ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ Ἰωαν. κ΄ 19-31

Ὁμιλία εἰς τὴν καινὴν Κυριακὴν καὶ εἰς τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ἔρχομαι νὰ καταβάλλω χωρὶς ἄλλο τὴν ὀφειλή μου. Γιατὶ κι ἄν εἶμαι φτωχὸς ὅμως θέλω νὰ ἀποσπάσω βίαια τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Ἔδωσα τὴν ὑπόσχεση νὰ σᾶς φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω.  Τὶς πρῶτες ὀφειλὲς πρῶτα βιάζομαι νὰ ἐξοφλῶ,γιὰ νὰ μὴ μὲ πνίξουν οἱ τόκοι του, ποὺ μαζεύονται. Συνεργαστῆτε καὶ σεῖς στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους μου καὶ ἱκετέψτε τὸ Θωμᾶ, νὰ βάλη στὰ χείλη μου τὸ ἅγιο χέρι του, ποὺ ἄγγιξε τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου, νὰ νευρώση τὴ γλῶσσα μου, γιὰ νὰ σᾶς ἐξηγήση ὅσα ποθῆτε. Κι ἐγὼ παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου καὶ μάρτυρα Θωμᾶ διαλαλῶ τὴν πρώτη του ἀπιστία καὶ τὴν ὕστερη ὁμολογία, ποὺ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας κρηπίδα καὶ θεμέλιο.
Ὅταν μπῆκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάς του, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καὶ βγῆκε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας· ἡ ἀπομάκρυνση του μαθητοῦ νὰ προξενήση περισσότερη ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα. Γιατὶ ἄν ἦταν μαζὶ ὁ Θωμᾶς, δὲ θὰ εἶχε βέβαια ἀμφιβολία· κι ἄν δὲν εἶχε ἀμφιβολία, δὲν θὰ ζητοῦσε μ’ ἐπιμονή· καὶ ἄν δὲν ζητοῦσε, δὲ θὰ ψηλαφοῦσε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ κι ἄν δὲν ὡμολογοῦσε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ κι ἄν δὲν ὡμολογοῦσε Κύριο καὶ Θεό, τὸ Χριστό, δὲ θὰ εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὥστε μὲ τὴν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια κι ὅταν ἦρθε ὕστερα σταθεροποίησε τὴν πίστη μας. Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταὶ στο Θωμᾶ ὅταν ἦρθε·  «Ἔχομε δεῖ τὸν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια·  καὶ βρήκαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπη μέσα στὰ πράγματα. Ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· σὲ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτὸν ποὺ ἀναστήθηκε. Τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς λέη «εἰρήνη σ’ ἐσᾶς», κι ἀλλάξαμε τὸ σκοτισμὸ τῆς λύπης σὲ γαλήνια χαρά. Εἴδαμε τὰ χέρια του ποὺ δέχτηκαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴ λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καὶ τὴν πλευρὰ ποὺ κραυγάζει καθαρώτερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τὴν ἴδια τὴν πλευρὰ, ποὺ οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καὶ οἱ πιστοὶ σέβονται καὶ οἱ δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε καὶ τὴ θεϊκὴ πνοὴ ἀπὸ τὸ θεϊκὸ στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα ποῦ σκορπίζει κάθε χάρη. Ὁ ἐξουσιαστὴς ἔδωσε καὶ σ’ ἐμᾶς ἐξουσία νὰ συγχωροῦμε τὰ σφάλματα. Ἀποκτήσαμε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐντολή· Ἄν ἀφήσετε τὶς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται· ἄν μερικῶν τὶς κρατήσετε, κρατοῦνται.  Τέτοια βαθειὰ χαρὰ πήραμε ἀπ’ τὸν Σωτῆρα, τέτοια δῶρα ἀπολαύσαμε. Ἀδύνατο νὰ μὴν πλουτίσωμε, ἀφοῦ μᾶς ἔτυχε τέτοιος Κύριος. Ἔμεινε φτωχὸς μόνο αὐτὸς ποὺ δὲ βρέθηκε μαζί μας. Κι ὁ Θωμᾶς τοὺς εἶπε·  «Ἔχετε δεῖ τὸν Κύριο; Καλά. Αὐτὸν ποὺ εἴδατε λοιπὸν νὰ τὸν σέβεστε πιὸ πολὺ . Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, νὰ τὸν κηρύττετε ἀδιάκοπα. Ἐγὼ ὅμως, ἄν δὲ δῶ μέσα στὶς παλάμες του τὰ ἴχνη τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι ἀπ’ τὰ καρφιὰ καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρὰ του, δὲ θὰ πιστέψω. Κι ἐσεῖς δὲ θὰ πιστεύατε, ἄν δὲν βλέπατε πρῶτα· ἔτσι κι ἐγώ, ἄν δὲν ἰδῶ δὲ θὰ πιστέψω. Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸ πόθο σου αὐτόν, μεῖνε σταθερὸς μὲ ἐπιμονή, γιὰ νὰ δῆς ἐσῦ καὶ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ψυχή μου.  Μεῖνε σταθερός, ζητώντας αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Ζητεῖτε καὶ θὰ βρῆτε». Μὴν προσπεράσης ἁπλῶς, ἐρευνῶντας, ἄν δὲν εὔρης τὸ θησαυρὸ ποὺ ζητᾶς, χτύπα μ’ ἐπιμονὴ τὴν πόρτα τῆς ἀναντίρρητης γνώσης, ὥσπου νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξη αὐτὸς ποὺ εἶπε «χτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοίξω». Ἁγαπῶ τὸ διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, γιατὶ κόβει κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴ φιλομάθειά σου, γιατὶ κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Μὲ χαρὰ ἀκούω πολλὲς φορὲς τὰ λόγια σου· ἄν δὲ δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπ’ τὰ καρφιά, δὲ θὰ πιστέψω. Γιατὶ σὺ ἀπιστεῖς κι ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Ἐσὺ σκάβεις μὲ τὸ δικέλλι τῆς γλώσσας τὸ θεῖο σῶμα, κι ἐγὼ θερίζω ἄκοπα τὸν καρπὸ καὶ τὸν μαζεύω γιὰ μένα. Ἄν δὲν ἰδῶ μ’ αὐτὰ μου τὰ μάτια μέσα στ’ ἅγια  του χέρια, τ’ αὐλάκια ποὺ σὰν ἀλέτρι χάραξαν οἱ ἀσεβεῖς, μὲ κανένα τρόπο δὲ θὰ συμφωνήσω μὲ τὰ λόγια σας. Ἄν δὲ βάλω αὐτὸ μου τὸ δάκτυλο στὶς λακοῦβες τῶν καρφιῶν, δὲ θὰ δεχτῶ τὸ καλὸ μήνυμά σας. Ἄν δὲν κρατήσω μ’ αὐτὸ μου τὸ χέρι τὴν πλευρὰ ἐκείνη, ποὺ ἀνύποπτη μαρτυρεῖ τὴν ἀνάσταση, δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω τὴ γνώμη σας.  Γιατὶ κάθε λόγος εἶναι ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἄν δεχτῆ τὴ συνηγορία ὅλων τῶν πραγμάτων· καὶ κάθε λόγος ποὺ δὲν ἔχει  τὴ μαρτυρία τῶν ἔργων εἶναι χωρὶς σημασία καὶ ἀπὸ τὸ στόμα στὸν ἀέρα χάνεται. Θὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Δασκάλου. Πῶς λοιπὸν μὲ τὰ λόγια νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀντιλήφθηκα μὲ τὰ μάτια μου·  Πῶς θὰ κάνω τοὺς ἄπιστους νὰ πιστέψουν, αὐτὰ ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν τἄχω παρακολουθήσει; Νὰ πῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι ἔχω δεῖ τὸν Κύριό μου νὰ τὸν σταυρώνουν· δὲν τὸν εἶδα ὅμως νὰ ἔχη ἀναστηθῆ ἀλλὰ μόνο ἄκουσα. Καὶ ποιὸς δὲν θὰ περιπαίξη τὰ λόγια μου; Ποιὸς δὲ θὰ δείξ περιφρόνηση στὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ν’ ἀκούσης κάτι κι ἄλλο νὰ τὸ δῆς, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀφήγηση λόγων κι ἄλλο ἡ θέα καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων. Ἔτσι ἐπειδὴ ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀμφίβολη γνώση, σὲ ὀχτὼ μέρες ξαναῆρθε πάλι στοὺς μαθητὰς του ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί. Ἄφησε πρῶτα νὰ κατηχηθῆ ὁ Θωμᾶς ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του στὶς ἐνδιάμεσες μέρες.   Παραχώρησε νὰ φλογιστῆ ἀπὸ τὴ δίψα νὰ τὸν ἀντικρίση·  κι ὅταν ἡ ψυχὴ του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας του, τότε στὴν ὥρα πάνω ὁ ποθητὸς βρῆκε αὐτὸν, ποὺ ποθοῦσε. Ὅμοια, ὅπως καὶ πρῶτα, μὲ κλεισμένες τὶς πόρτες τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ ξανὰ, ὅπως καὶ πρῶτα, τοὺς εἶπε· «εἰρήνη σ’ ἐσᾶς», γιὰ νὰ ταυτιστῆ τὸ πρᾶγμα μὲ τὸ θαῦμα καὶ γιὰ νὰ βεβαιώση τὸ λόγο τῶν ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήση τὴν ἀκρίβεια τοῦ δεύτερου ἐρχομοῦ του. Ἔπειτα εἶπε στὸν Θωμᾶ:  Βάλε τὸ δάχτυλο οσυ ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας!  Τϊ πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως!  Δὲν περίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν περίμενε νὰ πλησιάση αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέση καὶ νὰ ἐπιτύχη ὅ,τι ἤθελε. Μήτε γιὰ λίγο δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία,   ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαποῦσε μὲ τὴν βία τραβοῦσε κοντά του, ὁ ἴδιος ἔσυρε στὴν πληγὴ τὸ δάχτυλο ἐκείνου ποὺ εἶχε τὸν πόθο, ὁ ἴδιος μὲ τὴ δεσποτικὴ γλῶσσα του, τράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ’ αὐτόν·  Βάλε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Ἄκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν σὰν ἄνθρωπος ἀλλὰ παρὼν σὰν Θεός, ὅ,τι εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν κοντά σας μὲ τὴ θεϊκότητά μου καὶ χώρια σας μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου.  Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια ποὺ εἶπες προηγούμενα; Δὲν εἶπες, ἄν δὲ δῶ μὲσα στὰ χέρια του τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω; Δὲ βγήκαν ἀπὸ τὰ χείλη σου τὰ λόγια αὐτά; Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν ἀνταποκρίνονται στοὺς λογισμούς σου; Γι’ αὐτὸ ξαναῆλθα· γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλης.  Γι’ αὐτὸ εἶμαι κοντά σας δεύτερη φορά, γι’  αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς ἔχω φτάσει καὶ τώρα ἦρθα γιὰ σένα, τὸν ἕνα, ἐγὼ ποὺ γιὰ τὸ χαμένο πρόβατο κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χωρὶς ἐν τούτοις νὰ τοὺς ἀφήσω.  Μὴ διστάσης λοιπὸν νὰ μάθης ὅ,τι ποθεῖς, μὴν ντρέπεσαι νὰ κοιταξης καλὰ ὅ,τι θέλεις. Μὴν ἀποφύγης νὰ βάλης τὸ δάχτυλό σου στὰ ἴδια τὰ χέρια μου. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τὴν  κακία τῶν ἐχθρῶν.  Μὲ σταύρωσαν οἱ ἐχθροί μου καὶ δὲν ἀγανάκτησα καὶ δὲ θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἐξέταση; Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ τραυματίστηκαν γιὰ σὰς, γιὰ νὰ θεραπεύουν τὰ χτυπήματα τῶν δικῶς σας ψυχῶν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου καὶ συλλογίσου ἄν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ θεληματικὰ σταυρώθηκε ἤ κάποιος ἄλλος. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ ἄφησα νὰ διατηροῦν τὰ σύμβολα τῆς Ἑβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μὲ τὴ συνηθισμένη ἀναίδειά τους μοῦ ποῦν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι Ἐμεῖς Κύριε δὲ σὲ σταυρώσαμε, τότε καὶ θὰ ντροπιάσω  θὰ δείξω σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ πολέμησαν, τὰ χέρια μου μ’ αὐτὴ τὴ μορφὴ καὶ θὰ ντροπιάσω τοὺς Ἑβραίους μόλις τ’ ἀντικρύσουν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, καὶ τὸ ἀληθινὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεώς μου μὴ νομίσης πὼς εἶναι μιὰ φαντασία. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ὁμήρους γιὰ τὸν ξανεγέννημό σας. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἐνέχυρα γιὰ τὴν ἀνάστασή σας μέσα ἀπὸ τὸν τάφο.  Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἄγκυρα ποὺ ἔπεσε στὸ βυθὸ τοῦ Ἅδη. Καμμιὰ χειμωνιὰ τῆς ζωῆς μὴ φοβηθῆς, καμμιὰ ζάλη τοῦ κόσμου ἄς μὴ σὲ ζαλίση. Μὴ φοβηθῆς τὸ φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων, ἄς μὴ σὲ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν. Πέρνα μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ταξίδευε κρατῶντας τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, ταξίδευε ἔχοντας μπροστὰ σου σὰν λιμάνι τὸν οὐρανό. Ταξίδευε καὶ νὰ φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τὸ ναυάγιο. Περιγέλα τὸ θάνατο σὰ νεκρὸ, περίπαιζε τὴ φθορὰ σὰν ἀνίσυχρη. Ἀποδέχου γιὰ χάρη μου τὸ τέλος τῆς ζωῆς σὰν ἀρχὴ μιᾶς πιὸ ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Ἄντλησε μὲ τὸ χὲρι σου ἀπὸ τὴ βρύση αὐτὴ τῆς ζωῆς τὸ νᾶμα ποὺ ποθεῖς, τὴ δίψα σου ἀνακούφισε. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρὰ μου.  Βάλε τὸ χέρι σου στὸ ἰατρεῖο τῆς πλάσης καὶ βγάλε τὸ φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας του. Δέχομαι ἄγγιμα χεριοῦ σου ποὺ μὲ ἀγαπᾶ· ἐγὼ ποὺ δέχτηκα τὴν πληγὴ τῆς λόγχης. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρὰ μου, γιὰ νὰ μπορῆς ν’ ἀγωνίζεσαι γι’ αὐτὴν, γιὰ νὰ μπορῆς ν’ ἀποκριθῆς σ’ αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅτι μὲ εἶδες μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ μ’ ἀναγνώρισες καὶ μὲ ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε τὸ χέρι οσυ καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Γιὰ σένα τὴν ἄφησα ἔτσι ἐγὼ ποὺ θεραπεύσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων.  Πρόβλεψα σὰν Θεὸς ὅτι θὰ θελήσης νὰ τὴ δῆς ἔτσι καὶ βλέποντας τ’ ἀχνάρια τοῦ πάθους στὴν σάρκα μου θέλησα νὰ θεραπεύσης τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. Φέρε τὸ χέρι σου, καὶ βάλτο στὴν πλευρὰ μου ποὺ τὴ φύλαξα ἔτσι μὲ κάποιο σκοπό. Ὅταν γυρίσω πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω σὲ θρόνο κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν νὰ ἰδοῦν οἱ Ἑβραῖοι κατάματα τὰ ἔργα τῆς κακίας τους καὶ μόνοι τους ν’ αὐτοδικαστοῦν – να μὴ φανῆς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Κακὸ ἡ ἀπιστία, κάνει τὸ νοῦ νὰ βουλιάξη. Ἡ πίστη τὸν ἀναρπάζει στὸν οὐρανό.. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχή·  ἡ πίστη σκορπᾶ τὸ φῶς της στοὺς λογισμούς·  ἡ πίστη καὶ τὰ ἀόρατα κατακάθαρα τὰ βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ’ ἄγνοια ὁλοκληρωτική.  Μὴ γίνης ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Παραμέρισε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίταξε τὶς καθαρὲς ἀκτῖνες τῆς πίστης. Γίνου μέσα σὲ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητός μου.  Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ συνάντησε καὶ εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ. Ὅμοια μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους σὲ κάλεσα, ὅμοια μ’ αὐτοὺς σὲ τίμησα, ὅμοια μ’ αὐτοὺς ὁπλίσου. Ὅμοια μ’ αὐτοὺς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ’ αὐτοὺς   σοῦ ἐμπιστεύθηκα σὰ φίλο, ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅμοια μ’ αὐτοὺς κήρυξε τὴ δύναμή μου.  Μὴν πῆς πάλι, ἀφοῦ μὲ εἶδες μιὰ φορά Ἄν δὲ δῶ πάλι στὰ χέρια του τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν δὲν θὰ πιστέψω. Ὅσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη, ὅπως θέλεις, τὴν περιέργειά σου. Ὅσο ἔχεις δίπλα σου τὸ οὐράνιο  κλῆμα ὅλα τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ σταφύλια της ἐρεύνησε.  Θ’ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανούς, ἀπ’ ὅπου ἦρθα στὴ γῆ, θ’ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι. Θ’ ἀνεβῶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση μου ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου γιὰ χάρη σας κατέβηκα μὲ τὴ θεία μου φύση. Θ’ ἀνεβῶ μ’ αὐτό μου τὸ σῶμα, ἄν καὶ χωρὶς αὐτὸ ἦρθα ἀπὸ κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα.  Θ’ ἀνεβῶ στοὺς κόλπους τοὺς πατρικοὺς μὲ τὴ δικὴ σας φύση, ἄν καὶ εἶμαι στοὺς κόλπους τοῦς πατέρα. Τελείωσα τὸ ἔργο ποὺ γιὰ χάρη του ἔκανα αὐτὴ τὴν πορεία. Ἀφοῦ ἄγγιξε λοιπὸν ὁ Θωμᾶς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θεία πλευρά γέμισε ἀπὸ δειλία κι ἀπὸ χαρὰ μαζὶ βλέποντας αὐτὰ ποὺ ἐπιθύμησε καὶ ἀμέσως ξεσπᾶ σὲ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας·  Κύριέ μου καὶ Θεέ μου». Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός.  Σὺ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καὶ φιλάνθρωπος. Σὺ εἶσαι ξενόφερτος καὶ παράξενος γιατρὸς τῆς πλάσης.  Δὲν κόβεις μὲ τὸ νυστέρι τ’ ἄρρωστα μέλη, δὲν καῖς μὲ τὴ φωτιὰ τὶς πληγές, δὲν μαζεύεις ἀπ’ τὰ βότανα τὴν δύναμη τῶν φαρμάκων σου, δὲ δένεις μὲ ὁρατοὺς ἐπιδέσμους τὶς πληγὲς ποὺ μᾶς ἀφανίζουν. Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης, ποὺ ἀόρατα τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγο ποὺ εἶναι κοφτερὸς ἀπὸ τὸ μαχαίρι·  ἔχεις λόγο πιὸ δυνατὸ ἀπ’ τὴ φωτιά· ἔχεις βλέμμα ἀπ’ τὸ φάρμακο πιὸ ἁπαλό.  Σὰν δημιουργὸς ἁγιάζεις χωρὶς κόπο τὸ δημιουργημά σου, σὰν πλάστης χωρὶς νὰ κουραστῆς μεταπλάθεις τὰ πλάσματά σου.  Σὺ κατὰ τὸ θέλημά σου τοὺς λεπροὺς καθάρισες, τοὺς κουτσοὺς τοὺς ἔκανες νὰ τρέχουν, τοὺς παράλυτους νὰ σηκώνουν τὰ κρεββάτια τους, τοὺς γεννημένους τυφλοὺς τοὺς προστάζεις νὰ πετάξουν μὲ νίψιμο τὸ σκοτάδι. Ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπ’ τὰ δημιουργήματά σου, μὲ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ’ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπ’ τοὺς Ἑβραίους, τὰ πάντα δέχτηκες γιὰ μένα στὸ σῶμα σου. Ὦ Κύριε καὶ Θεέ μου. Ἀναγνώρισα τὸν Κύριό μου, ἀναγνώρισα τὸν ἁλιέα καὶ φύλακά μου, ἀναγνώρισα τὸ βασιλιὰ καὶ Κύριό μου. Ὦ Κύριε καὶ Θεέ μου.  Πιστεύω Κύριε στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν ἀνάληψη ἀπὸ μέρος σου τῆς φροντίδας μου, πιστεύω στὸν προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στὰ παθήματα τῆς σάρκας σου, πιστεύω στὸν τρίημερο θάνατό σου, πιστεύω στὴν ἀνάστασή του. Λοιπὸν δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω, δὲν κάνω πιὰ ἔλεγχο·  πιστεύω, δὲν στήνω πιὰ τὴ ζυγαριὰ τοῦ νοῦ. Πιστεύω δὲν ἔχω πιὰ τὴν περιέργιεια.  Πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου. Μὲ δίδαξαν αὐτὰ ποὺ εἶδα νὰ μὴν κάνω ἔλεγχο.  Ψηλάφησα κι ἔμαθα νὰ προσκυνῶ ὄχι νὰ φιλονικῶ. Ἕνα Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Κύριο μου Χριστό. Ἄς εἶναι δοξασμένος καὶ δυνατὸς στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.19-26

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου