ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Δευτέρα 11 Απριλίου 2022

Ο δρόμος προς τη Βηθανία και τα Ιεροσόλυμα

π. Αλέξανδρος Σμέμαν

H έκτη και τελευταία εβδομάδα της Mεγ. Σαρακοστής ονομάζεται «Εβδομάδα των Βαΐων». Για έξι μέρες πριν το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων η λατρεία της Εκκλησίας μας ωθεί ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό καθώς πρώτος αναγγέλει το θάνατο του φίλου Του και κατόπιν αρχίζει το ταξίδι Του στη Βηθανία και στην Ιερουσαλήμ. Το θέμα και ο τόνος αυτής της εβδομάδας δίνονται την Κυριακή το απόγευμα στον Εσπερινό:

προς τη Βηθανία

Τὴν ἔκτην τῶν σεπτῶν Νηστειών Ἐβδομάδα, προθύμως ἀπαρχόμενοι, Κυρίῳ προεόρτιον ὕμνον τῶν Βαΐων ἄσωμεν πιστοί, ἐρχομένῳ ἐν δόξῃ δυνάμει Θεότητος, ἐπὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, νεκρῶσαι τὸν θάνατον…

Στο κέντρο της προσοχής είναι ο Λάζαρος – η αρρώστεια του, ο θάνατός του, ο θρήνος των συγγενών του και η αντίδραση του Χριστού σ’ όλα αυτά.

Έτσι τη Δευτέρα ακούμε:

Σήμερον Χριστῷ, πέραν Ἰορδανού διατρίβοντι, δηλοῦται ἡ νόσος τοῦ Λαζάρου…

Την Τρίτη:

Χθὲς καὶ σήμερον ἡ νόσος ἡ τοῦ Λαζάρου…

Την Τετάρτη:

Σήμερον Λάζαρος, θανὼν θάπτεται, καὶ θρῆνον ᾄδουσιν, αἱ τούτου σύγγονοι, ὡς δὲ προγνώστης καὶ Θεός, τὸ πάθος προηγόρευσας…

Την Πέμπτη:

Δισημερεύει σήμερον, θανὼν ὁ Λάζαρος…

Τέλος την Παρασκευή:

Ἔρχεται ὁ Κύριος εἰς Βηθανίαν… … καὶ γάρ ἥκει ἐξαναστῆσαι ἐκ τάφου Λάζαρον…

H τελευταία εβδομάδα δηλαδή περνάει με πνευματική περισυλλογή πάνω στην ερχόμενη συνάντηση του Χριστού με το θάνατο ‑ πρώτα στο πρόσωπο του φίλου Του Λαζάρου, έπειτα στο θάνατο του ίδιου του Χριστού. Πλησιάζει η «ώρα του Χριστού» για την οποία τόσο συχνά μιλούσε και προς αυτήν προσανατολιζόταν όλη η επίγεια διακονία Του. Θα πρέπει να ρωτήσουμε: ποια είναι η θέση και ποιο το νόημα αυτών των πνευματικών σκέψεων πάνω στη Μεγάλη Σαρακοστή; Πώς συνδέονται με την όλη μας προσπάθεια της περιόδου αυτής; Αυτές οι ερωτήσεις προϋποθέτουν μια άλλη ερώτηση με την οποία θα πρέπει τώρα ν’ ασχοληθούμε με κάποια συντομία. Σε κάθε ανάμνηση γεγονότων από τη ζωή του Χριστού η Εκκλησία πολύ συχνά ‑αν όχι πάντοτε‑ μεταφέρει το παρελθόν στο παρόν. Έτσι τη μέρα των Χριστουγέννων ψέλνουμε: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…», την Κυριακή των Βαΐων λέμε: «Σήμερον εἰσέρχεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα…», τη Μεγάλη Παρασκευή: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…». H ερώτηση λοιπόν είναι: ποιο είναι το νόημα αυτής της χρονικής μεταφοράς; ποια είναι η σημασία αυτού του λειτουργικού «σήμερον»;

Οι περισσότεροι από τους εκκλησιαζόμενους πιθανόν το θεωρούν αυτό σαν μια ρητορική μεταφορά, σαν ποιητικό «σχήμα λόγου». H δική μας, η σύγχρονη προσέγγιση της λατρείας γίνεται με δυο τρόπους: ή με τη λογική ή με το συναίσθημα. Η λογική προσέγγιση περιορίζει τη λειτουργική τελετουργία σε ιδέες. Βρίσκεται δε στις ρίζες της «Δυτικίζουσας» Θεολογίας η οποία αναπτύχτηκε στην Ορθόδοξη Ανατολή αφού απομακρύνθηκε από την πατερική εποχή και για την οποία η Θεία Λειτουργία είναι, στην καλύτερη περίπτωση ένα ακατέργαστο υλικό για καθαρούς διανοητικούς ορισμούς και θεωρήματα. Ό,τι δε στη λατρεία δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια διανοητική αλήθεια επιγράφεται «ποίηση» – δηλαδή κάτι που δεν μπορεί κανείς να το πάρει στα σοβαρά. Και εφ’ όσον είναι ολοφάνερο ότι τα γεγονότα που μνημονεύονται από την Εκκλησία ανήκουν στο παρελθόν, το λειτουργικό «σήμερον» δεν μπορεί να έχει κάποιο σοβαρό νόημα. Όσο δε αφορά τη «συναισθηματική» προσέγγιση, αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας ατομικιστικής και εγωκεντρικής ευσέβειας που είναι, κατά πολλούς τρόπους, το συμπλήρωμα της διανοητικής θεολογίας. Γι’ αυτού του είδους την ευσέβεια, η λατρεία, πάνω από καθετί άλλο, είναι ένα χρήσιμο πλαίσιο για προσωπική προσευχή, είναι φόντο για έμπνευση που σκοπός του είναι να «θερμάνει» την καρδιά μας και να τη στρέψει προς το Θεό. Το περιεχόμενο και το νόημα στις ακολουθίες, στα λειτουργικά κείμενα, στις ιεροτελεστίες έχουν, στην περίπτωση αυτή, δευτερεύουσα σημασία· όλα τούτα είναι χρήσιμα και ικανοποιητικά μόνον εφ’ όσον με βοηθούν να προσεύχομαι! Και έτσι το λειτουργικό «σήμερον» σβήνει, όπως εξάλλου και όλα τα άλλα λειτουργικά κείμενα, μέσα σ’ ένα είδος ξεχωριστής κατανυκτικής και εμπνευσμένης «προσευχής».

Εξαιτίας της πόλωσης στην εκκλησιαστική νοοτροπία όσον αφορά τους δυο τρόπους προσέγγισης της λατρείας, είναι πολύ δύσκολο σήμερα να δείξουμε ότι η αληθινή λειτουργία της Εκκλησίας δεν μπορεί να περιοριστεί ούτε στις «ιδέες» ούτε στην «προσευχή». Δεν εορτάζει κανείς τις ιδέες! Όσο για την ατομική προσευχή δεν λέει το Ευαγγέλιο ότι όταν θέλουμε να προσευχηθούμε να μπαίνουμε στο «ταμείον» μας και να έχουμε προσωπική επικοινωνία με το Θεό; (Ματθ. 6, 6). Η σωστή αντίληψη της γιορτής προϋποθέτει και τα δυο, και το γεγονός και την κοινωνική ή ομαδική συμμετοχή σ’ αυτό. Μια γιορτή, ένα πανηγύρι, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι άνθρωποι συναντιώνται όλοι μαζί, ξεπερνώντας το φυσικό χωρισμό και την απομόνωση, δρουν όλοι μαζί σαν ένα σώμα, πραγματικά σαν ένα πρόσωπο μπροστά σ’ ένα γεγονός (γάμος, κηδεία, νίκη κλπ.). Και το πιο φυσικό θαύμα σε όλες τις γιορτές είναι ακριβώς το ότι ξεπερνιέται, έστω και προσωρινά, το επίπεδο των ιδεών και αυτής ακόμα της ατομικότητας. Χάνει πραγματικά κανείς τον εαυτό του μέσα σε μια γιορτή, και συναντάει τους άλλους κατά ένα μοναδικό τρόπο. Αλλά τότε ποιο ακριβώς είναι το νόημα αυτού του λειτουργικού «σήμερον» με το οποίο η Εκκλησία εγκαινιάζει όλες τις γιορτές της; Με ποια έννοια γεγονότα από το παρελθόν γιορτάζονται «σήμερον»;

Θα μπορούσε κανείς να πει χωρίς να υπερβάλει, ότι όλη η ζωή της Εκκλησίας είναι μια συνεχής ανάμνηση και αναφορά. Στο τέλος κάθε ακολουθίας αναφερόμαστε στους αγίους:«… ὧν τὴν μνήμην ἐπιτελοῦμεν…»· αλλά πέρα απ’ όλες τις άλλες μνήμες η Εκκλησία είναι μια ατέλειωτη ανάμνηση του Χριστού.

Από καθαρά φυσιολογική πλευρά η μνήμη είναι μια διφορούμενη λειτουργία. Έτσι το να θυμόμαστε κάποιον που αγαπάμε και πού τον χάσαμε σημαίνει δυο πράγματα. Από τη μια πλευρά η μνήμη είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή γνώση του παρελθόντος. Όταν θυμάμαι τον μακαριστό πατέρα μου, τον βλέπω· είναι παρών στη μνήμη μου όχι σαν ένα συνολικό άθροισμα όλων όσων γνωρίζω γι’ αυτόν αλλά με όλη τη ζωντανή του πραγματικότητα. Αλλά από την άλλη πλευρά, αυτή η παρουσία με κάνει να συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πια εδώ, ότι ποτέ δεν θα ξαναείναι σ’ αυτόν τον κόσμο και σ’ αυτή τη ζωή, ούτε θα αγγίξω το χέρι που τόσο ζωντανά βλέπω με τη φαντασία μου. Η μνήμη λοιπόν είναι η πιο θαυμάσια και ταυτόχρονα η πιο τραγική απ’ όλες τις ανθρώπινες λειτουργίες, γιατί τίποτε άλλο δεν αποκαλύπτει καλύτερα την σπασμένη φύση της ζωής μας, την ανικανότητα του ανθρώπου να διατηρήσει κάτι πραγματικά, να το κατέχει αληθινά σ’ αυτόν τον κόσμο. H μνήμη μας φανερώνει ότι ο «χρόνος και ο θάνατος βασιλεύουν στη γη». Αλλά ακριβώς γι’ αυτό η μοναδικά ανθρώπινη αυτή λειτουργία της μνήμης γίνεται το κέντρο του Χριστιανισμού, γιατί μ’ αυτή τελεί την ανάμνηση ενός Ανθρώπου, ενός Γεγονότος. μιας Νύχτας, μέσα στο βαθύ σκοτάδι της οποίας ακούμε τα λόγια: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν…» Και να, το θαύμα γίνεται! Τον θυμόμαστε και Εκείνος είναι εδώ – όχι σαν μια νοσταλγική εικόνα από το παρελθόν, όχι σαν ένα θλιβερό «ποτέ πια…» αλλά με μια τέτοια έντονη παρουσία που η Εκκλησία μπορεί αιώνια να επαναλαμβάνει τα λόγια που είπαν οι μαθητές μετά τη συνάντηση στην Εμμαούς «…οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν…;»(Λουκ. 24,32).

H φυσιολογική μνήμη είναι πρώτα απ’ όλα μια «παρουσία του απόντος» έτσι ώστε όσο περισσότερο παρών είναι αυτός πού θυμόμαστε τόσο πιο οξύς είναι ο πόνος από την απουσία του. Αλλά «εν Χριστώ» η μνήμη ξανάγινε η δύναμη που γεμίζει το διασπασμένο χρόνο, διασπασμένο από την αμαρτία και το θάνατο, από το μίσος και τη λησμοσύνη. Αυτή λοιπόν η νέα μνήμη, η μνήμη σαν δύναμη πάνω από το χρόνο και την καταστροφή του, αποτελεί την καρδιά της λειτουργικής γιορτής και του λειτουργικού «σήμερον». Σίγουρα η Παρθένος δεν γεννάει σήμερα, ούτε κάποιος «ουσιαστικά» στέκεται μπροστά στο Σταυρό· και σαν γεγονότα τούτες οι πράξεις ανήκουν στο παρελθόν. Αλλά «σήμερον» μπορούμε να θυμόμαστε αυτές τις πράξεις και η Εκκλησία είναι βασικά το δώρο και η δύναμη αυτής της ανάμνησης που μεταβάλλει πράξεις από το παρελθόν σε αιώνια σημαντικά γεγονότα.

H λειτουργική γιορτή λοιπόν είναι μια νέα είσοδος της Εκκλησίας στο γεγονός και αυτό σημαίνει είσοδο όχι μόνο στις «ιδέες» του γεγονότος αλλά στη χαρά του, στη λύπη, στη ζωή του και στη συγκεκριμένη πραγματικότητά του. Ένα πράγμα πρέπει να ξέρουμε, ότι με την κραυγή «…Θεέ μου, Θεέ μου ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες» ο Σταυρωμένος Χριστός φανέρωσε την «κένωσή» Του και την ταπείνωσή Του. Είναι όμως πολύ διαφορετικό πράγμα να γιορτάζουμε κάθε χρόνο αυτό που έγινε εκείνη τη μοναδική Παρασκευή· οπότε χωρίς καμιά λογικοποίηση ξέρουμε με πλήρη βεβαιότητα ότι αυτά τα λόγια, που ακούστηκαν μια μόνο φορά παραμένουν αιώνια αληθινά και τίποτε, ούτε η νίκη, ούτε η δόξα μπορούν ποτέ να τα εξαλείψουν. Αυτό που πρέπει να εξηγήσουμε είναι ότι η ανάσταση του Λαζάρου έγινε για να βεβαιωθούμε για «τὴν κοινὴν ἀνάστασιν» (τροπάριο της ημέρας). Είναι κάτι το συναρπαστικό να γιορτάζουμε κάθε μέρα για μια ολόκληρη εβδομάδα αυτή τη συνάντηση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, που αργά αργά πλησιάζει, να γινόμαστε μέρος της, να βλέπουμε με τα μάτια μας και να νιώθουμε με όλο το είναι μας αυτό πού υπονοεί ο Ιωάννης με τα λόγια του: «Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας… ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν… καὶ ἐδάκρυσεν» (Iωάν. 11,33-35). Για μας και σε μας όλα αυτά συμβαίνουν «σήμερον». Δεν ήμασταν τότε εκεί, στη Βηθανία κοντά στον τάφο με τις αδερφές που θρηνούσαν. Μόνο από το Ευαγγέλιο ξέρουμε όλα όσα έγιναν εκεί. Αλλά μέσα στην Εκκλησία με τη γιορτή της σήμερα, ένα ιστορικό γεγονός γίνεται ένα γεγονός και για μας, για μένα, γίνεται μια δύναμη στη ζωή μου, μια ανάμνηση, μια χαρά. Η Θεολογία δεν μπορεί να πάει πέρα από την «ιδέα». Και όσον αφορά την ιδεολογική πλευρά, άραγε έχουμε ανάγκη αυτές, τις πέντε συνεχείς μέρες εφ’ όσον είναι κάτι τόσο απλό να λέμε: «τὴν κοινὴν ἀνάστασιν… πιστούμενοι»; Αλλά το όλο θέμα είναι ότι η πρόταση αυτή καθ’ αυτή δεν βεβαιώνει τίποτε. H αληθινή επιβεβαίωση πηγάζει από τη γιορτή και συγκεκριμένα απ’ αυτές τις πέντε μέρες οπότε διακηρύττουμε την αρχή της φοβερής μάχης ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, και αρχίζουμε όχι τόσο πολύ να καταλαβαίνουμε όσο να μαρτυρούμε ότι ο Χριστός πρόκειται να θανατώσει το θάνατο.

H ανάσταση του Λαζάρου, η υπέροχη γιορτή αυτού του μοναδικού Σαββάτου, είναι πέρα από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Την Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, σ’ ένα ιδιόμελο λέμε: «τὴν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καὶ τὴν ἁγίαν ἑβδομάδα τοῦ Πάθους, Σου αἰτοῦμεν κατιδεῖν». Μέσα στη λειτουργική ορολογία, το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων είναι η «έναρξη του Σταυρού». Αλλά η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, η προεόρτια αυτών των ημερών, είναι η τελική αποκάλυψη του νοήματος της Μεγάλης Σαρακοστής.

Από την αρχή είπαμε ότι η Σαρακοστή είναι προετοιμασία για το Πάσχα· στην πραγματικότητα όμως η καθημερινή εμπορία, που έχει μέχρι τώρα γίνει παράδοση, βεβαιώνει ότι αυτή η προετοιμασία παραμένει αφηρημένη και κατ’ όνομα μόνο. H Σαρακοστή και το Πάσχα είναι βαλμένα πλάι πλάι αλλά χωρίς καμιά ουσιαστική κατανόηση της σχέσης τους και της αλληλοεξάρτησης. Ακόμα και όταν δεν παίρνουμε τη Σαρακοστή μόνο σαν μια περίοδο για να πραγματοποιήσουμε την ετήσια εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, συνήθως τη σκεπτόμαστε σαν μια περίοδο για ατομική προσπάθεια και έτσι παραμένει εγωκεντρική. Με άλλα λόγια, εκείνο που ουσιαστικά λείπει από το βίωμα της Σαρακοστής είναι: η σωματική και πνευματική προσπάθειά μας να σκοπεύουν στη συμμετοχή μας στο «σήμερον» της Ανάστασης του Χριστού, όχι σαν μια αφηρημένη ηθικότητα, ούτε σαν μια ηθική πρόοδό μας ή σαν έναν αυστηρότερο έλεγχο στα πάθη, ούτε ακόμα σαν μια προσωπική τελείωση, αλλά σαν πλήρη συμμετοχή (συμμετοχή που περικλείει τα πάντα) στο τελικό «σήμερον». H χριστιανική πνευματικότητα που δεν έχει αυτόν το σκοπό κινδυνεύει να γίνει ψευτο-χριστιανική γιατί σε τελευταία ανάλυση μια τέτοια πνευματικότητα παρακινείται από το «εγώ» και όχι από το Χριστό. O κίνδυνος εδώ είναι ότι, όταν η καρδιά εξαγνιστεί, καθαριστεί και ελευθερωθεί από το δαίμονα που την κατοικούσε, παραμένει άδεια και ο δαίμονας ξαναγυρίζει σ’ αυτή «καὶ παραλαμβάνει ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων» (Λουκ. 11,26).

Στον κόσμο τούτο το καθετί -ακόμα και η «πνευματικότητα»- μπορεί να γίνει δαιμονική. Έτσι είναι πάρα πολύ σημαντικό να ξαναβρούμε το νόημα και το ρυθμό της Μεγάλης Σαρακοστής σαν γνήσιας προετοιμασίας για το μεγάλο «σήμερον» του Πάσχα.

Είδαμε μέχρι τώρα ότι η Σαρακοστή έχει δυο μέρη. Πριν από την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης η Εκκλησία μας προτρέπει να αυτοσυγκεντρωθούμε, να πολεμήσουμε τη σάρκα και τα πάθη, το πονηρό και κάθε άλλη αμαρτία. Αλλά και όταν τα κάνουμε όλα αυτά μας παρακινεί συνέχεια να κοιτάζουμε μπροστά, να εξετάζουμε την προσπάθειά μας και να την υποκινούμε για «κάτι καλύτερο» που είναι προετοιμασμένο για μας. Μετά από την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης το μυστήριο του Πάθους του Κυρίου, του Σταυρού Του και του θανάτου γίνεται το κέντρο σε όλες τις ιεροτελεστίες της Σαρακοστής, γίνεται κέντρο το «ἀπέλθομεν εἰς Ἱεροσόλυμα…».

Τελικά, στη διάρκεια αυτής της προπαρασκευαστικής εβδομάδας, αρχίζει η ανάμνηση του μυστηρίου. H όλη προσπάθεια της Σαρακοστής μας έκανε ικανούς να παραβλέψουμε όλα εκείνα που, συνήθως καθημερινά, επισκιάζουν το κεντρικό αντικείμενο της πίστης, της ελπίδας και της χαράς μας. O χρόνος, όπως τον ξέραμε, τέλειωσε πια. Τώρα μετριέται όχι όπως συνήθως με τις απασχολήσεις και τις φροντίδες μας, αλλά με ό,τι συμβαίνει στο δρόμο για τη Βηθανία, και πέρα απ’ αυτή, για τα Ιεροσόλυμα. Και, ακόμα μια φορά λέμε, πως όλα αυτά δεν είναι ρητορικά σχήματα. Για όποιον έχει γευτεί την αληθινή λειτουργική ζωή -έστω και μια μόνο φορά, ακόμα και με ατέλειες,- είναι σχεδόν ολοφάνερο ότι από τη στιγμή που ακούμε: «Χαίροις πόλις Βηθανία, πατρὶς ἡ τοῦ Λαζάρου…, αὔριον Χριστὸς παραγίνεται…», ο εξωτερικός κόσμος γίνεται κάπως εξωπραγματικός και σχεδόν νιώθει κανείς πόνο όταν από ανάγκη έρχεται καθημερινά σε επαφή μ’ αυτόν. H πραγματικότητα βρίσκεται σ’ αυτά που συμβαίνουν στην Εκκλησία, σ’ αυτή την ανάμνηση που μέρα με τη μέρα μας κάνει ν’ αναγνωρίσουμε τι σημαίνει να περιμένεις, και γιατί ο Χριστιανισμός είναι πάνω από κάθε άλλη προσδοκία και προετοιμασία. Έτσι όταν φτάνει ο Εσπερινός της Παρασκευής και ψέλνουμε: «τὴν ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστὴν…» δεν έχουμε μόνο εκπληρώσει μια ετήσια χριστιανική «υποχρέωση», αλλά είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας τα λόγια του ύμνου που ψέλνουμε την επόμενη μέρα:

«Διὰ Λάζαρον σὲ Χριστός ἤδη σκυλεύει

θάνατε· καὶ ποῦ σου Ἅδη τὸ νῖκος…».


π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή – Πορεία προς το Πάσχα, 11η έκδοση, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου