἁπλότητα ὁ Κύριος δίνει δύο διευκρινίσεις σ’ αὐτό τό «ἀγαπήσεις».
Πρῶτον: «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου» καί δεύτερον: «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου». Ἀλλά ἐπειδή καί πάλι ὁ Πάνσοφος Λόγος τοῦ Θεοῦ καταλαβαίνει πώς ἡ ἁμαρτωλότητα τῶν ἀνθρώπων δυσκολεύεται νά ἐννοήσει τίς δύο κατευθύνσεις τῆς ἀγάπης, προχωράει σέ ἐπιπλέον διευκρινίσεις. Ἔτσι γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό προσθέτει: «ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τή διανοίᾳ σου». Γιά τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον προσθέτει: «ὡς σεαυτόν».
«Ἀγαπήσεις», λέγει ὁ Χριστός στόν καθένα μας, «Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τή διανοίᾳ σου». Μᾶς καλεῖ νά Τόν ἀγαπήσουμε μέ τήν καρδιά μας, μέ τήν ψυχή μας καί μέ τή διάνοιά μας. Πρῶτον, ὅταν μᾶς ζητάει ὁ Χριστός νά Τόν ἀγαπήσουμε μέ τήν καρδιά μας, σημαίνει ὅτι θέλει νά Τόν ἀγαπήσουμε μέ ὅλο τό συναισθηματικό μας βάθος. Ἡ καρδιά εἶναι ἡ πηγή κάθε συναισθήματος. Ὅταν ὁ Χριστός ζητάει τήν καρδιά μας, ζητάει ὅλα τά αἰσθήματά μας. Γιά νά μιλήσουμε τολμηρά, ζητάει καί θέλει τόν ἔρωτά μας. Ἐπιθυμεῖ νά γίνει ὁ τρυφερός νυμφίος τῆς καρδιᾶς μας.
Τό δεύτερο στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχή.
«Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου». Σύμφωνα μέ τόν Χριστό ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό δέν εἶναι μόνο συναίσθημα.
Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά Τόν ἀγαπήσει καί μέ τήν ψυχή του. Ἄν ἡ λέξη καρδία ἐννοεῖ τό συναίσθημα, ἡ λέξη ψυχή ἐννοεῖ τή θέληση. Τό δεύτερο στοιχεῖο τῆς ἄυλης ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θέληση, ἡ βούληση, ἡ ἐσωτερική δύναμη, ἡ μυστική φωτιά, ὁ εὐλογημένος θυμός, πού δίνει ζωή καί κίνηση, ζωντάνια καί δυναμισμό στήν προσωπικότητά του. Ὅταν καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἀγαπήσει τόν Θεό μέ τήν ψυχή του, καλεῖται νά Τόν ἀγαπήσει μέ τή θέλησή του, μέ τήν ἐλεύθερη βούλησή του, μέ ὅλη τήν ἐσωτερική ὁρμή καί δύναμη. Δέν θέλει ὁ Θεός μία ἀγάπη χλιαρή. Ζητάει ἀπό τόν ἄνθρωπο μία ἀγάπη δυνατή, δυναμική, ἐλεύθερη, ὁρμητική, ἀποφασιστική, πού θά συνταράζει συθέμελα ὅλες τίς διαστάσεις του.
Μιά ἀγάπη πού ξεκινάει ἀπό τή βούληση, πού ἐπιμένει μέ τή θέληση, πού νικάει μέ τήν ἀποφασιστικότητά της. Σ’ αὐτή τήν ἔνταση τῆς ἀγάπης βρίσκεται καί ἡ αὐθεντικότητά της.
Τό τρίτο στοιχεῖο πού συνθέτει τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό εἶναι ἡ διάνοια. «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου». Νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό μέ τή διάνοιά μας σημαίνει νά βάλουμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τό τρίτο στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς μας ὑπόστασης, πού εἶναι ἡ σκέψη καί ἡ λογική. Ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό εἶναι λογική, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι λογική, ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέσα ἀπό τή νόηση καί ἐξελίσσεται μέσα στή σκέψη. Ὁ Θεός στέκει πάνω ἀπό τή λογική, ὡς ὑπέρλογος πού εἶναι, ἀλλά δέν τήν καταργεῖ. Τό ἀντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Ὁ Θεός ὡς ἄπειρη Σοφία εἶναι καί ἡ ἀπόλυτη Λογική. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργεῖ τά πάντα μέ λογικό καί ἀλάνθαστο τρόπο. Ἡ λογική τοῦ Θεοῦ ξεπερνάει τήν ἀνθρώπινη λογική, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη λογική γίνεται ἡ σκάλα πού ἀνεβάζει τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, ἀρκεῖ νά εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τόν ἐγωισμό. Ἡ ἀνθρώπινη διάνοια κολλάει στόν Θεό, ὅταν καταλάβει τά πεπερασμένα ὅριά της καί ζητήσει τήν ἱκανοποίησή της στή δική Του παρουσία. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἡ στροφή τῆς σκέψης πρός τόν Θεό, ἡ λογική ἐφαρμογή τοῦ θεϊκοῦ θελήματος, ἡ λογική λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ πράξεις μέ τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἐκδηλώνει τήν ἀγάπη του πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα του λογικά. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ἀγαπάει καί πλησιάζει πρός τόν Θεό, τόσο διευρύνεται καί ἀνοίγει, πλουτίζει καί βαθαίνει, κατανοεῖ καί φωτίζεται, ἑρμηνεύει καί κατανοεῖ τά ἀπερινόητα μυστήρια τῆς θεϊκῆς μεγαλοσύνης. Ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ καί ζητάει τή λογική ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Χαίρεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος Τόν ψάχνει καί Τόν ἀγκαλιάζει μέ τό μυαλό του. Χαίρεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γκρεμίζει τά «πρέπει» καί ἀπαντάει στά «γιατί». Κάθε ἀνθρώπινη ἐπιστήμη γίνεται ὕμνος πρός τόν Θεό, διακονία ἀγάπης καί ἀφορμή περισσότερης πίστης, ὅταν γνωρίζει τά κτιστά ὅριά της καί ἐργάζεται γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας.
Ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό μέ τό συναίσθημα, τή βούληση καί τή λογική εἶναι ὁλοκληρωμένη ἀγάπη. Ἡ ἁρμονία αὐτῶν τῶν τριῶν στοιχείων θεώνει τόν ἄνθρωπο. Ἐάν ἡ ἐναρμόνιση τῶν τριῶν στοιχείων διαταραχθεῖ, τότε καί ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό διαστρέφεται καί χάνεται. Ἡ διαταραχή τοῦ συναισθήματος δημιουργεῖ μία ἀγάπη φοβική. Ἡ διαταραχή τῆς βούλησης δημιουργεῖ τόν φανατισμό. Ἡ διαταραχή τῆς διάνοιας δημιουργεῖ τήν αἵρεση. Τήν ἁρμονία τῶν τριῶν ἐσωτερικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου τή διαφυλάσσει ὁ πνευματικός ὁδηγός καί πατέρας. Ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό προοδεύει μόνο μέσα ἀπό τήν παρουσία του πνευματικοῦ καί μέ τίς δικές του ὁδηγίες.
Ἡ δεύτερη μεγάλη θεϊκή ἐντολή εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Στήν ἀπορία τοῦ νομικοῦ ὁ Κύριος ἀπαντάει: «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἐκτός ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ νά ἀγαπήσουμε τούς συνανθρώπους μας τόσο πολύ, ὅσο ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας. Ἡ ἀγάπη γιά τόν ἑαυτό μας εἶναι ἔμφυτη, φυσική, αὐθόρμητη καί αὐτονόητη. Κατά τόν Χριστό, τόσο φυσική καί αὐθόρμητη, τόσο αὐτονόητη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ πιστοῦ γιά τούς διπλανούς του καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀποκορύφωση αὐτῆς τῆς ἀγάπης βρίσκεται στήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς.
Τό μέγεθος αὐτῆς τῆς ἀγάπης μετριέται ἀπό τό πόσο θυσιάζεται κάποιος γιά τούς ἄλλους. Ἡ θυσία εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης καί ἡ ἀγάπη εἶναι τό μόνο κίνητρο πού ἐξαγιάζει τή θυσία καί τή δικαιώνει.
Πλαστήκαμε γιά νά ἀγαπᾶμε. Οἱ ἐντολές τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί πρός τόν συνάνθρωπο δέν εἶναι ἐπιταγές. Εἶναι οἱ φυσικές προδιαγραφές τοῦ ἀνθρώπου. Τό «ἀγαπήσεις», πού λέγει σήμερα ὁ Χριστός, δέν τό λέει ὡς διαταγή καί ὡς νομικίστικη ὁδηγία. Στήν πονηριά τοῦ νομικοῦ, ὁ Χριστός ἀντιπαραβάλλει τή δική Του ἁπλότητα. Στήν κακία τοῦ νομικοῦ ἀπαντάει μέ τήν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτήν τήν ἀγάπη πλαστήκαμε. Σ’ αὐτή τήν ἀγάπη ὁδεύουμε. Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ φύση μας. Ὁ Θεός θέλησε νά πλάσει ἕνα πλάσμα πού θά μπορεῖ νά ἀγαπάει. Νά ἀγαπάει τόν Πλάστη συναισθηματικά, δυναμικά καί λογικά. Νά ἀγαπάει καί τά ἄλλα πλάσματα τόσο πολύ ὅσο τήν ἴδια του τήν ὕπαρξη. Ἔτσι ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τῆς δικῆς Του ἀγάπης. Ὅσο μένουμε στήν ἀγάπη, μένουμε στόν Θεό. Ὅσο ἀγαπᾶμε, τόσο ζοῦμε. Ζοῦμε γιά νά ἀγαπᾶμε καί ἀγαπᾶμε γιά νά ζήσουμε. Τό βίωμα τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ σωτηρία μας. Τό ἄνοιγμα τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ Παράδεισός μας. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου