Κυριακή Στ΄ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα, Ρωμ. ιβ’ 6-14 (04-08-2024)
Αρχιμ. Αυγουστίνου Κκαρά
Χαρίσματα και διαπροσωπικές σχέσεις
Η ζωή μας είναι μια κοινωνία προσώπων. Κανείς άνθρωπος δεν ζει μόνος του, αλλά συνυπάρχει και συμβιώνει μαζί με άλλους ανθρώπους. Ακόμη και οι μοναχικοί άνθρωποι, αυτοί που επιλέγουν να ζουν μόνοι τους, έχουν και αυτοί κάποιες στιγμές, κατά τις οποίες συνυπάρχουν και συναναστρέφονται με άλλους ανθρώπους. Αυτή η εικόνα δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική στο χώρο της Εκκλησίας. Οι πιστοί άνθρωποι, όσοι βαπτισθήκαμε στο όνομα της Αγίας Τριάδας όχι μόνο συγκροτούμε το σώμα της Εκκλησίας, αλλά βρισκόμαστε σε κοινωνία ως πρόσωπα, όπως τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι σε συνεχή κοινωνία. Ο Ιησούς Χριστός είναι η κεφαλή αυτού του σώματος και όλοι οι πιστοί αποτελούν τα μέλη του σώματος.
Μεταξύ της κεφαλής και των μελών του σώματος υπάρχει δεσμός ακατάλυτος, ο οποίος ενώνει τους πιστούς μεταξύ τους και με την κεφαλή. Η ένωση αυτή υπάρχει και συντηρείται με την πίστη και το αίμα του Ιησού Χριστού, γι΄ αυτό απαιτείται απόλυτη αρμονία στις σχέσεις των πιστών μεταξύ τους. Το παρόν αποστολικό ανάγνωσμα αναφέρεται στη συμπεριφορά που οφείλουμε να έχουμε μεταξύ μας οι πιστοί, ως μέλη του σώματος της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, ο απόστολος Παύλος χαράσσει τα πλαίσια, το περιεχόμενο και τον τρόπο της νέας εν Χριστώ ζωής μέσα στην Εκκλησία, σε αντιπαράθεση με τη ζωή εκτός της Εκκλησίας.Ως μέλη, λοιπόν, της Εκκλησίας έχουμε λάβει «διάφορα», ποικίλα χαρίσματα, τα οποία έχουν ως στόχο την οικοδομή του σώματος της Εκκλησίας και την κοινή ωφέλεια όλων. Ο απόστολος Παύλος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στην αξία ή το μέγεθος των χαρισμάτων, αλλά στην ποικιλία τους. Με τον τρόπο αυτό προφυλάσσει τους πιστούς από τον κίνδυνο της υπερηφάνειας, εξαιτίας ορισμένων μεγάλων και εντυπωσιακών χαρισμάτων που πιθανόν να έχουν λάβει. Σε κάθε περίπτωση πάντως τα ποικίλα χαρίσματα δεν οφείλονται στον άνθρωπο αλλά αποτελούν χορηγία, δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Όποιο χάρισμα και να διαθέτουμε το έχουμε «κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν», ανάλογα δηλαδή με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που μας δόθηκε.
Το πρώτο χάρισμα που αναφέρει ο απόστολος Παύλος είναι η προφητεία. Το χάρισμα της προφητείας δεν εκλαμβάνεται μόνον ως πρόγνωση και προειδοποίηση για τα όσα πρόκειται να συμβούν ή γνώση των παρελθόντων και κρύφιων γεγονότων, αλλά κατά κύριο λόγο αποκάλυψη του θελήματος του Θεού. Αυτός που έχει λοιπόν το χάρισμα της προφητείας μπορεί να κατανοεί τα μυστήρια του Θεού, να προλέγει τα μέλλοντα και να βλέπει τα κρυμμένα της ψυχής, αλλά και να ερμηνεύει, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις προφητείες της Αγίας Γραφής. Το χάρισμα αυτό, όπως και όλα τα χαρίσματα βέβαια εξαρτάται από το βαθμό της πίστης του καθενός, «κατά την αναλογίαν της πίστεως». Παρά το γεγονός όμως ότι τα χαρίσματα τα λαμβάνει κανείς σε προσωπικό επίπεδο, ανάλογα με τη δεκτικότητα και τη χωρητικότητά του, η οποία εξαρτάται από το μέτρο, τη δύναμη και τη θερμότητα της πίστης του, εντούτοις δεν είναι μόνο για τον εαυτό του. Τα χαρίσματα αποσκοπούν στη διακονία και ωφέλεια όλων των πιστών, για το λόγο αυτό είναι ανεπίτρεπτο κάθε ίχνος υπερηφάνειας, η οποία μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει τον άνθρωπο στην απώλεια των χαρισμάτων που έλαβε από το Άγιο Πνεύμα.
Το δεύτερο χάρισμα που αναφέρεται είναι η διακονία που μπορεί να εκληφθεί είτε ως άσκηση κάθε πνευματικού έργου, είτε ως ξεχωριστό χάρισμα όπως για παράδειγμα αυτό των επτά διακόνων. Επικρατέστερη ερμηνεία είναι η δεύτερη αφού ο απόστολος Παύλος διακρίνει τη διακονία από την προφητεία και τη διδασκαλία.
Το τρίτο χάρισμα είναι εκείνο της διδασκαλίας, η οποία διαφέρει από την προφητεία. Αυτός που έχει το χάρισμα της προφητείας, κινούμενος από το Άγιο Πνεύμα φυσικά, αποκαλύπτει το θέλημα του Θεού, ενώ αυτός που είχε το χάρισμα της διδασκαλίας, ήταν επιφορτισμένος με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, τη διδασκαλία του λόγου του Θεού. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο απόστολος Παύλος, με την αναφορά του στα ποικίλα χαρίσματα, αναφέρεται στις τάξεις εκείνες που υπήρχαν στην Εκκλησία και είχαν συγκεκριμένη διακονία.
Στη συνέχεια ο απόστολος Παύλος μνημονεύει άλλα τέσσερα χαρίσματα: «την παράκλησιν», «το μεταδιδόναι», «το προΐστασθαι» και «το ελεείν». Η παράκληση είναι χάρισμα το οποίο επιδιώκει να προτρέψει στην αρετή και στην προκοπή. Δεν έχει στόχο να πείσει, αλλά να συγκινήσει και να ενθαρρύνει την καρδιά και τη σκέψη του ανθρώπου στην εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Εκείνος που είχε το χάρισμα της «παρακλήσεως», όπως ο απόστολος Βαρνάβας, σημαίνει ότι διακρινόταν από την παρουσία μέσα του του «Παρακλήτου» Αγίου Πνεύματος. Γενικά μέσα στην Αγία Γραφή η παράκληση έχει διπλή σημασία, άλλοτε σημαίνει παρηγορία και ενίσχυση και άλλοτε προτροπή ή συμβουλή.
Το «μεταδιδόναι» είναι το χάρισμα που έχει κανείς να προσφέρει από τα δικά του πράγματα σε όσους έχουν ανάγκη. Βέβαια η ελεημοσύνη είναι εντολή του Θεού προς όλους τους ανθρώπους, ωστόσο ορισμένοι την ασκούν με ξεχωριστό ζήλο, σα να έχουν κάποια ιδιαίτερη κλίση προς αυτό. Η προσφορά λοιπόν προς τους πάσχοντες, φτωχούς και εμπερίστατους συνανθρώπους πρέπει να γίνεται «εν απλότητι», με απλότητα, ανιδιοτέλεια και χωρίς επίδειξη. Το χάρισμα αυτό μέσα στην Εκκλησία φανερώνει το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας.
Το «προΐστασθαι» είναι το χάρισμα της ανάθεσης και επιστασίας κάθε καλού έργου. Ο προϊστάμενος σε κάθε περίπτωση οφείλει να φέρει σε πέρας το έργο που του ανατέθηκε, χωρίς όμως να έχει εξουσιαστικές και καταδυναστευτικές τάσεις. Χαρακτηριστικό του ορθού τρόπου της άσκησης του λειτουργήματος του προϊσταμένου είναι η «σπουδή», δηλαδή ο ζήλος, η προθυμία και η επιμέλεια. Έτσι, το χάρισμα αυτό ανήκει σε εκείνους που προΐστανται του καθόλου έργου της Εκκλησίας, είτε του λειτουργικού, είτε του φιλανθρωπικού, είτε της διοικήσεως και μπορεί να ταυτισθεί είτε με το έργο των Αποστόλων είτε με αυτό των Επισκόπων.
Το «ελεείν» είναι χάρισμα γενικότερο του «μεταδιδόναι». Το έργο της ελεημοσύνης δεν περιορίζεται μόνο στη μετάδοση αναγκαίων υλικών πραγμάτων αλλά ακόμη και στην πνευματική στήριξη και ανακούφιση των εμπερίστατων αδελφών. Η άσκηση του έργου της ελεημοσύνης πρέπει να γίνεται «εν ιλαρότητι», δηλαδή με χαρά και απόλυτη ευχαρίστηση. Η χαρά αυτή και η ευχάριστη διάθεση της άσκησης της ελεημοσύνης ξεκινά από την καρδιά του ανθρώπου και αποτυπώνεται στο πρόσωπό του.
Όλα αυτά τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και άλλα πολλά στηρίζονται στην αρετή της αγάπης, η οποία έχει σταυρική διάσταση, κατά το παράδειγμα του Ιησού Χριστού. Δηλαδή η αγάπη προς τον Θεό και στον άνθρωπο. Αυτή η πραγματική αγάπη είναι η μητέρα των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Ωστόσο, η αγάπη πρέπει να είναι «ανυπόκριτος», δηλαδή ειλικρινής και γνήσια. Οι πιστοί άνθρωποι οφείλουν να «αποστυγούν», να αποστρέφονται το πονηρό. Δεν αρκεί να αποφεύγει κανείς το κακό, αλλά πρέπει να το αποστρέφεται και να το μισεί. Ταυτόχρονα δεν αρκεί να αποστρέφεται κανείς το κακό, αλλά να υπηρετεί και το καλό, κατά το λόγο του Ψαλμωδού «έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν» (Ψαλμ.36,27). Αυτό ακριβώς επισημαίνει εδώ και ο απόστολος Παύλος: «κολλώμενοι τω αγαθώ», να έχει δηλαδή ο καθένας απόλυτη προσήλωση και αφοσίωση στο αγαθό.
Η νέα εν Χριστώ ζωή επιβάλλει ώστε οι πιστοί να έχουν ανυπόκριτη αγάπη ο ένας προς τον άλλο και να είναι φιλάδελφοι και φιλόστοργοι μεταξύ τους. Καθώς όλοι μας είμαστε αδελφοί εν Χριστώ, οφείλουμε να αγαπούμε ο ένας τον άλλο, και η αγάπη αυτή δεν πρέπει να είναι εξωτερική, επιφανειακή, αλλά θερμή και καρδιακή. Και απόδειξη αυτής της αγάπης δεν είναι απλώς η τιμή προς αυτούς, αλλά «τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι». Δηλαδή να μην αναμένουμε να μας δείξει πρώτα ο αδελφός μας τη τιμή και το σεβασμό του, αλλά εμείς πρώτοι να σπεύδουμε να εκφράσουμε την αγάπη και τη τιμή μας προς τους άλλους.
Η αγάπη και η φιλαδελφία, αλλά και η επιτέλεση κάθε αγαθού έργου απαιτούν «σπουδή», δηλαδή ζήλο και προθυμία και όχι οκνηρία, δηλαδή απροθυμία και αδιαφορία. Άλλωστε και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στη σχετική παραβολή των ταλάντων χαρακτηρίζει «πονηρό» τον οκνηρό δούλο, ο οποίος έκρυψε το ένα τάλαντο που έλαβε από τον κύριό του και επέδειξε αμέλεια και απροθυμία για την αξιοποίησή του. Δεν έχει σημασία πόσα και ποιά χαρίσματα θα λάβουμε. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς θα τα αξιοποιήσουμε ή και θα τα αυξήσουμε ακόμα για το κοινό καλό. Οι πιστοί άνθρωποι οφείλουν να είναι θερμοί στην πίστη «τω πνεύματι ζέοντες», ώστε να αξιοποιούν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και έτσι να καταντούν «τω Κυρίω δουλεύοντες», δηλαδή να δουλεύουν, να υπηρετούν τον ίδιο τον Κύριο.
Η πηγή του ζήλου και της προθυμίας των πιστών είναι η ελπίδα στον ίδιο τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος αποθέτει την ελπίδα του στον Θεό, έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια και στις υποσχέσεις του Θεού, τότε μπορεί πραγματικά να χαίρεται. Η ελπίδα στον Θεό ενθρονίζει τη χαρά στην καρδιά και στην ψυχή του ανθρώπου. Παράλληλα επειδή η ζωή του ανθρώπου είναι γεμάτη από θλίψεις, πειρασμούς και περιπέτειες, η ελπίδα προς τον Θεό είναι εκείνη που δίνει τη δύναμη στον καθένα να υπομένει καρτερικά τις θλίψεις και τις δοκιμασίες της ζωής. Από την άλλη η υπομονή στις θλίψεις και τις δυσκολίες είναι η απόδειξη της γνήσιας και απόλυτης πίστης και ελπίδας στον Θεό. Μαζί με την ελπίδα ένα άλλο εξίσου σημαντικό όπλο για τον πιστό είναι η προσευχή. Γι΄ αυτό ακριβώς ο απόστολος Παύλος δεν συνιστά στους πιστούς μόνο να προσεύχονται, αλλά «τη προσευχή προσκαρτερούντες». Να προσκαρτερούν στην προσευχή, δηλαδή να προσεύχονται σταθερά και επίμονα, με απόλυτη πίστη, χωρίς να κουράζονται την ώρα της προσευχής ή να αφήνουν τις μέριμνες της ζωής να αποσπούν το νου και την καρδιά τους από την προσευχή.
Σύμφωνα με το εν Χριστώ ήθος, οι πιστοί έχουν χρέος να ουσιαστικοποιούν και να πραγματοποιούν με έργα την πίστη τους. Για το λόγο αυτό προτρέπει ο απόστολος Παύλος να γίνονται κοινωνοί, να συμμετέχουν δηλαδή και να βοηθούν τους συνανθρώπους τους στις διάφορες ανάγκες τους: «ταις χρείαις των αγίων κοινωνούντες». Η βοήθεια αυτή συμπεριλαμβάνει και το χρέος της φιλοξενίας: «την φιλοξενίαν διώκοντες». Η προσφορά φιλοξενίας μεταξύ των πρώτων χριστιανών είχε μεγάλη σημασία. Κάθε χριστιανός που ταξίδευε είχε την ανάγκη να βρεθεί μεταξύ των ομοπίστων του, με τους οποίους ένιωθε ενωμένος με την αδελφική αγάπη και την κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Κυρίου. Η αρετή της φιλοξενίας, της αγάπης δηλαδή προς κάθε ξένο, αλλοεθνή ή ακόμα και αλλόδοξα είναι εξόχως σημαντική και στις μέρες μας. Η κοινωνία μας πλέον είναι μια πολυπολιτισμική, πολυεθνική και πολυθρησκευτική κοινότητα. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και των μέσων διευκολύνει τη γρήγορη μετακίνηση πληθυσμών προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Η φιλοξενία, η αποδοχή και η αγάπη προς όλους αυτούς πρέπει να υπερβαίνει τις όποιες διακρίσεις γιατί σε τελική ανάλυση όλοι οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του Θεού. Η φιλοξενία δεν πρέπει να είναι κάτι το ζητούμενο για τους αληθινούς χριστιανούς, αλλά πρέπει να αποτελεί και προσωπική επιδίωξη του καθενός μας. Άλλωστε πρώτος ξένος πάνω σε αυτή τη γη, που δεν είχε «που την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. 8,20) υπήρξε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.
Η χριστιανική αγάπη βέβαια δεν μπορεί να έχει όρια. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μάς προτρέπει: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Ματθ. 5,44). Με αυτή την έννοια προτρέπει ο απόστολος Παύλος τους πιστούς: «ευλογείτε τους διώκοντας υμάς», δηλαδή όχι απλώς να μην μνησικακούν, να μην εκδικούνται και να μην επιδιώκουν το κακό για όσους τους έβλαψαν, αλλά πολύ περισσότερο να επιθυμούν το καλό τους και να προσεύχονται γι΄ αυτούς. Βέβαια εδώ δεν υποστηρίζεται η συγκατάθεση στην αδικία και στο κακό, αλλά η υπέρβαση του κακού και η μέριμνα για τη σωτηρία ακόμα και των εχθρών. Ο Ιησούς Χριστός πάνω στο Σταυρό δεν ευλόγησε τις πράξεις των σταυρωτών και διωκτών του αλλά παρακάλεσε τον Θεό Πατέρα να τους συγχωρέσει και να τους δείξει τρόπους μετάνοιας και επιστροφής: «πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23, 34).
Η αγάπη λοιπόν είναι το βασικό και θεμελιώδες γνώρισμα της φιλαδελφίας και της αρμονικής συμβίωσης και συνύπαρξης όλων των ανθρώπων. Οι διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων πρέπει να στηρίζονται στον κανόνα της αγάπης. Άλλωστε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός σε άλλη περίπτωση τόνισε ότι δυο είναι οι βασικές εντολές: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. Αύτη πρώτη εντολή. Και δευτέρα ομοία, αύτη, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρκ.12,30). Η αδελφοσύνη αναφέρεται πρωτίστως στους οικείους «τη πίστει», όλους εκείνους δηλαδή που βαπτίσθηκαν στο όνομα της Αγίας Τριάδος και εντάχθηκαν στο σώμα της Εκκλησίας. Βέβαια η αγάπη και αδελφοσύνη δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο εδώ, αλλά σπάζει τους όποιους φραγμούς και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, τα παιδιά του Θεού. Και ακόμα η τέλεια χριστιανική αγάπη φθάνει μέχρι και τους εχθρούς και μεριμνά γι΄ αυτούς, ώστε να τύχουν και αυτοί μετάνοιας και επιστροφής προς τον Θεό. Η πραγματική και εν Χριστώ αγάπη των μελών της Εκκλησίας αποδεικνύει ότι η Εκκλησία δεν είναι θεσμός ή ιδέα, αλλά οικογένεια και κοινωνία πιστών. Μια τέτοια παρουσία της Εκκλησίας μέσα στο σύγχρονο κόσμο μπορεί να δώσει την ελπίδα στον άνθρωπο που ζει μέσα σε θλίψεις, πειρασμούς και δοκιμασίες, μέσα στην αποξένωση, την απόρριψη και την έλλειψη αγάπης. Η αγάπη του Χριστού και των μελών της Εκκλησίας δίνει την ελπίδα, τη χαρά και την αισιοδοξία στο σύγχρονο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου