ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τετάρτη 20 Απριλίου 2022

 Ἀββᾶ, ὁ Πατὴρ

Giovanni Papini

Υπήρχε εκεί ένας κήπος μ’ ένα ελαιοτριβείο, από το οποίο είχε πάρει και το όνομα˙ ο κήπος Γεθσημανή. Ήταν ένας ψηλός τόπος, όπου ο Ιησούς και οι μαθητές του συνήθιζαν να περνούν τη νύχτα είτε γιατί θέλανε ν’ αποφεύγουν τον θόρυβο και τη βρώμα της πόλεως, μαθημένοι καθώς ήσαν στην ήσυχη και καθαρή ατμόσφαιρα της εξοχής, είτε γιατί φοβόνταν καμία ξαφνική σύλληψη, κατοικώντας ανάμεσα στα σπίτια των εχθρών τους.

Μόλις φθάσανε, ο Ιησούς λέγει στους μαθητές του.

-Καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξομαι ἐκεῖ.

Αλλ’ αισθανόταν την καρδιά του τόσο σφιγμένη από λύπη κι αγωνία, που δεν μπόρεσε να πάει μόνος του. Φώναξε τους τρεις που αγαπούσε πιότερο μέσα σ’ όλους, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, κι όταν απομακρύνθηκαν από τους άλλους «ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν».

Ἀββᾶ, ὁ Πατὴρ

-Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου˙ μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ.

Αν του απάντησαν και τι του απάντησαν, κανείς δεν ξέρει. Αλλά δεν φαίνεται να βρήκαν για να τον παρηγορήσουν τα λόγια εκείνα της καρδιάς που υποφέρει βλέποντας να υποφέρει ένα αγαπημένο πρόσωπο, γιατί απομακρύνθηκε κι απ’ αυτούς κι έμεινε μόνος να προσευχηθεί.

Γονάτισε, στήριξη το μέτωπό του στο χώμα κι είπε.

-Ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι. Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο.

Τώρα που είναι μόνος, μόνος μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, μόνος πάνω στη γη, μόνος μπροστά στον Θεό, μπορεί, δίχως ντροπή,να δείξει την αδυναμία του. Γιατί, επί τέλους, είναι άνθρωπος, άνθρωπος από σάρκα κι αίμα, άνθρωπος που βαδίζει κι αναπνέει˙ και ξέρει πως το τέλος του πλησιάζει, πως η μηχανή αυτή που λέγεται σώμα θα σταματήσει σε λίγο, πως η καρδιά του θα πάψει να χτυπά, πως η σάρκα του θα καρφωθεί, πως το αίμα του θα τρέξει στη γη.

Είναι ο δεύτερος Πειρασμός. Ο Σατανάς, αφού είχε δοκιμάσει δίχως επιτυχία τον Ιησού στην έρημο, τον άφησε, κατά τη φράση του Ευαγγελίου, «ἄχρι καιροῦ». Τον άφησε για να ξαναέλθει απόψε. Τώρα που μέσα σ’ αυτή τη νέα Έρημο, σ’ αυτό το σκοτάδι ο Ιησούς βρίσκεται μόνος, πιο μόνος από την άλλη φορά όπου είχε τουλάχιστο τ’ άγρια ζώα κοντά του, τώρα που άλλα θηρία πιο φοβερά και πιο άγρια ζητούν να τον κατασπαράξουν, μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι της εγκαταλείψεως και της αγωνίας, ο Σατανάς έρχεται για να του στήσει την τελευταία του παγίδα. Την πρώτη φορά του είχε υποσχεθεί εξουσίες, νίκες, δόξες˙ ήθελε να τον κερδίσει με το δέλεαρ της δυνάμεως. Τώρα χρησιμοποιεί αντίθετο μέσο. Είναι η αδυναμία. Ο Χριστός της πρώτης φοράς, που μόλις είχε βαπτισθεί και έκαιγε από θάρρος κι αγάπη, είχε υποστεί τη δοκιμασία χωρίς να υποκύψει˙ αλλ’ ο αποψινός Χριστός, ο εγκαταλελειμμένος απ’ όλους, ο προδομένος από τον Μαθητή του, ο αναζητούμενος από τους εχθρούς του, μπορεί να νικηθεί από τον φόβο, όπως νίκησε τότε την υπερηφάνεια.

Η προσευχή στον πατέρα είναι το τελευταίο του καταφύγιο. Γνωρίζει πως πρέπει να πεθάνει, πως οφείλει να πεθάνει, δίχως άλλο, πως ήλθε για να πεθάνει, για να δώσει με τον θάνατό του τη Ζωή, για να επιβεβαιώσει με τον θάνατό του την αλήθεια της ζωής˙ δεν έκαμε τίποτε για ν’ αποφύγει τον θάνατο˙ τον δέχτηκε θεληματικά, για τους φίλους του, για όλους τους ανθρώπους, γι’ αυτούς που δεν τον γνωρίζουν, γι’ αυτούς που τον μισούν, γι’ αυτούς που δεν γεννήθηκαν ακόμα˙ προείπε τον θάνατό του στους φίλους του˙ τους πρόσφερε τις απαρχές του θανάτου του, τον άρτο του σώματός του και τον οίνο του αίματός του και δεν έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον Πατέρα του ν’ απομακρύνει από τα χείλη του το ποτήρι και να επιβραδύνει το τέλος του. Μήπως η προσευχή του αυτή είναι παραχώρησις στον Σατανά;

Έγραψε τα λόγια του στην άμμο της πλατείας και τα έσβησε αμέσως˙ τα έγραψε στις καρδιές μερικών μαθητών του, αλλά ξέρει πόσο λίγο μένουν χαραγμένα τα λόγια στις καρδιές των ανθρώπων. Για να μείνει η αλήθειά του αιώνια στη γη και να φανεί τέτοια που κανείς να μη μπορεί να την ξεχάσει, πρέπει να τη γράψει με το αίμα του, γιατί οι αλήθειες βγαίνουν από το αίμα μας και με το αίμα αυτό πρέπει να τις γράφουμε στις σελίδες της ιστορίας, ώστε το πέρασμα των ανθρώπων και των αιώνων να μην τις εξαλείψει. Η επί του Όρους Ομιλία πρέπει να υπογραφεί με το αίμα του Γολγοθά. Αυτός που έφερε την αγάπη στον κόσμο, δεν θα νικήσει το μίσος παρά σαν το δεχθεί. Το υπέρτατο δώρο του Θεού, το Δώρο της Αγάπης, οι άνθρωποι θα το πληρώσουν με τη μεγαλύτερη αχαριστία˙ τον Σταυρό.

Αλλ’ απ’ όσα γνωρίζουμε για τη θεία φύση του Ιησού, δεν επιτρέπεται ούτε στιγμή να υποθέσουμε πως ήταν δυνατόν να έπεφτε στον πειρασμό. Αν πραγματικά φοβόταν τα βασανιστήρια του θανάτου, δεν είχε τάχα τον καιρό να τον αποφύγει; Μέρες τώρα, γνώριζε πως ζητούσαν να τον συλλάβουν κι είχε περισσότερους από έναν τρόπο για να ξεφύγει, αυτή τη νύχτα ακόμα, τα σκυλιά που ετοιμάζονταν να τον κατασπαράξουν. Μπορούσε, μόνος ή με τους πιο πιστούς του φίλους, να πάρει τον δρόμο που φέρνει στον Ιορδάνη κι από κει, πλαγιοδρομώντας, να φθάσει μέσω της Περαίας στην τετραρχία του Φιλίππου, όπου είχε κι άλλη φορά καταφύγει, για να γλιτώσει από τον Ηρώδη Αντύπα. Η ιουδαϊκή αστυνομία ήταν τόσο κακά και άτακτα οργανωμένη, που δύσκολα θα τον έβρισκαν. Αλλά δείχνει, μένοντας, πως δέχεται τον θάνατο και το Πάθος που τον συνοδεύει. Η αυτοκτονία του, γιατί αυτοκτονία θα το έλεγε αυτό η ανθρώπινη λογική, η θεία του αυτοκτονία μέσω ξένων χεριών, μοιάζει μ’ εκείνες των αρχαίων ηρώων που κατέφευγαν, για να πεθάνουν, στο ξίφος ενός φίλου ή ενός σκλάβου. Το Ευαγγέλιό του το κήρυξε και δεν απομένει παρά να το επισφραγίσει με την τρομερή εικόνα ενός θανάτου, ο οποίος θα κάνει να τον θυμούνται αιωνίως. Κι ίσως αυτό το αίμα, σαν ένα διεγερτικό πιοτό, να κάμει τους μαθητές του να ξυπνήσουν για πάντα.

Αλλ’ αν δεν είναι ο φόβος του θανάτου, ποιο είναι λοιπόν αυτό το ποτήρι που θέλει ν’ απομακρύνει από τα χείλη του; Μήπως είναι η προδοσία εκείνου που διάλεξε κι αγάπησε σαν τους άλλους, του Μαθητού που απόψε είχε χορτάσει και ξεδιψάσει με το σώμα του και το αίμα του; Ή η προσεχής άρνησις του άλλου Μαθητού, που τον ομολόγησε ότι ήταν ο Χριστός, στην Καισάρεια; Μήπως είναι η εγκατάλειψις όλων των άλλων, που θα σκορπισθούν σαν τρομαγμένα πρόβατα, όταν ο λύκος θα τους έχει αρπάξει τη μάνα; Μήπως είναι ο πόνος μιας πιο μεγάλης απαρνήσεως, της αποδοκιμασίας ενός ολόκληρου λαού; Γιατί αυτός ο λαός, του οποίου είναι τέκνο, τον περιφρονεί και θέλει να τον εξαφανίσει σαν ένα άπιστο παιδί, ένα άτιμο τέκνο που του φέρνει ντροπή, χωρίς να ξέρει πως το αίμα Εκείνου που ήλθε για να τον σώσει, θα του σημειώσει το μέτωπο με μιαν ανεξάλειπτη κηλίδα.

Προείδε ίσως, μέσα στο βαθύ σκοτάδι της παραμονής, τη μοίρα που επιφυλασσόταν με το κύλισμα των αιώνων και στα πιο μακρινά παιδιά του, την αγωνία των πρώτων αγίων, τις διαιρέσεις, τα σχίσματα, τους διωγμούς, τις σφαγές, κατόπιν όταν θα επικρατούσε η διδασκαλία του, τον χωρισμό των εκκλησιών, τ’ ανεπανόρθωτα σχίσματα, τα πάθη των αρχηγών, τους παραλογισμούς των αιρέσεων, τη σύγχυση των ψευδοπροφητών, τη μωρία των μεταρρυθμιστών, τα εγκλήματα και τις ατιμίες αυτών που θα τον αρνιόταν με τις πράξεις τους και θα τον εξυμνούσαν με τα λόγια και την επίδειξή τους, το αλληλοφάγωμα των χριστιανικών λαών, την απιστία των νέων γενεών, την επικράτηση των νέων Φαρισαίων και Γραμματέων, που θα μετασχημάτιζαν και θα πρόδιναν τη διδασκαλία του, την ακρωτηρίαση εκείνων που ζητούν να κάνουν δικές τους ερμηνείες, που νοθεύουν την αληθινή έννοια, που έχουν τη φαντασία νοσηρή, που μετρούν τις συλλαβές, που ζυγίζουν εκείνα που δεν πιάνονται, που διαιρούν εκείνα που δεν τεμαχίζονται, των οποίων η σχολαστική μωρία ξεκοιλιάζει τα ζωντανά πράγματα και τα κόβει σε μικρά κομματάκια με την αξίωση να τ’ αναστήσει έπειτα.

Με μια λέξη, ο Ιησούς δεν λυπόταν για το ότι θα πέθαινε, αλλά για την απιστία των άλλων ανθρώπων, των τωρινών και των μελλόντων. Δεν παρακαλούσε τον Πατέρα του να τον σώσει από τον θάνατο, αλλά να σώσει τους ανθρώπους, τώρα και στο μέλλον, από τον θάνατο της απιστίας. Η λύπη του προερχόταν από Αγάπη κι όχι από φόβο.

Όμως, κανείς δεν θα μάθει ποτέ την αληθινή έννοια εκείνων που είπε ο Υιός στον Πατέρα μέσα στην ερημιά του Όρους των Ελαιών. Ένας μεγάλος Χριστιανός της Γαλλίας ονόμασε τη διήγηση της νύχτας αυτής «το Μυστήριο του Ιησού». Και αν το ανθρώπινο μυστήριο του Ιούδα είναι ανεξιχνίαστο, πόσο περισσότερο το θείο μυστήριο του Ιησού θάναι ακατάληπτο!

Ἱδρὼς καὶ Αἷμα

Αφού προσευχήθηκε ο Ιησούς, ξαναγυρίζει στους Μαθητές του που δίχως άλλο τον περίμεναν. Αλλά κι οι τρεις είχαν αποκοιμηθεί. Ξαπλωμένοι στους μανδύες τους που τους είχαν στρώσει στο χώμα, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, οι πιστοί, οι εκλεκτοί, οι πιο αγαπημένοι απ’ όλους, είχαν αφήσει να τους πάρει ο ύπνος. Οι μαύροι φόβοι των τελευταίων ημερών, η καταθλιπτική ατμόσφαιρα εκείνου του δείπνου που είχε τελειώσει με λόγια τόσο φοβερά και προαισθήματα τόσο πένθιμα, οι αλλεπάλληλες συγκινήσεις, τους είχαν τσακίσει και τους είχαν παραδώσει σε λήθαργο μάλλον παρά σε ύπνο.

-Οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ᾿ ἐμοῦ;

Έτσι τους φώναξε η φωνή του Διδασκάλου, φωνή που μέσα στη μαύρη σιωπή της νύχτας έκλεινε ένα τόσο βαθύ παράπονο.

Οι Μαθητές άκουσαν μέσα στον ύπνο τους τα λόγια του Ιησού; Του απάντησαν ντροπιασμένοι, φέρνοντας τα χέρια τους στα κοκκινισμένα από τον ύπνο μάτια τους; Αλλά τι απάντηση θα μπορούσαν να δώσουν, μέσα στην ταραχή ενός τέτοιου ξυπνήματος, σ’ Εκείνον που δεν θα κοιμηθεί ποτέ πια;

Ο Ιησούς απομακρύνθηκε πάλι, με την καρδιά περισσότερο σφιγμένη. Ο πειρασμός στον οποίο όσο κι αν τους είχε προειδοποιήσει, έπεσαν οι μαθητές του, μήπως θα περιοριζόταν μόνο σ’ εκείνους ή θαρχόταν και σ’ αυτόν; Μήπως θ’ απαρνιόταν κι ο ίδιος τον εαυτό του, προτιμώντας τη φυγή, όπως θα τον απαρνηθούν οι άλλοι, ή αντιτάσσοντας βία στη βία και πληρώνοντας ακριβά τη ζωή του; Ή σκεφτόταν τάχα να ζητήσει άλλη μια φορά ακόμα, μέσα σε μια προσευχή απελπισμένη, ν’ απομακρυνθεί ο κίνδυνος από πάνω του;

Και να ο Ιησούς, μόνος πάλι, πιο μόνος τώρα από πριν, μέσα σε μιαν απόλυτη ερήμωση, λες κι όλος ο κόσμος είχε εξαφανισθεί. Μέχρι τώρα ίσως πίστευε πως οι φίλοι του αγρυπνούσαν εκεί, πίσω του. Αλλά κι αυτοί, αποκαμωμένοι, τον είχαν εγκαταλείψει. Οι ψυχές τους τον είχαν εγκαταλείψει πριν τον εγκαταλείψουν και τα σώματά τους.

Τον άφησαν μόνο. Δεν μπόρεσαν να του κάμουν την τελευταία αυτή χάρη. Εις αντάλλαγμα του αίματός του και της ψυχής του, των υποσχέσεών του και της αγάπης του, δεν τους είχε ζητήσει παρά ένα πράγμα μόνο· ν’ αντισταθούν μιαν ώρα στον ύπνο. Κι αυτό το λίγο, του το αρνήθηκαν· αυτή τη μικρή χάρη, δεν μπόρεσαν να του την κάμουν. Κι όμως, και τώρα ακόμη, γι’ αυτούς που κοιμούνται υποφέρει κι αγωνίζεται. Αυτός που τους είχε δώσει το παν, δεν έλαβε απ’ αυτούς τίποτε. Στην αποψινή νύχτα της εγκαταλείψεως, ό,τι ζήτησε δεν το βρήκε· ούτε από τον Πατέρα του, ούτε από τους ανθρώπους. Ο Σατανάς ο ίδιος τον άφησε και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι κι ο Χριστός είναι μόνος, εντελώς μόνος. Είναι μόνος, όπως είναι και θα είναι πάντα όσοι σηκώνονται ψηλότερα από τους άλλους κι αγωνίζονται μέσα στη νύχτα για να δώσουν το φως σ’ όλους. Ανάμεσα σ’ ένα λαό αποκοιμημένο, η ήρως μόνον αγρυπνά· είναι ο οδηγός που μένει ξύπνιος πάνω στο πλοίο, μέσα στην ερημιά της θάλασσας και τη νύχτας, ενώ οι σύντροφοί του αναπαύονται.

Ο Ιησούς αγρυπνά μόνος. Η κοιμωμένη πόλις απλώνεται κάτω από τον Κήπο των Κέδρων, αλλού λευκή κι αλλού σκοτεινή. Και σ’ όλες τις πόλεις, σ’ όλα τα σπίτια της γης, το εφήμερο γένος των ανθρώπων αυτή την ώρα κοιμάται. Άγρυπνοι μένουν ίσως καμιά γυναίκα του πεζοδρομίου, κανένας κλέφτης, κανένας φιλόσοφος.

Απόψε όμως δεν κοιμόνταν και οι εχθροί του Ιησού. Αυτοί ου όφειλαν να τον υπερασπίσουν ή θα μπορούσαν τουλάχιστο να τον παρηγορήσουν, αυτοί που έδειχναν ότι τον αγαπούν πραγματικά, ήσαν πεσμένοι σε βαθύν ύπνο. Αλλ’ οι άρχοντες των Ιουδαίων και τα όργανά τους δεν κοιμούνται. Ο Καϊάφας αγρυπνεί· κι ο μόνος μαθητής που δεν κοιμάται, είναι ο Ιούδας.

Μέχρι να φθάσει ο Ιούδας, ο Διδάσκαλός του μένει μόνος και θανατερά περίλυπος. Για να αισθανθεί τον εαυτό του λιγότερο έρημο, στρέφεται προς τον Πατέρα του κι αρχίζει πάλι να προσεύχεται. Τα λόγια του παραπόνου και της ικεσίας ανεβαίνουν στα χείλη του, αλλά σταματούν εκεί· αν η σάρκα τρέμει, ο Θεός όμως δεν νικήθηκε. Φοβερή μάχη γίνεται μέσα του, ώσπου μια υπέρτατη προσπάθεια, μια προσπάθεια υπεράνθρωπη, του δίνει τη νίκη. Τρέμει σύγκορμος, αλλ’ έχει πια νικήσει· τα γόνατά του λυγίζουν, είναι έτοιμος να πέσει, αλλ’ έχει νικήσει.

Άλλη μια φορά ακόμα, το πνεύμα δάμασε τη σάρκα. Αλλ’ ύστερα απ’ αυτόν τον αγώνα, το κορμί έχει χάσει κάθε δύναμη, έχει εξουθενωθεί. Η ανθρώπινη φύσις χτυπήθηκε στη ρίζα της κι ο Θεός έχει πλημμυρίσει στον ιδρώτα· η προσπάθεια ήταν περισσότερο από ανθρώπινη. Δεν είναι ο ιδρώς που μουσκεύει τους κροτάφους του ανθρώπου που βαδίζει στον ήλιο, που δουλεύει στο χωράφι, που λιώνει στον πυρετό· είναι ο ιδρώς της αγωνίας ενός Θεού, ιδρώς όμοιος με αίμα, που πέφτει και ποτίζει τις ρίζες των ελιών. Από τα χείλη εκείνα, τα ποτισμένα και δάκρυα και τον ιδρώτα, βγαίνουν τώρα τα λόγια της δεύτερης προσευχής:

-Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ, γενηθήτω τὸ θέλημά σου… Οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ.

Τώρα κάθε επιθυμία εγωιστική πετάχθηκε μακριά· το εγώ δεν μιλεί πλέον. Η θέλησίς του ταυτίζεται με τη θέληση του Πατρός, μέσα στην οποία θα βρει τον αληθινό λυτρωμό. Ο Ιησούς δεν είναι πλέον ένας άνθρωπος· είναι ο Άνθρωπος, ο άνθρωπος που παραδόθηκε ολόκληρος στον Θεό, που δεν αποτελεί πλέον παρά ένα με τον Θεό. Η νίκη του πάνω στον θάνατο είναι εξασφαλισμένη· ανήκει στον Αιώνιο κι ο Θεός δεν μπορεί να πεθάνει. «Ὃς ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν».

Κι ο Ιησούς σηκώνεται, γαλήνιος πια, και ξαναγυρίζει στους μαθητές του. Το παράπονό του δεν μπόρεσε να τους βαστάξει· κατάκοποι, είχαν πάλι αποκοιμηθεί. Ο Ιησούς, τη φορά τούτη, δεν τους ξυπνά. Δεν έχει πλέον ανάγκη από την παρηγοριά τους· ξαναπέφτει στα γόνατα κι επαναλαμβάνει στον Πατέρα τον μεγάλο λόγο της αυταπαρνήσεως:

-Οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ.

Ο Θεός δεν είναι πλέον στην υπηρεσία του ανθρώπου. Οι άνθρωποι μέχρι τότε ζητούσαν από τον Θεό, εις ανταμοιβήν των ύμνων και των προσφορών τους, την ικανοποίηση των επιθυμιών τους. «Θέλω ευτυχία, θέλω υγεία, θέλω δύναμη, την ευφορία του χωραφιού μου, την καταστροφή του εχθρού μου». Αλλ’ ιδού Ένας που ήλθε ν’ ανατρέψει τη συνήθεια αυτή και ν’ αλλάξει τους όρους· όχι ό,τι θέλω εγώ, αλλ’ ό,τι θέλεις συ: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». Όταν η θέλησις του ανθρώπου υποτάσσεται στη θέληση του Θεού, ενώνεται και συμπίπτει μ’ αυτή, ιδού η αληθινή ευτυχία. Τι σημαίνει, αν η θέλησις του Θεού με παραδίνει στους βασανιστές που θα με σταυρώσουν πάνω σε δυο ξύλα, άσπλαχνοι και λυσσασμένοι; Αν πιστεύω στον Πατέρα, ξέρω πως αυτός μ’ αγαπά και θα με σώσει. Δεν μπορεί, λοιπόν, να θέλει παρά το καλό μου, ακόμα κι αν αυτό το καλό στα μάτια των ανθρώπων φαίνεται ως η φοβερότερη τιμωρία· θέλω, λοιπόν, το καλό μου όταν θέλω αυτό που θέλει ο Πατέρας μου. Η τιμωρία του είναι πιο σοφή από τη σοφία των ανθρώπων και το μαρτύριο που μου επιβάλλει είναι μια αγαθοεργία που ξεπερνά όλες τις ανθρώπινες ευτυχίες.

Οι μαθητές μπορούν να κοιμούνται· όλοι οι άνθρωποι μπορούν να κοιμούνται· ο Χριστός δεν είναι μόνος. Είναι ευτυχής που θα υποφέρει, ευτυχής που θα πεθάνει· βρήκε τη γαλήνη μέσα στο μαρτύριο και την αγωνία.

Μάλλον γλυκιά παρά οδυνηρή είναι η προσμονή. Ο Ιούδας μπορεί να έλθει.

Ο Ιησούς δεν ακούει στην αρχή παρά το ήσυχο πια χτύπημα της καρδιάς του. Αλλά σε λίγο, ένας υπόκωφος κι απομακρυσμένος ήχος βημάτων φθάνει στ’ αυτί του. Κι εκεί κάτω, πίσω από τους σκοτεινούς θάμνους που πλαισιώνουν τον δρόμο, φαίνονται κατά διαστήματα και χάνονται πάλι κόκκινες αναλαμπές. Είναι οι άνθρωποι του Καϊάφα που ανεβαίνουν, ακολουθώντας τον Ιούδα.

Τότε ο Ιησούς ξαναγυρίζει στους μαθητές του που εξακολουθούν να κοιμούνται και τους λέγει με γαλήνια φωνή.

-Ἦλθεν ἡ ὥρα. Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδού ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με.

Οι άλλοι που κοιμόνταν πιο πέρα, ξυπνημένοι από τον θόρυβο, σηκώνονται, αλλά δεν έχουν τον καιρό ν’ απαντήσουν στον Διδάσκαλο, γιατί αυτός μιλούσε ακόμα όταν η σπείρα έφθασε και σταμάτησε μπροστά τους.

Ἡ ὥρα τοῦ σκότους

Το κοπάδι αυτό το αποτελούσαν τα παράσιτα του Συνεδρίου. Ήσαν υπηρέτες και πορτιέρηδες του Ναού, που είχαν ντυθεί γρήγορα κι όπως-όπως στρατιωτικές στολές αυτό το βράδυ κι είχαν αρπάξει τα ξίφη, αφήνοντας τις σκούπες και τα κλειδιά. Ήσαν ένα ολόκληρο πλήθος, λένε οι Ευαγγελιστές, αν κι ήξεραν καλά πως δεν είχαν να κάμουν παρά με δώδεκα ανθρώπους αόπλους. Οι προφήτες, ακόμα κι άοπλοι, προξενούν πάντα φόβο στον όχλο. Δεν φαίνεται και τόσο πιθανό πως ανάμεσά τους ήσαν και ρωμαίοι στρατιώτες κι ακόμα λιγότερο πως ήταν κι ένας χιλίαρχος, όπως αναφέρει ο Ιωάννης, δηλαδή αξιωματικός που να έχει υπό τας διαταγάς του χιλίους άνδρες. Ο Καϊάφας ήθελε να φέρει τον ηγεμόνα προ τετελεσμένου γεγονότος κι η μικρή δύναμη που διέθετε, άθλιο απομεινάρι του στρατού του Δαβίδ, αρκούσε με τη βοήθεια λίγων εμπίστων ανθρώπων του και μερικών υπηρετών να φέρει σε πέρας αυτή την ακίνδυνη εκστρατεία.

Ο όχλος αυτός ανέβηκε με πυρσούς και φανούς σαν να επρόκειτο για καμιά νυχτερινή γιορτή. Η φλόγα των πυρσών παίζει μέσα στο σκοτάδι· τα πελιδνά πρόσωπα των μαθητών, η σκοτεινή όψις του Ιούδα φωτίζονται από κόκκινες ανταύγειες· το πρόσωπο του Ιησού, φωτεινό μέσα στον ιδρώτα που ακόμα δεν στέγνωσε, ετοιμάζεται να δεχθεί το φίλημα του Ισκαριώτη.

-Ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾦ πάρει;Φιλήματι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;

Γνωρίζει καλά γιατί ήλθε· γνωρίζει πως αυτό το φίλημα είναι το πρώτο και το σκληρότερο από τα μαρτύρια που θα υποφέρει. Το φίλημα αυτό είναι το σημείο με το οποίο οι στρατιώτες του Καϊάφα θ’ αναγνωρίσουν τον Ιησού. «Ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι. Κρατήσατε αὐτόν». Ούτε οι εμπτυσμοί, ούτε τα ραπίσματα των ιουδαίων και των ρωμαίων, ούτε ο ποτισμένος με ξύδι σπόγγος που θα του φέρουν στα χείλη, δεν φθάνουν τη φρίκη του φιλήματος αυτού, φιλήματος από ένα στόμα που τον είχε πει φίλο και διδάσκαλο, που είχε πιει από το ποτήρι του κι είχε φάει από το ψωμί του.

Λοιπόν, σαν δόθηκε το σημείο, οι πιο τολμηροί πλησίασαν.

-Τίνα ζητεῖτε;

-Ἰησοῦν τὸ Ναζωραῖον.

-Ἐγώ εἰμι.

Ειπώθηκε με τέτοια τρομερή γαλήνη αυτό το «ἐγώ εἰμι», που τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν. Αλλ’ ο Ιησούς, που εκείνη ακόμα τη στιγμή σκεφτόταν τη σωτηρία των φίλων του, συνέχισε.

-Εἶπον ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι. Εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν.

Αλλά τότε, επωφελούμενος από τη σύγχυση κι έχοντας συνέλθει στο μεταξύ από τη ζάλη και τον φόβο του, ο Πέτρος άρπαξε ένα μαχαίρι, χύθηκε πάνω σ’ έναν υπηρέτη του Καϊάφα, τον Μάλχο, και τούκοψε τ’ αυτί. Ο Πέτρος, τούτη τη νύχτα, δεν θα είναι παρά όλο αντιφάσεις και παραλογισμούς. Μετά τον Μυστικό Δείπνο, είχε ορκισθεί πως δεν θα εγκατέλειπε τον Ιησού, ό,τι και να συνέβαινε. Κατόπιν, στον Κήπο, αποκοιμιέται και τίποτε δεν μπορεί να τον ξυπνήσει. Τώρα, λοιπόν, σκέφτεται, λίγο αργά, να υπερασπισθεί τον Διδάσκαλό του, με το μαχαίρι· κι ύστερα από λίγο, θ’ αρνηθεί πως είναι μαθητής του.

Άλλωστε, το άστοχο κι ανώφελο αυτό κίνημα, καταδικάσθηκε από τον Ιησού αμέσως.

-Ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπο αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται. Τὸ ποτήριον ὃν δέδωκέ μοι ὁ πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό;

Έτεινε τα χέρια του στους στρατιώτες, που έσπευσαν να τα δέσουν.

Κι ενώ τον έδεναν: «Ὡς ἐπὶ ληστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. Ἀλλ᾿ αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους».

Είναι το Φως του κόσμου κι ήλθε η εξουσία του Σκότους για να το σβήσει. Αλλά μόνο θα το σκεπάσουν και μάλιστα για πολύ λίγο καιρό. Έτσι βλέπουμε το καλοκαίρι το μαύρο σύννεφο να σκεπάζει τον ήλιο, αλλά σε λίγο θα ξαναλάμπει πιο φωτεινός και πιο θερμός.


Giovanni Papini, Ιστορία του Χριστού, μετάφραση Βασ. Μουστάκη, 7η έκδ., Αθήνα, Αστήρ, 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου